Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Τυνησία: Το κλείσιμο του κύκλου της Αραβικής Άνοιξης στο χειρότερο δυνατό παρονομαστή

Στην ανακοίνωση μας την Τρίτη 27 του Ιούλη για τις πολιτικές εξελίξεις στην Τυνησία αναφέραμε: «Το κλείσιμο του τυνησιακού κοινοβουλίου και η κατάργηση της νόμιμης κυβέρνησης από τον πρόεδρο της χώρας αποτελεί φασιστικό πραξικόπημα, συνέχεια εκείνου του Σίσι, ενάντια στα πιο δημοκρατικά τμήματα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι το πραξικόπημα το εκθειάζει ανοιχτά ο εγκάθετος της Ρωσίας, δικτάτορας σφαγέας του λαού της Λιβύης Χαφτάρ. Η στάση σύσσωμης της Δύσης είναι ελεεινή, όπως ήταν και εκείνη απέναντι στην δικτατορία Σίσι. Μόνο η Τουρκία και η Αλγερία πήραν δημοκρατική θέση απέναντι στους πραξικοπηματίες. Αν και αυτοί εδώ οι φασίστες δεν νικηθούν, δεν θα αργήσουμε να έχουμε μια Βόρεια Αφρική, δηλαδή μια Νότια Μεσόγειο στα χέρια του νεοναζιστικού άξονα Ρωσίας-Κίνας, με ό,τι αυτό θα σημαίνει για την οικονομική και πολιτική επιβίωση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών».

Δύο ημέρες νωρίτερα, στις 25 Ιουλίου, ο εκλεγμένος το 2019 πρόεδρος της Τυνησίας Καΐς Σαγέντ αποφάσισε, ερμηνεύοντας με κατάφωρο αντισυνταγματικό τρόπο το σύνταγμα της χώρας του, να απομακρύνει τον πρωθυπουργό Χισέμ Μεσισί και την κυβέρνησή του (που είχαν την εμπιστοσύνη της Βουλής), να αναστείλει τη λειτουργία του κοινοβουλίου (του οποίου πρόεδρος είναι ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος σε κοινοβουλευτική δύναμη, του ισλαμικού Ενάχντα, Ρασίντ Γανουσί) και να αναλάβει έκτακτες εξουσίες, καθιστάμενος και γενικός εισαγγελέας της χώρας και αίροντας την ασυλία όλων των εκλεγμένων βουλευτών.

Η Τυνησία είναι ημιπροεδρική δημοκρατία, με πρόεδρο ο οποίος εκλέγεται μεν άμεσα και έχει ορισμένες εξουσίες, σίγουρα μεγαλύτερες π.χ. από τον τελετουργικής λειτουργίας πρόεδρο στην Ελλάδα. Όμως ταυτόχρονα, όταν υπάρχει κυβέρνηση και πρωθυπουργός με στήριξη από το κοινοβούλιο, ο πρόεδρος περιορίζεται, με βάση το σύνταγμα στην ενασχόληση με ζητήματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικής ασφάλειας.

Ο Σαγέντ, ο οποίος εξελέγη ως ακομμάτιστος, με την κλασική πια ανά τον πλανήτη σημαία της «καταπολέμησης της διαφθοράς», αγαπημένο λάβαρο κάθε -στην πραγματικότητα αρχιδιεφθαρμένου- σοσιαλφασίστα ή και κλασικού ακροδεξιού φασίστα, τράβηξε ετσι από τα μαλλιά κάποιες αναφορές του άρθρου 80 του συντάγματος περί ανάληψης έκτακτων εξουσιών από τον πρόεδρο σε στιγμές εθνικής κρίσης και, εκμεταλλευόμενος τη βαριά υγειονομική και οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει στη χώρα ο κορονοϊός, ανέλαβε «προσωρινός» δικτάτορας της χώρας. Διόρισε στα γρήγορα τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειάς του ως υπουργό Εσωτερικών, άλλαξε τον υπουργό Άμυνας και ξεκίνησε ήδη πολιτικές διώξεις «διεφθαρμένων» πολιτικών του αντιπάλων, αρχίζοντας από εκείνους του Ενάχντα, του πολιτικού κόμματος - βραχίονα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τυνησία, αλλά και του κοσμικού κόμματος «Καρδιά της Τυνησίας». Στα τέλη Οκτωβρίου, μάλιστα, έκλεισε τον τηλεοπτικό σταθμό του ηγέτη του τελευταίου, Ναμπίλ Καρουί, «Nessma TV», καθώς και έναν θρησκευτικού προσανατολισμού ραδιοφωνικό σταθμό, με το αιτιολογικό ότι «λειτουργούσαν χωρίς άδεια». Οι σταθμοί είχαν μεταδώσει εκπομπές με πολιτικό περιεχόμενο κατά του Σαγέντ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, πάλι με απόφαση του δικτάτορα, είχε κλείσει ο τηλεοπτικός σταθμός Zaytouna, επίσης επικριτικός προς το πραξικόπημα. Στις 3 Οκτωβρίου είχαν συλληφθεί ο βουλευτής Αμπντελατίφ Αλ Αλάουϊ και ο δημοσιογράφος Αμέρ Αγιάντ, που σε τηλεοπτική εκπομπή επέκριναν τον Σαγέντ, ενώ στις 15 του Οκτώβρη ο τελευταίος αφαίρεσε το διπλωματικό διαβατήριο του πρώην προέδρου της χώρας Μονσέφ Μαρζούκι, επειδή εκείνος τον χαρακτήρισε «δικτάτορα» και κάλεσε τη Γαλλία να μην υποστηρίζει το καθεστώς του.

