Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ "ΟΧΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ-ΠΟΥΤΙΝ" - Ουκρανία - Ισραήλ - Χαμάς, 22/12

 

 

 

ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ

Νέα Ανατολή αρ.φ.559 (εδώ μπορείτε να βρείτε τα φύλλα από φ.486-Μάρτης 2013-και νεώτερα)

  Που μπορείτε να βρείτε την έντυπη έκδοση της Νέας Ανατολής

1pag559

 

crisis russia

Άρθρα Αναφοράς

OAKKE WEB TV

Εκδόσες Μεγάλη Πορεία

ΑΝΤΙΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

http://www.antinazi.gr/ 

www.antinazi.gr

ΑΝΤΙ ΝΑΖΙ

 

Ο ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΟΣ «ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ» ΑΠΟΙΚΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ και οι «φιλεργατικές διαπραγματεύσεις» του Σύριζα

Για να μπορέσει να ανασάνει οικονομικά ο λαός από την πείνα και τη δυστυχία που τον κατατρώνε εφτά χρόνια τώρα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το ξεμπλοκάρισμα της παραγωγής και από τον τερματισμό της οργανωμένης από τους σαμποταριστές διαδικασίας της καταστροφής της. Το άνοιγμα των παλιών εργοστασίων που έκλεισαν και το άνοιγμα νέων είναι ο μόνος δρόμος για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να παραχθεί κοινωνικός πλούτος. Αυτή είναι μια αναγκαιότητα, είναι ένας νόμος της κοινωνικής ύπαρξης των κατοίκων της χώρας μας ανεξάρτητα από κοινωνικό σύστημα. Είτε καπιταλισμός είτε σοσιαλισμός, χωρίς παραγωγή ή με ελάχιστη παραγωγή μια χώρα αργοπεθαίνει.

Η διαφορά είναι ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει εκμετάλλευση των άμεσων παραγωγών και η παραγωγή ικανοποιεί τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των άμεσων παραγωγών και όλου του πληθυσμού, ενώ στον καπιταλισμό οι άμεσοι παραγωγοί γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής ενώ η παραγωγή υπηρετεί τη συσσώρευση αυτών των μέσων παραγωγής μέσω της διαρκούς αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας. 

 

Αλλά και στην χειρότερη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση και του πιο εκμεταλλευτικού καπιταλισμού, ο άμεσος παραγωγός έχει τουλάχιστον εξασφαλίσει ένα μέρος από την αξία της δουλειάς του, έστω τα ελάχιστα μέσα της επιβίωσής του, δηλαδή το μισθό του. Στην Ελλάδα δεν το εξασφαλίζει αυτό ένα ολόκληρο 30% του συνολικού πληθυσμού που μπορεί και θέλει να δουλέψει, καθώς και ένα 50% των νέων που μπορούν και θέλουν να δουλέψουν. Κι αυτό γιατί υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που δεν επιτρέπουν σε όλους αυτούς τους παραγωγικούς ανθρώπους ούτε καν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη σε αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής ώστε σε αντάλλαγμα να εξασφαλίσουν τον μισθό τους, δηλαδή τη φυσική τους ύπαρξη. Δηλαδή δεν τους δίνουν ούτε το δικαίωμα να είναι εκμεταλλευόμενοι με αντάλλαγμα να ζήσουν. Στην ουσία τους σκοτώνουν ή ακόμα χειρότερα τους σκοτώνουν με βασανιστήρια, γιατί όταν το 30% των εν δυνάμει εργαζομένων δεν βρίσκει δουλειά, αυτοί που βρίσκουν δουλειά δεν δουλεύουν πια σαν εργάτες, αλλά σαν δούλοι κατέργων καθώς αναγκάζονται αντί να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη για κάποιες ώρες να τη διαθέσουν για όσες ώρες και ένταση αντέχουν και για έναν οσοδήποτε μικρό μισθό μπορεί να τους επιτρέψει να ζήσουν χωρίς μια στοιχειωδώς ανθρώπινη κοινωνική ζωή. 

Καταγγέλλουμε ασταμάτητα εδώ και χρόνια αυτές τις δυνάμεις που εμποδίζουν τους εργαζόμενους να έρθουν σε επαφή με τα σύγχρονα βιομηχανικά μέσα παραγωγής για να παράξουν εκτός από το κέρδος του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, δηλαδή του καπιταλιστή, και το μισθό τους, δηλαδή να διατηρήσουν τη φυσική τους ύπαρξη. Έχουμε πει χίλιες φορές ότι αυτές οι δυνάμεις, οι δυνάμεις του ρωσοκινεζικού ιμπεριαλιστικού άξονα είναι απλά ένα νέο είδος καπιταλιστών, ένα νέο είδος ιμπεριαλιστών από αυτό που κυριαρχούσε ως τώρα στη χώρα, ένα είδος που με τους αντιπροσώπους και τους φίλους τους μέσα στη χώρα μας θέλουν να τη μετατρέψουν σε αποικία και να εκμεταλλευτούν τον πλούτο της και τους ανθρώπους της με τον πιο σκληρό τρόπο. Αυτή η σκληρότητα δεν έχει κάποια ψυχολογική, αλλά μια οικονομική βάση. Οι ρωσοκινέζοι ιμπεριαλιστές-μονοπωλιστές είναι αναγκαστικά πιο σκληροί από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και τους φίλους τους ντόπιους καπιταλιστές που ως τώρα κυριαρχούσαν στη χώρα μας γιατί έρχονται πιο καθυστερημένοι από αυτούς στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου και είναι πιο αδύναμοι από αυτούς στη δύναμη του χρηματιστικού τους κεφάλαιου, στις οικονομικές τους θέσεις στον κόσμο, ιδιαίτερα στον βιομηχανικά ανεπτυγμένο και στο ρυθμό των επιστημονικο-τεχνολογικών τους ανακαλύψεων και γενικότερα στην επιστημονικοτεχνική κουλτούρα. Έτσι ο μόνος δρόμος για να υπερισχύσουν πάνω στους ανταγωνιστές τους είναι η Βία. Αυτός ήταν ο δρόμος που ακολούθησαν σαν πιο καινούργιοι ιμπεριαλισμοί ο γερμανικός και ο γιαπωνέζικος ενάντια στους αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές και βέβαια ενάντια στο βαθύτερο εχθρό τους που ήταν η σοσιαλιστική ΕΣΣΔ.

