Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖ ΦΛΟΪΝΤ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΟΥ

Ο βασανιστικός θάνατος του 46χρονου Τζορτζ Φλόιντ κάτω από το γόνατο του ρατσιστή αστυνομικού Σόβιν και των συνεργών συναδέλφων του ήταν η αφορμή για να ξεσπάσει όχι μόνο η οργή της μεγάλης μάζας των αφροαμερικανών ενάντια στην ιδιαίτερα βάναυση και άδικη αντιμετώπισή τους από την αστυνομική και δικαστική εξουσία, αλλά να σαρώσει όλη την Αμερική ένα πρωτοφανές στη μαζικότητά του γενικότερο δημοκρατικό αντιφασιστικό κίνημα.

Η διαφορά αυτού εδώ του κινήματος από τα προηγούμενα μεγάλα αντιρατσιστικά κινήματα είναι ότι τώρα δίπλα στους αφροαμερικάνους και μαζί τους στις διαδηλώσεις είναι οι λευκοί δημοκράτες που συμμετέχουν σε αυτό σε μια πρωτοφανή κλίμακα. Έτσι μπαίνει σε νέα κλίμακα και το ζήτημα της εμβάθυνσης του αντιρατσιστικού αγώνα όπου δεν μπαίνει πια να κατακτηθεί μόνο το τυπικό δικαίωμα στην ισότητα, όπως γινόταν στις δεκαετίες του 1950 και 1960 αλλά να χτυπηθεί στην πράξη και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, δηλαδή στο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο η άνιση και γεμάτη προκαταλήψεις αντιμετώπιση ειδικά της μαύρης φτωχολογιάς, που υφίσταται μια επιπλέον καταπίεση σε μια κοινωνία τόσο πελώριας ταξικής ανισότητας και τόσο δουλεμένα αντιπρολεταριακή όσο είναι η αμερικάνικη. Αυτό δεν γίνεται με έναν ωμό και άμεσο τρόπο δηλαδή με νομική στέρηση δικαιωμάτων αλλά έμμεσα καθώς για ιστορικούς πολιτικούς και πολιτιστικούς λόγους οι φτωχοί μαύροι πέφτουν πολύ πιο εύκολα αναλογικά με τους άλλους φτωχούς στο κοινωνικό περιθώριο και στην κατάσταση του λούμπεν. Έτσι η ταξική και κρατική βία εναντίον τους, ιδίως η αστυνομική και η δικαστική κρύβονται πίσω από την πάλη ενάντια στο λούμπεν, (το οποίο σημειωτέον στην πραγματικά εγκληματική πλευρά του πάνω απ όλους καταπιέζει τον ίδιο το φτωχό αφροαμερικάνικο πληθυσμό μέσα στα γκέτο του), για να ξεσπάσουν ενάντια σε όλο τον αφροαμερικάνικο πληθυσμό, ακόμα και στα μεσοπατώματα του, ενώ σηκώνουν υποκριτικά τη σημαία της φυλετικής ουδετερότητας.

Για το ότι η αστυνομική και δικαστική καταπίεση ειδικά της μαύρης φτωχολογιάς είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο μιλάνε όχι μόνο τα στατιστικά στοιχεία της γενικής αστυνομικής βίας αλλά η ίδια η απάθεια με την οποία οι δολοφόνοι του Τζορτζ Φλόιντ – που κατηγορήθηκε απλά για επίδειξη πλαστού νομίσματος – αντιμετώπισαν τις διαμαρτυρίες του θύματος αλλά και των αυτοπτών μαρτύρων που θέλησαν να σταματήσουν το μαρτύριό του, η ρουτινιάρικη, γραφειοκρατικού τύπου αδιαφορία τους ακόμα και μπροστά στο γεγονός ότι η δολοφονία που διέπρατταν καταγραφόταν σε βίντεο. Στην πραγματικότητα ένα δίχτυ προστασίας έχει στηθεί για τους αστυνομικούς που βιαιοπραγούν γενικά σε πολίτες με τους εισαγγελείς να μην τους φέρνουν στη δικαιοσύνη και όταν το κάνουν το ανώτατο δικαστήριο να ζητά ως προϋπόθεση για την τιμωρία τους «εμπεριστατωμένες αποδείξεις» ενοχής, δηλ. να υπάρχει προηγούμενο καταδικαστικής απόφασης για παρόμοια υπόθεση. Το χειρότερο είναι ότι οι παραβάτες αστυνομικοί έχουν πίσω τους πανίσχυρες συνδικαλιστικές συμμορίες που τους προστατεύουν από τις καταγγελίες των θυμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Μινεσότα, όπου δολοφονήθηκε ο Τζορτζ Φλόιντ, επικεφαλής της ένωσης αστυνομικών που έλυνε και έδενε ήταν κάποιος Μπομπ Κρολ, γνωστός για το συνήθειό του να βάζει στο αρχείο και μάλιστα να καμαρώνει για τις καταγγελίες αστυνομικής βίας που γίνονταν εναντίον του ίδιου και των συναδέλφων του και να επαναφέρει τους αποταγμένους αστυνομικούς στη θέση τους ανεξάρτητα από το αδίκημα που διέπραξαν (NewYorkTimes, 30/5). Ο αστυνομικός αυτός ήταν θερμός υποστηριχτής του Τραμπ και ο ίδιος έγινε μόνιμος πρόεδρος του συνδικάτου και προστάτης κάθε τραμπούκου αστυνομικού παρόλο που είχε 20 καταγγελίες στην πλάτη του από πολίτες για κακομεταχείριση. Ο ίδιος αυτός προστάτης των δολοφόνων είναι ακόμα στη θέση του και είχε τις πολιτικές πλάτες και το θράσος να βγει προχθές και να καταγγείλει το κίνημα που τον καταγγέλλει ότι είναι τρομοκρατικό. Επίσης μόνο χάρη στο μαζικό παναμερικάνικο κίνημα και την παγκόσμια κατακραυγή που ακλούθησε τη δολοφονία αντικαταστάθηκε ο τοπικός εισαγγελέας που απηύθυνε την πρώτη ασήμαντη κατηγορία για φόνο εξ αμελείας που μετατράπηκε σε αυστηρότερη μόνο για τον Σόβιν, ενώ επίσης αρχικά δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες στους άλλους 3 αστυνομικούς.

Γι αυτό όλη η δημοκρατική Αμερική και όλος ο δημοκρατικός πλανήτης εξοργίστηκε. Γι αυτό έχει τόση απήχηση, τόση συμμετοχή και τόση διάρκεια αυτό το κίνημα. Οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης λένε ότι to 70% του πληθυσμού αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα ρατσισμού στη στάση της αστυνομίας απέναντι στους αφροαμερικάνους, αλλά και ένα γενικότερο πρόβλημα αστυνομικής βίας απέναντι στους πολίτες.

Αυτή η διάθεση των μαζών και ο συγκλονισμός τους από το μαζικό και πια στη συντριπτικά κύρια πλευρά ειρηνικό αντιρατσιστικό κίνημα έφερε για πρώτη φορά ένα πολύ μεγάλο πολιτικό αποτέλεσμα: τον πολιτικό κλονισμό της φασιστικής προεδρίας Τραμπ. Οι δημοκράτες στις ΗΠΑ δεν θεωρούν ουσιαστικά άσχετο το στραγγαλισμό ενός αλυσοδεμένου κρατούμενου με την πολιτική ατμόσφαιρα που δημιούργησε η προεδρία Τραμπ. Οι εμπρηστικές δηλώσεις υποστήριξης του Τραμπ σε κάθε λευκό αλήτικο, ακροδεξιό στοιχείο (ρατσιστές στο Σάρλοτσβιλ, κίνημα ενάντια στο lockdown κτλ.) και η σταθερή υποστήριξη του στην αστυνομική βία, που φάνηκε καθαρά τόσο κραυγαλέα τώρα πάνω στις πελώριες διαδηλώσεις, είχαν οδηγήσει στη γενική αναθάρρηση των λευκών ρατσιστών πόσο μάλλον αυτών μέσα στην αστυνομία. Δεν είναι τυχαία βέβαια η υποστήριξη του Τραμπ στο πραγματικό παγκόσμιο κέντρο του λευκού ρατσισμού που είναι η πουτινική Ρωσία.

Αυτό το κίνημα έγινε τελικά τόσο πλατύ και αγαπητό στο λαό επειδή μπόρεσε και διαφύλαξε τον ειρηνικό, διαφυλετικό και παλλαϊκό χαρακτήρα του. Έτσι έχει αρχίζει να αλλάζει νοοτροπίες χρόνων ως προς το ρατσιστικό φαινόμενο, ενώ, το σημαντικότερο, έχει αρχίσει να έχει ραγδαίες πολιτικές επιπτώσεις που οπωσδήποτε θα επηρεάσουν τις κρίσιμες επερχόμενες προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη, που είναι κατά τη γνώμη μας οι πιο σημαντικές στη μεταπολεμική ιστορία των ΗΠΑ γιατί θα κρίνουν τη συντόμευση ή την απομάκρυνση του χρόνου έκρηξης ενός παγκόσμιου πολέμου από το νεοχιτλερικό Άξονα Ρωσίας- Κίνας. Είναι η πρώτη φορά από τη μέρα που εκλέχτηκε πρόεδρος της κατερχόμενης αμερικάνικης υπερδύναμης αυτός ο αποκρουστικός πουτινόφιλος, τραμπούκος, ψεύτης, και προβοκάτορας που δέχεται ακριβώς χάρη σε αυτό το κίνημα το ένα μετά το άλλο χτυπήματα από ηγετικά στελέχη του κόμματός του και κυρίως από το στρατό του οποίου υποτίθεται ότι ηγείται. Πίσω από αυτά τα φαινόμενα βρίσκεται η -εξαιτίας αυτής της δολοφονίας και του κινήματος που πυροδότησε- μεγάλη απώλειά στήριξης του στον αμερικάνικο λαό, ιδιαίτερα σε έναν ταλαντευόμενο συντηρητικό κόσμο που μπορεί να είχε δεχτεί ως τώρα την εθνικιστική-απομονωτιστική στη μορφή γραμμή του στην οικονομία καθώς και τη γενική του εσωτερική πλατφόρμα του «νόμου και της τάξης», αλλά δεν είναι διατεθειμένος να τον ακολουθήσει στη φιλορατσιστική και εμφυλιοπολεμική του γραμμή.

Έτσι έγινε και ένας πρώην πρόεδρος του ρεπουμπλικανικού κόμματος (ο Μπους), ένας πρώην υποψήφιος πρόεδρος (ο Ρόμνεϊ, που σημειωτέον διαδήλωσε μαζί με ένα τμήμα των ευαγγελιστών κατά του λευκού ρατσισμού), ένας πρώην υπουργός άμυνας (Πάουελ) και ο προηγούμενος υπουργός του άμυνας (ο Μάτις) τον κατήγγειλαν σαν διχαστή του λαού, ενώ μια σειρά εν ενεργεία ηγετικά στελέχη (με πρώτο τον β΄ στην ιεραρχία της γερουσίας (Θουν) έκφρασαν ανοιχτά τη διαφωνία τους με τη στάση του Τραμπ ενάντια σε ένα 75χρονο θύμα της αστυνομικής βίας. Το χειρότερο γι αυτόν είναι ότι οι περισσότεροι κομματικοί βουλευτές αναγνωρίζουν πια ότι πρέπει να παρθούν μέτρα για τον έλεγχο της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας, ενώ πολλοί ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές δεν φοβούνται να αντιπαρατεθούν στην άρνηση του Τραμπ να δεχτεί το αίτημα των διαδηλωτών να πάψει ο αμερικάνικος στρατός να διατηρεί σαν ονόματα εγκαταστάσεων, στρατοπέδων του κλπ τα ονόματα των στρατηγών του δουλοχτητικού Νότου στον αμερικάνικο εμφύλιο. Ως τώρα οι ρεπουμπλικάνοι βουλευτές δεν τόλμαγαν να αντιπαρατεθούν σε τίποτα στον τραμπούκο πρόεδρό τους γιατί αυτός έστρεφε εναντίον όποιου αποτολμούσε κάτι τέτοιο την ισχυρή αριθμητικά δεξιά ψηφοφορική μερίδα του κόμματός του εναντίον του και έτσι αυτός έχανε κάθε δυνατότητα να επανεκλεγεί στην πολιτεία του.