Μέσα στον Οκτώβριο, ο Σαγέντ διόρισε δική του κυβέρνηση - μαριονέτα, με πρωθυπουργό την Νάιλα Μπουντέν και υπουργό Εσωτερικών τον Ταουφίκ Σαρφεντίν, τον οποίο ο προηγούμενος πρωθυπουργός είχε αποπέμψει επειδή δήλωνε προσωπικά αφοσιωμένος(!) αποκλειστικά στον πρόεδρο Σαγέντ. Η λειτουργία του κοινοβουλίου παραπέμπεται πια στις καλένδες, ενώ ο δικτάτορας ετοιμάζει και αναθεώρηση του συντάγματος. Την ίδια ώρα, βουλευτές και αντιπραξικοπηματίες ακτιβιστές μπαινοβγαίνουν στη φυλακή, όλες οι επικοινωνίες παρακολουθούνται ωμά και ανοιχτά από τις υπηρεσίες ασφαλείας και τον στρατό, ενώ ο Σαγέντ έφτασε να εκφράσει την «έντονη δυσαρέσκειά» του στον πρέσβη των ΗΠΑ στην Τυνησία επειδή, σε συζήτηση σε υποεπιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, βουλευτές τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανών, τον αποκάλεσαν αυτό που είναι, δηλαδή δικτάτορα.

Γιατί όμως χαρακτηρίζουμε το πραξικόπημα αυτό ρωσοκίνητο, τη στιγμή που η Ρωσία, κατά την προσφιλή της τακτική, εμφανίστηκε περίπου ως ουδέτερη απέναντί του, «ευχόμενη», διά στόματος του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Πεσκόφ «να μην κινδυνέψει η σταθερότητα και η ασφάλεια του λαού της συγκεκριμένης χώρας»;

 

Η ρώσικη υπεργολαβία Σίσι και τα Εμιράτα

 

Πρώτα - πρώτα, υπάρχουν μαρτυρίες, τις οποίες επικαλείται ο ειδικός για ζητήματα Μέσης Ανατολής και αραβικού κόσμου ιστότοπος Middle East Eye (MEE), με έδρα τη Βρετανία, για παρουσία Αιγύπτιων αξιωματούχων στο προεδρικό μέγαρο της Τυνησίας την ώρα της εκτέλεσης του προεδρικού πραξικοπήματος, όταν δηλαδή κλήθηκε ο Μεσισί να υποβάλει την παραίτηση της κυβέρνησής του (αναφέρεται επίσης ότι ο αποπεμφθείς πρωθυπουργός, που στη συνέχεια συνθηκολόγησε και αποδέχθηκε το πραξικόπημα, δέχθηκε και φυσική βία μέσα στο προεδρικό μέγαρο προκειμένου να υπογράψει την παραίτησή του).

Αναφέρεται επίσης ότι ήταν γνωστό σε πολιτικούς κύκλους στην Τυνησία ότι ήδη από τον Μάιο ο Σαγέντ είχε ζητήσει τη βοήθεια του φασίστα και μαζικού σφαγέα - δικτάτορα της Αιγύπτου, Σίσι, για την προώθηση των σχεδίων του για επιβολή δικτατορίας και ο τελευταίος είχε δεχθεί να προσφέρει όποια βοήθεια χρειαζόταν (το σχετικό σχέδιο πραξικοπήματος είχε διαρρεύσει τότε και πάλι στο MEE, με τον Σαγέντ να απαντά ότι δεν είναι υπεύθυνος για κάθε εισήγηση που δέχεται, χωρίς όμως να διαψεύσει ότι το σχέδιο ήταν πραγματικό).

Ο Σίσι δεν έχει κρύψει καθόλου τον έρωτά του για τη Ρωσία, έχει ενισχύσει θεαματικά τις σχέσεις της Αιγύπτου με τη Μόσχα, κυρίως μάλιστα σε στρατιωτικό επίπεδο, ενώ ήταν και ο πρώτος ηγέτης διεθνώς με τον οποίο είχε επικοινωνήσει μετά το ρεσάλτο - εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ το 2016 ο φασίστας (και, όπως έχει αποδειχθεί πια σχεδόν αδιάσειστα, μαριονέτα του Κρεμλίνου) Τραμπ.

Ο Γανουσί κατηγορεί εξάλλου με δηλώσεις του τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα ως υπεύθυνα για την εκδήλωση του πραξικοπήματος, τονίζοντας ότι «έχουν ψύχωση να δουν την Αραβική Άνοιξη που ξεκίνησε από την Τυνησία, να πεθαίνει και πάλι στην Τυνησία», επειδή βλέπουν, όπως είπε, το μοντέλο της «συντηρητικής ισλαμικής δημοκρατίας» που εκφράζει το Ενάχντα ως απειλή. Τα Εμιράτα, με την ανοχή και της Σαουδικής Αραβίας, έχουν πράγματι παίξει τον ρόλο του χρηματοδότη και ενισχυτή του «κοσμικού» ρώσου υπεργολάβου Σίσι και στο παρελθόν, στο πραξικόπημα του σφαγέα του λιβυκού λαού Χαφτάρ στην ανατολική Λιβύη και στον πόλεμο που είχε ανοίξει εκείνος για να καταλάβει την Τρίπολη, καθώς και στο πραξικόπημα στο Σουδάν, που γκρέμισε από τα δεξιά και όχι από τα αριστερά τον αντιδραστικό Μπασίρ, ο οποίος το τελευταίο διάστημα της προεδρίας του έχτιζε σχέσεις με το μπλοκ Ερντογάν - Κατάρ.

