Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥΡΚΙΑΣ-ΛΙΒΥΗΣ: ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ, ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ - Οι ελληνικές προβοκάτσιες δεκαετιών δίνουν καρπούς

Η συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και την κυβέρνηση Σαράτζ της Λιβύης για την οριοθέτηση της ΑΟΖ των δύο χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ως προς το περιεχόμενό της, και κυρίως ως προς τη στιγμή που γίνεται, μια κίνηση καταστροφική για το μέλλον της Ευρώπης.

Από γενική άποψη πιθανά αυτή η συμφωνία σηματοδοτεί το σημείο καμπής κατά το οποίο η Τουρκία αποφασίζει στην κύρια πλευρά να συμπαραταχθεί με τη Ρωσία ενάντια στην ΕΕ, αν και η πρώτη μεγάλη τροχιοδεικτική κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση ήταν το πρόσφατο βέτο του Ερντογάν με το οποίο απείλησε και απειλεί ακόμα το ΝΑΤΟ σε βάρος της άμυνας των Βαλτικών απέναντι στη Ρωσία. Τώρα η παράνομη αφαίρεση ενός μεγάλου τμήματος της ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου, που εμφανίζονται εδώ σαν αθώες ευρωπαϊκές χώρες, συνδυάζεται με το γεγονός ότι αυτή η συμφωνία έχει σαν κύριο στόχο να επιτρέψει στην Τουρκία να ελέγξει, δηλαδή ακόμα και να διακόψει, τους υποθαλάσσιους αγωγούς που πρόκειται να μεταφέρουν το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρώπη. Μόνο με τον πελώριο ακρωτηριασμό της ΑΟΖ της Κρήτης (δες βασικό χάρτη του άρθρου) θα μπορούσε η Τουρκία να έχει κοινά οικονομικά θαλάσσια σύνορα με μια Λιβύη εξαρτημένη από την ίδια. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που η συμφωνία αυτή στρέφει έντονα την ΕΕ ενάντια στην Τουρκία παρόλο που την κύρια ευθύνη για αυτές τις δηλητηριασμένες σχέσεις την έχει ως τώρα η ΕΕ, τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο στο γκιουλενικό φασιστικό πραξικόπημα και στο κουρδικό.

Όμως το πρώτο σαφές θύμα αυτής της συμφωνίας είναι το προβοκάρισμα και η διπλωματική απομόνωση από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ της νόμιμης κυβέρνησης Σαράτζ, που εκπροσωπεί την πατριωτική αντίσταση της Λιβύης στη φασιστική δικτατορία του εγκάθετου της Ρωσίας και υποστηριζόμενου από ρώσικο στρατό στο λιβυκό έδαφος στρατηγού Χαφτάρ. Ένα ενδεχόμενο πέρασμα της Λιβύης στη ρώσικη σφαίρα πολιτικοστρατιωτικής ηγεμονίας μετά τo πέρασμα σε αυτήν της Συρίας, του Λιβάνου, της Αιγύπτου και σε κύρια πλευρά του Ιράν και του Ιράκ, θα δώσει μια νέα ποιότητα στη στρατηγική περικύκλωση της Ευρώπης από το ρωσοκινεζικό άξονα.