Τη βία αυτήν την προωθούν σήμερα στο στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, (προς το παρόν με πολέμους και φασιστικές δικτατορίες στον τρίτο κόσμο (πχ Βοσνία, Ουκρανία, Λιβύη, Συρία), με βιομηχανικό σαμποτάζ σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στις χώρες που βάζουν κάτω από την επιροή τους (Ελλάδα, Αργεντινή, Βενεζουέλα, Νότια Αφρική) και με αρπαγή επιστημονικοτεχνολογικών καινοτομιών από τις παλιές ιμπεριαλιστικές χώρες (στοχευμένη αγορά επιχειρήσεων, επιστημόνων και πατεντών). 

Την Ελλάδα την έχουν αρπάξει πρώτη από όλες τις δυτικές λίγο πολύ ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και γι αυτό ασκούν εδώ ξεχωριστή βία με τις στοχευμένες εκκαθαρίσεις ή την τρομοκράτηση των πολιτικών αντιπάλων τους ακόμα και με δολοφονίες ή μέσω επιλεκτικών σκανδάλων ακόμα και ανύπαρκτων και κυρίως με το πολύπλευρο βιομηχανικό σαμποτάζ. Αυτό το τελευταίο είναι στην ουσία του είτε συγκαλυμμένη βία (πχ κυβερνητική, δικαστική, οικονομική) είτε ωμή βία (πχ τραμπουκισμοί κατά Χρυσού Χαλκιδικής, εμπρησμοί εργοστασίων και αποθηκών όπως οι επανειλημένοι της Σόφτεξ και της Σπρίντερ).

Μόνο με τη βία ο νέος ρωσοκινέζικος ιμπεριαλισμός μπορούσε να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές του στην ως πρόσφατα παραγωγικά ανεπτυγμένη Ελλάδα, και ακόμα περισσότερο μόνο με τη βία μπορεί να την κρατήσει. Για την ακρίβεια μπορεί να την κρατήσει μόνο ως αποικία. Γι αυτό το λόγο πρέπει κάθε παλιότερο κεφάλαιο, κυρίως ντόπιο, που έχει και μια εθνική πλευρά ανάπτυξης μέσα του, αλλά και δυτικό, να συντριβεί. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των εργατών που θα μπορούν να ζήσουν ανθρώπινα, που θα μπορούν να πουλάνε τη εργατική τους δύναμη λίγο πολύ ελεύθερα στην αγορά εργασίας, και κυρίως που θα μπορούν να συνδικαλίζονται. Αυτό σημαίνει ότι για τους ρωσοκινέζους νέους ιμπεριαλιστές δεν πρέπει να υπάρχει παρά σε ελάχιστους αριθμούς εκείνη η κοινωνική τάξη που μπορεί να οργανωθεί και να επαναστατήσει ενάντια στην εκμετάλλευσή της αλλά και με τη μεγαλύτερη ορμή ενάντια στην υποτέλεια και στην αποικιοποίηση της χώρας, δηλαδή η βιομηχανική εργατική τάξη. 

Γι αυτό το λόγο οι δυνάμεις αυτές δεν θέλουν μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας, δηλαδή δεν θέλουν ούτε μια δικιά τους ανεπτυγμένη βιομηχανία βαρειά ή ελαφριά. Ανέχονται τη βιομηχανική παραγωγή όσο τους είναι απαραίτητη σε λίγους μόνο τομείς παραγωγικής δραστηριότητας που κάθε αποικιοκράτης πρέπει να διατηρεί στα πλαίσια της παγκόσμιας στρατηγικής του: δίκτυα μεταφοράς (λιμάνια δρόμους), δίκτυα τηλεπικοινωνιακά (όχι τυχαία τα σταθερά δίκτυα του ΟΤΕ είναι του κινέζικου κρατικού μονοπώλιου της Huawei), δίκτυα ενεργειακά, έλεγχος στρατηγικών πρώτων υλών (γι αυτό έχουν σφραγίσει τους υδρογονάνθρακες ώσπου να μπορέσουν να τους αρπάξουν), έλεγχος των τραπεζών (γι αυτό τις χρεωκοπούν έως ότου τις αγοράσουν οι ίδιοι τζάμπα), αρπαγή της πιο ακριβής τουριστικής γης και των εγκαταστάσεων.`

Να γιατί οι άνθρωποι των άλλων αυτών καπιταλιστών και ιμπεριαλιστών στη χώρα μας δεν προτιμούν συνήθως να παίρνουν τα βιομηχανικά μέσα παραγωγής από τους ντόπιους και δυτικούς ιδιοκτήτες στα δικά τους χέρια, αλλά να τα κλείνουν. Προτιμούν δηλαδή να σκοτώνουν το μέρος της βιομηχανικής παραγωγής που ακόμα δεν ελέγχουν, δηλαδή το συντριπτικό μέρος της παραγωγής, παρά να το ιδιοποιούνται αν και σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα οι κινέζοι, μπορούν. 

Επειδή αυτού του είδους οι καπιταλιστές έχουν αρπάξει την εξουσία σε χώρες που ήταν κάποτε εργατικές-σοσιαλιστικές έχουν βρει τον μόνο τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να εξαπατά, να υποδουλώνει και να σκοτώνει τους εργάτες σαν τάξη όσο αυτοί έχουν ακόμα αδύναμα τα πολιτικά και συνδικαλιστικά τους κινήματα και επηρεάζονται από άλλες τάξεις.