Ο πόλεμος στη Λιβύη βέβαια σταμάτησε, αλλά με ρωσοτουρκική συμφωνία, που εγκατέστησε μια νέα λιβυκή κυβέρνηση εθνικής ενότητας το λιγότερο φιλική προς τη Μόσχα, η οποία ελέγχει μεταξύ άλλων το υπουργείο Εξωτερικών και διατηρεί τον ιδιωτικό στρατό της ρώσικης Wagner στο λιβυκό έδαφος και τον φασιστικό στρατό του Χαφτάρ άθικτο. Γενικά όλες οι «αντιισλαμιστικές» επεμβάσεις - πραξικοπήματα που γίνονται τα τελευταία χρόνια με τα όπλα του Σίσι και τα δολάρια των Εμιράτων και της Σαουδαραβίας είναι όλες εντελώς μέσα στην πουτινική γραμμή, με τη Ρωσία μάλιστα να κρατάει δημοσίως τάχα τις «αποστάσεις» της, προκειμένου να μαζεύει σαν φαράσι ΚΑΙ τους συνήθως ηττημένους από αυτές Αδελφούς Μουσουλμάνους, Ερντογάν, Κατάρ, στους οποίους δίνει άλλες νίκες - «καραμέλες» σε άλλα πεδία μαχών για διεθνή επιρροή.

Με δυο λόγια, όπως έχουμε περιγράψει ήδη από τη δεκαετία του 90, η Ρωσία εξασφαλίζει ότι το χτύπημα θα δίνεται πάση θυσία - στη μορφή - από τη Δύση ή από δυνάμεις που φαινομενικά ή πραγματικά είναι δυτικές ή δυτικόφιλες (ενώ η ίδια η Μόσχα έχει διευκολύνει ή και οργανώσει με προβοκάτσιες το πλήγμα) και στη συνέχεια αναλαμβάνει να κάνει πως δένει τις πληγές των θυμάτων. Εν προκειμένω τα θύματα είναι οι εκπρόσωποι του ρεύματος της Mουσουλμανικής Αδελφότητας, δηλαδή των πολιτικών εκπροσώπων τεράστιου μέρους των μεσοστρωμάτων του μουσουλμανικού κόσμου.

Έτσι οι τελευταίοι μένουν να μισούν τη Δύση και να τη θεωρούν υπεύθυνη για την ήττα ή και τη σφαγή τους, καθώς το μέτωπο Σίσι - Εμιράτων - Σαουδαραβίας, που εμφανίζεται ως ο εκτελεστής της βίας και της δικτατορίας, αντιμετωπίζεται σε γενικές γραμμές από τη Δύση - κύρια από τις ΗΠΑ - ως συμμαχικό, ως τάχα ανάχωμα στο ριζοσπαστικό σουνιτικό Ισλάμ και στο σιιτικό ισλαμιστικό Ιράν.

Έτσι η Δύση χρεώνεται τη χοντροπετσιά της και την έλλειψη κάθε δημοκρατικής αρχής (τη συνυφασμένη με τον μονοπωλιακό αστικό χαρακτήρα της) και δεν κερδίζει τίποτε, αντιθέτως εισπράττει το μίσος που αφήνουν να ρέει άφθονο για αυτήν στις μάζες τόσο οι «κοσμικοί» ρωσόφιλοι ή ρωσόδουλοι δικτάτορες, όσο και τα δίκαια οργισμένα για τη στάση της, αλλά και με πολλά δικά τους αντιδραστικά ιδεολογικά κουσούρια ισλαμικά ρεύματα.

Κι επειδή ο ρώσοδουλος «Μάρτης», φίλος κάθε ρωσόφιλου φασίστα επί γης, δεν γινόταν να λείπει από τη Σαρακοστή, ο νέος Καποδίστριας Δένδιας, «οικουμενικός» ΥΠΕΞ του Μητσοτάκη και του ΣΥΡΙΖΑ (που δε χάνει ευκαιρία να τον παινεύει), λιγότερο από ένα μήνα από το πραξικόπημα, στις 7 του Σεπτέμβρη, μετέβη στην Τυνησία όπου, αφού χάρισε 100.000 εμβόλια κατά του κορονοϊού, με μέγιστο θράσος «εξέφρασε την υποστήριξή του στις προσπάθειες που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της δημοκρατικής μετάβασης (!!!!) από τον πρόεδρο της Τυνησίας, καθώς και στις μετριοπαθείς δυνάμεις στη χώρα, υπογραμμίζοντας πως «είμαστε ενάντια σε οποιεσδήποτε δυνάμεις προσπαθούν να σφετεριστούν την εξουσία, χρησιμοποιώντας ως κάλυμμα θρησκευτικές ή ιδεολογικές αρχές».

«Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στην Τυνησία να οπισθοδρομήσει» ανέφερε και τόνισε πως «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να χαθεί αυτό που έχει ήδη αποκτηθεί και υπάρχει ανάγκη για λύση που να προέρχεται από την Τυνησία για τον Τυνήσιο λαό». (https://www.cnn.gr/politiki/story/280603/dendias-stin-tynisia-se-antithesi-me-alles-xores-den-exoyme-kryfi-atzenta-stis-sxeseis-mas)

 

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα και η βρώμικη στάση της Δύσης

 