Όμως το χειρότερο πλήγμα για ένα φασίστα είναι η απώλεια της ισχύος του και μάλιστα η απώλεια της στρατιωτικής του ισχύος. Αυτό έγινε με την πρακτικά ανοιχτή άρνηση του στρατού να εμπλακεί στη διαδικασία καταστολής του αντιρατσιστικού κινήματος στο όνομα της αντιμετώπισης των βίαιων επεισοδίων στις πρώτες ημέρες του κινήματος. Έχει συμβεί δυο φορές στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία να έχει διατάξει ένας πρόεδρος τον αμερικανικό στρατό να επέμβει για την καταστολή ενός κινήματος που ασκεί βία, και αυτός έχει επέμβει και τις δύο. Την πρώτη φορά ήταν το 1957 ενάντια στη βία των λευκών ρατσιστών του Νότου που ήθελαν τη συνέχιση του αμερικάνικου απαρτχάιντ. Τη δεύτερη φορά ήταν όταν οι εξεγερμένοι μαύροι έχασαν τον έλεγχο του κινήματος τους από το λούμπεν του πλιάτσικου και των εμπρηστών στο Λος Αντζελες το 1992. Όμως πρώτη φορά διέταξε ένας πρόεδρος το στρατό να καταστείλει ένα κίνημα που στη συντριπτική του πλειοψηφία ήταν πανεθνικό και συντριπτικά ειρηνικό. Έτσι τώρα ο στρατός, αυτός δηλαδή που έχει κάνει του κόσμου τα εγκλήματα στο εξωτερικό επεμβαίνοντας εκεί που δεν τον ήθελε κανείς, αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή του προέδρου του να επέμβει ενάντια σε ένα τόσο μαζικό και δημοφιλές κίνημα θεωρώντας κάτι τέτοιο αντισυνταγματικό. Μάλιστα ανέλαβε ο ίδιος ο υπουργός άμυνας Εσπέρ, που ο Τραμπ είχε διορίσει σε αντικατάσταση του Μάτις (ο οποίος είχε αποπεμφθεί γιατί είχε διαφωνήσει ανοιχτά με τη φιλορώσικη διεθνή γραμμή του Τραμπ), να προβάλει την ανοιχτή άρνηση στον πρόεδρο για να μην ποδοπατηθούν και οι δυο από μια στρατιωτική στάση, επειδή παραβιάζουν το σύνταγμα. Είναι χαρακτηριστική της στάσης του στρατού, το γεγονός ότι ο ίδιος ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των ΗΠΑ ο Μαρκ Μίλευ έκανε την αυτοκριτική του για το ότι εμφανίστηκε στο πλευρό του Τραμπ (στη γνωστή φωτογραφία του τελευταίου με τη βίβλο μπροστά από μια εκκλησία) αφού είχε διώξει προηγούμενα με δακρυγόνα τους ειρηνικούς διαδηλωτές από την περιοχή. Ο Μίλευ κατήγγειλε έμμεσα πλην σαφώς τον πρόεδρο ότι τον παγίδευσε κρύβοντας του ότι προηγούμενα είχε εκκαθαρίσει την περιοχή. Τέλος ακόμα και από το εσωτερικό της ίδιας της αστυνομίας, που φρόντισε να την εξαχρειώσει σε μοναδικό ύψος μέσα στα 3,5 χρόνια της προεδρίας του, άρχισαν να έρχονται πολιτικά και ιδεολογικά χτυπήματα στον αστυνομικό ρατσισμό και στον ίδιο τον προστάτη τους πρόεδρο όταν κάποιες από τις αστυνομικές δυνάμεις επιφορτισμένες να αντιμετωπίσουν τις διαδηλώσεις άφησαν κάτω τα γκλομπ τους και γονάτισαν στο έδαφος προς τιμή του νεκρού και του μεγαλειώδους κινήματος που τον υποστηρίζει.

Το πλατύ κίνημα των Black Lives Matter και η σοσιαλφασιστική ηγετική ομάδα Movement for Black Lives που το χειραγωγεί πολιτικά.

Αυτές οι μεγάλες πολιτικές εξελίξεις δεν έχουν πραγματοποιηθεί χωρίς μια μεγάλη εσωτερική πάλη μέσα στο δημοκρατικό αντιρατσιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στο κίνημα των αφροαμερικάνων των ΗΠΑ. Όπως συμβαίνει παντού τα τελευταία χρόνια στον κόσμο στις συνθήκες της άλωσης των επαναστατικών εξουσιών και των λαϊκών κινημάτων από τα μέσα από τον κύριο εχθρό έτσι και μέσα σε αυτό το παλλαϊκό κίνημα που έχει πια παγκόσμιας σημασίας επιπτώσεις, είναι οργανωτικά ισχυρή αν και όχι ακόμα εντελώς ηγεμονική, η γραμμή της ψεύτικης αριστεράς, της ψεύτικης ταξικής πάλης και του ψεύτικου αντιφασισμού και αντιρατσισμού, δηλαδή σε τελική ανάλυση η γραμμή του σοσιαλφασισμού. Αυτή η γραμμή γίνεται ισχυρή όταν το αυθόρμητο κίνημα υποχωρεί, και αδύναμη όσο αυτό το κίνημα προχωράει και μαζικοποιείται. Η μεγάλη δύναμη αυτής της αντιδραστικής γραμμής είναι ότι έχει στα χέρια της τον πιο καλά οργανωμένο κεντρικό μηχανισμό μέσα στο συνολικό κίνημα, χωρίς όμως αυτό να γίνεται επίσημα μέσα από πλατειές δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά μέσα από το γενικευμένο εισοδισμό και το σύνθημα «δεν έχουμε αρχηγούς» ή «είμαστε όλοι αρχηγοί» όπως κάνει πάντα ο «αριστερός» σοσιαλφασισμός και ο τροτσκισμός που αποτελεί την πιο τυπική έκφραση του πρώτου.

Αρχίζοντας να μελετάμε την ιστορία της συγκρότησης του πλατιού μαύρου αντιρατσιστικού κινήματος των τελευταίων χρόνων που έχει το όνομα “Black lives Matter”, δηλαδή “Οι Μαύρες Ζωές Μετράνε”, διαπιστώσαμε ότι με αυτό το όνομα πρέπει να αντιληφθούμε σήμερα δύο πράγματα: πρώτον το κυρίαρχο σύνθημα του μαύρου αντιρατσιστικού κινήματος, και δεύτερον ένα μεγάλο πλήθος από τοπικά κινήματα και οργανώσεις με πολύ χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους που συγκροτούν μια συγκεκριμένη αν και ρευστή στη σύνθεση της οργανωτική δομή με το όνομα BLM (Black Lives Matter). Αυτή η δομή δημιουργήθηκε το 2013 και σύντομα απέκτησε τις επίσημες ευλογίες της προεδρίας Ομπάμα και τελικά έδωσε το όνομα της σε όλο το μαύρο αντιρατσιστικό κίνημα. Στο κέντρο αυτής της χαλαρής δομής, χωρίς όμως να εμφανίζεται σαν τέτοιο, αλλά σαν μια πολιτική έκφραση όλου του μαύρου αντιρατσιστικού κινήματος, υπάρχει το επίσης μετωπικό σχήμα που λέγεται «Κίνημα για τις Μαύρες ζωές» (Movement for Black Lives), το οποίο τυπικά περιλαμβάνει και το ΒLM σαν μια συνιστώσα του. Στην πραγματικότητα το BLM είναι το αληθινό πλατύ κίνημα και το “Κίνημα για τις Μαύρες Ζωές” , που θα το λέμε και σκέτο «Κίνημα» για να το διακρίνουμε από το γενικό Black Lives Matter (οι Μαύρες Ζωές Μετράνε) είναι ένα στενό όργανο με όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που εμείς θα λέγαμε «πολιτικό καπέλο» από μια οργανωμένη μειοψηφία που αποσπάει την εξουσία και τον έλεγχο της πολιτικής γραμμής ενός μαζικού κινήματος πίσω από τη γνωστή τακτική του τύπου «διαδικτυακές παράλληλες δομές», «όχι κάθετες δομές», που σημαίνει όχι στα εκλεγμένα, λίγο πολύ σταθερά κεντρικά αντιπροσωπευτικά όργανα, που αποτελούν όρο για οποιονδήποτε δημοκρατικό έλεγχο από τα κάτω. Είναι χαρακτηριστικό ότι το “Κίνημα” δίνει την κεντρική γραμμή και οργανωτική υποστήριξη στα διάφορα παρακλάδια του και τα παρακλάδια του BLM μέσω μιας ομάδας ονόματι Blackbird (κοτσύφι) που τα στελέχη της δεν θέλουν να εμφανίζονται ανοιχτά στο γενικό κίνημα αλλά να κρατάνε την ανωνυμία τους. Στο «Κίνημα» αρέσει πολύ το σύνθημα «μόνο οι αδύναμοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από δυνατούς ηγέτες». Πραγματικά με αυτό τον τρόπο πολύ αδύναμοι αρχηγοί αλλά με ισχυρές κεντρικές πολιτικές πλάτες μπορούν να ελέγχουν θερμές κινηματικές μάζες αφού κρύβονται πίσω τους και έτσι τις εμποδίζουν να ασκούν διαρκή δημοκρατικό έλεγχο πάνω τους, δηλαδή να οργανώνονται στ αλήθεια. Αυτή την αντίληψη θα τη χαρακτηρίζαμε αναρχική αν δεν ήταν σοσιαλφασιστική, πράγμα που επαληθεύεται μέσα στην πλατφόρμα του «Κινήματος» όπου σε μια πληθώρα σημείων, που τα περισσότερα είναι δίκαια αιτήματα των μαζών ξεχωρίζουν και μερικά εμβληματικά αντιδραστικά με πιο βασικό το αλάνθαστο παγκόσμιο σημάδι του νεοχιτλερισμού, την καταγγελία του κράτους του Ισραήλ σαν γενοκτονικού, δηλαδή την άρνηση της ύπαρξής του κράτους και όχι την κριτική στο σοβινισμό που μπορεί κάτω από ορισμένες περιστάσεις να εκδηλώσει ένα κράτος και μάλιστα ζωτικά απειλούμενο. Αυτή η θέση για το Ισραήλ αφαιρέθηκε εντελώς βουβά και αθόρυβα από την πλατφόρμα του «Κινήματος» μόλις πάνω στην κορύφωση των πρόσφατων διαδηλώσεων, ενώ βρισκόταν εκεί επί πέντε ολόκληρα χρόνια, παρά τις καταγγελίες των εβραϊκών οργανώσεων. Αυτή η εξαφάνιση των τεκμηρίων ενοχής έγινε γιατί στις πρώτες μέρες του μεγάλου κινήματος σημειώθηκε μέσα στις ευρύτερες λεηλασίες και μια μεγάλη επίθεση τύπου πογκρόμ στο Λος Αντζελες στη συνοικία Φέρφαξ ενάντια σε εβραϊκά μαγαζιά και επιχειρήσεις. Ο αντισημιτισμός αυτός δεν είναι άσχετος με την προστασία που δίνει στο «Κίνημα» ο Ομπάμα, που οι στενές του σχέσεις με μεγάλους αντισημίτες είναι εντυπωσιακές, όπως αυτές με τον προσωπικό του πνευματικό πάστορα Wright (δες στο WikipediatheJeremiahWrightControversy), ή και οι ακόμα πιο σκοτεινές του με τον αρχι-αντισημίτη Farrakhan(https://www.newyorker.com/culture/annals-of-appearances/the-politics-of-race-and-the-photo-that-might-have-derailed-obamas).

