Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ - Το σαμποτάζ του λιγνίτη σκοτώνει τη βιομηχανία και τη χώρα

Στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει στο κλείσιμο όλων των λιγνιτικών ηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ δήθεν στα πλαίσια της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Μάλιστα, δεσμεύτηκε να τις κλείσει το αργότερο ως το 2028, όταν ο προηγούμενος πρωθυπουργός, που άφησε έργο σε κλεισίματα, ο Τσίπρας είχε αφήσει ένα περιθώριο για να κλείσουν μέχρι το 2030, ενώ άφηνε να ζήσει το 17% της ηλεκτρικής παραγωγής από τα λιγνιτικά.

Το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων τόσο από την προηγούμενη όσο και από τη νέα κυβέρνηση εμφανίζεται σα συμμόρφωση με την πολιτική του περιορισμού της χρήσης λιγνίτη με βάση τα κοινοτικά πλαίσια για την ενέργεια και τελικά της ολοκληρωτικής απανθρακοποίησης της ΕΕ η οποία όμως προβλέπεται για το 2050, με κάθε χώρα να είναι ελεύθερη να κάνει το δικό της σχεδιασμό. Με βάση το δικό της πλάνο η Γερμανία προχωρά σταδιακά για την πλήρη κατάργηση των λιγνιτικών το 2038, πολύ αργότερα από την Ελλάδα!!!

Αντίθετα, στην Ελλάδα η νέα κυβέρνηση της ανάπτυξης εκπόνησε ένα πιο «φιλόδοξο» βιομηχανοκτόνο πρόγραμμα από αυτό του Τσίπρα ώστε να υλοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος της απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2023, και η διαδικασία να ολοκληρωθεί το 2028, αντί για σταδιακή απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2030 που ήταν το σχέδιο του αρχισαμποταριστή ΣΥΡΙΖΑ.

Συγκεκριμένα, για την τρέχουσα δεκαετία, η πολιτική της ΕΕ για την ενέργεια και το κλίμα της περιόδου 2021-2030 καθορίζεται από ένα γενικό πλαίσιο το οποίο κάθε χώρα πρέπει να εξειδικεύσει σε εθνικά νομοθετικά και διοικητικά μέτρα. Αυτά τα μέτρα για την Ελλάδα περιγράφονται στο «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» (ΕΣΕΚ) που εκπόνησε η κυβέρνηση Τσίπρα και τροποποιεί τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Πρόκειται για τη δεύτερη δέσμη μέτρων για το κλίμα στα πλαίσια της συμφωνίας του Παρισιού που υπογράφτηκε το 2016. Οι βασικοί στόχοι του κοινοτικού πλαισίου από το 2021 μέχρι το 2030 είναι οι εξής: «Τουλάχιστον 40% περικοπές των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (από τα επίπεδα του 1990). Τουλάχιστον 32% για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τουλάχιστον 32,5% βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Το πλαίσιο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 2014». (https://ec.europa.eu/clima/policies/strategies/2020_en). Προηγούμενα, η πρώτη δέσμη μέτρων της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια είχε βάλει τους παρακάτω τρεις στόχους μέχρι το έτος 2020: «20% μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (από τα επίπεδα του 1990). 20% της ενέργειας της ΕΕ από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.   20% βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης». Οι στόχοι αυτοί είχαν καθοριστεί από τους ηγέτες της ΕΕ το 2007 και εγκρίθηκαν νομοθετικά το 2009. (https://ec.europa.eu/clima/policies/strategies/2020_en).

Η κυβέρνηση της ΝΔ ισχυρίζεται ότι το άμεσο κλείσιμο επιβάλλεται από το νέο κοινοτικό πλαίσιο για «πράσινη ενέργεια». Πρόκειται για ένα μεγάλο και ελεεινό ψέμα. Για άλλη μια φορά το ρωσόδουλο καθεστώς των σαμποτέρ κρύβεται πίσω από ευρωπαϊκές πολιτικές. Ασφαλώς ο Τσίπρας μόνο ικανοποιημένος θα μπορούσε να είναι από την πολιτική του Κ. Μητσοτάκη για το λιγνίτη.

