Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΑΚΚΕ ΣΤΟΝ ΙΜΠΡΑΜ ΟΝΣΟΥΝΟΓΛΟΥ

Είναι μια πελώρια απώλεια για την τουρκική εθνική μειονότητα και μια ακόμα μεγαλύτερη για ολόκληρη τη χώρα και ειδικά για την πραγματική αριστερά της ο θάνατος του Ιμπράμ Ονσούνογλου στις 4 του Μάη. Θα χρειαστεί να πάρει νέα πικρά ιστορικά μαθήματα ο λαός μας όλων των εθνοτήτων του για να βγάλει έναν άνθρωπο πουνάχει τόση δύναμη χαρακτήρα, ανοιχτό μυαλό και τιμιότητα ώστε να αποτολμά με όλη του την ύπαρξη να πάει κόντρα στους πάντες για να τον ενώσει, αντιπαλεύοντας τους εθνικισμούς που τον δηλητηριάζουν, τον χωρίζουν και τον σκοτώνουν.

 

Ο Ιμπράμ Ονσούνογλου ήταν και έμεινε με συνέπεια πολιτικά και ιδεολογικά ένα γνήσιο παιδί του αντιδικτατορικού αγώνα, έτσι όπως ήταν σαν φοιτητής της ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ένας αριστερός που είχε ακριβώς σαν μειονοτικός το πλεονέκτημα και την κατάρα να δει γρήγορα μια αλήθεια που τα άλλα παιδιά της μεγάλης εξέγερσης δεν είδαν ποτέ, δηλαδή πόσο εύθραυστη, πόσο ασύλληπτα περιορισμένη και πόσο αντιφατική ήταν η μεταπολιτευτική ελληνική δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία δεν ήρθε ποτέ στ αλήθεια και η χούντα ποτέ στ αλήθεια δεν έπεσε για την τουρκική μειονότητα. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό ότι σε μια πρώτη φάση και πριν σταδιακά κάπως βελτιωθούν τα πράγματα γίναν για τη μειονότητα ακόμα χειρότερα από όσο στη χούντα. Δηλαδή πιο μεγάλο κυνηγητό, ακόμα και εκδίωξη από τη χώρα όσων επέμεναν στην εθνική τους ταυτότητα, διωγμός στην ιδιοκτησία, διωγμός στην εκπαίδευση, διωγμός παντού. Το άγος της τουρκικής μειονότητας μετά την πτώση της χούντας είναι η πιο χειροπιαστή απόδειξη ότι την πτώση της χούντας δεν την έφερε η νίκη του Πολυτεχνείου, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά η ήττα του ελληνικού σοβινισμού στην Κύπρο και η διχοτόμηση του νησιού. Οπότε ο ελληνικός σοβινισμός όχι μόνο δεν έχασε καθόλου την ορμή του με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αλλά ίσα ίσα θέριεψε και αντί να βγάλει το παραμικρό δίδαγμα από το Κυπριακό ελαφρώνοντας την καταπίεση της μειονότητας της Θράκης που την λέει πάντα μουσουλμανική, αλλά τη μισεί σαν τουρκική σκέφτηκε να την αυξήσει.

Ο Ιμπράμ όπως και όλοι οι δημοκράτες της μειονότητας πάλεψε να αλλάξει αυτή την κατάσταση σε συμμαχία με το ελληνικό δημοκρατικό κίνημα. Σύντομα όμως διαπίστωσε ότι ο κορμός αυτού του κινήματος που ιδιαίτερα στην επαρχία ήταν το ΠΑΣΟΚ, συνέχιζε το έργο της σοβινιστικής δεξιάς στη μειονότητα, ενώ και η επίσημη λεγόμενη αριστερά που τολμούσε να παριστάνει τη διεθνιστική αντιπολίτευση στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, επέμενε να μην αναγνωρίσει την μειονότητα στην ουσία της, δηλαδή σαν τουρκική, πράγμα που σημαίνει ότι αρνιόταν, όπως αρνείται ως σήμερα να της αναγνωρίζει όπως και όλοι οι άλλοι τα κοινωνικά και πολιτιστικά της δικαιώματα. Τα ελάχιστα απ’ αυτά είναι η ουσιαστική εκπαίδευση της στην τουρκική γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες, η συμμετοχή της στην ελληνική κρατική διοίκηση, ειδικά στην αστυνομία και στο στρατό, η θρησκευτική της ελευθερία, οπότε και η ελεύθερη εκλογή δικών της μουφτήδων, και η πραγματική και πλήρης ισομεταχείριση στην οικονομική ζωή.  