Και αυτός ο τρόπος είναι να προπαγανδίζουν ότι τα μέσα παραγωγής δεν πρέπει να προστατεύονται όσο είναι εργαλεία των εκμεταλλευτών και των ξένων ιμπεριαλιστών, οι οποίοι καταστρέφουν με αυτά την υγεία του λαού, τη ζωή των μικρών παραγωγών κλπ. Από θεωρητική άποψη αυτή είναι η κριτική που έκαναν πάντα στα βιομηχανικά μέσα παραγωγής οι μικροαστοί και οι εργάτες που επηρεάζονται από αυτούς, αλλά στη σημερινή εποχή αυτήν τη μικροαστική κριτική τη χρησιμοποιεί κυρίως το ανατολικό μονοπώλιο για να συντρίψει τις παραγωγικές δυνάμεις των εχθρών του, είτε αυτοί είναι ανταγωνιστές ιμπεριαλιστές, είτε ανεξάρτητες χώρες.

 Όμως οι ταξικά συνειδητοί εργάτες ξέρουν ότι τα μέσα παραγωγής είναι σύμφωνα με τον Μαρξ «ταξικά ουδέτερα» και ότι είναι η καπιταλιστική χρήση τους που τα στρέφει ενάντια στους εργάτες που τα κινούν. Όμως αυτοί ποτέ δεν τα καταστρέφουν γι αυτό το λόγο. Kι αυτό όχι μόνο γιατί με το να τα κινούν εξασφαλίζουν την επιβίωση τους, αλλά πάνω απ όλα γιατί τα σημερινά μέσα παραγωγής αποτελούν την υλική βάση της αυριανής πολιτικής τους εξουσίας και τελικά της απελευθέρωσης και της ευημερίας όλης της κοινωνίας. Ξέρουν ακόμα ότι η βιομηχανία που μπορεί να ρυπαίνει αναπτύσει αναπόφευκτα δίπλα της και τη βιομηχανία της αντιρύπανσης που από σήμερα κι όλας οι λαοί μπορούν να απαιτήσουν να μπει σε μάξιμουμ χρήση από το βιομηχανικό κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις. Κυρίως όμως ξέρουν πως μια χώρα που σαμποτάρει τις πιο σύγχρονες παραγωγικές της δυνάμεις δεν μπορεί παρά να φτάσει να παράγει με τις πιο καταστροφικές για την υγεία των εργαζομένων και του λαού μεθόδους. Ήδη αυτό φαίνεται στην άγρια σαμποταρισμένη και γι αυτό καθυστερημένη ελληνική γεωργία, όπου η γη μολύνεται ή εξαντλείται ή ερημοποιείτιαι σε πελώρια κλίμακα από την αντιεπιστημονική κατάχρηση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων ή από την υπεράντληση νερού εξαιτίας του σαμποταρίσματος μεγάλων αρδευτικών έργων (δες ακύρωση εκτροπής του Πηνειού). Επίσης ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει την επίπτωση της γενικής εξαθλίωσης του πληθυσμού στην τρομακτική ρύπανση που έχει αρχίσει να φέρνει στην ατμόσφαιρα των μεγάλων πόλεων της χώρας η χρήση φτηνής θερμαντικής καύσιμης ύλης το χείμωνα (Πχ καυσόξυλα). Όσο για το τι θα γίνει όταν τα μέσα παραγωγής θα περάσουν μαζικά στα χέρια των νεοαποικιοκρατών το ξέρουμε από την περιβαλοντική ευαισθησία τους στις ίδιες τις δικές τους χώρες τη Ρωσία και κυρίως την Κίνα. 

Σε ότι αφορά τη μικρή παραγωγή αυτή τη σκοτώνει έτσι κι αλλιώς κάθε παραγωγική πρόοδος που είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανίας. Όμως το τέλος της μικρής παραγωγής δεν σημαίνει το θάνατο των μικρών παραγωγών σαν ανθρώπων αλλά αντίθετα τη δυνατότητα τους να απελευθερωθούν από την κοινωνική τους στενότητα και την αιώνια ανασφάλεια τους αρκεί να ακολουθήσουν το βιομηχανικό προλεταριάτο στο δρόμο της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας. Όμως το πιο βασικό είναι το ότι σήμερα το σαμποτάζ της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής τύπου Ελλάδας συντρίβει και τη μικρή παραγωγή. Αλλά δεν τη συντρίβει από τα «αριστερά», δηλαδή επειδή αυτή έρχεται σταδιακά αναγκαστικά σε σύγκρουση με την ανάπτυξη της μεγάλης παραγωγής, όπως συμβαίνει σε χώρες με γοργή ανάπτυξη του καπιταλισμού. Τη συντρίβει «από τα δεξιά» με την έννοια ότι εξοντώνει με πολιτική βία τη μικρή παραγωγή και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο αυτή είναι δεμένη με τη μεγάλη παραγωγή που συντρίβεται από το σαμποτάζ. Έτσι εξοντώνει τους ίδιους τους μικρούς παραγωγούς σαν ανθρώπους καθώς δεν τους επιτρέπει ούτε να μετατραπούν σε μισθωτούς στα πλαίσια της αναπτυσσόμενης μεγάλης και τεχνολογικά όλο και πιο ανεπτυγμένης παραγωγής. Για να έχουμε μια εικόνα για το τι σημαίνει το ελληνικό φαινόμενο της εξόντωσης της μικρής παραγωγής από τα δεξιά, μπορούμε να δούμε την περίπτωση της υπερύψωσης της τιμής του ρεύματος και στις μικρές επιχειρήσεις λόγω σαμποταρίσματος της βιομηχανίας ηλεκτροπαραγωγής. Αυτό το σαμποτάζ γίνεται ιδιαίτερα με τη διάλυση του εξοπλισμού των λιγνιτορυχείων (αχρήστευση ταινιοδρόμων), με την υπερέκθεσή της στο πανάκριβό ρώσικο φυσικό αέριο και στις ΑΠΕ αλλά και με το κεφαλαιικό σαμποτάρισμα της ίδιας της ΔΕΗ με τη μετατροπή της σε χορηγό ρεύματος με πίστωση ενώ αυτή ήταν δουλειά του κράτους και μόνο για όσα νοικοκυριά η επιχειρήσεις είχαν αληθινή ανάγκη για κάτι τέτοιο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η καταστροφή των μικροβιοτεχνών της οικοδομής που εξοντώθηκαν μέσα από τον υπερεξογκωμένο ΕΝΦΙΑ που τσάκισε την αξία των ακινήτων με βαθύτερο στόχο να τα παραδώσει τζάμπα στο ρωσοκινεζικό αποικιακό κεφάλαιο και τους νεοαποίκους του, οπότε τσάκισε και τη βιομηχανία, βαρειά ή ελαφριά, των υλικών οικοδομής. 