Το κοινοτικό πλαίσιο για τον περιορισμό της χρήσης του λιγνίτη για παραγωγή ενέργειας και τη σταδιακή αντικατάσταση από πιο πράσινες τεχνολογίες, πέρα από το ότι έχει ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το 2050, λαμβάνει πάντα υπόψη για κάθε χώρα τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας ιδιαίτερα για τη βιομηχανία. Η ενεργοβόρα βιομηχανία, δηλαδή η βιομηχανία που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ενέργειας, δεν μπορεί να καλυφθεί από ενέργεια που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές γιατί είναι δυσανάλογα ακριβή, και δεν μπορεί να καλύψει τόσο μεγάλες ποσότητες. Η εναλλακτική για την ενεργοβόρα βιομηχανία μετά το κλείσιμο του λιγνίτη είναι το φυσικό αέριο, και για την Ελλάδα το ακριβό ρώσικο φυσικό αέριο. Οι ευρωπαϊκές χώρες είναι χώρες εισαγωγής και όχι παραγωγής φυσικού αερίου. Η πάγια πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία υπονομεύουν οι ρωσόφιλοι μέσα στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απεξάρτηση από το ρώσικο φυσικό αέριο και η εξασφάλιση εναλλακτικών πηγών προμήθειας. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία περίπτωση να μην πετύχει η Ελλάδα ευνοϊκές εξαιρέσεις από το πλάνο, αν παρουσίαζε ένα αποδεκτό περιβαλλοντικό πρότυπο λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, με διασφαλισμένους τους όρους της πρόσβασης ιδιωτών στο λιγνίτη, που μέχρι τώρα είναι αποκλειστικότητα της ΔΕΗ, εφόσον έβαζε με έμφαση την ανάγκη της αποδέσμευσης από την ενεργειακή εξάρτηση από το ρώσικο φυσικό αέριο στη βάση της αποικιοκρατικής σύμβασης προμήθειας φυσικού αερίου που υπόγραψε ο Σημίτης με την Γκάζπρομ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ενεργειακό πλάνο της κυβέρνησης προβλέπει ότι μετά την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, η ηλεκτροπαραγωγή από μονάδες που λειτουργούν με φυσικό αέριο θα έχει μεγάλο μερίδιο στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, μέχρι να ολοκληρωθεί το υπόλοιπο σκέλος του πλάνου που αφορά επενδύσεις σε ΑΠΕ και μικρά υδροηλεκτρικά έργα, για τις οποίες επενδύσεις με τα δεδομένα της χώρας, δεν μπορεί να υπάρξει καμία εγγύηση σε ότι αφορά το χρονοδιάγραμμα, το κόστος και την αποδοτικότητα. Ο μόνος σταθερός ενεργειακός πυλώνας που απομένει κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι οι μονάδες του φυσικού αερίου, ενώ παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν χρειαστεί η κατασκευή νέων τέτοιων μονάδων. Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ : «Γενικά, όπως σημειώνεται στο κείμενο, η εκτίμηση είναι ότι κατά την περίοδο 2020-2025 η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο θα εμφανίσει τις υψηλότερες απόλυτες τιμές ηλεκτροπαραγωγής και αντίστοιχα μερίδια συμμετοχής στο σύνολο της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής. Η διατήρηση του μεριδίου του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή σε σχετικά σημαντικά μερίδια μέχρι και το έτος 2030 (>30%) οφείλεται και στον ενισχυμένο του ρόλο ως τεχνολογία κατανεμόμενης παραγωγής, μετά την ολική απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής» (https://greenagenda.gr/, 29/11/2019, «Τι προβλέπει το ΕΣΕΚ»).

Σε αυτά τα πλαίσια λοιπόν ακόμα και με το πλάνο της απανθρακοποίησης το 2050, η Ελλάδα ειδικά με τα μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτη, θα μπορούσε να διεκδικήσει άνετα την εξαίρεσή της με συγκεκριμένους όρους για τη χρήση λιγνίτη.

Όχι μόνο δεν έγινε κάτι τέτοιο, αλλά η Ελλάδα που έχει ειδικό συμφέρον από τη χρήση λιγνίτη, γίνεται η πρώτη χώρα που σπεύδει να τον κλείσει (!!!)

Για να δικαιολογήσουν αυτό το τρομερό έγκλημα, προβάλουν το ψέμα ότι λόγω του διεθνούς και κοινοτικού κανονιστικού πλαισίου ο λιγνίτης έχει γίνει ζημιογόνος και ασύμφορος. Υπολογίζουν τη ζημιά των λιγνιτικών της ΔΕΗ στα 683 εκατ ευρώ.

Βασικός λόγος ισχυρίζονται για τον οποίο ο λιγνίτης έγινε ζημιογόνος είναι τα ποσά που πρέπει να πληρώνει η χώρα στα πλαίσια του συστήματος του εμπορίου ρύπων. Το ότι αυτή είναι μια υποχρεωτική ζημιά λόγω του κοινοτικού πλαισίου είναι μεγάλο ψέμα.