Η εσωτερική πάλη για τον ειρηνικό χαρακτήρα του κινήματος

Το ότι η πολιτική πλατφόρμα του «Κινήματος για τις Μαύρες Ζωές» δεν είναι η ενοποιητική πλατφόρμα όλου του μαύρου κινήματος και ακόμα περισσότερο του πλατιού δημοκρατικού αποδείχτηκε μέσα στη φωτιά της μεγάλης πολιτικής μάχης που είναι ακόμα σε εξέλιξη όπου χωρίς να γίνεται πουθενά λόγος για πάλη γραμμών στο εσωτερικό του αληθινού κινήματος την είδαμε παντού στην πράξη.

Η πιο βασική εσωτερική πάλη που έδωσε το μαζικό πανδημοκρατικό κίνημα ήταν αυτή για την κατάκτηση των μαζών και αφορούσε την πάλη του ενάντια στο λούμπεν στις γραμμές του που προσπάθησε και στην ουσία, απείλησε με πολιτική καταστροφή το κίνημα με τις λεηλασίες τις πρώτες μέρες της έκρηξης. Το «Κίνημα για τις Μαύρες Ζωές» εκθέτοντας ουσιαστικά το ευρύτερο BLM όχι μόνο δεν καταδίκασε κεντρικά τις λεηλασίες, αλλά βγαίναν ηγετικά στελέχη του να δηλώνουν ότι σε κάθε λαϊκή εξέγερση υπάρχει βία, ότι η μαύρη φτωχολογιά φτάνει από ανάγκη επιβίωσης σε τέτοιες πράξεις που είναι αυθόρμητες και γι αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει το οργανωμένο κίνημα να τις καταδικάζει κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ομπάμα, αντίθετα με τον Μπάιντεν δεν καταδίκασε τη βία στις διαδηλώσεις. Αντίθετα η γραμμή της μεγάλης μάζας των διαδηλωτών και πρώτα-πρώτα της οικογένειας του Φλόιντ φώναζαν: “όχι στις λεηλασίες και στα καψίματα, ειρηνικό κίνημα”. Και αυτά δεν ήταν μόνο λόγια. Το πραγματικό κίνημα μαύρων και λευκών δημοκρατών που σύμφωνα με πολλές ανταποκρίσεις έβγαλε αυτές τις μέρες και πολλούς πραγματικούς τοπικούς ηγέτες, συχνά πολύ νεαρούς, όχι απλά καταδίκασε αλλά κυνήγησε τους εμπρηστές και τους πλιατσικολόγους που αυτή τη φορά λεηλάτησαν και μικρές επιχειρήσεις, πράγμα που γεννά το μεγαλύτερο μίσος στο λαό και μάλιστα στα μεσοστρώματα, και τους εμπόδισε να συνεχίσουν αυτό το μεγάλο δώρο προς τον Τραμπ και τους λευκούς ρατσιστές. Ήταν αυτή η κρίσιμη και νικηφόρα πάλη με τον κρυμμένο σοσιαλφασισμό της ηγεσίας του “Κινήματος” που συσπείρωσε απ άκρη σ άκρη, όλη τη δημοκρατία και τον αντιρατσισμό, που διέσπασε τη βάση του ρεπουμπλικανικού κόμματος και έτσι επέτρεψε σε στελέχη της ηγεσίας του να αποστασιοποιηθούν από τον Τραμπ, και που τελικά επέτρεψε στο στρατό, όχι μόνο σαν ηγεσία αλλά σαν σώμα αξιωματικών να συγκρουστεί με τον φασίστα πρόεδρο, όπως αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ ως τώρα στην σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ.

Όσο το κίνημα θα απομαζικοποιείται και δεν θα μπορεί να αποφασίζει κεντρικά δημοκρατικά για τη γραμμή του τόσο ο σοσιαλφασισμός θα το ελέγχει.

Το ζήτημα της αστυνομίας

Αλλά αυτή η μεγάλη εσωτερική πάλη γενικά στο δημοκρατικό στρατόπεδο και όχι μόνο στο κίνημα των αφροαμερικανών δεν έχει κριθεί. Για την ακρίβεια μόλις τώρα αρχίζει να ξεδιπλώνεται σε όλη της την έκταση και σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα τις παγκόσμιας σημασίας εκλογές του Νοέμβρη. Έτσι μετά την εσωτερική πάλη στο ζήτημα του αγαπητού στις μάζες ή απωθητικού χαρακτήρα των αντιρατσιστικών διαδηλώσεων είναι αυτή σε δυο ζητήματα. Το ένα είναι το ζήτημα της αστυνομίας που στην κύρια πλευρά κρίθηκε και το άλλο, το πιο κρίσιμο και πολύ πιο βαθύ πολιτικά, που εκτιμάμε ότι θα οξυνθεί στη συνέχεια είναι το ζήτημα των επανορθώσεων για τη σκλαβιά. Στο πρώτο οι δύο γραμμές εκδηλώθηκαν ανοιχτά, στο δεύτερο η πάλη είναι ακόμα υπόκωφη.

Σε ότι αφορά την αστυνομία. Εδώ από τη μια μεριά είναι η γραμμή της διάλυσης της αστυνομίας, που την προωθεί το «Κίνημα», που στην πιο ρεαλιστική της εκδοχή έχει σαν αίτημα τη μείωση των κονδυλίων για την αστυνομία (το λεγόμενο defunding) και από την άλλη είναι η γραμμή που απαιτεί τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, με κύριο αίτημα την αύξηση του ελέγχου της από τους πολίτες ιδιαίτερα μέσα από το χτύπημα της ασυδοσίας των αστυνομικών συνδικάτων, που έχουν γίνει σε μεγάλο βαθμό συνδικάτα εγκλήματος με ρόλο να αθωώνουν δικαστικά και πειθαρχικά μέσα από τις λεγόμενες διαδικασίες διαιτησίας τους πιο τραμπούκους και ρατσιστές αστυνομικούς. Τέτοια μέτρα προτάθηκαν από την ηγεσία του Δημοκρατικού κόμματος στο Κογκρέσο και δεν πέρασαν από τη Γερουσία που ελέγχεται από τον Τραμπ και αφορούσαν χοντρικά σε πολύ πιο αυστηρούς κανονισμούς και ποινικές και πειθαρχικές συνέπειες για τους αστυνομικούς για την κακομεταχείριση των πολιτών και για πιο καλά εκπαιδευμένο και πειθαρχημένο σε αυτούς τους κανονισμούς προσωπικό. Η γραμμή της κατάργησης ή της μείωσης της αστυνομίας, όπως πάντα γίνεται με το σοσιαλφασισμό, βγαίνει από τα αριστερά στη γραμμή του εκδημοκρατισμού με το επιχείρημα ότι η αστυνομία δεν θα χρειάζεται όσο θα μειώνεται το έγκλημα και το έγκλημα θα μειώνεται όσο μειώνονται τα λεφτά στην αστυνομία και δίνονται στη μόρφωση, στην υγεία, στη στέγαση των καταπιεσμένων μειονοτήτων, ιδίως των φτωχών αφροαμερικάνων.

Τα κονδύλια γενικά για τη φτωχολογιά και όχι ειδικά για τους αφροαμερικάνους μπορούν να διεκδικηθούν με κάποια σχετική επιτυχία μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού κυρίως από την αύξηση της φορολογίας του πολύ μεγάλου πλούτου, η οποία ειδικά στις ΗΠΑ είναι σήμερα προκλητικά ασήμαντη. Το ότι ο σοσιαλφασισμός συνδυάζει την ευημερία των μαζών με τη μείωση της αστυνομίας είναι μία έκφραση της πολιτικο-ιδεολογικής συμμαχίας του σοσιαλφασισμού με το πιο εγκληματικό κομμάτι του λούμπεν προλεταριάτου μέσα στα μαύρα γκέτο. Το ποινικό έγκλημα στον καπιταλισμό που ξεσπάει στα γκέτο ενάντια στη φτωχολογιά δεν είναι αποτέλεσμα της φτώχιας όπως λένε οι μικροαστοί ηθικολόγοι, αλλά της αρπακτικής ανταγωνιστικής φύσης του ίδιου του καπιταλισμού που σαν κυρίαρχη ιδεολογία αντανακλάται και μέσα στις υπόλοιπες τάξεις, ιδιαίτερα στο λούμπεν προλεταριάτο που είναι μια τάξη παρασιτική και αντιδραστική στην κύρια πλευρά της. Γι αυτό το λόγο το βιομηχανικό προλεταριάτο, η τάξη που από τη φύση της είναι η λιγότερη επιρρεπής στον αστισμό, είναι στις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες ιδεολογικά εχθρική απέναντι στο λούμπεν καθώς και στον αναρχισμό ο οποίος σε μεγάλο βαθμό αποτελεί πολιτική του έκφραση. Το ότι ο σοσιαλφασισμός μαζί με ένα κομμάτι του μονοπώλιου χρησιμοποιεί στη Δύση το λούμπεν για να χτυπήσει τα προοδευτικά δημοκρατικά και εργατικά κινήματα είναι κάτι που ταξικά έρχεται από πολύ μακριά, καθώς όπως έλεγε ο Μαρξ, το λούμπεν λειτουργεί σαν “εργαλείο της αντίδρασης” και σαν “μια σημαντική αντεπαναστατική δύναμη” (18η Μπρυμέρ). Ωστόσο το αίτημα για τη διάλυση της αστυνομίας δεν έχει σαν άμεσο και κύριο στόχο του να δυναμώσει το εγκληματικό λούμπεν αλλά να προβοκάρει το δημοκρατικό στρατόπεδο, δηλαδή να τρομάξει τα μεσοστρώματα και να τα ρίξει προς την πλευρά του Τραμπ και γενικά του λευκού ρατσισμού. Εννοείται ότι για τους μαρξιστές δεν μπαίνει ζήτημα κατάργησης της αστυνομίας μέσα στον καπιταλισμό, όπως δεν μπαίνει ζήτημα κατάργησης του κράτους γενικά. Οι μαρξιστές παλεύουν για το γκρέμισμα του αστικού κράτους και της αστικής αστυνομίας μόνο μέσα από τη σοσιαλιστική επανάσταση για την εγκαθίδρυση του κράτους της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου, που στη θέση της καταργημένης αστυνομίας θα έχει τη νέα λαϊκή πολιτοφυλακή. Βέβαια στη διάρκεια της επαναστατικής διαδικασίας το βιομηχανικό προλεταριάτο πάντα προσπαθεί να πάρει με το μέρος του και να διαπαιδαγωγήσει τα πιο κοντινά στο λαό τμήματα του λούμπεν προλεταριάτου. Όμως το λούμπεν που περνάει με την πολιτική αντίδραση καθώς και το λούμπεν που συνεχίζει την αντιλαϊκή και εκμεταλλευτική του δράση απέναντι στις μάζες ή στέκεται απέναντι στην προλεταριακή εξουσία το χτυπάει αμείλικτα, όπως δίδαξαν οι μπολσεβίκοι τον Οκτώβρη. Το να ζητάει κάποιος κατάργηση της αστυνομίας όταν αυτό δεν σημαίνει ιδεολογικό εξωραϊσμό του αστικού κράτους σημαίνει κάλεσμα για δυνάμωμα του πιο εγκληματικού κομματιού λούμπεν ή και του φασιστικού και σοσιαλφασιστικού παρακράτους. Το μόνο αίτημα που μπορεί και πρέπει να έχει το προλεταριάτο για να κερδίζει πολιτικές θέσεις και να διαπαιδαγωγεί τις μάζες μέσα στον καπιταλισμό είναι να ζητάει κατάργηση όλων των αντιδημοκρατικών και συνήθως παράνομων στις αστικές δημοκρατίες αντεργατικών και αντεπαναστατικών πολιτικών λειτουργιών της αστυνομίας. Σε χώρες που η αστυνομία έχει και αντεργατική αντικομμουνιστική και, κυρίως ρατσιστική παράδοση, όπως συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ, πρέπει το αίτημα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας να περιλαμβάνει τον μάξιμουμ εργατικό και λαϊκό έλεγχο, ιδιαίτερα τον οργανωμένο δημοκρατικό έλεγχο από το λαό με επικεφαλής τις φυλετικές και τις νέες εθνοτικές μεταναστευτικές μειονότητες στα γκέτο τους. Αυτό το αίτημα σημαίνει λοιπόν μια αστυνομία που θα ελέγχεται από τις μαύρες κοινότητες εκεί που αυτές πλειοψηφούν, δηλαδή ιδιαίτερα στα μαύρα γκέτο όπου η εγκληματικότητα είναι τεράστια. Είναι εκεί που ξετυλίγεται το δραματικό φαινόμενο στο οποίο πατάει ο άσπρος ρατσισμός που κάνει το 13% του πληθυσμού των ΗΠΑ να συμμετέχει κατά 52% στο κοινό ποινικό έγκλημα.