Η καταστροφική για τους εργάτες και τους συνταξιούχους «διαπραγμάτευση» υπέρ τάχα των εργατών και των συνταξιούχων

Αυτή η καταστροφή που πραγματοποιεί με αντικαπιταλιστικό μανδύα η νεοαποικιακή οικονομία στη χώρα μας, βρίσκει την αποθέωσή της στη λεγόμενη «διαπραγμάτευση με τους θεσμούς» όπου το κύριο πρόσχημα για την παράτασή της είναι η σωτηρία των εργαζομένων από τις απολύσεις και των συνταξιούχων από το κόψιμο των συντάξεών τους. Μα η ίδια αυτή η παράταση, πέρα από το γενικό στόχο της να βαθύνει τα αυξανόμενα ρήγματα στους κόλπους της Ευρωζώνης, έχει σαν ειδικό στόχο της να επιταχύνει τη διαδικασία της παραγωγικής αποεπένδυσης και να διευκολύνει το πέρασμα κι άλλων στρατηγικών τομέων της εθνικής οικονομίας στα χέρια των νεοαποικιοκρατών. Ήδη το πιο άμεσο αποτέλεσμα αυτής της παράτασης, είναι ότι ξαναφέρνει αντικειμενικά σε συζήτηση το ενδεχόμενο μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με κούρεμα των καταθέσεων. Έτσι αυτές αποσύρονται ξανά με ρυθμούς 4 δις το τρίμηνο, οπότε σε συνδυασμό με το σαμποτάρισμα της αναδιάρθρωσης των κόκκινων δανείων αυτή η ανακεφαλαιοποίηση έρχεται όλο και πιο κοντά. Μια τέτοια εξέλιξη θα διευκολύνει τα ρωσοκινέζικα κεφάλαια να αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές τραπεζικές μετοχές που είναι αυτή τη στιγμή στα χέρια αμερικανικών τυχοδιωκτικών κεφαλαίων υψηλού ρίσκου (hedge funds) *. 

Όμως σε κάθε περίπτωση ο νέος στραγγαλισμός της τραπεζικής πίστης σε συνδυασμό με το σταμάτημα κάθε επένδυσης ώσπου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, έχει οδηγήσει στα πρόθυρα της κατάρρευσης ή στην κατάρρευση πολλές μεγάλες και μεσαίες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και δεκάδες χιλιάδες μικρές. Tις τελευταίες τις είχε ήδη συνθλίψει και συχνά κλείσει η υπερφορολόγηση και η δολοφονική κυριολεκτικά αύξηση των εισφορών. Αυτό το κύμα επιθέσεων στην παραγωγή σημαίνει ότι, πέρα από την αύξηση των ανέργων που έχουμε στους τρεις τελευταίους μήνες, θα έχουμε και ένα καινούργιο κύμα απολύσεων εργαζομένων και ένα νέο, το πιο μεγάλο στην ιστορία, κύμα φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής των μικρομεσαίων. Όλα αυτά σημαίνουν από τη μια εκατονταπλάσιες απολύσεις από αυτές που υποτίθεται θα γλύτωναν οι εργαζόμενοι αν το όριο απολύσεων ανέβαινε από το 5%, που ισχύει σήμερα, στο 10% που θέλει το ΔΝΤ, και το οποίο ισχύει για τις λίγες εταιρίες που ξεπερνάνε τα 150 άτομα, ενώ αυτές που απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων στη χώρας μας είναι οι μικρές με λιγότερους από 20 εργαζόμενους που απολύουν όσους θέλουν. Από την άλλη οι χιλιάδες αυτές απολύσεις σε συνδυασμό με την αύξηση της μαύρης εργασίας και της φτηνής μερικής απασχόλησης, που πλέον κυριαρχεί, θα μειώσουν τόσο πολύ τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία ώστε θα μειωθούν παραπέρα τα διαθέσιμα λεφτά για τους συνταξιούχους, ενώ και τα κρατικά λεφτά που γεμίζουν αυτό το κενό θα μειωθούν από την ώρα που οι φόροι που το κράτος θα εισπράτει σύντομα θα μειωθούν από την γενικότερη φοροδοτική εξάντληση των επιχειρησεων και γενικότερα του πληθυσμού. Δηλαδή αυτό που ισχυρίζεται η συμμορία Τσίπρα, ότι τάχα παλεύει στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές για τη διατήρηση των συντάξεων είναι η θρασύτερη και η πιο αυτοδιαψευδόμενη απάτη από όλες που διαπράττει. 

Αλλά ακόμα και στα ίδια τα δήθεν πιο φιλεργατικά επιχειρήματα της συμμορίας για την παράταση των διαπραγματεύσεων, η διατήρηση του 5% σαν όριο μηνιάτικων απολύσεων σε μια μεγάλη επιχείρηση, και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, υπάρχει η λογική του παραγωγικού σαμποτάζ και όχι της διαφύλαξης της δουλειάς και των αμοιβών των εργαζομένων. 