Η υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από τη βιομηχανική λειτουργία επιβλήθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες με στόχο την προώθηση της μεγαλύτερης χρήσης πράσινης ενέργειας.

Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Ιδιοκτητών Κατανάλωσης Ενέργειας) «Οι περισσότεροι βιομηχανικοί κλάδοι εντάσεως ενέργειας δικαιούνται βάσει των Ευρωπαϊκών Κατευθυντηρίων Γραμμών να λάβουν αντιστάθμιση για το πρόσθετο κόστος που προκαλεί στο ανταγωνιστικό σκέλος της ηλεκτρικής ενέργειας η υποχρεωτική αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων.

Με απλά λόγια εάν η λιγνιτική ενέργεια αξιοποιείται από τη βιομηχανία, τότε απαλλάσσεται από το πρόσθετο κόστος των ρύπων».

Η εξαίρεση αυτή έγινε ειδικά για την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, ακριβώς γιατί δεν μπορεί καμία ευρωπαϊκή πολιτική να δολοφονεί τη βιομηχανική παραγωγή.

Για να μην καταβάλλονται δικαιώματα αγοράς ρύπων για το λιγνίτη της βιομηχανίας θα έπρεπε οι βιομηχανίες να έχουν τη δυνατότητα να υπογράφουν διμερείς προθεσμιακές συμβάσεις (OTC) με λιγνιτικές μονάδες.  Σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ «Αυτή η δυνατότητα μπορεί να διατηρήσει σε λειτουργία λιγνιτικά εργοστάσια που σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούνταν σε κλείσιμο».

Αυτή η δυνατότητα δεν δόθηκε ποτέ στις ελληνικές βιομηχανίες γιατί ακολουθήθηκε η πολιτική της υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με το σύστημα των δημοπρασιών (ΝΟΜΕ), που δεν επιτρέπει τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων. Αυτό το μοντέλο των δημοπρασιών υποτίθεται ότι λύνει το πρόβλημα να τηρούνται όροι ελεύθερης αγοράς στην προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας εφόσον υπάρχει και κρατική ΔΕΗ και ιδιώτες παραγωγοί. Όμως αυτό δεν ήταν το μοναδικό διαθέσιμο μοντέλο για την τήρηση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Οι δημοπρασίες αποτελούνέναν εναλλακτικό μηχανισμό υποβοήθησης της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα στην Ελλάδα υιοθετήθηκε ως κύριος μηχανισμός συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις του τρίτου Μνημονίου που υπογράφηκε το 2015 από τον ΣΥΡΙΖΑ (https://energypress.gr/news/oi-dimoprasies-nome-os-mihanismos-enishysis-toy-antagonismoy-stin-elliniki-agora-ilektrikis). Να λοιπόν, ποιος ξεκίνησε να βάζει και την ταφόπλακα, αφού σκάφτηκε ο λάκκος επί δεκαετίες για το λιγνίτη, για να αποτελειώσει τη βρωμοδουλειά, εφόσον το καταφέρει με τη συμφωνία όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, η κυβέρνηση της ΝΔ.

Το σύστημα ΝΟΜΕ καταργήθηκε πρόσφατα γιατί υιοθετήθηκε νέο κοινοτικό μοντέλο ενιαίο για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι αποφάσεις για το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων ωστόσο δεν άλλαξαν και δεν επιχειρήθηκε καμία προσαρμογή που να περιλαμβάνει και τη χρήση λιγνίτη με ευνοϊκούς όρους στο νέο μοντέλο. Η επιτυχημένη ένταξη του λιγνίτη σε οποιοδήποτε και κάθε σύστημα διάθεσης και προμήθειας, εθνικό ή κοινοτικό θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα για κάθε κυβέρνηση που ακολουθεί στοιχειωδώς και στο ελάχιστο πολιτική εθνικοανεξαρτησιακή, φιλική στη βιομηχανική παραγωγή, και τελικά φιλολαϊκή.

Σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας) πρόκειται για το μοναδικό εθνικό και ανταγωνιστικό για τη βιομηχανία καύσιμο: «Το μεταβλητό κόστος μας πλέον σύγχρονης μονάδας συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο φυσικό αέριο, ακόμα και σήμερα (50Ευρώ/MWh), δεν οδηγεί σε ανταγωνιστική τιμή για τη βιομηχανία εάν συγκριθεί με τις τιμές που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές μας.  Εκτός όμως από το θέμα του κόστους, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αποτελεί προτεραιότητα η χρήση και αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, ενώ και στο πλαίσιο μας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, κεντρικός στόχος είναι ο διαρκής περιορισμός μας ενεργειακής εξάρτησης από εισαγωγές. Σε κάθε περίπτωση, η  ενεργοβόρος βιομηχανία δεν μπορεί να έχει βιώσιμο και ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας από μονάδες βάσης που χρησιμοποιούν εισαγόμενο καύσιμο όπως είναι το  φυσικό αέριο. Κατά συνέπεια από πλευράς ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού αλλά και κόστους το ποσοστό του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα δεν πρέπει και δεν μπορεί να μειωθεί  κάτω από 30%» (https://energypress.gr/news/mellon-toy-ligniti-einai-synyfasmeno-me-ti-viomihania).

Καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει με αυτά τα δεδομένα η εγκληματική απόφαση της κυβέρνησης με τη στήριξη του διακομματικού καθεστώτος να κλείσει το λιγνίτη.

Ενας άλλος λόγος που η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι επείγει το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων είναι γιατί όσο τις έχει κρατικές πληρώνει πρόστιμα το κράτος και επιβαρύνει το έλλειμμα και το χρέος, αφού έχει αποδειχθεί ότι αυτές δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική γιατί δεν θα υπάρχει ενδιαφέρον.

Όμως η πτώση της αξίας των μονάδων λόγω της πολιτικής απανθρακοποίησης της ΕΕ, στα πλαίσια της οποίας καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση δεν έκανε το ελληνικό κράτος για να τις διατηρήσει, δεν θα αρκούσε μόνη της για να ματαιώσει την ιδιωτικοποίηση τους κυρίως αν δεν είχε μεσολαβήσει το σαμποτάζ στις υποδομές της ΔΕΗ που έχει γίνει για χρόνια στα εργοστάσια λιγνιτοπαραγωγής και τα έχει απαξιώσει, και δευτερευόντως αν δεν λειτουργούσε ένα στρεβλό ρυθμιστικό πλαίσιο στην αγορά ενέργειας στη χώρα. Ο αληθινός λόγος της μη ιδιωτικοποίησης των λιγνιτικών μονάδων είναι κατά τη γνώμη μας ότι η Ρωσία έχει περισσότερο συμφέρον να κλείσουν, όπως άλλωστε και όλη η βαρειά βιομηχανία, για να μην αποτελούν εμπόδιο στην απόλυτη οικονομική και κυρίως πολιτική εξάρτηση από το ρωσοκινεζικό άξονα και στην προκειμένη περίπτωση ειδικά από το το ρώσικο φυσικό αέριο.

Αυτή ήταν η κατάσταση για τα λιγνιτικά εργοστάσια στη χώρα όταν έφτασε να μπει σε εφαρμογή το ενεργειακό πλαίσιο του 2021-2030 για την ΕΕ, μία μοναδική ευκαιρία για τους ρωσόδουλους να ξεφορτωθούν το λιγνίτη, χωρίς να χρεωθούν το έγκλημα. Το ίδιο αυτό ενεργειακό πλαίσιο της ΕΕ ασφαλώς δεν είναι ότι καλύτερο μπορεί να υπάρξει σαν προγραμματισμός για την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης, και οπωσδήποτε βάλανε σε αυτό το χεράκι τους οι φίλοι του Πούτιν και της Γκάζπρομ μεσα στην ΕΕ.

Το χρονοδιάγραμμα του Εθνικού Σχεδίου της Ελλάδας (ΕΣΕΚ) για τη συμμόρφωση με το κοινοτικό πλαίσιο παρουσιάζεται τώρα από την κυβέρνηση σαν άμεσα και όχι μακροπρόθεσμα υποχρεωτικό, και μάλιστα σαν να έχει επιβληθεί από την Ευρώπη. Σε αυτή την παραπλάνηση του λαού βοηθάει το ότι η κυβέρνηση και η πρώην και η νυν, σκόπιμα συγχέει το ζήτημα της κοινοτικής πολιτικής για ελεύθερη πρόσβαση των ιδιωτών στο λιγνίτη, δηλαδή τη μη ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων με την αναγκαιότητα τάχα της κατάργησής τους.