Το πραξικόπημα στην Τυνησία έρχεται λοιπόν να κλείσει έναν κύκλο δεκαετούς πολιτικής αναταραχής σε όλο το τόξο του αραβικού κόσμου, από το Μαρόκο μέχρι το Ιράκ, που έχει οδηγήσει σε μια τρομακτική, στρατηγική αναδιάταξη δυνάμεων υπέρ του ρωσοκινέζικου Άξονα, στην απόπειρά του για περικύκλωση της Ευρώπης και την αποκοπή της από εναλλακτικές ενεργειακές πηγές, φέρνοντας ένα βήμα πιο κοντά τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός, με τους πιστούς του φίλους ή υποτακτικούς μέσα στις δυτικές καγκελαρίες (Ομπάμα, Κάμερον, Μέρκελ, Τραμπ κλπ.), αλλά και τους γνήσια μυωπικούς φιλελεύθερους μονοπωλιστές τύπου Σαρκοζί, έδωσε το πράσινο φως στο μέτωπο Μουσουλμανικής Αδελφότητας, κοσμικών φιλελεύθερων δυτικού τύπου και ορισμένων ρωσόδουλων πολιτικών ρευμάτων που σηκώνουν ψευτοαριστερές ή και επαναστατικές κομμουνιστικές σημαίες (κυρίως τροτσκιστές) να ξεκινήσει στα τέλη του 2010 τη μεγάλη εγχείρηση για το γκρεμοτσάκισμα των γενικά φιλικών προς τη Δύση εθνικιστών - κρατικοκαπιταλιστών ηγετών τύπου Μπεν Άλι, Μουμπάρακ, αλλά και Καντάφι (που είχε λίγα χρόνια πριν την ανατροπή του πραγματοποιήσει φιλοευρωπαϊκή και παναφρικανική στροφή, απομακρυνόμενος από τη Μόσχα). Τότε όλοι, Ρώσοι και Αμερικάνοι, ψευτοκομμουνιστές και φιλελεύθεροι, βρέθηκαν στο μέτωπο της ανατροπής των δυτικόφιλων αστών, που παρά τις εσωτερικές αυταρχικές ή ακόμα και δικτατορικές αθλιότητές τους, ήταν πραγματικοί σύμμαχοι της Δύσης και πραγματικοί αρνητές της γενοκτονικής αντισημιτικής γραμμής της διάλυσης του Ισραήλ.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι τα καθεστώτα αυτά, παρά την ειρηνόφιλη, τριτοκοσμική ανεξαρτησιακή γραμμή τους στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, σε εσωτερικό επίπεδο είχαν πράγματι σαπίσει και οι κλειστές κλίκες-κορυφές τους είχαν οδηγήσει σε κατάσταση πολιτικής και οικονομικής ασφυξίας, εκτός βέβαια της φτωχολογιάς, και ένα μεγάλο τμήμα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης, που έψαχνε πολιτικό όχημα για να τις αντιπαλέψει. Σ’ αυτό το επίπεδο, η Αδελφότητα έπαιξε τον ρόλο μιας ενδιάμεσης, σε κάποιες πλευρές ακόμα και λαϊκής και προοδευτικής δύναμης, με ταλαντευόμενες αλλά υπαρκτές αντιιμπεριαλιστικές τάσεις. Η Αδελφότητα, όπως έχει φανεί πια καθαρά, είναι κι αυτή ένα ρεύμα στη γενική γραμμή της ανεξαρτησίας του Τρίτου Κόσμου απέναντι στις υπερδυνάμεις και τον ιμπεριαλισμό, μολονότι βέβαια συναλλάσσεται μαζί τους, και, μολονότι, το χειρότερο, είχε από την αρχή σαν μια πολύ μαύρη κληρονομιά από τις φεουδαρχικές και ιμπεριαλιστικές της επιρροές τον αντισημιτισμό. Ωστόσο αυτός, όπως παντού στον αραβικό κόσμο είχε μέσα του δύο τάσεις: τον αντισημιτισμό ναζιστικού γενοκτονικού τύπου (με θεωρητικό τον Σαγιέντ Κουτμπ απ όπου αντλούν η Αλ Κάιντα, η Χεζμπολάχ και η Χαμάς) και τον αντιισραηλινό εθνικιστικό αντισημιτισμό που χαρακτηρίζει την αιγυπτιακή Αδελφότητα, που δεν απέκλειε την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ.

Αρχικά το μέτωπο Μόσχας - Δύσης επέτρεψε ένα μικρό διάλειμμα εξουσίας των δυνάμεων που σε γενικές γραμμές είχαν επικεφαλής τους την Αδελφότητα σε Τυνησία (πρωθυπουργία Τζεμπάλι), Αίγυπτο (προεδρία Μόρσι), Λιβύη (κυβερνήσεις διάφορων μετώπων με κυρίαρχη τη συμμετοχή της λιβυκής Αδελφότητας), χοντρικά μέχρι το 2013.

Στη συνέχεια, με όχημα ορισμένους μυωπικούς αστοφιλελεύθερους, τους στημένους από τη Ρωσία ψευτοφιλελεύθερους τύπου Ελ Μπαραντέι (Αίγυπτος) και κάποιες δυνάμεις που συσπείρωναν στο δρόμο ως κινήματα «αγανάκτησης» οι ψευτοαριστερές οργανώσεις, σε συμμαχία με - και με κύρια δύναμη - τον μηχανισμό των παλιών κοσμικών καθεστώτων, που είχαν όμως «αποκαθαρθεί» από τη δυτικόφιλη ηγεσία τους, η Μόσχα έβγαλε στο προσκήνιο τα τέρατα τύπου Σίσι και Χαφτάρ.

Οι τελευταίοι, με πρόσχημα τον «ισλαμικό κίνδυνο», προχώρησαν σε πραξικοπήματα και σφαγές πρωτοφανούς κλίμακας, ειδικά σε Αίγυπτο και Λιβύη. «Αποκατέστησαν» έτσι τάχα την παλιά «κοσμική» τάξη πραγμάτων, σε νέα, ρώσικου τύπου δικτατορική μορφή, υπό τις ζητωκραυγές μεγάλου μέρους των ηττημένων στην προηγούμενη φάση δυτικόφιλων κοσμικών δυνάμεων του αραβικού κόσμου.