Η πολύ ψηλή εγκληματικότητα στις μαύρες γειτονιές των ΗΠΑ είναι γέννημα του λευκού ρατσισμού των αρχών του προηγούμενου αιώνα όταν οι μαύροι έφυγαν από το Νότο, όπου ζούσαν σαν μεροκαματιάρηδες αγρότες, γιατί η γεωργία εκμηχανίστηκε καθώς και για να ξεφύγουν από το απαρτχάιντ και πήγαν στις πόλεις του Βορρά να δουλέψουν σαν βιομηχανικοί εργάτες. Εκεί συνάντησαν την κυρίαρχη στο κράτος ρατσιστική στρατηγική να μην αστυνομεύονται οι μαύρες περιοχές ώστε η γενικευμένη ανασφάλειά σε αυτές να μειώσει τελικά τον αφροαμερικανικό πληθυσμό. Έτσι δημιουργήθηκαν αρχικά από προσωπικές και οικογενειακές βεντέτες υποχρεωτικά οι συμμορίες σαν άμυνα επιβίωσης και μετά έγιναν σε ότι αφορά ιδιαίτερα τις ηγεσίες τους εκμεταλλευτικοί θεσμοί που λυμαίνονται και καταπιέζουν τη μαύρη φτωχολογιά και την κρατάνε σε πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση. Τα μέτρα θετικής διάκρισης (affirmativeaction) υπέρ των αφροαμερικανών δεν άλλαξαν αυτήν την κατάσταση για τη μαύρη φτωχολογιά των γκέτο αλλά μόνο για τα νέα μεσοστρώματα που μπορούσαν να σπουδάσουν πανεπιστημιακά τα παιδιά τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αναλογικά περισσότεροι μαύροι που κινήθηκαν κοινωνικά προς τα πάνω είναι οι μαύροι μετανάστες στις ΗΠΑ από την Καραϊβική, που ήρθαν πιο πρόσφατα στις ΗΠΑ και δεν έζησαν στην ηθικά πολύ πιο εξουθενωτική και ουσιαστικά πολύ πιο μακρόχρονη ρατσιστική καταπίεση των μαύρων του Νότου. Η κοινωνική εξέλιξη αυτών των πιο πρόσφατων μαύρων μεταναστών μοιάζει πολύ με των λευκών μεταναστών ειδικά σε ότι αφορά τις ακαδημαϊκές σπουδές, πράγμα που αποκαλύπτει ότι δεν είναι τόσο το μαύρο χρώμα όσο οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στις οποίες οι λευκοί ρατσιστές έριξαν ειδικά τους αφροαμερικανούς μαύρους που προσδιορίζει τη σημερινή κατάστασή τους.

Οι κάθε λογής οπορτουνιστές αναγνωρίζουν ότι η εγκληματικότητα είναι πελώρια στις μαύρες γειτονιές, όπου ένας στους τρεις κατοίκους βρίσκεται στη φυλακή, αλλά κρύβουν ότι τα θύματα της είναι συντριπτικά μαύροι, που είναι ουσιαστικά αστυνομικά απροστάτευτοι γιατί αν κάποιο θύμα καταθέσει κατά ενός μαύρου εγκληματικού στοιχείου στην κυρίως λευκή και συχνά ρατσιστική αστυνομία, στιγματίζεται σαν χαφιές και απομονώνεται ή εκτελείται.

Επειδή η μείωση ή η κατάργηση της αστυνομίας έγινε φανερό ότι θα ευνοήσει το χειρότερο εγκληματικό λούμπεν αλλά και επειδή προφανώς θα φουντώσει τον άσπρο ρατσισμό, επειδή και ο λευκός πληθυσμός θα υποστεί τις συνέπειες της μείωσης της αστυνόμευσης δεν πέρασε ούτε στο Δημοκρατικό κόμμα, ούτε στο πλατύ BLM αυτή η γραμμή, πέρασε η γραμμή του αιτήματος του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας. Όμως το πρόβλημα του άσπρου ρατσισμού στην αστυνομία θα συνεχίζεται, ιδιαίτερα όσο αυτός θα κρύβεται πίσω από την πάλη ενάντια στο μαύρο εγκληματικό λούμπεν. Η πολιτική απάντηση σε αυτό το δίπολο δεν μπορεί κατά τη γνώμη μας να είναι άλλη από το να οργανωθεί το μαύρο κίνημα κυρίως μέσα στα γκέτο με όρους δημοκρατίας και να ξεκινήσει μια μεγάλη πολιτική και ιδεολογική πάλη για τον όσο γίνεται στενότερο δημοκρατικό έλεγχο μιας αστυνόμευσης που θα περιλαμβάνει στα γκέτο κυρίως αφροαμερικάνους και θα συγκρουστεί με τη στήριξη του πληθυσμού με το πιο εγκληματικό και καταπιεστικό λούμπεν. Αυτό θα είναι δυνατό μόνο αν αυτό το κίνημα παλεύει παράλληλα μαχητικά για την οικονομική, μορφωτική και κοινωνική διέξοδο για τη μαύρη νεολαία που μόνο έτσι μπορεί να κερδηθεί και να διαπαιδαγωγηθεί κόντρα στις συμμορίες. Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να προκύψει μόνο σε σύγκρουση με την ηγεσία του “Κινήματος για τις Μαύρες Ζωές” που πουθενά και στην πλατφόρμα της και στη δράση της δεν καταδικάζει ούτε καν το χειρότερο μαύρο εγκληματικό λούμπεν αλλά το εμφανίζει σαν θύμα του λευκού ρατσισμού, ενώ είναι συμπαραγωγός και στρατηγικά συνεργάτης του.

Το πιο μεγάλο ζήτημα για το μέλλον και την ενότητα του δημοκρατικού κινήματος είναι οι επανορθώσεις

Ενώ το ζήτημα της αστυνομίας χοντρικά έχει λυθεί υπέρ της γραμμής του εκδημοκρατισμού της, αφού σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι μάζες λευκές και έγχρωμες, όσο περνάνε οι μέρες δυναμώνει μια πιο κρίσιμη πάλη γραμμών, αν και ακόμα υπόκωφα, μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα στο ζήτημα των επανορθώσεων στους απογόνους των αμερικάνων μαύρων σκλάβων.

Η γραμμή για τις επανορθώσεις είχε πρωτοεμφανιστεί από μια μειοψηφία του δημοκρατικού κόμματος στο Κογκρέσο στα 1989 και γενικά δεν βρήκε απήχηση στα χρόνια που ακολούθησαν. Όμως πήρε μια ώθηση στη δεύτερη τετραετία Ομπάμα, όπου χωρίς ο ίδιος να εκτεθεί ουσιαστικά άρχισε να σχηματοποιείται με τη δικιά του υποστήριξη το BLM (οι «Μαύρες Ζωές Μετράνε») κάτω από την ηγεσία του «Movement for Black lives» (Κίνημα για τις Μαύρες Ζωές). Την αρχή αυτής της εποχής τη σηματοδοτεί ένα κείμενο του 2014 του δημοσιολόγου Τa-NehisiCoats (https://www.theatlantic.com/magazine/archive/2014/06/the-case-for-reparations/361631/). Αυτό σήμερα έχει γίνει η κεντρική αναφορά όλου του μαχητικού κινήματος υπέρ των αποζημιώσεων σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα κείμενο με την ίδια ακριβώς βάση να έχει δημοσιευτεί με μεγάλη έμφαση για τις επανορθώσεις στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, που είναι ο κεντρικός προπαγανδιστικός διαμορφωτής γραμμής μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα. (https://www.nytimes.com/interactive/2020/06/24/magazine/reparations-slavery.html). Το αίτημα για τις επανορθώσεις, με το πνεύμα και το βάρος που το βάζoυν τα δύο κείμενα που αναφέραμε και που θα το σχολιάσουμε παρακάτω, δεν είναι ακόμα αποδεκτό στο Δημοκρατικό κόμμα, ούτε είναι εύκολο να γίνει, όμως είναι αρκετό για να το διασπάσει και να αποδυναμώσει την αστοδημοκρατική γραμμή Μπάιντεν-Πελόσι, υπέρ του σοσιαλφασιστικού μηχανισμού Ομπάμα-Σάντερς και το χειρότερο να λειτουργήσει προβοκατόρικα υπέρ του Τραμπ στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.

Προς το παρόν το δημοκρατικό κόμμα είναι σε αμηχανία και η γραμμή Μπάιντεν-Πελόσι βρίσκεται σε άμυνα όποτε είναι υπέρ κάποιας μορφής επανορθώσεων αλλά η φύση της και κυρίως ο όγκος της αποζημίωσης αν πχ θα είναι συλλογική για τις μαύρες κοινότητες και θεσμούς ή αν θα είναι μια απλή ενίσχυση ή κυρίως μια σημαντική μεταφορά πλούτου ατομικά υπέρ κάθε αφροαμερικάνου δεν έχει ξεκαθαριστεί. Όμως το “Κίνημα για τις Μαύρες Ζωές” έχοντας μαζί του στο ζήτημα αυτό από όσα δείχνουν οι δημοσκοπήσεις την πλειοψηφία του μαύρου πληθυσμού θέλει το δεύτερο είδος των επανορθώσεων.

Τι σημαίνει το αίτημα για επανορθώσεις. Πως διασπάει την εργατική τάξη και δυναμώνει το λευκό ρατσισμό

Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η έννοια την οποία δίνει στις επανορθώσεις η κυρίαρχη γραμμή στο “Κίνημα” σύμφωνα με την κατεύθυνση του Τa-NehisiCoats ο οποίος μάλιστα κατέθεσε στο Κογκρέσο το 2018 σαν εκπρόσωπος της γραμμής των επανορθώσεων μέσα στον αφροαμερικανικό πληθυσμό.

Το κείμενο του Coats θεωρεί ουσιαστικά όλους τους λευκούς ανεξάρτητα από ταξική θέση συνυπεύθυνους για την καταπίεση και εκμετάλλευση αιώνων όλων των μαύρων ανεξάρτητα από την ταξική θέση τους και τον πλούτο τους και ζητάει αποζημίωση ανεξαίρετα για όλους τους απογόνους τους, επίσης ανεξάρτητα από την ταξική θέση και τον πλούτο που κατέχουν σήμερα. Θεωρεί μάλιστα ανοιχτά πως το αμερικάνικο κράτος πρέπει να δώσει αποζημίωση στους μαύρους απογόνους σκλάβων όπως το γερμανικό κράτος εκπροσωπώντας όλους τους γερμανούς, πλούσιους ή φτωχούς, έδωσε αποζημίωση σε όλους τους Εβραίους που υπήρξαν θύματα του Ολοκαυτώματος και στους άμεσους κληρονόμους τους.