Πράγματι ο Τσίπρας δεν πούλησε, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία αλλά και με το τρίτο μνημόνιο, λιγνιτικές μονάδες, και συγκεκριμένα τα τρία λιγνιτικά εργοστάσια, Μελίτη Ι και Μεγαλόπολη ΙΙΙ και ΙV, ενώ ο Μητσοτάκης είναι υποχρεωμένος να τα πουλήσει άμεσα από το 2020. Τα λιγνιτικά όμως όπως και όλη η ΔΕΗ σαμποταρίστηκαν τόσο άγρια από τον Τσίπρα που στο τέλος δεν άξιζαν τίποτα και δεν τα αγόραζε κανείς. Οπότε ο Μητσοτάκης έχει ένα επιχείρημα να τα κλείσει γιατί δεν πουλιούνται. Όλο αυτό το σαμποτάρισμα του Τσίπρα που υποστήριζε ανοιχτά ο Μητσοτάκης σαν αντιπολίτευση το κρύβει τώρα υποδυόμενος στον ΟΗΕ το μεγάλο υπερασπιστή της ευρωπαϊκής πολιτικής για την κλιματική αλλαγή. Οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνται επί δεκαετίες να αποκρατικοποιήσουν τη ΔΕΗ γιατί τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο σαμποταρίσματος όλης της παραγωγής. Γι’ αυτό και η αποκρατικοποίηση με προϋποθέσεις κρατικού ελέγχου των υποδομών για τη διασφάλιση της ενεργειακής αυτάρκειας με όρους εθνικής ανεξαρτησίας συμφέρει το λαό. Οι φιλελεύθεροι θέλουν βέβαια την αποκρατικοποίηση ως ζήτημα αρχής, τόσο πολύ αρχής ώστε θα προτιμούσαν μια κλειστή ΔΕΗ και να αγοράζουμε όλο το ρεύμα απ έξω παρά μια κρατική ΔΕΗ. Με αυτά τα μυαλά γίνονται αθέλητοι σύμμαχοι των σαμποταριστών όταν δεν είναι φίλοι τους.

 

Πως σαμποταρίστηκε ο λιγνίτης στη χώρα μας, πως κλείνει λόγω σαμποτάζ, και πως αυτό το κλείσιμο το φορτώνουν στην ΕΕ

Μια σύντoμη αναδρομή της απαξίωσης των λιγνιτικών: Οι ηγέτες της ΕΕ είχαν αποφασίσει από το 2007 την πρώτη δέσμη μέτρων της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια που ισχύουν για μέχρι το 2020. Δηλαδή τότε αποφάσισαν τη μερική απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής ή αλλιώς την υποτίμηση της αξίας των λιγνιτικών εργοστασίων. Την απόφαση τη νομοθέτησαν το 2009 την ίδια χρονιά που τέθηκε επιτακτικά το ζήτημα της πώλησης του 40% τουλάχιστον των λιγνιτικών της ΔΕΗ, σε συμμόρφωση με σχετική απόφαση ευρωπαϊκού δικαστηρίου, σύμφωνα με τη λογική ότι δεν μπορεί μια επιχείρηση, όπως η ΔΕΗ να έχει στα χέρια της το απόλυτο μονπώλιο σε ένα βασικό μέσο ηλεκτροπαραγωγής όπως είναι ο λιγνίτης.

Πέντε χρόνια μετά το 2009, το καλοκαίρι του 2014, ο Σαμαράς, συμφώνησε με την ΕΕ την πώληση ενός κομματιού της ΔΕΗ, το πακέτο της λεγόμενης μικρής ΔΕΗ στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και λιγνιτικές μονάδες. Το καλοκαίρι όμως του 2014 τα λιγνιτικά χάνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία, καθώς λίγες ημέρες από την ψήφιση τη μικρής ΔΕΗ, τον Οκτώβρη του 2014 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ψήφισε το δεύτερο πλαίσιο των σημερινών μέτρων για την ενέργεια και το κλίμα που αφορούν την περίοδο 2021-2030 με βασικό στόχο τις περικοπές κατά 40% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Το 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα έβαλε στόχο την τελική χρεοκοπία της ΔΕΗ, την ολοκλήρωση δηλαδή του διακομματικού σχεδίου δεκαετιών των ρωσόδουλων για μια ΔΕΗ της οποίας τα ιμάτια θα καταστραφούν ή θα μοιραστούν ανάμεσα στη Ρωσία και στην Κίνα δηλαδή μια αδύναμη ηλεκτροπαραγωγή που θα την ελέγχει ο Άξονας για στρατηγικούς λόγους. Έτσι, παρά τις σχετικές δεσμεύσεις, που όπως είπαμε πιο πάνω είχε αναλάβει για τη μερική ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών έως και τις 30/11/2016, τελικά η κυβέρνηση Τσίπρα οδήγησε σε ματαίωση την πώληση της Μελίτης Ι και της Μεγαλόπολης ΙΙΙ και ΙV. Η Κομισιόν πρότεινε τότε σα μέτρο ενάντια στην παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας, οι νέες μονάδες κάρβουνου και λιγνίτη να μην μπορούν να επιδοτηθούν ενώ οι υφιστάμενες μονάδες να αποκλειστούν από την επιδότηση από το 2025 και μετά. Η μη πρόσβαση σε κοινοτική επιδότηση θα δυσκόλευε αρκετά την ήδη σαμποταρισμένη ιδιωτικοποίηση. Έτσι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε στις 20/12/2017 να παίρνουν επιδοτήσεις τα νέα λιγνιτικά και τα εργοστάσια άνθρακα ως το 2025 και τα υφιστάμενα ως το 2035, δηλαδή έβγαλε μία πιο ευνοϊκή απόφαση από την πρόταση της Κομισιόν.