Πιο απλά, οι δικτατορίες τύπου Σίσι (και τώρα Σαγέντ) είναι στη μορφή η επιστροφή του μέρους του κρατικού μηχανισμού που στήριζε τους Μουμπάρακ και τους Μπεν Άλι, χωρίς όμως πια τη γραμμή της στρατηγικής συμμαχίας με τη Δύση, με καίρια πόστα πιασμένα από ρωσόφιλους, νεόκοπους φασίστες και κυρίως με το στίγμα είτε των μαζικών σφαγών (Αίγυπτος - Λιβύη) είτε της απροκάλυπτης δικτατορίας (Τυνησία) πάνω σε ολόκληρα τμήματα λαού και μεσοστρωμάτων που είχαν εκφραστεί στις κάλπες υπέρ του ρεύματος της Αδελφότητας.

Αντίστοιχη ήταν και η αντεπίθεση του «κοσμικού» σφαγέα Άσαντ, με τις ρώσικες και ιρανικές λόγχες, που συνέτριψε το ευρύτατο αντιπολιτευτικό μέτωπο δυτικόφιλων κοσμικών δημοκρατών, Αδελφότητας και ορισμένων πατριωτικών ισλαμικών ρευμάτων (που είχαν αρχικά τη στήριξη, πλην της Τουρκίας, και της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ) στη Συρία, ενώ το 2011-13 η αντιπολίτευση εκεί στηριζόταν από Ερντογάν - Μόρσι και (εν μέρει, άνευρα και διφορούμενα) Δύση. Οι αγαστές σχέσεις του Άσαντ με τους Σίσι - Χαφτάρ δίνουν εδώ άλλη μια απόδειξη του πόσο βρώμικες και ρωσόδουλες είναι οι νέες, «κοσμικές» δικτατορίες στον αραβικό κόσμο.

Οι νέοι διχτάτορες, λοιπόν, δεν είναι πια Μπεν Άλι και Μουμπάρακ, αλλά πιστοί εγκάθετοι ή έστω γλοιώδεις φίλοι του Κρεμλίνου, που όμως για τις ανάγκες της παράστασης, για να λαμβάνουν αφειδώς τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων, αλλά και για τις ανάγκες του ρώσικου εισοδισμού στη Δύση και του καθησυχασμού της τελευταίας, συνεχίζουν στη μορφή να εμφανίζονται κατά βάση ως ήπια δυτικόφιλοι.

Η πιο χαρακτηριστική και χτυπητή εικόνα όλου του παραπάνω φαινομένου είναι ο ρωσο-«κοσμικός» σφαγέας Σίσι να είναι ελέω θεού μονάρχης (τυπικά «πρόεδρος») στο Κάιρο, με τον δυτικόφιλο κοσμικό Μουμπάρακ και τον τριτοκοσμικό ισλαμοεθνικιστή Μόρσι να πεθαίνουν περίπου τον ίδιο καιρό κρατούμενοι σε στρατιωτικά νοσοκομεία ή στις φυλακές της Αιγύπτου (μάλιστα ο Μόρσι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε, αφού αγνοήθηκαν τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ενώ έκτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης).

 

Η ειδική περίπτωση της Τυνησίας

 

Ο κύκλος της 10χρονης τραγωδίας δεν μπορούσε παρά να κλείσει στην Τυνησία, όπου η Αδελφότητα, μέσω του Ενάχντα του Γανουσί, είχε τα πλέον δημοκρατικά και μετριοπαθή χαρακτηριστικά σε όλο τον αραβικό κόσμο και είχε μάλιστα αποδεχθεί, μολονότι ήταν σταθερά το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στο κοινοβούλιο εδώ και 10 χρόνια, να παίζει ρόλο δεύτερου βιολιού στις κυβερνήσεις και να μη διεκδικεί την προεδρία της δημοκρατίας με δικό της υποψήφιο, ακριβώς για να αποφύγει - μετά την πρωτοφανή σφαγή του 2013 στο Κάιρο - να έχει την ίδια τύχη με τους Αιγύπτιους συντρόφους της, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας, όσο και σε επίπεδο βάσης.

Στις κυβερνήσεις συμμετείχε πάντα σε συνεργασία με πολυάριθμα κοσμικά κόμματα, ενώ είχε δεχθεί, μολονότι διαφωνούσε, να μην έχει αρχικά κανέναν υπουργό στην κυβέρνηση του Μεσισί που ορκίστηκε το 2020. Όταν ο τελευταίος, προχωρώντας σε ανασχηματισμό, τον Ιανουάριο του 2021, διόρισε και ορισμένα στελέχη του Ενάχντα σε υπουργικούς θώκους, ξεκίνησε για πρώτη φορά η έντονη σύγκρουση με τον Σαγέντ, που δεν δεχόταν έξω από κάθε συνταγματική επιταγή τους διορισμούς, σύγκρουση η οποία κατέληξε τελικά στο πραξικόπημα της 25ης Ιουλίου.

Ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε ένα κύμα λαϊκής οργής για την εκτεταμένη μικροδιαφθορά του κρατικού μηχανισμού, σε συνδυασμό με τα τεράστια προβλήματα που γέννησε η πανδημία, προκειμένου να στήσει από τα πριν ένα κίνημα τύπου «Αγανακτισμένων», το οποίο, εκμεταλλευόμενο τις αδυναμίες της κυβέρνησης (δεμένες σε μεγάλο βαθμό με τα μεγάλα και ασταθή κυβερνητικά σχήματα που επέβαλε ο εκκούσιος αυτοαποκλεισμός του Ενάχντα από την μονοκομματική εξουσία), έφτασε να χαιρετήσει το πραξικόπημα και να συγκρουστεί μάλιστα με τους αντιπραξικοπηματίες διαδηλωτές, με κύρια δύναμη το Ενάχντα, έξω από τη Βουλή στις 25 Ιουλίου.