Στην ουσία το ελληνικό πολιτικό καθεστώς με την εχθρική αντιμειονοτική και αντιτουρκική πολιτική του έσπρωξε την μειονότητα να βρει καταφύγιο στην προστασία του τουρκικού κράτους, ακριβώς για να μπορέσει να την συκοφαντήσει και να τη διώξει ψυχικά από τη χώρα. Και το τουρκικό κράτος ανέλαβε αυτή την προστασία με τους όρους του, δηλαδή να ρυθμίζει εκείνο τη σχέση της μειονότητας με το ελληνικό κράτος, ανάλογα με τους τοπικούς και διεθνείς συσχετισμούς ισχύος, δηλαδή να είναι αυτό που διαπραγματεύεται το ύψος και το εύρος των δημοκρατικών παραχωρήσεων του ελληνικού κράτους στην τουρκική μειονότητα και να οδηγεί τους αγώνες της για τα οποία δημοκρατικά της δικαιώματα. Αυτό το παιχνίδι ήταν το μόνο που αποδέχτηκε το ελληνικό κράτος, που επιχείρησε έτσι να μετατρέψει τη μειονότητα σε μία μάζα ανθρώπων που τη ζωή της θα την όριζε το ελληνικό και το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών.

Αυτό το παιχνίδι αρνήθηκαν από την πρώτη στιγμή να το παίξουν οι πιο δημοκρατικοί άνθρωποι της μειονότητας και πρώτος και με μεγαλύτερη συνέπεια και θάρρος ο Ιμπράμ Ονσούνογλου. Αυτός από τη μια έμεινε ακλόνητος στο να καταγγέλει την καταπίεση της μειονότητας από το ελληνικό κράτος και από τους αντιδραστικούς της πλειονότητας οι οποίοι συμμετείχαν η και υπερθεμάτιζαν σε αυτήν την καταπίεση, ενώ από την άλλη βρέθηκε στο στόχαστρο του τουρκικού κράτους που ήθελε να στηριχθεί όχι στη δημοκρατία, στην πρόοδο και στην αριστερά μέσα στη μειονότητα αλλά στους εθνικιστές μέσα της, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να στηριχθεί στα πολιτικά και κοινωνικά πιο συντηρητικά της στοιχεία.

Έτσι ο Ιμπράμ Ονσούνογλου έμεινε να δίνει έναν διμέτωπο αγώνα σε όλη του τη ζωή, αρνούμενος να υποταχθεί από τη μια στο ελληνικό πολιτικό καθεστώς που στραγγάλιζε άμεσα την μειονότητα και από την άλλη στο τουρκικό κράτος που μέσω των εθνικιστών μέσα στη μειονότητα της στερούσε τη δυνατότητα να στηριχθεί στον εαυτό της και στους έλληνες δημοκράτες, οπότε αντικειμενικά απομόνωνε και τα πιο φωτισμένα και δημοκρατικά στοιχεία της μειονότητας. Το αποτέλεσμα ήταν ο Ιμπράμ να γευτεί από όλες τις εκδοχές της ελληνικής αστικής τάξης, δεξιές και «αριστερές», την ποινή της πολιτικής περιθωριοποίησης που θα τύχαινε κάθε ασυμβίβαστος υπερασπιστής των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας, ενώ από την πλευρά του τουρκικού κράτους δέχτηκε ακόμα και την κατηγορία της προδοσίας της μητέρας πατρίδας, όπως την αποκαλούν οι εθνικιστές, οπότε και σε ένα βαθμό και για κάποιες μακρές περιόδους τον εθνοτικό εξοστρακισμό του.  

Αυτή η συνεπής και θαρραλέα στάση του Ιμπράμ ήταν αυτή που μας έδωσε τη χαρά να τον γνωρίσουμε και την τιμή να υπερασπίσουμε μαζί του την ίδια αντίληψη για το πως μπορούν να στέκονται οι εθνικές μειονότητες στο σύγχρονο κόσμο, ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που έχει στηθεί σαν κράτος πάνω στην εθνοκάθαρση, δηλαδή στη γενοκτονική σφαγή, στην μαζική εκδίωξη από τη χώρα ή στη βίαιη αφομοίωση όλων των βαλκανικών εθνοτήτων που υπήρχαν στο έδαφός της πριν γίνει κράτος. Οι δύο μόνες παλιές εθνότητες που επιτρέπεται να υπάρχουν, η τουρκική και η εθνικά μακεδονική υπάρχουν εξαιτίας της τόλμης τους και κυρίως εξαιτίας των εξωτερικών πιέσεων και των διεθνών συνθηκών που το ελληνικό πολιτικό καθεστώς απλά δεν μπορεί ακόμα ωμά να ποδοπατήσει.