Στις 17 Απριλίου 2018 η Κομισιόν αποφάσισε, μετά από διαπραγματεύσεις, ότι το πρόβλημα της περικοπής των επιδοτήσεων θα μπορούσε να επιλυθεί με την πώληση του 35,6 % του λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ και συγκεκριμένα των εργοστασίων της Μελίτης και της Μεγαλόπολης 3 και 4. Και επειδή τα λιγνιτικά δεν τα αγόραζε κανείς, και φαινόταν η κυβερνητική πρόθεση να τα κλείσει, αντί να τα πουλήσει, η Κομισιόν έβαλε και ένα άλλο όρο για να διασφαλίσει τη μερική αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ: Σε περίπτωση που η πώληση αυτή δεν θα καρποφορούσε, τότε η ΔΕΗ θα ήταν υποχρεωμένη να πουλήσει και υδροηλεκτρικά εργοστάσια που έχουν σχεδόν σταθερή διαχρονική αξία, λόγω της μεγάλης διάρκειας του παγίου κεφαλαίου τους. Στη συνέχεια στις 18/12/2018 τα όργανα της ΕΕ έλαβαν την τελική τους απόφαση για την απανθρακοποίηση.

Σε άρθρο της Καθημερινής ο υπουργός ενέργειας Χατζηδάκης συγκαλύπτει το σαμποτάρισμα των λιγνιτικών και της ΔΕΗ από την προηγούμενη κυβέρνηση υποστηρίζοντας ότι τα λιγνιτικά εργοστάσια που δεν πουλήθηκαν από την κυβέρνηση Τσίπρα, τώρα θα κλείσουν αναγκαστικά και γρήγορα από την κυβέρνησή του γιατί είναι ζημιογόνα επειδή πληρώνουν εκπομπές διοξειδίου. Οι ευθύνες της κυβέρνησης Τσίπρα για τη μη απαλλαγή από αυτή την υποχρέωση αγοράς ρύπων δεν υπάρχουν για το φιλοσυριζαίο υπουργό (https://www.kathimerini.gr/1042730/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/business-plan-xwris-lignith-katartizei-twra-h-deh-): «Ο ίδιος ο κ. Χατζηδάκης, εξάλλου, έχει δηλώσει ότι «η ΔΕΗ, λόγω του υψηλού κόστους των δικαιωμάτων CO2 για κάποιες μονάδες, πληρώνει περισσότερα με το να τις λειτουργεί απ’ ό,τι θα πλήρωνε εάν ήταν κλειστές και πληρώνονταν κανονικά οι εργαζόμενοι».

Εκτός όμως από αυτή τη συγκεκριμένη ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα, η κυβέρνηση της ΝΔ με τον υπουργό της κρύβουν το σαμποτάρισμα που έκανε στα αλήθεια προβληματική τη λειτουργία των λιγνιτικών της ΔΕΗ. Αυτό έχει δύο σκέλη: το γενικό σαμποτάρισμα της ΔΕΗ, και μέσα σε αυτό το ειδικό των λιγνιτικών.

Το γενικό σαμποτάρισμα της ΔΕΗ έγινε με πολλούς τρόπους όπως με το πολύ ακριβό φυσικό αέριο, με επίτηδες υποαπασχολούμενους εργαζόμενους στα εργοστάσια της ΔΕΗ, με το σαμποτάρισμα της διασύνδεσης των νησιών και της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με την υψηλή εισφορά για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με μόνιμη απαγόρευση από όλες τις κυβερνήσεις για αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό της ΔΕΗ, με τους απλήρωτους λογαριασμούς του δημόσιου προς τη ΔΕΗ, με το οργανωμένο κίνημα δεν πληρώνω από τις κυβερνήσεις που δίδαξαν τον κόσμο να μην πληρώνει έχει δεν έχει λεφτά, αλλά και με τον Τσίπρα να βάζει τη ΔΕΗ να πουλάει κάτω του κόστους στους άλλους παραγωγούς (ΝΟΜΕ). Τελικά η ΔΕΗ έφτασε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, ώστε τα λιγνιτικά να τη βαρύνουν δυσανάλογα.