Ήδη από το 2019 ο Σαγέντ είχε για οργανωτή της καμπάνιας του τον Ριντά Σιέμπ Μεκί, γνωστό και ως Ριντά Λένιν, έναν σκοτεινό σοσιαλφασίστα ο οποίος ποζάρει ως οπαδός της άμεσης, από τα κάτω δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους για την φτωχολογιά, και φυσικά, όπως όλοι οι όμοιοί του, περιφρονεί, τάχα από τα αριστερά, στην πραγματικότητα όμως από τα άκρα δεξιά, την «δυσλειτουργική και ξεπερασμένη» αστική δημοκρατία. Ο Μεκί εμφανιζόταν με τη μάσκα του αντιΕνάχντα φλογερού και φέρεται να είναι ένας από τους εμπνευστές του προεδρικού πραξικοπήματος, καθώς και της άρνησης του Σαγέντ να δεχθεί την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, την οποία ήθελε τόσο το Ενάχντα όσο και η πλειοψηφία της Βουλής για να επιλύει ζητήματα τήρησης του συντάγματος και αρμοδιοτήτων του προέδρου, του πρωθυπουργού, του κοινοβουλίου κλπ.

Το εξοργιστικό σε όλον αυτό τον 10χρονο πολιτικό κύκλο της «Άνοιξης» δεν είναι τόσο η τύφλα των γενικά δυτικού προσανατολισμού ραντιέρηδων του πετρελαίου της Σαουδαραβίας και των Εμιράτων, που μες στην μεγαλοαστική, με φεουδαρχικά υπολείμματα πολιτική τους αντιδραστικότητα, αρκούνται στο να βλέπουν την Αδελφότητα, που τη θεωρούν τον μέγιστο εχθρό τους, να πεθαίνει και δεν καταλαβαίνουν καμία διαφορά μεταξύ Μπεν Αλί και Σαγέντ ή Μουμπάρακ και Σίσι.

Αυτοί απλώς τρέμουν μήπως κάποια μέρα κάποιος Σαουδάραβας ή Εμιρατιανός Ερντογάν ή Μόρσι ή Γανούσι διεκδικήσει την εξουσία στο Αμπού Ντάμπι ή στο Ριάντ, με τη βοήθεια του φιλικού προς την Αδελφότητα Κατάρ, σαν εκπρόσωπος της μεσαίας βιομηχανικής αστικής τάξης και των μεσοστρωμάτων των εμπόρων, γιατρών και μηχανικών, που αποτελούν την ταξική βάση της Αδελφότητας. Έτσι, κάθε - στη μορφή - κοσμική δικτατορία που τους κάνει το φίλο και δέχεται την οικονομική βοήθειά τους, τούς κάνει να κοιμούνται πιο ήσυχοι τα βράδια για τα πετροδολάρια στα θησαυροφυλάκιά τους.

Το πραγματικά πρωτόγνωρο και ιστορικό έγκλημα εδώ ανήκει δικαιωματικά στους δυτικούς φιλελεύθερους μονοπωλιστές, που με τις χλιαρές καταδίκες τους, κυρίως μέσω διαρροών (ΗΠΑ) ή και την εντελώς ουδέτερη (άρα τελικά υποστηρικτική) στάση τους στο πραξικόπημα Σαγέντ, χειροκροτούν την άσκηση διχτατορίας πάνω στα πιο προοδευτικά και δημοκρατικά τμήματα της Αδελφότητας, όπως είναι το Ενάχντα, την ώρα που χαϊδεύουν και αποφεύγουν να καταφέρουν συντριπτικά πολιτικά χτυπήματα στην πραγματικά ακροδεξιά, νεοναζιστική απόφυση αυτού του ρεύματος, τη ρωσόδουλη Χαμάς, που ελέγχει τη Γάζα και ουσιαστικά έχει καταστεί κυρίαρχη πολιτική δύναμη και στη Δυτική Όχθη, στην Παλαιστίνη.

Όπως δηλαδή οι δυτικοί, με την παραίνεση της Μόσχας, χάιδευαν πάντα τον Ερντογάν (ουσιαστικά - αν και όχι τυπικά - ο εκπρόσωπος του ρεύματος της Αδελφότητας στην Τουρκία) όταν έκανε τις εκκαθαρίσεις του κατά των δυτικόφιλων κεμαλιστών, σε συνεργασία τότε με το φασιστικό-πραξικοπηματικό ρεύμα των γκιουλενιστών, αλλά τον ράπισαν αποφασιστικά όταν έκανε προοδευτική - εθνικοανεξαρτησιακή στροφή και ενώθηκε με τους κεμαλιστές κατά του δικτύου του Γκιουλέν, προσφέροντάς τον στο πιάτο της Ρωσίας, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, έτσι και σήμερα οι δυτικοί φιλελεύθεροι, με την ελεεινή αποδοχή των τετελεσμένων της νέας, «αιγυπτιακού» τύπου δικτατορίας στην Τυνησία, δίνουν κατακέφαλο χτύπημα στη γραμμή Γανουσί μέσα στην τυνησιακή Αδελφότητα για ειρηνική συμμετοχή στο δημοκρατικό - κοινοβουλευτικό παιχνίδι και αποδοχή της αστικής δημοκρατίας.

Πείθουν έτσι τα τεράστια τμήματα της μάζας στον μουσουλμανικό Τρίτο Κόσμο που ακολουθούν τη γραμμή των Αδελφών Μουσουλμάνων ότι τελικά ο μόνος δρόμος είναι το αντιδυτικό τζιχάντ και η επιδίωξη μιας δικής τους δικτατορίας, αφού τελικά στο πεδίο της δημοκρατίας θα βρίσκονται πάντα νικητές στις κάλπες, αλλά λίγο αργότερα σφαγμένοι στους δρόμους ή - στην καλύτερη περίπτωση - κλεισμένοι σε φυλακές ή υπό κατ’ οίκον περιορισμό.