Σε ότι αφορά το όριο του 5%, αυτό εφαρμόζεται και πρέπει να εφαρμόζεται στην περίπτωση που μια επιχείρηση θέλει να απολύσει για να εντατικοποιήσει την εργασία ή όταν έχει συσσωρεύσει σημαντικά κέρδη από προηγούμενες χρήσεις για να αντέξει μια μεγάλη υποχώρηση της παραγωγής της για μεγάλο διάστημα χωρίς να μειώσει το προσωπικό της. Όμως αυτό το όριο δεν έχει καμμιά φιλεργατική λειτουργία, αλλά το αντίθετο, όταν εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε μια επιχείρηση που είναι υπερχρεωμένη, που έχει ζημιές για ένα μακρύ διάστημα και έχει μεγάλη μείωση της παραγωγής της. Σε μια τέτοια περίπτωση που είναι πολύ συνηθισμένη στις σημερινές συνθήκες βαθύτατης κρίσης, οι λύσεις για ένα πραγματικό εργατικό κίνημα, που πρέπει να επιμείνει να εξετάσει  τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης είναι δύο: μείωση του χρόνου δουλειάς όλων για να μην απολυθεί κανένας ή απολύσεις με μακρόχρονες κρατικές επιδοτήσεις στους απολυμένους. Έχουμε επαναλάβει πολλές φορές πως ακόμα και η ίδια η μπολσεβίκη εξουσία στην ΕΣΣΔ της εποχής της ΝΕΠ επέβαλε να μην κρατάνε τα κρατικά εργοστάσια προσωπικό μεγαλύτερο από αυτό που μπορεί να απασχοληθεί στην παραγωγή για να μην λειτουργούν με μεγάλες ζημιές. Αντίθετα οι σαμποταριστές εφαρμόζουν το νόμο για το 5% με τέτοιο καθολικό τρόπο ώστε να κλείνουν επιχειρήσεις. Μάλιστα το ΠΑΜΕ θεωρεί το 5% τόσο μεγάλο ώστε με απεργία-κατάληψη διαρκείας έκλεισε μέσα στην κρίση την υπερχρεωμένη και με πελώριες ζημιές Χαλυβουργία Ασπροπύργου η οποία επιχείρησε απολύσεις με το 5% αφού προηγούμενα είχε προτείνει τη λύση λιγότερη δουλειά με λιγότερο μισθό, δηλαδή μοίρασμα της ανεργίας σε όλους. Με αυτή τη μέθοδο, τότε ίσχυε το 2%, είχε κλείσει ο Παπανδρέου την Ιζόλα, το μεγαλύτερο ελληνικό εργοστασίο λευκών ηλεκτρικών συσκευών που προσέλαβε κόσμο για μια μεγάλη παραγγελία φασόν για την οποία είχε προσλάβει πολύ κόσμο και μετά δεν μπορούσε να τον απολύσει. Αυτή την καταχρηστική εφαρμογή του 5% καταδίκασε το ευρωπαϊκό δικαστήριο όταν η ΑΓΕΤ κατέφυγε εκεί για απολύσεις πάνω από το 5% που η κυβέρνηση του σαμποταριστή Σαμαρά δεν δέχτηκε με αποτέλεσμα το εργοστάσιο της Χαλκίδας να κλείσει το 2013 και να απολύσει όλους τους εργάτες. Για μας πρέπει να υπάρχει όριο στις απολύσεις και να είναι χαμηλό, όπως είναι τώρα και όπως συμβαίνει σε αρκετές δημοκρατικές χώρες, αρκεί να μην είναι στην εξουσία σαμποταριστές που το εφαρμόζουν αυτό με τρόπο καταχρηστικό, δηλαδή ενάντια στην εργατική τάξη, που ήδη της έχουν στερήσει σε πρωτοφανή κλίμακα το δικαίωμα στη δουλειά με το ευρύτερο και πολύπλευρο σαμποτάζ τους. Το να κάνουν οι σαμποταριστές ύψιστο ζήτημα αρχής το όριο των απολύσεων είναι το άκρο άωτο του θράσους και της υποκρισίας. 

Το σχετικό επιχείρημα με το οποίο ο θεωρητικός του σαμποτάζ με «φιλεργατικά» προσχήματα, το ψευτοΚΚΕ δικαιώνει την εφαρμογή όχι μόνο του 5% αλλά και του προηγούμενου 2%, ακόμα και του 0% είναι ότι κάθε επιχειρηματικό κεφάλαιο, και μάλιστα όχι αυτό το ίδιο αλλά οι βασικοί του μέτοχοι σαν άτομα, έχουν πάντα ένα αποθησαυρισμένο ποσό συσσωρευμένων κερδών τα οποία ανήκουν στην τάξη που τα παρήγαγε και ειδικά στους εργάτες της συγκεκριμένης επιχείρησης. Αυτή δεν είναι μόνο η πολιτική οικονομία του μικροαστού, που νομίζει ότι τους αστούς τους συμφέρει να διαθέτουν αποθησαυρισμένα, δηλαδή μη αξιοποιούμενα κεφάλαια, ή που θέλει με μια πολιτική απόφαση να γίνουν οι εργάτες, και γενικότερα οι φτωχοί, ιδιοκτήτες αυτών των θησαυρών μέσα στον καπιταλισμό, αλλά αφορά το ειδικό για το σοσιαλφασισμό αίτημα της κρατικο- υπαλληλοποίησης των εργατών, δηλαδή να μετατραπούν οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα οι βιομηχανικοί εργάτες, δηλαδή η κοινωνική πρωτοπορία σε μόνιμο εξάρτημα του αστικού κράτους και μάλιστα του ελληνικού εξόχως παρασιτικού και αντιλαϊκού. Αυτό είναι το αίτημα που εκφράζεται στο βάθος με το σύνθημα «καμιά απόλυση σε καμιά μεγάλη επιχείρηση» (οι απολύσεις χωρίς καμιά εξήγηση από τις μικρές επιχειρήσεις-των κάτω από 20 άτομα όπου δεν υπάρχει κανένα όριο απολύσεων- δεν αποτελούν ποτέ ζήτημα για το σοσιαλφασισμό, παρόλο που αυτές απασχολούν την πλειοψηφία των εργαζομένων, γιατί αυτές δεν συγκροτούν ούτε μια σημαντική εθνική παραγωγική βάση, ούτε τη βάση για ένα αξιόμαχο εργατικό κίνημα. H κυριολεκτική κρατική υπαλληλοποίηση των εργατών φάνηκε κάποτε να είναι μια δυνατότητα όταν ο Α. Παπανδρέου, στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ έκλεινε ιδιωτικές βιομηχανίες με διάφορα προσχήματα, εξαγοράζοντας τη σιωπή των εργατών με το να τους προσλαμβάνει στο δημόσιο (Πχ Χρωπεί, Πυρκάλ, κα), σύντομα όμως η δυνατότητα αυτή εξαντλήθηκε καθώς το κράτος δεν μπορούσε να θρέψει άλλους εκ ταξικής μεταγραφής δημοσίους υπαλλήλους. Έτσι το ψευτοΚΚΕ με το «ούτε μια απόλυση» σαν αίτημα απεργιών μέχρις εσχάτων έκλεινε  εργοστάσια σαν της Πιρέλι και της Γκούντγιαρ προσθέτοντάς τους εργαζόμενούς τους στο μεγάλο στρατό των βιομηχανικών ανέργων που προετοίμασε τη χρεωκοπία του 2009. 