Το ειδικό σαμποτάρισμα στα λιγνιτικά έγινε από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις που δεσμεύονταν στην ΕΕ, ήδη από το 2010, με πρόσχημα την πράσινη ανάπτυξη, ότι δεν θα κατασκεύαζαν κανένα εργοστάσιο λιγνίτη, και πλειοδότησαν ότι στην Ελλάδα οι πανάκριβες ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) θα έχουν πάνω από το 20% της κατανάλωσης, δηλαδή του ποσοστού που θα είχαν οι ΑΠΕ στην υπόλοιπη ΕΕ, μέχρι το 2020, και έτσι ακύρωσαν κάθε νέο λιγνιτικό και λιθανθρακικό εργοστάσιο του προγράμματος 2009-2014 της ΔΕΗ! Όλοι αυτοί έκριναν ακατάλληλο το εθνικό φτηνό καύσιμο, τον λιγνίτη, από το 1987 που παρέδιδαν την τροφοδοσία της χώρας στη Ρωσία, ως ρυπογόνο τάχα και σκόπιμα δεν επένδυαν σε τεχνολογίες απορρύπανσης. Μιλούσαν για αντικατάσταση του λιγνίτη όταν η αντικατάσταση αυτή θα επιβάρυνε με 4,3 δις ευρώ ετησίως το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας και αυτό με μια ΔΕΗ με τζίρο κοντά στο ποσό αυτό! (δες σχετικό άρθρο της Νέας Ανατολής, https://www.oakke.gr/item/348).

 

Πως θολώνει τα νερά το νέο επενδυτικό σχέδιο της ΔΕΗ, και πως τα ψευτοαριστερά κόμματα βάζουν πλάτη στη ΝΔ για να κρύψουν το έγκλημα

Στο μεταξύ η χρεωκοπία της ΔΕΗ και το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων εμφανίζονται ξαφνικά από τη ΝΔ σα μία ιστορία επιτυχημένου εκσυγχρονισμού της παραγωγής, και απαλλαγής από ένα βαρίδι, αυτό του λιγνίτη!

Αυτή η πρόβλεψη κερδοφορίας στο πλάνο, που έχει προκαλέσει σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, θετικό κλίμα για τη ΔΕΗ, έχει σαν κύριους άξονες τη χρηματοδότηση της ΔΕΗ με έκδοση ευρωομολόγου 400 εκατ ευρώ (!) δηλαδή με δάνειο που θα πάρει από την αγορά με την υπόσχεση αποδοτικών επενδύσεων σε ΑΠΕ, μικρά υδροηλεκτρικά, και ελάφρυνση σε προσωπικό, αφού μαζί με το κλείσιμο των λιγνιτικών θα απολυθούν 5000 εργαζόμενοι (!). Σε ότι αφορά αυτό τους εργαζόμενους, η ΔΕΗ θα δρομολογήσει προγράμματα μετακίνησης και επανειδίκευσης εργατικού δυναμικού, προγράμματα συνταξιοδότησης και προγράμματα εθελούσιας εξόδου, σε συνεργασία με τους ίδιους τους εργαζόμενους και αυτοχρηματοδοτούμενα από την ίδια την επιχείρηση.

Αυτά σημαίνουν ανάπτυξη μιας εναπομείνασας χωρίς δικιά της ισχυρή παραγωγική βάση ΔΕΗ σε βάρος όλης της χώρας, δηλαδή με δάνειο και απολύσεις (που προφανώς θα καλυφθούν από ένα τμήμα του δανείου) και με ακριβό ρεύμα, ενώ θα έχει μπει μια μεγάλη ταφόπλακα συνολικά στη βιομηχανία, που θα φέρει η αύξηση της τιμής του βιομηχανικού ρεύματος μετά το κλείσιμο του λιγνίτη.

Το καθεστώς που έχει στραγγαλίσει για χρόνια τη βιομηχανία, με το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων διαπράττει το μεγαλύτερό του έγκλημα κατά του λαού και της χώρας, που θα πληρώνεται για δεκαετίες από σήμερα, αν δεν ανατραπεί.