Δεν θυμόμαστε μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες και τους περιορισμούς τον Ιμπράμ να παρέκκλινε ποτέ ούτε πόντο από τις διακηρυκτικές θέσεις που από κοινού ο ίδιος σαν εκπρόσωπος των Τούρκων Επιστημόνων της Δυτικής Θράκης, ο εκπρόσωπος του Ουράνιου Τόξου και ο εκπρόσωπος της ΟΑΚΚΕ, είχαν προτείνει και περιελήφθησαν στις αποφάσεις στην ιστορική διεθνή συνάντηση των βαλκανικών εθνικών μειονοτήτων στο Τέτοβο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 1997, ανάμεσα τους σε εκείνη την πολύ καίρια που εναντιωνόταν στους μεγαλοκρατικούς εθνικισμούς που είναι πάντα πολύ ισχυροί μέσα στις εθνικές μειονότητες:

«Οι εθνικές μειονότητες πρέπει να αρνούνται να γίνονται αντικείμενο διακρατικών ανταγωνισμών και επεμβάσεων στα εσωτερικά της χώρας στην οποία ζουν. Αντίθετα πρέπει να συνεργάζονται με τους λαούς της χώρας στην οποία ζουν και να βαθαίνουν τη σχέση μαζί τους. Έτσι θα αναδειχθούν σε ισχυρό παράγοντα ειρήνης και συνεργασίας στα Βαλκάνια και σε ολόκληρη την Ευρώπη» (https://www.oakke.gr/na1997/na294.pdf, http://www.historyofmacedonia.org/MacedonianMinorities/Declaration.html, σημείο XII).

Ο Ιμπράμ ενώ ήξερε ότι μια εθνική μειονότητα μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερη μόνο αν στηρίζεται στους δημοκράτες της μεγάλης πλειοψηφίας της χώρας που ζει, από την άλλη σαν διεθνιστής και άνθρωπος που είχε βαθιά επαφή με τις μάζες δεν έχανε από τα μάτια του ότι δεν μπορούσε από μόνη της μια τέτοια προστασία να είναι αποτελεσματική για τη μειονότητα όσο δεν επικρατούσε ειρήνη και με τη χώρα της εθνικής καταγωγής της μειονότητας, γι’ αυτό πάλεψε γι’ αυτήν υποστηρίζοντας πάντα και αναζητώντας το δίκιο και τη σωστή θέση απέναντι στις εθνοκρατικές διεκδικήσεις στις δυο πλευρές του Αιγαίου.  

Στην πραγματικότητα στο ζήτημα της ειρήνης και του πολέμου βρίσκεται η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η πραγματική αντιφασιστική αριστερά στην Ελλάδα. Η ψύχραιμη ανάλυση και τελικά η ίδια η ζωή δεν θα αργήσει για πολύ ακόμα να μας δώσει την αναντίρρητη για κάθε τίμιο άνθρωπο απάντηση στο ποιος είναι ο κύριος υπεύθυνος της έχθρας που δηλητηριάζει εδώ και 60 χρόνια τις σχέσεις των δύο χωρών. Εμείς από την πλευρά μας είμαστε πεισμένοι ότι μετά τα 1965 έχουμε να κάνουμε με μια νέα έκδοση του Ανατολικού Ζητήματος όπου την ελληνοτουρκική έχθρα την προκαλούν ξανά οι νέοι Τσάροι ακριβώς στα χνάρια των παλιών. Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι ότι η περίοδος που έρχεται εγκυμονεί το φασισμό και τον πόλεμο και χρειαζόμαστε όσο ποτέ ανθρώπους που από την ιδεολογική συγκρότηση και τη στάση τους μπορούν να ενώνουν έναν λαό και τις εθνότητες που τον αποτελούν. Ο Ιμπράμ ήταν από αυτούς που είχαν και την καρδιά και το μυαλό για να εμπνέουν πολύ κόσμο σ’ αυτό το σκοπό. Αν αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται όλο το αποτέλεσμα της δράσης του αυτό οφείλεται μόνο στο ότι η εποχή του δεν ήταν κυρίως της συγκομιδής αλλά της σποράς.

Ο Ιμπράμ θα μας λείψει πολύ. Θα μας λείψει και σαν άνθρωπος. Για την καλοσύνη, την ανοιχτάδα, την απλότητα και το υπέροχο χιούμορ του. Μας παρηγορεί ότι τέτοιοι άνθρωποι μένουν πάντα ζωντανοί στις καρδιές μας.

Για την ΚΕ της ΟΑΚΚΕ

Ηλίας Ζαφειρόπουλος

 

-Δημοσιεύτηκε στο φ. 557 της Νέας Ανατολής (Απρίλης, Μάης, Ιούνης 2021)-