Την κυβέρνηση Σαράτζ , αν και δεν της δίνουν όπλα (ενώ ο Χαφτάρ παίρνει όσα θέλει από τη Ρωσία και τους νέους φίλους της των Εμιράτων και της Σ. Αραβίας), την αναγνωρίζουν διπλωματικά και της δίνουν διεθνή νομιμότητα κυρίως η ΕΕ και οι ΗΠΑ ενώ η κάθε μια από αυτές είναι διασπασμένη στο εσωτερικό της κατά πόσο θα πρέπει να δίνει αυτή τη βοήθεια στον Σαράτζ παρά στο Χαφτάρ. Δηλαδή στην Ευρώπη οι περισσότερες χώρες είναι με το Σαράτζ, αλλά η Γαλλία είναι με το Χαφτάρ. Στις ΗΠΑ τα νομοθετικά σώματα είναι γενικά με το Σαράτζ, αλλά ο Τραμπ έχει δείξει την υποστήριξή τους στο Χαφτάρ. Αν λοιπόν αυτές οι δυνάμεις πάψουν να αναγνωρίζουν την κυβέρνηση Σαράτζ τότε αυτή δεν θα αργήσει είτε να συντριβεί από τον Χαφτάρ είτε να συμβιβαστεί ταπεινωτικά με αυτόν. Ένα πέρασμα της Λιβύης στη ρώσικη σφαίρα κυριαρχίας θα κάνει την Ευρώπη ανοχύρωτη απέναντι σε έναν ενεργειακό αποκλεισμό, αφού ήδη στο φιλορώσικο μέτωπο της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής έχουν περάσει εδώ και καιρό το Ιράν και το Ιράκ ενώ η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα όλο και πιο πολύ ταλαντεύονται προς τη Μόσχα στηρίζοντας αποφασιστικά τον Χαφτάρ, επειδή η κυβέρνηση Σαράτζ είναι δεμένη βασικά με τη χοντρικά νικημένη μουσουλμανική αδελφότητα, όπως άλλωστε ως τώρα και οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και του Κατάρ.

Είναι φανερό, και όλοι οι αναλυτές που ασχολούνται με τη Λιβύη το αναγνωρίζουν, ότι η κυβέρνηση Σαράτζ υποχρεώθηκε από την Τουρκία να υπογράψει τη συμφωνία επειδή αυτή ήταν η μόνη υπολογίσιμη κρατική δύναμη που την υποστηρίζει στρατιωτικά απέναντι στον Χαφτάρ. Ποτέ μια στρατιωτικά πολιορκημένη κυβέρνηση σαν αυτή της Λιβύης δεν θα ήθελε στʼ αλήθεια μια συμφωνία που της δίνει λίγη ΑΟΖ παραπάνω, αλλά τη φέρνει σε σύγκρουση με δύο χώρες της ΕΕ, Ελλάδα και Κύπρο, που η μία είναι και του ΝΑΤΟ, που σήμερα ξεσηκώνουν, ιδιαίτερα η Ελλάδα, και τους δύο φιλικούς της διεθνείς οργανισμούς της ενάντιά της. Ακριβώς αντιδιαμετρικά με τον Σαράτζ ο Χαφτάρ καταγγέλλει την τουρκολιβυκή συμφωνία και με αυτό τον τρόπο διεκδικεί για πρώτη φορά με αξιώσεις τη δυτική αναγνώριση.

Αυτό το πελώριο πολιτικό χτύπημα του Ερντογάν στη διεθνώς αναγνωρισμένη και αντικειμενικά αντιρώσικη κυβέρνηση της Λιβύης δεν γίνεται σε μια τυχαία στιγμή. Γίνεται ακριβώς τη στιγμή που το Κογκρέσο των ΗΠΑ, αντιδρώντας στις εκδηλώσεις αγάπης του Τραμπ υπέρ του Χαφτάρ το καλοκαίρι, ανάγκασε το ΥΠΕΞ της υπερδύναμης να στραφεί για πρώτη φορά πιο αποφασιστικά σε πολιτικό καταγγελτικό επίπεδο κατά της Ρωσίας στη Λιβύη και, κυρίως, να υποστηρίξει στην πράξη μαζί με τη Γερμανία και όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ, ακόμα και με τη φίλη του Χαφτάρ Γαλλία, μια διάσκεψη στο Βερολίνο το Γενάρη για πολιτική λύση στη Λιβύη. Την πολιτική λύση διαρκώς την καταγγέλλει ο Χαφτάρ, που λέει ότι η λύση απέναντι στους«τρομοκράτες»της Τρίπολης θα είναι στρατιωτική, ενώ ο Πούτιν, που πάντα παριστάνει τον ειρηνοποιό, κάνει πως υποστηρίζει τη διάσκεψη του Βερολίνου, ενώ φροντίζει σε αυτήν, αν γίνει τελικά παρά τις αντιρρήσεις Χαφτάρ και Ρωσίας, να αλλάξει τους συσχετισμούς υπέρ του Χαφτάρ.