Το πόσο μεγάλο είναι αυτό το έγκλημα, αποδεικνύεται από το πόσο θέλουν να ξεπλυθούν από την ευθύνη γι’ αυτό, τα δύο ψευτοαριστερά κόμματα που για χρόνια έχουν φανατικά παλέψει και πρωταγωνιστήσει στο να σαμποτάρουν την ηλεκτρική παραγωγή από λιγνίτη και για να προωθήσουν το ρώσικο φυσικό αέριο. Σε τοποθετήσεις τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ανακάλυψαν ότι χρειάζεται σύνεση στην απολιγνιτοποίηση γιατί ο λιγνίτης είναι εθνικό καύσιμο (χωρίς να μιλάνε ειδικά για τη βιομηχανία βέβαια), και το φυσικό αέριο εισαγόμενο (από ποια χώρα ποτέ όμως δεν λένε), οπότε κακώς βιάζεται τόσο πολύ η ΝΔ, χωρίς σαφές μεταβατικό πλάνο (που είχε υποτίθεται το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ που θα έκλεινε το λιγνίτη το 2030 …). Στην πραγνατικότητα αυτά τα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και τα αντίστοιχα το ψευτοΚΚΕ για να κερδίσουν πολιτικά τους εργαζόμενους της ΔΕΗ ειδικά αυτούς που δουλεύουν με συμβάσεις στους εργολάβους και θα βρεθούν κυριολεκτικά στο δρόμο.

Ειδικά το ψευτοΚΚΕ οργάνωσε κάποιες συμβολικές διαμαρτυρίες με τα κλαδικά του με κύριο σύνθημα «φθηνό ρεύμα για το λαό» γιατί οι χαμένοι από αυτή την πολιτική είναι «οι εργαζόμενοι του κλάδου και τα φτωχά λαϊκά στρώματα» επειδή θα αυξηθεί ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος από τις ακριβές ΑΠΕ (!), και όχι επειδή θα μεγαλώσει η ανεργία από το χτύπημα που θα δεχθεί η βιομηχανία, ενώ θα κάνει περίπατο ο ρώσος προμηθευτής για να επιβάλει τους όρους του, δηλαδή μεγαλύτερη φτώχεια και εξαθλίωση σε μια χώρα που δεν θα έχει στοιχειώδη ενεργειακή επάρκεια (https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10604526). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνδικαλιστές του ψευτοΚΚΕ αναφέρουν πως κερδισμένα θα βγουν κάποια μονοπώλια. Ποια είναι αυτά κανείς δεν λέει. Πολύ λίγοι μέσα στο λαό ξέρουν ότι κερδισμένος από αυτή την ιστορία όπου έχει βάλει την υπογραφή της η ΕΕ, θα βγει ένας κάποιος Πούτιν, πολύ απλά γιατί δεν το ακούει από κανέναν πολιτικό, από κανένα κανάλι και από καμία τηλεόραση εκτός από τους λίγους διαύλους επικοινωνίας που διαθέτει σε αυτή τη φάση η ΟΑΚΚΕ.

Οι σοσιαλφασίστες του ΣΥΡΙΖΑ και του ψευτοΚΚΕ, κρύβουν δηλαδή το αληθινό έγκλημα που είναι η ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή της παραγωγής σε μία ήδη ρημαγμένη χώρα, σαν άμεση συνέπεια της απόσυρσης του λιγνίτη. Οποιαδήποτε πάλη για τη σωτηρία της βιομηχανίας τη συκοφαντούν ότι υπηρετεί τα κέρδη των βιομηχάνων και τα συμφέροντά τους. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι το εργοστάσιο παράγει το μισθό του εργάτη και την ίδια την εργατική τάξη. Ότι το εργοστάσιο είναι το πεδίο της ταξικής πάλης. Αλλά οι σοσιαλφασίστες δεν θέλουν συνειδητούς εργάτες να παλεύουν για τα συμφέροντα της τάξης τους αλλά μισοάνεργους δούλους στην υπηρεσία του ρώσικου αφεντικού, που θα περιμένουν ένα σύνθημα του για να χορτάσουν την πείνα τους ακολουθώντας τα στρατεύματά του στη λεηλασία της Ευρώπης. Αυτό το νόημα έχει η σημαία που έχει βάλει από τώρα στα χέρια του απελπισμένου έθνους αυτό το αφεντικό και που γράφει: επιστροφή των ελγίνειων, γερμανικές αποζημιώσεις.

Είναι στα χέρια του συνειδητού προλεταριάτου να αντισταθεί στα σχέδια της υποδούλωσης του λαού και της χώρας που εκπονεί με αμείωτο ενθουσιασμό το καθεστώς των ρωσόδουλων σαμποταριστών.