Ο Γανουσί έδειξε ψηλό πολιτικό επίπεδο καλώντας τα μέλη του Ενάχντα να μείνουν στα σπίτια τους και να μην κάνουν ενεργητική αντίσταση στο πραξικόπημα. Και το λέμε αυτό όχι γιατί συμφωνούμε ότι από θέση αρχής δεν έπρεπε να υπάρξει αντίσταση (το αντίθετο), αλλά κάτω από τους σημερινούς διεθνείς και εσωτερικούς συσχετισμούς ο ηγέτης του Ενάχντα ξέρει, όπως φαίνεται, καλά ότι οι άθλιοι μισοδημοκράτες αστοφιλελεύθεροι της Δύσης θα κοιτούσαν αμέτοχοι μια νέα σφαγή τύπου Σίσι, μηρυκάζοντας τη λεπενικού ή καλύτερα πουτινικού τύπου θεωρία ότι κάθε οπαδός του πολιτικού Ισλάμ είναι κατά βάθος τζιχαντιστής και δυνητικός τρομοκράτης, οπότε μια σφαγή του, οσοδήποτε ωμή και απάνθρωπη, είναι τάχα ευχής έργον για την ασφάλεια της Ευρώπης. Η ειρηνική, μη βίαιη αντίσταση του Γανουσί - Ενάχντα στο πραξικόπημα και η επίκλησή τους στη δημοκρατία ξεγυμνώνει αποτελεσματικά τα σισικά τέρατα τύπου Σαγέντ και προσφέρει αντικειμενικά υπηρεσίες στους λαούς της Ευρώπης.

Δύσκολα θα σώσει όμως το ρεύμα αυτό, το πιο προοδευτικό εντός της Αδελφότητας, από την «ριζοσπαστική» κριτική των «σκληροπυρηνικών» μέσα στις τάξεις του πολιτικού Ισλάμ, την οποία σίγουρα θα καναλιζάρουν τώρα κατάλληλα οι φίλοι και οι πράκτορες του ρωσοκινεζικού Άξονα. Αυτή η «σκληροπυρηνική» κριτική, είτε αυθόρμητη είτε στημένη από τη Ρωσία, θα καλεί σε εδώ και τώρα πέρασμα σε «ένοπλες και βίαιες μορφές πάλης», αφού «είδαμε τι πάθαμε με την πολλή δημοκρατία». Ο σοσιαλιμπεριαλισμός ξέρει να παίζει με τις αυθόρμητες αντιθέσεις μέσα σε κάθε πολιτικό ρεύμα και κάθε κοινωνική τάξη, «πιάνοντας» πόστο και στις δύο πλευρές των αντιθέσεων και οξύνοντάς τες στο έπακρο, έτσι που κάθε ενοποιητικό κέντρο να συντρίβεται και να φαντάζει θλιβερό ή και ύποπτο και στους δύο πόλους.

Ως εξουσία (έμμεσα) του ρεύματος της Αδελφότητας παραμένει έτσι πια μονάχα με μια Τουρκία του αρκετά -πλέον- εξαρτημένου από τη Μόσχα Ερντογάν, στον οποίο η Ρωσία δίνει συνεχώς «τυράκια» για να εξασφαλίζει τη συμμαχία μαζί του. Ένα από αυτά είναι η πρόσφατη νίκη που χάρισε στον σύμμαχό του, Αλίγεφ του Αζερμπαϊτζάν, έναντι της Αρμενίας στο Καραμπάχ (ήταν άλλωστε και ένας τρόπος οι Αζέροι να μπουν, έστω μέσω Ερντογάν, στην τροχιά της συμπόρευσης με τη Μόσχα, για να «κοπεί» ακόμη μία ανεξάρτητη ενεργειακή πηγή προς την Ευρώπη).

Άλλο τέτοιο «τυράκι» ήταν το κλείσιμο του ματιού για την άδικη και αποσχιστική ανακήρυξη - οριστικά πια - κατοχικού κράτους στην Κύπρο, χωρίς φυσικά η Ρωσία να χάσει τους ερωτευμένους μαζί της δούλους που διαθέτει στις ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου. Τρίτη εκδούλευση που έχει πουλήσει η Μόσχα στην Τουρκία είναι το έδαφος που της έχει παραχωρήσει στη βόρεια Συρία, για να μπορεί να αντιμετωπίζει - όπως πιστεύει ο ίδιος ο Ερντογάν - την απειλή των αποσχιστών Κούρδων του PKK, οι οποίοι όμως, ω του θαύματος, είναι ήδη από τη δεκαετία του ‘80 ρωσόδουλοι, για την ακρίβεια στημένοι ως οργάνωση από τις ρώσικες μυστικές υπηρεσίες για την αποσταθεροποίηση της νατοϊκής Τουρκίας.

Με δυο λόγια δηλαδή, η Ρωσία υποδύεται στον Ερντογάν ότι είναι ο χορηγός του περιφερειακού ηγεμονισμού του, την ώρα που κατ’ αντιδιαστολή η Δύση έφτασε να στηρίξει ακόμη και το πραξικόπημα Γκιουλέν εναντίον του το 2016. Ο Ερντογάν βέβαια ξεχνάει - ή κάνει πως ξεχνάει, γιατί δε μπορεί να κάνει αλλιώς - ότι τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος, τα διεθνούς εμβέλειας, αγγλόφωνα ρωσικά κρατικά δίκτυα (RT) πανηγύριζαν μαζί με το BBC και τα αμερικάνικα κανάλια υπέρ των «κοσμικών δυνάμεων του στρατού που ανέτρεπαν τον ισλαμιστή». Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Πούτιν είχε στείλει τον φασίστα «γεωπολιτικό γκουρού» του, Ντούγκιν, για να προειδοποιήσει την Άγκυρα ότι επίκειται πραξικοπηματική κίνηση από στρατιωτικούς, για να είναι καλυμμένος σε καθεμία από τις δύο πιθανές εκβάσεις της υπόθεσης.