Η ταύτιση μιας μορφής αποικιακής εκμετάλλευσης της φάσης της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφάλαιου που είναι η δουλεία, με τη χιτλερικής αποθέωση του ιμπεριαλιστικού μονοπώλιου που επιδιώκει την ολοκληρωτική και παγκόσμια φυσική εξόντωση μιας φυλετικής ομάδας δεν είναι κάτι το περίεργο για μια αντισημιτική ηγεσία σαν αυτή του “Κινήματος”. Το πιο σημαντικό είναι το αίτημα αυτού του είδους των επανορθώσεων αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό των ΗΠΑ μιας γενικής γραμμής που προωθεί ο σοσιαλιμπεριαλισμός και ο σοσιαλφασισμός σε όλες τις πρώην αποικιακές χώρες και πιο πολύ σε αυτές της Αφρικής. Σε αυτές οι ρωσόφιλοι (και κινεζόφιλοι πια) ντόπιοι εθνοφασίστες και σοσιαλφασίστες προσανατολίζουν τους λαούς όχι στις ταξικές και δημοκρατικές διεκδικήσεις στο εσωτερικό αυτών των χωρών καλώντας απέναντι στις ντόπιες αστικές τάξεις μέσα από τις οποίες κυρίως οι ιμπεριαλιστές και πιο πολύ οι σοσιαλιμπεριαλιστές ασκούν την επεμβατική και εκμεταλλευτική τους πολιτική, αλλά στο να αναζητήσουν το εισόδημα και τον πλούτο που τους στερεί η άρχουσα τάξη τους και οι σημερινοί ιμπεριαλιστές από της πρώην αποικιοκρατικές χώρες που συμβαίνει να είναι όλες δυτικές. (Είναι χαρακτηριστικό ότι πουθενά δεν υπάρχει οποιοδήποτε κίνημα για επανορθώσεις από τις άφθονες και πολύ πιο πρόσφατες ληστείες του ρώσικου τσαρικού και νεοτσαρικού ιμπεριαλισμού στην ανατολική Ευρώπη και την κεντρική Ασία. Ακόμα περισσότερο κανένα κίνημα της Αφρικής δεν ζητάει επανορθώσεις από τους άραβες εμπόρους που πολύ πιο πριν από τους αποικιοκράτες λευκούς άρπαζαν μαζικά τους μαύρους της Αφρικής και τους πουλούσαν σαν σκλάβους σε όλο τον μουσουλανικό κόσμο). Το να πληρώνει οποιαδήποτε σημερινή φυλή ή έθνος οτιδήποτε για οποιαδήποτε εγκλήματα που διέπραξαν οι πρόγονοί της το βλέπουμε πάντα στο φασισμό. Αυτός επικαλείται την ιστορία γιατί θέλει μια επιστροφή σε ένα παρελθόν αληθινό ή μυθικό με επιλεκτικό τρόπο για να αντλήσει δικαιώματα που εξυπηρετούν τα τωρινά του αρπακτικά σχέδια. Αυτό γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες με χρηματικές αποζημιώσεις για παλιούς πολέμους στους οποίους θύτες και θύματα έχουν πεθάνει, ή με επιστροφές μουσειακών εκθεμάτων σε χώρες στις οποίες κανείς κάτοικος από την οποία αφαιρούνταν δεν ενδιαφερόταν γι αυτά. Για τις ανάγκες αυτής της επιστροφής ο φασισμός δεν ανακηρύσσει εχθρούς απλά τους απογόνους των ηγετικών τάξεων από τις οποίες απαιτεί την επιστροφή αλλά τους ίδιους τους λαούς, δηλαδή στρέφεται εθνικά ενάντια και στις καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες τάξεις των πρώην αποικιοκρατικών χωρών και απαιτεί εντελώς παράλογα να πληρώσουν και αυτές για την παλιά εκμετάλλευση των αφεντικών τους υπονομεύοντας έτσι την όποια διεθνιστική και ταξική αλληλεγγύη. Γι αυτό άλλωστε ο οικονομικός ισχυρισμός που βρίσκεται πίσω από τη λογική των επανορθώσεων είναι ότι σχεδόν όλος ο πλούτος των πρώην αποικιοκρατικών χωρών και όχι κυρίως η πρωταρχική συσσώρευση τους, έχει προέλθει από τη ληστεία και την εκμετάλλευση των αποικιών. Αυτή η λογική αγνοεί ή υποβιβάζει ποιοτικά τη μακρόχρονη, και σε ορισμένες φάσεις πιο απάνθρωπη ακόμα και από αυτή των σκλάβων εκμετάλλευση του ντόπιου προλεταριάτου στις μητροπόλεις, που έχτισε το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου στηριγμένο στις μηχανές που το ίδιο κατασκεύασε και το γεγονός ότι μόνο ένα λεπτό στρώμα του, η εργατική αριστοκρατία πήρε μερτικό από τη ληστεία των αποικιών. Μια τέτοιου είδους επιστροφή στο παρελθόν ξαναγράφει με αντιδραστικό τρόπο την ιστορία καθώς αρνείται το ρόλο του λευκού προλεταριάτου στις αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις, τα δημοκρατικά κινήματα και τους αιματηρούς αντιφασιστικούς πολέμους, που ήταν θεμελιακοί για τις ήττες των αντίστοιχων ιμπεριαλισμών από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των αποικιών. Εννοείται ότι αυτή η λογική συγκρούεται μετωπικά με τη μαρξιστική εργατική αντίληψη ότι η αποικιοκρατία είχε μέσα της τη βαθιά αντίφαση μαζί με την εκμετάλλευση, τη ληστεία και τη ρατσιστική βαρβαρότητα να επισπεύδει άθελα της την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά άθελά του και την ανάπτυξη του σύγχρονου προλεταριάτου και του δημοκρατικού πολιτισμού στις αποικίες, τσακίζοντας τις πατριαρχικές και πρωτόγονες κοινωνικές δομές πυροδοτώντας μια ώρα αρχύτερα τις κοινωνικές και εθνικές αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις σε αυτές.

Στην πραγματικότητα εκείνο που θέλουν οι σοσιαλφασίστες γενικά με τις τάχα αντιαποικιακού τύπου επανορθώσεις είναι να σύρουν με κάθε πρόσχημα την παγκόσμια φτωχολογιά και τους λαούς όλου του υπόλοιπου κόσμου πίσω από τους νεοχιτλερικούς της Ρωσίας και της Κίνας στον υποδουλωτικό πόλεμο που πυρετώδικα ετοιμάζουν ενάντια στις χώρες και τους λαούς της Ευρώπης. Ταυτόχρονα τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, και μάλιστα κυρίως σε αυτές, πάνε να διασπάσουν με φυλετικό τρόπο το προλεταριάτο οικοδομώντας ένα ρατσιστικό δίπολο όπου στη μια πλευρά του θα είναι ο πιο επικίνδυνος, πλειοψηφικός και ιμπεριαλιστικός ρατσισμός της λευκής υπεροχής και από την άλλη ο νεαρός, μειοψηφικός μαύρος εθνικιστικού τύπου ρατσισμός. Αυτός δύσκολα θα ακολουθήσει το σοσιαλιμπεριαλισμό που θα του τάζει εκδίκηση και συμμετοχή στα πλιάτσικά του σε βάρος των λευκών συμπατριωτών του αλλά σίγουρα προβάλλοντας τέτοιες διεκδικήσεις και μάλιστα με βίαιο τρόπο, θα πυροδοτήσει τον πρώτο.

Πως και γιατί με τις επανορθώσεις μεταφέρουν το ζήτημα από την ισότητα των μισθών στην ισότητα της περιουσίας

Για να σύρουν πίσω τους τη μαύρη φτωχολογιά οι εμπνευστές του συνθήματος των επανορθώσεων, που την αναλύουμε με την κυρίαρχη έννοια τους της μαζικής μεταφοράς πλούτου, προωθούν τη θέση ότι δεν είναι η διαφορά στους μισθούς ανάμεσα σε άσπρους και μαύρους, αυτή που φέρνει τους δεύτερους σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους πρώτους αλλά η διαφορά στην περιουσιακή τους κατάσταση, δηλαδή πρακτικά στην ακίνητη περιουσία και στις καταθέσεις τους. Αυτή η διαφορά λένε μπορεί να μειωθεί και μάλιστα αρκετά γρήγορα μόνο με τις επανορθώσεις που πρέπει να καταβληθούν ανεξαρτήτως του αν αυτοί που θα αποζημιωθούν ανήκουν στην αστική και μεγαλοαστική τάξη ή στο προλεταριάτο. Όπως θα δούμε την απομάκρυνση του μαύρου προλεταριάτου και γενικά του δημοκρατικού αντιρατσιστικού κινήματος από το αίτημα της ίσης αμοιβής για ίση δουλειά και την έμφαση στην περιουσία και τις επανορθώσεις την πετυχαίνουν με μια στατιστική και πολιτική λαθροχειρία. Επειδή η διαφορά στους μισθούς μαύρων και λευκών είναι ένα ποσοστό σημαντικό μεν ανάμεσα στο 10% και το 18% - ανάλογα με το τι μετράει κανείς - η διαφορά είναι πολύ μικρή για να μπορεί να θεμελιώσει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν εκμεταλλευτή και έναν εκμεταλλευόμενο ή αλλιώς τη διαφορά από κάποιον υλικά ευνοημένο από το ρατσισμό και από το θύμα του. Έτσι καταφεύγουν στη διαφορά περιουσίας (δηλαδή συνολικά της ακίνητης περιουσίας, των καταθέσεων, των μετοχών κλπ) που την προσδιορίζουν στο 1 προς 10. Αυτό το αίτημα έχει πίσω του το οικονομικό επιχείρημα ότι οι σκλάβοι και οι απόγονοί τους δεν πληρώθηκαν ποτέ για τη δουλειά τους ή πληρώθηκαν άνισα, οπότε από αυτή τη δουλειά πλούτισαν όχι μόνο οι πλούσιοι λευκοί αλλά όλη η λευκή Αμερική. Όμως αυτό το 1 προς 10 δεν έχει καμιά ποιοτική αναλογία με τη σχέση της περιουσίας μεταξύ μαύρων και λευκών εργαζομένων.