Τα ανάλογα ισχύουν και για τις συλλογικές συμβάσεις που η κυβέρνηση «διαπραγματεύεται». Και εδώ οι αντεργάτες του Σύριζα, της ΓΣΕΕ και, κυρίως, του ΠΑΜΕ (που  βοηθάει τον ΣΥΡΙΖΑ στη «διαπραγμάτευση» διαδηλώνοντας την ίδια ώρα έξω από το Χίλτον) πιάνονται από τη σωστή αρχή ότι καμιά κυβέρνηση και κανένας δανειστής δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει στους εργαζόμενους να διαπραγματεύονται τους μισθούς τους και κεντρικά και ανά κλάδο και ανά επιχείρηση, όπως το θέλουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι υποκριτές που κόπτονται τώρα για την ελευθερία των συμβάσεων έχουν όλοι τους εδώ και χρόνια καταργήσει αυτήν την ελευθερία τσακίζοντας τη δημοκρατία μέσα στα συνδικάτα και κατασκευάζοντας ηγεσίες κομματικά καπέλα μακριά από τους εργαζόμενους και ενάντιά τους, τόσο στα κεντρικά συνδικαλιστικά όργανα και στους κλάδους όσο και στις επιχειρήσεις. Ιδιαίτερα μάλιστα στις τελευταίες συνήθως δεν υπάρχουν σωματεία ή αν υπάρχουν είναι παραδομένα στην εργοδοσία, ή στο ΠΑΜΕ που χρησιμοποιεί τα κλαδικά σφραγίδες για να ελέγχει όποια πρωτοβάθμια κίνηση εργαζομένων και κάθε πρωτοβάθμιο σωματείο υπάρχει. 

Το μεγαλύτερο μάλιστα έγκλημα όλων αυτών είναι ακριβώς ότι έχουν σκοτώσει τη βάση του δημοκρατικού συνδικαλισμού που είναι τα επιχειρησιακά, δηλαδή τα πρωτοβάθμια σωματεία. Έτσι τα δευτεροβάθμια κλαδικά και τα τριτοβάθμια κεντρικά είναι κονκλάβια των συνδικαλιστικών παρατάξεων που είναι όλες ανεξαίρετα όργανα κρατικών κομμάτων, δηλαδή κομμάτων που έχουν μέρος της κρατικής εξουσίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το ΠΑΜΕ που η δικτατορική του παρακρατική εξουσία εμφανίζεται ωμή στην επισκευαστική Ζώνη του Περάματος μέσω του δευτεροβάθμιου που έχει εκεί μην επιτρέποντας με τη βία να φτιαχτεί πρωτοβάθμιο για να μπορούν να ψηφίζουν οι κνίτες από άλλους χώρους δουλειά και έτσι να παίρνει την πλειοψηφία της διοίκησης.  Αυτή η βία είναι αποδεκτή από όλα τα κρατικά κόμματα αλλά και από τις δικαστικές αρχές που αποδέχονται τη νοθεία του ΠΑΜΕ στις εκλογές, νοθεία που τόσες φορές ανοιχτά κατήγγειλε ο ΕΡΓΑΣ, η συνδικαλιστική παράταξη της ΟΑΚΚΕ στη Ζώνη. Σε τέτοιο βαθμό έχει απονεκρωθεί η βάση του συνδικαλισμού και η καρδιά του, τα πρωτοβάθμια σωματεία, ώστε αυτά ποτέ η πολύ σπάνια κάνανε δικές τους δημοκρατικά αποφασισμένες απεργίες, αλλά αυτές κηρύσσονταν και κηρύσσονται, πλέον σαν 24ωρες εθνικές τελετές, από τα κλαδικά και τα κεντρικά κρατικά συνδικάτα (ΓΣΕΕ, ΠΑΜΕ) χωρίς να μπαίνουν για έγκριση στα πρωτοβάθμια. Γι αυτό το λόγο οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν ακολουθούν αυτές τις απεργίες.