Αυτήν ακριβώς την αλλαγή συσχετισμών φέρνει τώρα η τουρκολιβυκή συμφωνία. Γιʼ αυτό, η ελληνική διπλωματία, πάντα εντελώς αφοσιωμένη στη Ρωσία, ανέλαβε να δώσει το μεγαλύτερο της χτύπημα, όχι στην Τουρκία, η οποία προκάλεσε τη συμφωνία και πήρε και τα 9/10 του αφαιρούμενου μέρους της ελληνικής ΑΟΖ, αλλά εκστρατεύει κυριολεκτικά εναντίον κυρίως της πολιορκημένης κυβέρνησης της Λιβύης, που παίρνει χοντρικά το 1/10 του αφαιρούμενου μέρους της ελληνικής ΑΟΖ και με άφθαστο …ηρωισμό απελαύνει τον πρεσβευτή της, εκπρόσωπο της κυβέρνησης Σαράτζ, ενώ καθόλου δεν απέλασε τον πρεσβευτή της Τουρκίας. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ιστορικής θρασυδειλίας που χαρακτηρίζει μια αστική τάξη σαν την ελληνική, που είναι τόσο δουλική στους δυνατούς όσο είναι βίαιη στους αδύναμους, αλλά είναι αποτέλεσμα της συνειδητής επιλογής της να βοηθήσει πάνω απʼ όλα το φασίστα και εγκάθετο Χαφτάρ να γίνει ο αληθινός πολιτικός εκπρόσωπος της Λιβύης στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Γιʼ αυτό δεν αρκείται στην απέλαση του πρεσβευτή που είχε ορίσει η κυβέρνηση Σαράτζ, αλλά καλεί στην Ελλάδα τον εκπρόσωπο του Χαφτάρ και διεθνώς έκπτωτο πρόεδρο της πραξικοπηματικής Βουλής του, την οποία έτσι αναγνωρίζει σαν την αληθινή εξουσία της Λιβύης, λίγο πριν τη Διάσκεψη του Βερολίνου.

Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα κοιτάει απλά πώς να ακυρώσει την τουρκο-λιβυκή συμφωνία, και, μιας και αυτό δεν μπορεί να το κάνει πιέζοντας την Τουρκία, παίρνει το μέρος του Χαφτάρ για να την ακυρώσει από την πλευρά της Λιβύης. Όμως το βασικό εδώ δεν είναι η συμφωνία, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να έχει αληθινή διεθνή ισχύ, γιατί εξόφθαλμα και παταγωδώς παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, καθώς δεν αναγνωρίζει καθόλου υφαλοκρηπίδα σε πολύ μεγάλα νησιά σαν την Κρήτη και την Κύπρο. Το βασικό είναι η απόφαση της Τουρκίας, που είναι αυτή που έχει την ευθύνη αυτής της συμφωνίας, να θεωρήσει δικά της αυτά τα νερά και να δηλώσει ότι μπορεί να κάνει εξορύξεις, πράγμα που έκανε στην Κύπρο χωρίς να έχει καμιά διεθνή συμφωνία στα χέρια της.