Το ότι το “Κίνημα” προβάλει παντού αυτό το 1 προς 10 όπου στη μία πλευρά εμφανίζεται ο μέσος λευκός και από την άλλη ο μέσος μαύρος δείχνει πόσο διασπαστικό είναι για την αμερικάνικη εργατική τάξη. Γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του συνολικού αμερικάνικου πλούτου (που σημειωτέον αποτελείται κυρίως από τις μετοχές των μονοπωλιστών) είναι μαζεμένο στα χέρια κυρίως της μεγάλης και πολύ μεγάλης λευκής αγγλοσαξωνικής αστικής τάξης και μόνο ένα πολύ ελάχιστο τμήμα βρίσκεται στα χέρια της λευκής εργατικής τάξης. Αυτό το φυλετικό 1 προς 10 προκύπτει επειδή η μαύρη μεγαλοαστική καθώς και η μεσαία μαύρη αστική τάξη εμφανίζονται στο κοινωνικό και οικονομικό προσκήνιο κυρίως από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα όταν έσπασε το ρατσιστικό τείχος σε επίπεδο νομοθεσίας, οπότε η περιουσία των πλούσιων μαύρων είναι σήμερα ελάχιστη σε σχέση με τη λευκή. Χαρακτηριστικά στο πάνω 1% που κατέχει το 40% του συνολικού πλούτου στις ΗΠΑ οι άσπροι κατέχουν το 96% σε σχέση με όλες τις φυλετικές μειονότητες, ενώ στο συνολικό πληθυσμό μόνο οι μαύροι - χώρια από τους ασιάτες και τους γηγενείς αμερικανούς (ινδιάνους) - είναι το 14%. Αυτά τα νούμερα σημαίνουν ότι ο μεγάλος πλούτος είναι συντριπτικά λευκός αλλά ότι η φτώχεια είναι πολύ πιο ίσα μοιρασμένη μεταξύ λευκών και μαύρων, παρόλο που οι λευκοί φτωχοί είναι σχετικά πιο πλούσιοι από τους φτωχούς μαύρους. Δηλαδή το βάρος της συνολικής περιουσίας των λευκών σε σχέση με τη συνολική περιουσία των μαύρων είναι τελείως άλλης κλίμακας από την απόσταση της περιουσίας που έχει το λευκό από το μαύρο προλεταριάτο. Το ότι δεν βρίσκει κανείς στατιστικές (τουλάχιστον τόσο εύκολα ώστε να μπορέσουμε να βρούμε και εμείς με το ψάξιμο λίγων ημερών) που να συγκρίνουν διαφορά περιουσίας μεταξύ μαύρων και άσπρων εργατών ενώ βρίσκει κανείς πλούσιες στατιστικές για τις μέσες φυλετικές διαφορές στον πλούτο, όπως επίσης βρίσκει και για τις μέσες φυλετικές διαφορές στους μισθούς, δείχνει με πόσο επιμονή προωθείται και εμφανίζεται σαν να αφορά όλες τις τάξεις μια πελώρια γενική φυλετική διαφορά στον πλούτο, οπότε υποθέτει κανείς ότι είναι ανάλογη και μεταξύ των φτωχών εργαζομένων μαύρου και λευκού χρώματος. Κατά τη γνώμη μας η απουσία (ή η μεγάλη αποσιώπηση) φυλετικών στατιστικών στην εργατική τάξη σε ότι αφορά τον πλούτο (δηλαδή την περιουσία), ενώ είναι άφθονη αυτή που υπάρχει ως προς τους μισθούς, οφείλεται στο ότι είναι κυρίως η μαύρη ιστορικά πολύ πιο νέα μεσαία αστική τάξη και η επίσης νέα μαύρη αστική διανόηση που την εκπροσωπεί, που διακρίνουν την πραγματικά τεράστια φυλετική διαφορά σε βάρος τους ακριβώς στο επίπεδο του πλούτου, οργίζονται γι αυτήν τη διαφορά και θέλουν να την επισημάνουν σαν συσσωρευμένο προϊόν ρατσισμού, που είναι πραγματικά. Όμως δεν πρέπει να δείχνουν σαν γενική για όλες τις τάξεις τη μέση διαφορά 1 προς 10 ως προς τον πλούτο για να πάρουν μαζί τους σε αυτή τη διαμαρτυρία και τη μαύρη φτωχολογιά υπερτονίζοντας τη διαφορά της από την αντίστοιχη φτωχή ταξική αδελφή της. Άλλωστε και το ποσοστό 40% των μαύρων οικογενειών που έχουν δικό τους σπίτι σε σχέση με το 70% των λευκών είναι άλλης τάξης μεγέθους από το 1 προς 10 ακόμα και αν λογαριάσουμε ότι τα ιδιόκτητα σπίτια των μαύρων εργαζομένων είναι πολύ πιο μικρής αξίας από εκείνα των λευκών.

Στην πραγματικότητα είναι οι διαφορές στο μισθό που έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική αξία για τους φτωχούς και μεσαίους μισθωτούς γιατί είναι αυτή που μεγαλώνει, συντηρεί, ή μικραίνει την όποια περιουσία τους. Και αυτές τις διαφορές πρέπει να αντιπαλεύουν οι μισθωτοί όχι για να γίνουν πιο πλούσιοι αλλά για να είναι πιο ενωμένη η τάξη τους και από εκεί πιο αποτελεσματικές οι κοινές οικονομικές διεκδικήσεις τους. Με αυτή την έννοια το πιο χαρακτηριστικό ζήτημα σε ότι αφορά την ταξική πάλη στις ΗΠΑ σε αυτό το επίπεδο και που σπάνια αναφέρεται είναι ότι η ψαλίδα ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο προλεταριάτο στους μισθούς για την ίδια ακριβώς δουλειά και τα ίδια τυπικά προσόντα και τις δεξιότητες, μειωνόταν διαρκώς από το μεγάλο δημοκρατικό αντιρατσιστικό κίνημα των μέσων της δεκαετίας του 60 ως τα 1990. Από τότε άρχισε να αυξάνεται και τώρα βρίσκεται γύρω στο 10%. Εδώ να σημειώσουμε ότι η διαφορά αυτή γίνεται περίπου 18% αν πάρουμε υπ όψιν μας ότι εξαιτίας της δυσμενέστερης θέσης στην οποία για ιστορικούς λόγους (που δεν θα αναλύσουμε εδώ αλλά έχουν να κάνουν με τη μακρόχρονη ρατσιστική κακομεταχείριση και υπερεκμετάλλευση που έχει σε ένα μικρότερο βαθμό συνεχιστεί στις ΗΠΑ και στο υλικό και στο ιδεολογικό επίπεδο και μετά τη νομική κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων το 1965) βρίσκεται το μαύρο προλεταριάτο, αυτό απασχολείται κατά μέσο όρο σε πιο χαμηλής ειδίκευσης και αντικειμενικά χειρότερα αμειβόμενες δουλειές σε σχέση με το λευκό.

Δηλαδή κανείς δεν αμφισβητεί ότι όποτε το δημοκρατικό και το ταξικό κίνημα ήταν ισχυρά, η φυλετική απόσταση στους μισθούς και γενικά στις απολαβές μειωνόταν θεαματικά, όπως έγινε μεταξύ 1970-1990. Ήταν τότε που δυνάμωσε όσο ποτέ η θέση της μαύρης εργατικής τάξης μέσα στα συνδικάτα, πράγμα που έγινε πρώτα στα συνδικάτα της βιομηχανίας, ιδίως της βαριάς. Ήταν στο συνδικαλισμό στις χαλυβουργίες, στις αυτοκινητοβιομηχανίες και στην ενέργεια όπου οι αριστερές και ταξικές εργατικές δυνάμεις έσπασαν πρώτες στην πράξη και σε όλα τα επίπεδα τις φυλετικές διακρίσεις μετά το 1970 και ακολούθησε όλη η βιομηχανία. Η αποβιομηχάνιση όλου του δυτικού βορρά -και των ΗΠΑ- μετά τα 1990 που προκλήθηκε από τη μεταφορά ενός πελώριου μέρους της βιομηχανικής τους παραγωγής προς τα φτηνά μεροκάματα του παγκόσμιου κέντρου του αντεργατισμού και του δουλοκτητικού “συνδικαλισμού”, που είναι η Κίνα, έφερε μεγάλη ανεργία παντού στον βιομηχανικό Βορρά και διευκόλυνε την αποδυνάμωση των συνδικάτων εκεί. Αλλά η βαθύτερη αιτία για την αποδυνάμωση ήταν η γενική προδοσία της παγκόσμιας αριστεράς από τους σοσιαλφασίστες και τους φίλους τους, τους πουλημένους στα δυτικά μονοπώλια σοσιαλδημοκράτες, που από κοινού προκάλεσαν μια κοσμοϊστορική ήττα και μια μισοδιάλυση του εργατικού συνδικαλισμού σε όλες τις δημοκρατικές χώρες, ιδιαίτερα στις πάντα πιο καλά οργανωμένες και κτηνώδεις στον αντεργατισμό και στην απεργοσπασία της άρχουσας τάξης τους ΗΠΑ. Αυτή η ήττα του εργατικού κινήματος ήταν ο παράγοντας που χτύπησε πρώτους απ όλους τους έγχρωμους και μετανάστες εργάτες, ειδικά το σχετικά πιο ανειδίκευτο αφροαμερικάνικο βιομηχανικό προλεταριάτο στις ΗΠΑ και το έριξε στην ανεργία και στις κακά αμειβόμενες υπηρεσίες όπου ο συνδικαλισμός είναι επίσης σε πολύ χειρότερη κατάσταση από εκείνον στις βιομηχανίες. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε την ψαλίδα μαύρων-άσπρων στους μισθούς, που έκλεινε διαρκώς από τα 1970 ως τα 1990, στο να ανοίξει ξανά και να μένει ανοιχτή και να ανοίγει περισσότερο ως αυτή τη στιγμή.

Αντί λοιπόν η απάντηση του “Κινήματος για τις Μαύρες Ζωές” και του μαζικού BML που αυτό καταφέρνει να χειραγωγεί, να είναι η πιο μεγάλη ενότητα μαύρων και λευκών εργατών, καθώς και μαύρων και άσπρων δημοκρατών για το από κοινού χτύπημα κάθε ρατσισμού και ρατσιστικής διάκρισης μέσα στο κίνημα για ίσους μισθούς η απάντηση που ήρθε είναι το σύνθημα για αύξηση της περιουσίας, δηλαδή της συσσώρευσης κάποιου κεφάλαιου, ειδικά για τους μαύρους εργαζόμενους.

Η αστοδημοκρατική επανάσταση στις ΗΠΑ έχει ολοκληρωθεί. Αυτοί που αρνούνται ότι υπήρξε ετοιμάζουν έναν νέο φασισμό

Τώρα είναι η ώρα του αντιφασιστικού μετώπου με το ενιαίο ταξικό μέτωπο στην καρδιά του

Στην ουσία και η γραμμή των επανορθώσεων και αυτή της μείωσης ή της κατάργησης της αστυνομίας βρίσκεται στα πλαίσια μιας ευρύτερης πλατφόρμας σύμφωνα με την οποία η φτώχεια της πλειοψηφίας του μαύρου πληθυσμού δεν οφείλεται κυρίως στις ταξικές ανισότητες που προκαλεί μέσα στη χώρα ο ίδιος ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός οι οποίες φέρνουν εξαιτίας κυρίως των παλιών διακρίσεων και των σημερινών ρατσιστικών επιβιώσεων σε ακόμα χειρότερη θέση σε σχέση με την υπόλοιπη φτωχολογιά τις φυλετικές και εθνικές μειονότητες. Σύμφωνα με αυτή την πλατφόρμα η φτώχεια της πλειοψηφίας του μαύρου πληθυσμού οφείλεται κυρίως στο ότι αυτός δεν έχει απελευθερωθεί φυλετικά, δηλαδή δεν έχει χοντρικά ολοκληρωθεί η αστική δημοκρατική επανάσταση στις ΗΠΑ, (και μάλιστα αμφισβητείται αν ποτέ υπήρξε) ούτε με τον αιματηρό δημοκρατικό εμφύλιο του 19ου αιώνα, ούτε με το αντιρατσιστικό κίνημα ενάντια στο απαρτχάιντ (αλλιώς νόμοι του Τζιμ Κροου) υπό τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ τον 20ο αιώνα που είχε σαν ένα από τα αποτελέσματά του ανάμεσα στα άλλα και την πολιτική της «affirmativeaction», δηλαδή τα μέτρα θετικής διάκρισης υπέρ των αφροαμερικάνων ως τα σήμερα (πχ εισαγωγή στις ανώτατες σπουδές στους αφροαμερικάνους με ευνοϊκή ποσόστωση, ειδικά οικογενειακά επιδόματα για τις μαύρες μονογονεϊκές οικογένειες κλπ ).