Αυτή η κατάργηση του δημοκρατικού συνδικαλισμού οφείλεται στο ότι το κράτος και οι κυβερνήσεις αποφάσιζαν τα πάντα για τους μισθούς μέσω των ελεγχόμενων από αυτές κλαδικών, της ΓΣΕΕ, της ουσιαστικά κρατικής διαιτησίας και του ΠΑΜΕ με αυτό το τελευταίο να παίζει σε δύο ταμπλό, δηλαδή και στο κρατικό και στο δήθεν ανεξάρτητο ταξικό, που είναι απλά παρακρατικό. Γι αυτό στην ουσία καταργήθηκαν οι απεργίες στα επιχειρησιακά σωματεία και έτσι καταργήθηκε η πρώτη οργάνωση της τάξης και η σε πρώτο επίπεδο οικονομική ταξική πάλη. Γι αυτό ουσιαστικά δεν έγινε με ταξικό τρόπο, δηλαδή από την πρωτοβάθμια πάλη το πέρασμα προς τη δευτεροβάθμια και από κεί προς την τριτοβάθμια συνδικαλιστική πάλη, αλλά από τα πάνω με κρατικό τρόπο. Έτσι η εργατική τάξη παραδόθηκε μετά τα 1980-85 στο κράτος που αποφάσιζε τους μισθούς και τα επιδόματα της χωρίς η ίδια να παλεύει γι αυτά στους χώρους δουλειάς της. Με αυτόν τον τρόπο από τη μια μεριά η αστική τάξη γενικά σαν τάξη ικανοποιήθηκε αφού αφόπλισε παντού την εργατική σαν οργανωμένη τάξη. Από την άλλη οι σαμποταριστές αστοί νέου τύπου, αρχικά αυτοί του ΠΑΣΟΚ και μετά και του ψευτοΚΚΕ, που μέσα από αυτή τη διαδικασία φρόντισαν να διαφοροποιήσουν τους μισθούς, τα επιδόματα και τις αποζημιώσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να ρυθμίζουν αυτοί το μέσο ποσοστό κέρδους σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους κλειδιά, κυρίως αυτούς που ήταν στα χέρια του κράτους, όπου όριζαν πολύ ψηλότερους μισθούς, ιδιαίτερα στη ΔΕΗ, και άλλες ΔΕΚΟ, από ότι στους άλλους κλάδους. Ταυτόχρονα εξασφάλιζαν σε όσους επιχειρηματίες κάθε κλάδου που ήταν δικοί τους το δικαίωμα να παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία και έτσι να εξασφαλίζουν υπερκέρδη σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους (χαρακτηριστική η περίπτωση Μπόμπολα στα Ολυμπιακά έργα που έγιναν καρμανιόλα και κάτεργο για τους εισαγόμενους φτηνούς εργάτες). Δηλαδή είχαν καταφέρει να γίνουν οι πραγματικοί διαχειριστές της τιμής της εργατικής δύναμης και ταυτόχρονα να υπαλληλοποιήσουν μερικά την εργατική τάξη εκτός από τις ΔΕΚΟ και στον ιδιωτικό τομέα αφού απολύσεις και μισθούς τους κανόνιζε χοντρικά το κράτος. Να γιατί όταν ήρθε η χρεωκοπία, όλα αυτά που οι κρατικοί συνδικαλιστές ονόμαζαν «κατακτήσεις της εργατικής τάξης» αφαιρέθηκαν στο λεπτό χωρίς να γίνει ούτε μια αληθινή, δηλαδή μια παρατεταμένη απεργία σε οποιονδήποτε χώρο δουλειάς στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό συμβαίνει πάντα όταν τις όποιες «κατακτήσεις» των λαών τις ορίζουν οι εχθροί τους.

Αυτό που έκαναν οι δανειστές ήταν να αναλάβουν αυτοί τη διαχείριση της τιμής της εργατικής δύναμης και να την ισοπεδώσουν κατεβάζοντας την παντού στα κατώτερα δυνατά όρια. (Αυτοί υπερασπίζουν τον εαυτό τους λέγοντας ότι επιτρέπουν τις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο επιχείρησης, όμως ξέρουν ότι στις σημερινές συνθήκες της πελώριας ανεργίας και των ανύπαρκτων ή εργοδοτικών πρωτοβάθμιων σωματείων, αληθινές διαπραγματεύσεις, δηλαδή διαπραγματεύσεις με απεργία ή απειλές απεργίας είναι αδύνατες). Με τη μείωση των μισθών οι δανειστές πίστεψαν ότι η μεγαλύτερη κερδοφορία των επιχειρήσεων θα εξουδετέρωνε τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης και την υπερφορολόγηση και θα αύξαινε την ανταγωνιστικότητα τους στις εξαγωγές. Αυτό δεν συνέβη βέβαια γιατί ενώ οι εργαζόμενοι παντού υπέφεραν από την τεράστια μείωση των μισθών, οι επιχειρήσεις στη μεγάλη τους πλειοψηφία βυθίζονταν ή κλείνανε γιατί οι σαμποταριστές χτυπούσαν πιο δραστήρια από ποτέ σε όλα τα άλλα μέτωπα (τιμή ενέργειας, υπερφορολόγηση, στραγγαλισμός των πιστώσεων, μη αδειοδότηση επεκτάσεων και έργων εκσυγχρονισμού κλπ.), για τα οποία οι δανειστές καθόλου ή ελάχιστα μιλούσαν, καθώς με την κλασική ιμπεριαλιστική νοοτροπία τους ανέλαβαν το ρόλο του κακού που απαλλάσσοντας αντικειμενικά τους σαμποταριστές από τις δικές τους απείρως πιο μεγάλες και εγκληματικές ευθύνες. 

Αυτό που ζητάει τώρα η συμμορία Τσίπρα από το ΔΝΤ είναι να ανακτήσει το κράτος τη διαχείριση της τιμής πώλησης της εργατικής δύναμης, πράγμα που το εμφανίζει στο εξωτερικό σαν ανάκτηση της διαπραγματευτικής δύναμης της εργατικής τάξης και καλεί μάλιστα σε πανευρωπαϊκό εργατικό μέτωπο, τη σοσιαλδημοκρατία και την ψευτοαριστερά για αυτό τον σκοπό. Δηλαδή την ώρα που με το παραγωγικό σαμποτάζ και τον πελώριο αριθμό των ανέργων και των με μερική απασχόληση εργαζομένων, έχει τσακίσει τους μισθούς, τολμάει να εμφανίζεται σαν υπερασπιστής των μεγαλύτερων μισθών και των «ελεύθερων συλλογικών συμβάσεων». Αν δεχτούμε ότι τελικά η Τρόικα δέχεται την κυβερνητική θέση τίποτα δεν θα αλλάξει στους πραγματικούς μισθούς όσο συνεχίζεται το σαμποτάζ. Αυτό που μπορεί να συμβεί, αν η συμμορία αυξήσει τους επίσημους μισθούς σε μερικούς κλάδους και εξασφαλίσει την επεκτασιμότητα, είναι να ανεβούν οι μίνιμουμ μισθοί στις ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν κερδοφορία, ενώ αυτές που δουλεύουν οριακά ή με ζημιά, κυρίως οι μικρομεσαίες απλά θα επιταχύνουν τη χρεωκοπία τους ή θα γυρίσουν τη λειτουργία τους στη μερική απασχόληση, που συνήθως είναι καλυμμένη μαύρη εργασία, ή στην εντελώς μαύρη εργασία. 