Ασφαλώς η Αθήνα κάνει και θα συνεχίσει να κάνει με την Τουρκία αυτό που ξέρει καλά τόσα χρόνια: θα πιέζει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ να πάρουν περισσότερα μέτρα ενάντια της, μέτρα που ξέρει καλά ότι το μόνο που θα κάνουν θα είναι αυτό που πετυχαίνουν τόσο καιρό, να στέλνουν την Τουρκία πιο βαθιά στα χέρια της Μόσχας, η οποία είναι ακριβώς αυτή που από την εισβολή στην Κύπρο στα 1974 ως τα σήμερα ενθαρρύνει κάθε άδικη και επιθετική τάση της τούρκικης αστικής τάξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει κάνει καμία κίνηση πίεσης προς τη ρώσικη υπερδύναμη που έδειξε με τη στάση της ότι, αντίθετα με τη Δύση, που εξ αρχής θεώρησε παράνομη τη συμφωνία, δεν εναντιώνεται καθόλου στην Τουρκία για το ζήτημα αυτό. Είναι μάλιστα η Ρωσία, η οποία με την εκπρόσωπο της του Υπ. Εξωτερικών Ζαχάροβα δήλωσε εντελώς παραπλανητικά ότι με τη συμφωνία η Τουρκία θέλει απλά«να νομιμοποιήσει τη στρατιωτική της στήριξη στηνκυβέρνηση της Λιβύης», ενώ για το περιεχόμενο της συμφωνίας είπε ότι «χρειάζεται μια σοβαρή και προσεκτική αξιολόγηση από νομικούς υπό το πρίσμα του σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των νόμιμων συμφερόντων όλων των γειτονικών χωρών» και ότι η Ρωσία «έκανε έκκληση και στα δυο μέρη των μνημονίων (δηλ. Τουρκία και Λιβύη) να επιδείξουν την απαραίτητη πολιτική σύνεση και να αποφύγουν ενέργειες που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω την ήδη τεταμένη κατάσταση στη Λιβύη και στην Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα». Χαρακτηριστικά, η Ζαχάροβα έκανε ειδική αναφορά στην εκτίμηση του ειδικού εκπροσώπου τουΓενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τη Λιβύη, ότι «το έγγραφο μπορεί ναακυρώσει την προετοιμασία της διεθνούς συνάντησης για τη διευθέτηση του Λιβυκού ζητήματος στο Βερολίνο», που έχει προγραμματιστεί στα τέλη του τρέχοντος έτους, σημειώνοντας ότι ανακύπτουν πολλά ζητήματα και άμεσα προς τον αλ Σάρατζ.

Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποια υπερδύναμη ενθάρρυνε και πρακτικά στηρίζει την απόφαση της Άγκυρας να κάνει αυτή την καταστροφική κίνηση στη Μεσόγειο, ήρθε το τηλεφώνημα της Τετάρτης 11 του Δεκέμβρη μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν, ο οποίος, την ώρα που το Κογκρέσο αποφάσιζε μέτρα κατά της Τουρκίας, δήλωνε ότι η Ρωσία«θα συνεχίσει τη στρατιωτική και ενεργειακή της συνεργασία με την Τουρκία».

Δεν περιμένουμε λοιπόν κάποια καταδίκη της ρώσικης αυτής στάσης από την κυβέρνηση και τα κοινοβουλευτικά κόμματα, καθώς σε απόλυτη συμμόρφωση με τα συμφέροντα της ρώσικης διπλωματίας ήδη η έμφαση της κυβερνητικής πολιτικής βρίσκεται στο να βοηθήσει το Χαφτάρ, δηλαδή τη Ρωσία, στη Λιβύη και όχι το δίκαιο και την ειρήνη στη Μεσόγειο.

Αλλά ποια ειρήνη και ποιο δίκαιο θα μπορούσε να υποστηρίξει ποτέ ο επίσημος ελληνικός πολιτικός κόσμος, που με συνέπεια κάνει τα πάντα για να ανατινάζει εδώ και δεκαετίες και το δίκαιο και την ειρήνη στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο, στην Κύπρο και στην Ανατολική Μεσόγειο;

Αν μελετήσει κανείς προσεχτικά την ελληνική εξωτερική πολιτική από τα 1950 και πέρα, θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει βήμα στον επεκτατισμό της τουρκικής αστικής τάξης που δεν υποδαυλίστηκε και δεν οξύνθηκε από τον ελληνικό σοβινισμό-επεκτατισμό και ταυτόχρονα δεν ενθαρρύνθηκε από τη φασιστική Ρωσία, είτε σαν τέτοια είτε σαν νεοκαπιταλιστική ΕΣΣΔ. Είναι ο ελληνικός σοβινισμός που έσπρωξε τους Ελληνοκύπριους στην Κύπρο σε σύγκρουση με τον τουρκικό πληθυσμό του νησιού, που τον καταπίεσε και επιχείρησε να τον εθνοεκκαθαρίσει αναγκάζοντάς τον να προσφύγει στην Τουρκία για προστασία. Έτσι καλλιεργήθηκε στη μετακεμαλική εποχή ο τούρκικος επεκτατισμός, που με το χουντικό πραξικόπημα στο νησί το 1974 και στηριγμένος τότε -όπως και σήμερα- στη ρώσικη (ως ΕΣΣΔ) ενθάρρυνση έκανε την ακόμα πιο αντιδραστική κίνηση να καταλάβει το μισό νησί. Είναι, πάλι, ο ελληνικός σοβινισμός που, μετά την ήττα του στην Κύπρο, έμεινε ανέγγιχτος χάρη στον πράκτορα της Ρωσίας Α. Παπανδρέου και το συνολικά ηγετικά πρακτόρικο ψευτοΚΚΕ και απάντησε στην τούρκικη εισβολή στην Κύπρο οξύνοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο και τορπιλίζοντας κάθε λύση στην Κύπρο.