Το συμπέρασμα που βγαίνει από έναν τέτοιο ισχυρισμό είναι ότι η κατάσταση της αφροαμερικάνικης φτωχολογιάς θα αλλάξει μόνο αν ο μαύρος πληθυσμός απελευθερωθεί από μια ρατσιστική καταπίεση που ασκεί γενικά και από την ίδρυση του κράτους καθολικά ο λευκός πληθυσμός ακόμα και όταν έχει τις καλύτερες προθέσεις. Αυτό είναι το συγκεκριμένο νόημα που δίνεται τελευταία στη θεωρία περί δομικού ή θεσμικού ρατσισμού, δηλαδή περί ενός βαθιά ρατσιστικού, ουσιαστικά αδιόρθωτα ρατσιστικού αμερικάνικου κράτους και κοινωνίας. Η πιο καθαρή εικόνα γι αυτήν την αντίληψη είναι το σύνθημα του “Κινήματος” σύμφωνα με το οποίο ακόμα και οι ίδιοι οι κοινά αγωνιζόμενοι άσπροι διπλά στους μαύρους είναι χωρίς να το θέλουν αντικειμενικά συνένοχοι μιας ρατσιστικής κοινωνίας των λευκών, οπότε αν θέλουν να είναι συνεπείς οφείλουν να δηλώνουν το εξής προκειμένου να συμμετέχουν στον αντιρατσιστικό αγώνα : “Καταλαβαίνω ότι δεν θα καταλάβω ποτέ την καταπίεση των μαύρων ωστόσο συμπαραστέκομαι στον αγώνα τους”. Αυτή δεν είναι μια απλή ιδεολογική φράση, αλλά διαπερνάει όλη την πρακτική ακόμα και της συγκλονιστικής σημερινής φάσης του κινήματος, όπου μαζικά και συχνά πλειοψηφικά κατέβηκαν οι λευκοί δημοκράτες στις διαδηλώσεις δίπλα στους μαύρους. Είναι άφθονες λοιπόν οι παραινέσεις που έρχονται από ηγετικά στελέχη του “Κινήματος” ότι οι συμπαραστάτες πρέπει να μην διεκδικούν τις πρώτες θέσεις σε αυτό το κίνημα καθώς και οι συχνά επαναλαμβανόμενες πικρόχολες παρατηρήσεις ότι οι λευκοί συμπαραστάτες μετά τη διαδήλωση που ίσως πια έχει γίνει μόδα θα βρεθούν στις ασφαλείς γειτονιές τους και τα καλά πανεπιστήμια τους και οι μαύροι στα γκέτο, στην αμορφωσιά και την ανεργία τους (https://www.nytimes.com/2020/06/26/nyregion/black-lives-matter-white-people-protesters.html). Αν την πολιτική υπεροχή στο κίνημα των λευκών συμπαραστατών δεν την είχε η σοσιαλφασιστική κλίκα Σάντερς, και στο BLM η αδελφή αντίστοιχη κλίκα Ομπάμα στα πλαίσια ενός ενιαίου καταμερισμού, αυτές οι αντιλήψεις θα ήταν αντικείμενο ανοιχτών ζυμώσεων και συζητήσεων για να βαθύνει αυτή η πολύτιμη διαφυλετική δημοκρατική ενότητα των διαδηλώσεων, η ιστορικά πρωτοφανής για το μαύρο κίνημα, και όχι να αποθαρρύνεται και να δηλητηριάζεται.

Στο βάθος και το ίδιο το γκρέμισμα των αγαλμάτων και η αποκαθήλωση των εικόνων στην οποία πρωταγωνιστεί το “Κίνημα” δεν έχει σα κεντρικό του στόχο τη σωστή διεκδίκηση να κλείσει το αμερικάνικο έθνος κάθε δεσμό και κάθε λογαριασμό του με τον επίσημο ρατσισμό που εξακολουθούσε να έχει για ήρωες τους πρωταγωνιστές του εμφύλιου των δουλοκτητών το 1865 ή του απαρτχάιντ αργότερα. Ο αληθινός κεντρικός πολιτικός στόχος της ηγεσίας αυτής της εκστρατείας φανερώνεται στην απόπειρα του “Κινήματος” να αποκαθηλώσει σαν ρατσιστές και σαν υπερασπιστές της δουλείας τους εμβληματικούς ηγέτες των ιδρυτικών αγώνων και των αγώνων σταθμών της αμερικάνικης δημοκρατίας, δηλαδή τον ηγέτη της αμερικάνικης εθνοανεξαρτησιακής επανάστασης Τζωρτζ Ουάσιγκτον, τον ιδεολογικό και πολιτικό πατέρα της αμερικάνικης συνταγματικής δημοκρατίας και της διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πηγή έμπνευσης για τη γαλλική και όλες τις κατοπινές αστικές δημοκρατικές επαναστάσεις Τόμας Τζέφερσον, και τελικά τον ηγέτη του πιο αιματηρού εμφύλιου στην ιστορία για την απελευθέρωση σκλάβων, τον Αβραάμ Λίνκολν.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτό είναι κάτι παρόμοιο με εκείνο που κάνουν οι πιο αντιδραστικοί αναρχικοί και άλλοι αντικομμουνιστές όταν κατηγορούν τον μεγάλο ηγέτη του παγκόσμιου επαναστατικού προλεταριάτου Ένγκελς σαν αρχιεκμεταλλευτή επειδή ήταν παράλληλα και εργοστασιάρχης. Όμως εδώ πρόκειται για κάτι πολύ χειρότερο. Πρόκειται για την απόπειρα του σοσιαλφασισμού των Ομπάμα-Σάντερς που κρύβονται πίσω από το “Κίνημα” να στρέψουν το αφροαμερικάνικο δημοκρατικό κίνημα ενάντια σε ό,τι είναι πιο δημοκρατικό μέσα στην αμερικάνικη κοινωνία και στην αμερικανική πολιτική παράδοση συκοφαντώντας το σαν έργο λευκών ρατσιστών. Έτσι θα μπορούν να στρέψουν το μαύρο πληθυσμό ενάντια στο δημοκρατικό λευκό πληθυσμό σαν ρατσιστή ιστορικό λάτρη ρατσιστών καθώς και ενάντια στην αμερικάνικη δημοκρατία σαν μια ρατσιστική καλυμμένη δικτατορία, που κάθε ρατσιστικά καταπιεσμένος θα έχει και το δικαίωμα και την υποχρέωση να την ανατρέψει με τη βία.

Πως επιχειρείται η διάλυση της καρδιάς του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, που είναι το ενιαίο ταξικό μέτωπο της εργατικής τάξης

Να γιατί αυτό το ρεύμα αρνείται ότι και το πιο μικρό βήμα στην πρακτική απελευθέρωση της μαύρης φτωχολογιάς μπορεί να είναι έργο του κοινού ταξικού και δημοκρατικού αγώνα με την άσπρη φτωχολογιά όχι γιατί η τελευταία δεν θα καταλάβει ποτέ, αλλά γιατί αντίθετα ακριβώς, επειδή μόνο αυτή από την ταξική της θέση μπορεί πολύ βαθειά να καταλαβαίνει τι σημαίνει ταπείνωση και εκμετάλλευση είτε από έναν λευκό είτε από έναν μαύρο εργοδότη. Ο σοσιαλφασισμός μπορεί να ζει μόνο από την ταξική διάσπαση και τον αντιδημοκρατισμό. Κάτω από αυτή τη σκοπιά πρέπει να εξετασθεί το κεντρικό πολιτικό αίτημα που σηκώνει αυτή τη στιγμή το “Κίνημα” για επανορθώσεις. Αυτό είναι το νόημα της πρότασης κάθε μαύρος να αναζητήσει και να αποδείξει ότι έστω ένας από τους μακρινούς προγόνους του από μάνα η από πατέρα ήταν σκλάβος. Αυτή η επανόρθωση είναι κίνητρο για να διεκδικηθεί ένα αντίστροφο είδος κληρονομικής ευγένειας αίματος που θα μεταφράζεται σε πλούτο και θα βρίσκεται σε τελείως διαφορετική, ουσιαστικά αντίθετη λογική, από το αίτημα της ίσης αμοιβής για ίση δουλειά που ένωνε ως τα σήμερα και μπορεί να ενώνει και τώρα τους μαύρους και τους λευκούς εργαζόμενους. Το αίτημα της ίσης αμοιβής για ίση δουλειά απευθύνεται στην κοινή εργοδοσία και γενικά στην αμερικάνικη άρχουσα τάξη και το κράτος της και διαπαιδαγωγεί παράλληλα τη λευκή εργατική τάξη στον αντιρατσισμό, ενώ η λογική των επανορθώσεων, ενώνει τους αφροαμερικάνους με την πλούσια αστική τους τάξη και τους διαχωρίζει από τα λευκά ταξικά τους αδέλφια γιατί ο στόχος του ίδιου του αιτήματος είναι να τονίσει τη φυλετική διαφορά και όχι την ταξική ενότητά τους. Μάλιστα όσο πιο μεγάλη είναι η αποζημίωση που θα ζητήσουν (που από όλους τονίζεται ότι πρέπει να είναι σε ρευστό) τόσο πιο μεγάλη θα είναι η ταξική διάσπαση με την άσπρη φτωχολογιά σε εποχές τόσο μεγάλης κρίσης και στέρησης και τόσο πιο μεγάλη η ταξική ενότητα της μαύρης φτωχολογιάς με τη μαύρη αστική τάξη. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους πιο πλούσιους αφροαμερικάνους δήλωσε ότι η αποζημίωση κάθε ενός από τα 40.000.000 αφροαμερικάνους πρέπει να είναι 300.000$ που σημαίνει 14τρισ$, ποσό ίσο με τα 2/3 ενός χρονιάτικου ΑΕΠ (https://www.forbes.com/sites/tommybeer/2020/06/01/bet-founder-calls-for-14-trillion-in-slavery-reparations / ).

Με αυτόν τον τρόπο οι προωθητές αυτού του αιτήματος αντί να τραβήξουν τη λευκή εργατική τάξη δίπλα τους με τον κοινό αγώνα για ίσο και αυξημένο μεροκάματο θα την σπρώχνουν σε λίγο να τρέχει πίσω από τους διάφορους δημαγωγούς. Βέβαια το αίτημα απόδοσης περιουσίας το συνδέουν ιστορικά με το αίτημα των μαύρων απελευθερωμένων δούλων μετά τον εμφύλιο του 1865 να πάρουν έναν ατομικό κλήρο από τη γη των δουλοκτητών του Νότου που την καλλιεργούσαν ως τότε για να γίνουν τουλάχιστον ανεξάρτητοι μικροκαλλιεργητές όπως οι λευκοί αντίστοιχοι στο Βορρά. Αυτό ήταν τότε ένα ολότελα ώριμο και μάλιστα υποχρεωτικό αστοδημοκρατικό αίτημα που την ικανοποίησή του την είχε υποσχεθεί ο αντιδουλοκτητικός Βορράς μαζί με τον οποίο πολέμησαν οι μαύροι σκλάβοι για την απελευθέρωση τους. Αυτό το αίτημα ποδοπατήθηκε από τους πρώην δουλοκτήτες του Νότου και προδόθηκε από τους ρατσιστές του Βορρά, που άφησαν τη γη στους πρώην δουλοκτήτες η σε ντόπιους ή φερμένους από μακριά λευκούς εποίκους οι οποίοι πήραν τους μαύρους σαν μεσιακάρηδες, μια κατάσταση ασφαλώς καλύτερη από αυτήν της δουλειάς που όμως έγινε η οικονομική βάση για το απαρτχάιντ του Νότου (1877-1965). Είναι αυτοί οι μαύροι εργάτες γης που για να γλυτώσουν και από αυτήν την νέα καταπίεση πήγαν στο Βορρά και αύξησαν τις γραμμές του αμερικάνικου βιομηχανικού προλεταριάτου, όπως έγινε με ένα πλήθος από εσωτερικούς λευκούς μετανάστες, πρώην κατεστραμμένους μικροαγρότες και από εξωτερικούς μετανάστες κάθε άλλης φυλής και εθνικότητας, που έγιναν θύματα της μισθωτής δουλείας που δημιούργησε τον σημερινό πλούτο των ΗΠΑ.