Θεωρούμε πάντως ότι η κυβερνητική συμμορία δεν επιμένει στα εργασιακά στη διαπραγμάτευση επειδή ενδιαφέρεται κυρίως για τον έλεγχο της τιμής της εργατικής δύναμης, αφού έχει στα χέρια τόσα πολλά εργαλεία οικονομικού ελέγχου των επιχειρήσεων. Πιστεύουμε ότι σε πρώτο επίπεδο θέλουν με αυτό το ζήτημα να στριμώξουν πολιτικά το ΔΝΤ, και μέσω αυτού τον Σόϊμπλε και σε δεύτερο επίπεδο να έχουν το καλύτερο δυνατό πρόσχημα να τραβάνε τις διαπραγματεύσεις μέχρι την χρεωκοπία των τραπεζών. Γιατί πραγματικά το πολιτικά πιο αδύναμο σημείο του ΔΝΤ, σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοδευτική κοινή γνώμη - που δεν ξέρει και δεν φαντάζεται τι σημαίνει ελληνική ψευτοαριστερά- είναι η ανοιχτή του σύγκρουση με το δικαίωμα των εργαζομένων μιας χώρας να διαπραγματεύονται τους μισθούς τους με την εργοδοσία τους. 

Όμως όσοι αριστεροί και δημοκρατικοί άνθρωποι ξέρουν τι γίνεται σε αυτή τη χώρα, ξέρουν ότι αληθινές διαπραγματεύσεις των εργαζομένων και διεκδικήσεις απέναντι στην εργοδοσία και το κράτος δεν μπορούν να ξεκινήσουν ξανά παρά από την αρχή και από τα κάτω, δηλαδή από τους χώρους δουλειάς. Αυτό δεν είναι εύκολο γιατί υπάρχει τόσο απελπιστική ανεργία, αλλά μπορεί να δώσει καρπούς αν συνδυαστεί με κινήματα βάσης εργαζομένων και ανέργων από πολλούς χώρους σε τοπικό επίπεδο έχοντας από την αρχή άμεσα οικονομικά αιτήματα που να έχουν πολιτικό χαρακτήρα όπως το επίδομα ανεργίας για όλους τους ανέργους πάντα σε συνδυασμό με το άμεσο πολιτικό αίτημα να ανοίξουν τα εργοστάσια, να μην κλείσει κανένα, να γίνουν παντού παραγωγικές επενδύσεις, να τσακιστούν οι σαμποταριστές και να οργανωθεί σιγά-σιγά παντού η αντίσταση στις γαλέρες που κατασκευάζει η εργοδοσία υπό την επίβλεψη του νεοαποικιακού σοσιαλφασιστικού καθεστώτος. Αυτός θα είναι ο νέος συνδικαλισμός που αναγκαστικά θα βγει μέσα από τα συντρίμια του παλιού, πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι δομές του παλιού που οι μάζες λίγο πολύ αναγνωρίζουν.

Όσο η χρεωκοπία και το σαμποτάζ δυναμώνουν, και όσο τα νέα ανατολικά αφεντικά εμφανίζονται σε όλη τους την κυριαρχική ωμότητα, τόσο θα εκτίθεται και θα χρεωκοπεί στο λαό η κομματική εκείνη οργάνωση του ψευτοΚΚΕ, που εξειδικεύτηκε στον εισοδισμό στην παλιά δυτικόφιλη αστική τάξη και στην άλωση του κρατικού μηχανισμού, ο γνωστός μας Σύριζα. Αυτή η έκθεση δεν θα αργήσει να περιλάβει και το ψευτοΚΚΕ, όλο τον σοσιαλφασισμό, με τον οποίο ο Σύριζα μοιράζεται τις στρατηγικές ιδέες και τους συγκεκριμένους πρακτικούς εχθρούς και φίλους. 

Αυτή η αποκάλυψη θα κάνει τη δουλειά της πραγματικής αριστεράς, των πραγματικών κομμουνιστών πολύ πιο κατανοητή στις μάζες και πολύ πιο αποδοτική από ότι ως τώρα. Αυτή η διαδικασία ήδη σε σπέρματα έχει αρχίσει. Οι ανατολικοί αποικιοκράτες προδότες του προλεταριάτου και του μαρξισμού έχουν ήδη αρχίζουν να παίζουν τον ιστορικό ρόλο τους του δασκάλου από την ανάποδη.

*Έχουμε σε προηγούμενο άρθρο μας εκτιμήσει ότι τα hedge funds αποτελούν ένα μεγάλο σκαλοπάτι στην αφελληνοποίηση του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή πήγαμε από τις τράπεζες όπου τον ηγετικό ρόλο τον είχαν τα ελληνικά κεφαλαία στις τράπεζες των ευρωπαϊκών κεφαλαίων του ΤΧΣ που ήταν υπό ελληνική κρατική συνεπιτήρηση και από εκεί στα hedge funds που έχουν σα στόχο όχι να διατηρούν τράπεζες, αλλά να τις αγοράζουν και να τις πουλάνε με κέρδος. Ψηλό ρίσκο σημαίνει ότι είναι στο παιχνίδι να τις πουλάνε και με ζημιά. Όλο το ζήτημα είναι ποιος θα είναι ο τελικός αγοραστής των κάποτε ελληνικών τραπεζών. Πάντως τώρα είναι πολύ πιο εύκολο πολιτικά να πουληθούν σε ρωσοκινεζικά κεφάλαια- εν μέρει ή πλειοψηφικά -παρά αν ήταν στα χέρια των ελλήνων ιδιωτών ή της Ευρώπης και του ελληνικού κράτους. Κάλλιστα δηλαδή τώρα το ελληνικό κράτος μπορεί να πει στην ΕΕ ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τους αμερικάνους τυχοδιώκτες χρηματιστές να πουλήσουν τις μετοχές σε όποιον τους συμφέρει. 

 

-          Δημοσιεύτηκε στο φ 522 της Νέας Ανατολής, Φλεβάρης 2017 –