Από αυτήν την όξυνση, στην οποία υπήρξαν κατά καιρούς κάποιες αντιστάσεις από τα ευρωπαιόφιλα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης (Καραμανλής-Μητσοτάκης) και ιδιαίτερα της τουρκικής, επωφελήθηκε η Ρωσία για να κερδίσει το σοβινισμό στην Ελλάδα και τελικά, μετά από πολλά χρόνια ελληνικών προκλήσεων, και τον τούρκικο σοβινισμό. Όλο αυτό το διάστημα μοιραίος ήταν ο ρόλος των χωρίς δημοκρατικές αρχές στις διεθνείς σχέσεις δυτικών ιμπεριαλιστών που έπαιζαν το παιχνίδι κυρίως του ελληνικού σοβινισμού όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια και στην Κύπρο. Γιατί αυτοί στο όνομα της ενότητας τάχα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ,δέχτηκαννα ορίζει αυτός με τις παράλογες διεκδικήσεις του (ιδίως στο Μακεδονικό), και μέσω αυτού τελικά η Ρωσία την εξωτερική πολιτική της ΕΕ στο Αιγαίο, στην Κύπρο, στα Βαλκάνια και τώρα στην ανατολική Μεσόγειο.

Κάτω από αυτή τη σκοπιά πρέπει να δει κανείς και το ζήτημα της ΑΟΖ. Εδώ η ευθύνη του ελληνικού σοβινισμού είναι κυρίαρχη και συντριπτική για την υποδαύλιση του τούρκικουσοβινισμού σε αυτό το επίπεδο. Αυτό που έχει κάνει ο ελληνικός σοβινισμός για χρόνια και στο Αιγαίο και -πιο χαρακτηριστικά- στην Α. Μεσόγειο είναι το να μην αναγνωρίζει -κόντρα στο Διεθνές Δίκαιο και σε όλες τις σχετικές αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης- καμιά ΑΟΖ και καμιά υφαλοκρηπίδα για την Τουρκία, που είναι μια μεγάλη ηπειρωτική χώρα με πολύ μεγάλη ακτογραμμή.Ο άδικος και παράλογος ισχυρισμός του ελληνικού σοβινισμού είναι ότι όλα τα νησιά, ακόμα και τα πιο μικρά, έχουν τόση ΑΟΖ και τόση υφαλοκρηπίδα όση και τα ηπειρωτικά εδάφη. Έτσι όχι μόνο απαιτούν όλο το Αιγαίο για τον εαυτό τους, αλλά επιμένουν ότι το μικρό Καστελόριζο, που είναι δίπλα στην Τουρκία, έχει πλήρη ΑΟΖ, δηλαδή 200 ναυτικά μίλια θάλασσα προς όλες τις κατευθύνσεις, οπότε η Τουρκία δεν έχει καμιά επί 400 ολόκληρα χιλιόμετρα. Ταυτόχρονα οι ελληνικές κυβερνήσεις και κόμματα, από έναν συνδυασμό σοβινιστικού αντιτουρκισμού και κυρίως ρωσοδουλείας, από την ώρα που ανακαλύφθηκαν υδρογονάνθρακες στην ΑΟΖ της Κύπρου, μαζί με τους ρωσόδουλους της Κύπρου αποφάσισαν να μην δοθεί σταγόνα υδρογοναθράκων στους τουρκοκύπριους με το επιχείρημα ότι δεν έχει λυθεί το κυπριακό, στου οποίου τη μη επίλυση έχουν συνεισφέρει όσο μπορούν με τη Μόσχα να πρωτοστατεί πάντα στη μη λύση. Έχουμε γράψει ότι ένας -τουλάχιστον μερικός διαμοιρασμός- των υδρογοναθράκων με τους τουρκοκύπριους θα μπορούσε να γίνει και πριν μια λύση του κυπριακού και σαν μέθοδος για τη δημιουργία καλών σχέσεων για τη διευκόλυνση μια λύσης. Ταυτόχρονα με αυτή την αρνητική τους στάση οι ελληνικές κυβερνήσεις κάλεσαν σε ένα μέτωπο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, που να πετάει απ έξω την Τουρκία, δηλαδή έξω από τους υδρογονάνθρακες της Μεσογείου.