Τώρα το αίτημα για να αποζημιωθούν όλοι οι απόγονοι εκείνων των σκλάβων μετά από πέντε γενιές λόγω της μεγαλύτερης εκμετάλλευσης της οποίας υπήρξαν θύματα θα δικαιολογούσε και το αίτημα των απογόνων των μισθωτών σκλάβων κάθε φυλής και εθνικότητας να αποζημιωθούν κι αυτοί, έστω με μικρότερα ποσά, για τη ταξική σκλαβιά των προγόνων τους. Όμως ποτέ δεν υπήρξε κανένα αίτημα σημερινών προλετάριων για αποζημίωση τους για την εκμετάλλευση που υπέστησαν πρόγονοί τους και μάλιστα τόσο μακρινοί. Ειδικά ποτέ δεν θα ζητούσε κάτι τέτοιο μια τάξη που στο επαναστατικό κοινωνικό της πρόγραμμα καταγγέλλει κάθε είδους κληρονομική και μάλιστα ατομική ιδιοποίηση σημερινού συσσωρευμένου κοινωνικού πλούτου, οπότε και του αστικού, και υπερασπίζει την απόδοση σε όλη την κοινωνία αυτού του πλούτου για να τον γευτεί σύμφωνα με τις συλλογικές παραγωγικές και καταναλωτικές της ανάγκες. Έτσι σκέφτεται το συνειδητό προλεταριάτο που επίσης πάντα υπεράσπιζε και τη θέση ότι η ιδιόκτητη κατοικία αποτελεί βαρίδι για το σύγχρονο μισθωτό επειδή τον δένει με εργασία σε μια συγκεκριμένη περιοχή και του στερεί την απαραίτητη ευελιξία στην αναζήτηση δουλειάς που πρέπει να έχει κάθε προλετάριος, χώρια που τον κάνει μικροραντιέρη, δηλαδή μικροεκμεταλλευτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα βασικά κείμενα αναφοράς που προαναφέραμε, τα οποία καλούν την μαύρη εργατική τάξη να αποκτήσει περιουσία, ιδίως ακίνητη για να λύσει το ατομικό της πρόβλημα όπως υποτίθεται το λύνει σε ένα βαθμό η λευκή, χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι η τιμή της κατοικίας μεγαλώνει από την αύξηση της γαιοπροσόδου και έτσι ο ιδιοκτήτης αποκτάει παραπέρα πλούτο όσο περνάει ο χρόνος. Πρόκειται δηλαδή ωμά για μια πρόταση να μικροαστικοποιηθεί και η μαύρη εργατική τάξη στον ίδιο βαθμό στον οποίο επεδίωξε και σε ένα βαθμό πέτυχε η αμερικάνικη αστική τάξη να μικροαστικοποιήσει και να μετατρέψει σε μικροραντιέρικα και τα σχετικά πιο καλά αμειβόμενα στρώματα της λευκής εργατικής τάξης για να τα ξεκόψει από το δρόμο της ταξικής πάλης. Μάλιστα το ότι ζητούν αυτή η μικροαστικοποίηση να γίνει σε λίγα χρόνια με δωρεάν κρατικό χρήμα αντίθετα με τα 90 χρόνια στα οποία συντελέστηκε η ίδια διαδικασία στο λευκό προλεταριάτο με τραπεζικό δανεισμό ( ο οποίος πραγματικά ήταν πρακτικά απαγορευμένος η ελάχιστος για τους μαύρους εργαζόμενους ακόμα και μετά το 1965), είναι κάτι που θα δυναμώσει παραπέρα τις όποιες ενδοταξικές φυλετικές αντιθέσεις. Έτσι τα κάποια τρις που χρειάζονται για την πραγματοποίηση αυτού του αιτήματος θα βρει ευκαιρία να ανακοινώσει η αστική τάξη ότι θα βγουν από τη παραπάνω φορολογία των λευκών μεσοστρωμάτων για να δυναμώσει τον άσπρο ρατσισμό και να αποτρέψει από τα δεξιά και να θάψει πρακτικά κάθε ουσιαστική αποζημίωση. Στην πραγματικότητα αυτού του είδους τουλάχιστον οι επανορθώσεις προορίζονται να μείνουν μια μικροαστική αντιδραστική ουτοπία και μια απατεωνίστικη υπόσχεση που θα έχει όμως τη ζωντανή ικανότητα να διασπάει για χρόνια τον αμερικάνικο λαό και να δηλητηριάζει την πολιτική ζωή υπέρ του φασισμού και του σοσιαλφασισμού.

Ο κίνδυνος να φουντώσει το στρατόπεδο Τραμπ και ο λευκός ρατσισμός αν κυριαρχήσουν στο αντιρατσιστικό κίνημα οι σοσιαλφασίστες.

Από άμεση πολιτική άποψη η όξυνση των ενδοφυλετικών αντιθέσεων είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να διατηρήσουν στην εξουσία τον πιο επίσημο εκπρόσωπο του αμερικάνικου φασισμού και πιο πολύ του ρώσικου νεοχιτλερισμού Τραμπ. Αυτό μπορούν να το καταφέρουν μόνο αν καταφέρουν να αποσταθεροποιήσουν, δηλαδή να απομακρύνουν από τις πλατειές δημοκρατικές μάζες τον πιο ισχυρό και σοβαρό αντίπαλό του για την προεδρία, τον Τζο Μπάιντεν. Οι μαύροι της Αμερικής ακολουθώντας κυρίως τους μαύρους εκπροσώπους τους στο Κογκρέσο της δημοκρατικής πτέρυγας του Δημοκρατικού κόμματος στήριξαν ως τώρα πρωτοπόρα τον Μπάιντεν τόσο απέναντι στον Τραμπ (που προσπάθησε να δωροδοκήσει το μαύρο κομμάτι του προλεταριάτου με προσωρινές δουλειές) όσο και απέναντι στον τροτσκιστή Σάντερς και ετοιμάζονται να τον αναδείξουν πρόεδρο. Η δημιουργία λοιπόν ενός αμοιβαία αλληλοτροφοδοτούμενου δίπολου που στη μια μεριά θα έχει λευκούς ρατσιστές και στην άλλη ένα μαύρο κίνημα που θα κατηγορεί για ρατσιστική μια δημοκρατία που δεν θα δίνει αποζημιώσεις τις οποίες αυτό θα νομιμοποιείται να τις διεκδικεί με βία, θα φουντώσει τον άσπρο ρατσισμό που βρίσκεται σε άμυνα αυτή τη στιγμή και θα γεννήσει έναν μαύρο που θα διασπάσει το Δημοκρατικό Κόμμα και θα σοσιαλφασιστικοποιήσει μια πτέρυγά του. Ήδη αυτό το επιχειρούν με σαφήνεια ηγετικά στελέχη του BLM βγαίνοντας μπροστά στα ΜΜΕ ακριβώς μόλις άρχισε το αντιρατσιστικό κίνημα να απομαζικοποιείται για να προβοκάρουν και το ίδιο και, κυρίως, το Δημοκρατικό κόμμα (Δες δύο πρόσφατες απανωτές συνεντεύξεις του HawkNewsome προέδρου του ΒLM της Νέας Υόρκης, https://nypost.com/2020/06/25/blm-leader-if-change-doesnt-happen-we-will-burn-down-this-system/, https://nypost.com/2020/06/27/nyc-black-lives-matter-leader-hawk-newsome-on-activism-gentrification/).  Αυτή η στάση θα γίνει στρατηγικά καταστροφική αν της επιτραπεί να βάλει τις βάσεις για τη δημιουργία ενός κινήματος μαύρου ρατσισμού. Αν δηλαδή αυτή η στάση και γραμμή δεν καταγγελθεί και δεν διαχωριστεί έγκαιρα από αυτήν το αντιρατσιστικό δημοκρατικό κίνημα μπορεί κάλλιστα να ψαλλιδίσει την πολιτική επιρροή των πιο δημοκρατικών μερίδων της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας μέσα στις μάζες υπέρ των λευκών φασιστών αλλά και των μαύρων σοσιαλφασιστών φίλων του Κρεμλίνου. Όλες οι κινήσεις των δύο αυτών τύπων φασισμού εξυπηρετούν πρώτα απ’ όλα την ενίσχυση του κάθε φαινομενικά αντίπαλου πόλου, αλλά σήμερα κυρίως την προεδρία Τραμπ. Ωστόσο ακόμα και αν μια τέτοια προβοκάτσια δεν μπορέσει να αποτρέψει την εκλογή Μπάιντεν, η όξυνση του παραπάνω φυλετικά φορτισμένου διπόλου θα αδυνατίσει εξαιρετικά αυτή μια ενδεχόμενη προεδρία. Ήδη ο Μπάιντεν που ήθελε να έχει αντιπρόεδρο μια γυναίκα, την αποδεκτή στη βάση των δημοκρατικών ρεπουμπλικάνων μετριοπαθή Γκλομπουσάρ , δηλαδή διάδοχο σε περίπτωση που λόγω ηλικίας δεν θα μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του, μετά το ξέσπασμα του κινήματος υποχρεώθηκε να διαλέξει μια μαύρη γυναίκα. Όταν επεδίωξε να έχει μια πιο κοντινή του πολιτικά στο ζήτημα των επανορθώσεων πιέστηκε να έχει μία πιο μακρινή του, όπως είναι η Καμάλα Χάρις. Την ίδια ώρα ο ένας μετά τον άλλο εκλέγονται στις εσωκομματικές εκλογές μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα σαν υποψήφιοι στις εκλογές για το Κογκρέσο απέναντι σε Ρεπουμπλικάνους άνθρωποι των Ομπάμα και Σάντερς κάτω από την πίεση του “Κινήματος” και καθαιρούνται οι “μετριοπαθείς” στο φυλετικό βουλευτές της τάσης Μπάιντεν-Πελόσι. Με λίγα λόγια ο ίδιος μαύρος πληθυσμός που φέρνει στην εξουσία τον Μπάιντεν, αρχίζει τώρα να πέφτει τώρα κάτω από την πολιτική των εσωκομματικών αντιπάλων του, επειδή αυτοί και όχι εκείνος ελέγχουν όλο και περισσότερο το κίνημα που αυτός ο πληθυσμός τροφοδότησε. Όσο αυτό το κίνημα απομαζικοποιείται και γυρνάει στα σπίτια του νιώθοντας πως ήδη νίκησε, την ηγεσία τους και τελικά την πολιτική γραμμή του τη διαχειρίζονται οι χειρότεροι εσωτερικοί εχθροί του.

Αυτός είναι ο βασικός λόγος που απέναντι στο σοσιαλφασισμό μπορούν γενικά να σταθούν, να πάνε τους δημοκρατικούς αγώνες ως το τέλος και να νικήσουν μόνο καλά οργανωμένες και δεμένες με τις μάζες, ιδιαίτερα με τη βιομηχανική εργατική τάξη, επαναστατικές και αντιφασιστικές πρωτοπορίες. Ανησυχούμε μήπως αυτή η αλήθεια φανερωθεί επώδυνα για μια ακόμη αφορά και στο σημερινό αντιρατσιστικό κίνημα μετά τις απανωτές ήττες πολύ μαζικών δημοκρατικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο που χειραγωγήθηκαν και λεηλατήθηκαν πολιτικά από τους σοσιαλφασίστες και έγιναν εφαλτήρια για την άνοδο νέων δικτατόρων στην εξουσία.