Έτσι, η Μόσχα είχε και πάλι «πιάσει» στασίδι και τους δύο πόλους της αντίθεσης: εάν το γκιουλενικό πραξικόπημα πετύχαινε, θα έχτιζε μαζί του σχέσεις ανάλογες με εκείνες με τον Σίσι. Όταν αυτό απέτυχε, έτρεξε να συγχαρεί πρώτη τον Ερντογάν για την επιτυχή αντιμετώπιση των πραξικοπηματιών, σε αντίθεση με τις δυτικές καγκελαρίες, που όχι μόνο έδειξαν δυσαρέσκεια για την ήττα του πραξικοπήματος, αλλά ασχολούνταν αποκλειστικά με την κριτική κατά του Ερντογάν για το ξήλωμα των γκιουλενιστών από τον κρατικό μηχανισμό, κατηγορώντας τον ως κρυφοδικτάτορα!

Δίπλα στην Τουρκία μένει και ένα φιλο-Αδελφοί Μουσουλμάνοι Κατάρ που την ακολουθεί κατά πόδας και, πιεσμένο από τους μύωπες Σαουδάραβες και Εμιρατιανούς, διατηρεί αγαστές σχέσεις με τον «προαιώνιο» εχθρό των τελευταίων, το ολοένα και πιο φιλικό προς τη Μόσχα αντιδραστικό Ιράν των μουλάδων του Χαμενεΐ και του αρχιρωσόφιλου φασίστα νέου προέδρου Ραΐσί.

Ταυτόχρονα, η Ρωσία εμφανίζεται με την άλλη φορεσιά της και ως κοσμικός φίλος Σαουδαραβίας και Εμιράτων κατά του «κινδύνου του ριζοσπαστικού Ισλάμ», όταν στηρίζει τον Σαουδάραβα νεοδικτάτορα του παλατιού πρίγκιπα Σαλμάν στη δολοφονία του φιλο-Αδελφόρτητα φιλο-ερντογανικού δημοσιογράφου Κασόγκι. Γι’ αυτή τη δολοφονία η Δύση επί Τραμπ κυνήγησε τον Σαλμάν τόσο πολύ που να τον κάνει εχθρό της και τόσο λίγο που να μην του δημιουργήσει κανένα πραγματικό πρόβλημα στο εσωτερικό της Σ. Αραβίας, στέλνοντάς τον πεσκέσι στη Ρωσία, τουλάχιστον ως φίλο.

Έτσι, ο Πούτιν στέκεται στον ψηλό του πύργο στο Κρεμλίνο έχοντας πεισμένους αμφότερους τους πόλους (από τη μία Σαουδαραβία, Εμιράτα, παρά και τις μεταξύ τους αντιθέσεις και από την άλλη Ερντογάν, Αδελφότητα, Κατάρ, Ιράν) ότι είναι ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσαν να έχουν σε αυτό τον κόσμο και ο άνθρωπος στον οποίο πρέπει να προσφεύγουν για να μεσολαβεί και να λύνει τις αντιθέσεις τους.

Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο Ερντογάν δεν ενοχλείται καθόλου που ο πιστός φίλος του Κρεμλίνου, Σίσι, ενώνεται με το Ισραήλ και με το ρώσικο δίδυμο Ελλάδας - Κύπρου για να τον αποκλείσει από τους υδρογονάνθρακες της Μεσογείου και δε ζητάει λογαριασμό από τον Πούτιν γι’ αυτό είναι ακόμη μια χαρακτηριστική εκδήλωση αυτού του φαινομένου.

Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές πληρώνουν έτσι νομοτελειακά την ιδεολογική τους καθυστέρηση, απότοκο της ταξικής τους αντιδραστικότητας και αδυναμίας, να ρουφηχτούν σούμπιτοι από την κνίτικη ανάλυση ότι η «κομμουνιστική» Ρωσία πέθανε το 1991 και στη θέση πλέον, ως κύριος εχθρός τους, βρίσκονται τα κάθε λογής ισλαμικά πολιτικά ρεύματα, δηλαδή ένα μεγάλο μέρος του Τρίτου Κόσμου που παλεύει για ανεξάρτητη ανάπτυξη και ζωή, έστω κάτω από ξένη, μη προλεταριακή και μη λαϊκή σημαία. Έτσι χτυπούν τους φίλους τους ή έστω τις ενδιάμεσες δυνάμεις και δυναμώνουν τους εχθρούς τους, που είναι ακόμη περισσότερο εχθροί λαών, εθνών και μη ιμπεριαλιστικών κρατών, δηλαδή τον ρωσοκινέζικο νεοναζιστικό άξονα. Όταν ξυπνήσουν θα είναι αργά, αλλά τότε έτσι κι αλλιώς την υπόθεση θα την πάρουν στα χέρια τους οι λαοί του Τρίτου Κόσμου και της Ευρώπης.

*Επιλέξαμε να μην ξεστρατίσουμε εδώ σε μια γενική ανάλυση του ταξικού και ιδεολογικού χαρακτήρα του ρεύματος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και της πάλης γραμμών στο εσωτερικό της εδώ και δεκαετίες. Έχουμε καταγράψει σε άρθρα μας για τις εξελίξεις στις μουσουλμανικές χώρες κάποιες πρώτες αναλυτικές πλευρές, οι οποίες θα φωτιστούν πιο συμπεριληπτικά σε χωριστό άρθρο μας για το ζήτημα στο μέλλον.