Η απάντηση της Τουρκίας, μετά από χρόνια άρνησης της Ελλάδας να κάνει οποιαδήποτε συζήτηση πάνω σε αυτά καισεόποια δυνατότητα κοινής προσφυγής στη Χάγη για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, είναι -όπως πάντα- η κλιμάκωση:«Δεν μου αναγνωρίζετε εσείς την υφαλοκρηπίδα μου, δεν σας αναγνωρίζω κι εγώ καθόλου τη δικιά σας ακόμα και εκεί που δικαιούστε να είναι μεγάλη, όπως στην Κρήτη, αλλά ούτε και στην Κύπρο. Μάλιστα στην Κύπρο πάω και αρχίζω δοκιμές εξορύξεων. Μάλιστα εγώ πηγαίνω την αυθαιρεσία μου στον ΟΗΕ και την καταγράφω σέρνοντας μαζί μου και τη δυστυχή αιχμάλωτη Λιβύη, ενώ εσείς δεν την ορίζετε καν καταθέτοντας στον ΟΗΕ τη δικιά σας αξίωση».

Πολύ χαρακτηριστικός είναι αυτός ο τρόπος δράσης του ελληνικού σοβινισμού στο Αιγαίο, όπου το ελληνικό κράτος, για να πνίξει τελείως την Τουρκία όχι μόνο με την ΑΟΖ, αλλά και με τα χωρικά ύδατα, πάει από την εποχή του Α. Παπανδρέου και εποικίζει βραχονησίδες που δεν έχουν ΑΟΖ, για να τις κάνει νησιά τα οποία έχουν πλήρη χωρικά ύδατα και (σύμφωνα με όλες τις σχετικές αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης) ελάχιστη υφαλοκρηπίδα. Η τούρκικη απάντηση σʼ αυτήν την πρόκληση ήταν και πάλι η κλιμάκωση με ωμά, ακόμα χειρότερα τετελεσμένα: αρνήθηκαν την αναμφισβήτητη ελληνική κυριότητα σε μια σειρά βραχονησίδες αρχίζοντας από τα Ίμια. Έτσι καλλιεργήθηκε για χρόνια ο τούρκικος επεκτατισμός από τους ρωσόδουλους στη χώρα μας, που δράσανε προβοκατόρικα πατώντας στον ελληνικό επεκτατισμό. Μοιραία, όπως ο ελληνικός έτσι και ο τούρκικος επεκτατισμός έβρισκε πάντα προστασία και κατανόησηστο παγκόσμιο κέντρο κάθε επεκτατισμού, στον χιτλερικού τύπου ιμπεριαλισμό της Ρωσίας.

Έτσι στήνεται το σκηνικό της ανωμαλίας στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια από μια ελληνική αστική τάξη που χτυπάει πρώτη και μετά κρύβεται μέσα στα φουστάνια της Δύσης απαιτώντας από αυτήν να τιμωρήσει τη μια τον υποδαυλισμένο τούρκικο επεκτατισμό, την άλλη τον ποδοπατημένο μακεδονικό εθνικισμό, την άλλη τον μικρομεσαίο αλλά λυσσασμένο αλβανικό μεγαλοκρατισμό. Και η Δύση με όσο δημοκρατικές αρχές μπορούν να έχουν ιμπεριαλιστές παίρνει το μέρος των ελληνικών κυβερνήσεων, εν μέρει για να μην έχει εσωτερικά προβλήματα και εν μέρει γιατί είναι διαβρωμένη και η ίδια από πράκτορες των νέων τσάρων όπως πριν από 150 χρόνια είχε διαπιστώσει για τους παλιούς τσάρους ο Μαρξ. Έτσι δίνει στη Ρωσία χώρες ολόκληρες, για να διαχειριστεί αυτή προς όφελός της τις αρρώστιες των αστικών τους τάξεων αλλά και τις εθνικές ταπεινώσεις των λαών τους.

Έτσι αρρωσταίνει η νεοτσαρική Ρωσία τις χώρες και τις υποδουλώνει, βάζοντας τη μια να αδικήσει την άλλη, και μετά δίνοντάς τους το παραισθησιογόνο της επέκτασης. Όπως δηλαδή η Ρωσία έδωσε στην Τουρκία τη ζώνη της Βόρειας Συρίας και οι πράκτορες της του ΡΚΚ πιέζουν και καταγγέλλουν γι αυτό μόνο τη Δύση και όχι τη Ρωσία (που κάνει κοινές περιπολίες μαζί με την Τουρκία στη Βόρεια Συρία), προκειμένου η Δύση να τιμωρήσει την Τουρκία, έτσι και τώρα ενθαρρύνει την Τουρκία να απαιτήσει μπόλικη ελληνική και κυπριακή υφαλοκρηπίδα (ή έστω την ενθαρρύνει να τη διεκδικήσει σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις), γιατί ξέρει ότι οι πράκτορές της σε Ελλάδα και Κύπρο θα ζητήσουν από τη Δύση την τιμωρία της Τουρκίας ώστε να πάει με τη Ρωσία, αλλά τη Ρωσία, που τους καταπούλησε ούτε θα την ενοχλήσουν. Είναι χαρακτηριστικό πόσο τα κυπριακά κόμματα δεν καταγγείλανε ούτε για μια στιγμή τη Ρωσία που εξοπλίζει την Τουρκία με τους S-400, την ίδια ακριβώς στιγμή που αυτή καταπατάει και μάλιστα προκλητικά εδώ και μήνες την κυπριακή ΑΟΖ.

Να γιατί δεν περιμένουμε από την ελληνική αστική τάξη να κάνει σʼ αυτήν την κρίση αυτό που έπρεπε να έχει κάνει με την Τουρκία εδώ και χρόνια, και δεν είναι αργά να κάνει ακόμα και τώρα παρόλο που η Τουρκία έχει μπει για τα καλά στο χώρο των προς διαχείριση από τη Ρωσία επεκτατισμών: Να συζητήσουν με καλή θέληση με την Τουρκία για χάραξη ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με αναγνώριση μικρής ΑΟΖ στα μικρά νησιά και μεγάλης έως πλήρους στην Κρήτη, υπογραφή συνυποσχετικού και προσφυγή στη Χάγη. Παράλληλα υπάρχουν μια σειρά δυνατότητες για την επίλυση του Κυπριακού τις οποίες έχουμε εκθέσει σε άλλα μας άρθρα.

Στην πραγματικότητα η σημερινή αντίδραση του επίσημου ελληνικού πολιτικού κόσμου δεν έχει τίποτα το πατριωτικό. Ό,τι κάνει είναι για να υπηρετήσει τα νέα φασιστικά αφεντικά της χώρας. Αυτό δεν φαίνεται μόνο στις πρακτικές αντιδράσεις της στη συμφωνία. Φαίνεται σε όλη την ιστορική της στάση. Αν για παράδειγμα η Τουρκία περάσει τελικά με το νεοχιτλερικό στρατόπεδο, πράγμα που κατά τη γνώμη μας ακόμα δεν έχει κλείσει, τότε στην πλειοψηφία της αυτή η τάξη θα ανακαλύψει ξαφνικά ότι καλύτερα ειρήνη με την Τουρκία, πάρα μια ΑΟΖ «και που την είχαμε δεν κερδίσαμε τίποτα». Ο θρασύδειλος περνάει από τον τσαμπουκά στη δουλικότητα σε χρόνο μηδέν. Η Ελλάδα μπορεί να σωθεί από την πείνα, το φασισμό και τον πόλεμο μόνο αν νικηθεί αυτό το δουλικό, θρασύδειλο, φαιο-«κόκκινο» πολιτικό μπλοκ που την κυβερνάει, μέσα από μια μεγάλη δημοκρατική και πατριωτική συσπείρωση και εξέγερση του ελληνικού λαού με επικεφαλής του την εργατική του τάξη.