Χτυπήματα Του Τσαρισμού Στην Ελληνικήκκλησία Και Αντιστάσεις

H σύγκρουσητης Ρωσίας με την ελληνική ορθόδοξη εκκλησίαείναι παλιά. Για την ακρίβεια είναι ταυτόχρονη μετη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου (ή για τηνακρίβεια σχετικά ανεξάρτητου) ελληνικού κράτουςκαι έχει σαν αιτία της αυτήν ακριβώς την σχετικήανεξαρτησία.

Η πρώτη εκδήλωση αυτής της σχετικήςανεξαρτησίας μετά το ρωσοκίνητο θρησκευτικόόλεμο του 1821 και το ρώσικο αποικιακό καθεστώςΚαποδίστρια που αυτός εγκατέστησε, ήταν τοωνικό κράτος. Αυτό το κράτος στα βασικά τουσυστατικά, ιδιαίτερα στην εξωτερική τουλιτική, εξακολουθούσε να είναι ένα εξάρτηματου τσαρισμού, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια τηςαντιβασιλείας. Αυτό γινόνταν χάρη στον φιλορώσοαρχηγό της Αντιβασιλείας Άρμανσμπεργκ, και τονάγγλο πρεσβευτή Ντόκινς, άνθρωπο του Πάλμερστον,ότε και της Ρωσίας, χωρίς πάντα να μιλάμε γιατην άμεση ρώσικη εξάρτηση και επιρροή πουεξασφαλιζόταν από τον ρώσο πρεσβευτή Κατακάζικαι κυρίως από το ρώσικο κόμμα και τοναρχιταραξία αρχηγό του Κολοκοτρώνη.

Όμως από την εσωτερική πλευράροβάλλονταν αντιστάσεις από την Βαυαρικήδιοίκηση στην ρώσικη επέμβαση και τηνυπονόμευση. Το κέντρο αυτής της αντίστασης και ηέκφραση της πιο φωτισμένης πλευράς τηςκυβέρνησης της αντιβασιλείας ήταν ο Μάουρερ.

Ο Μάουρερ ήταν μια κολοσσιαίαδιανοητική μορφή του 19ου αιώνα, ένας πρωτοπόροςεθνολόγος και κοινωνιολόγος και μια μορφή τηςνομικής επιστήμης που οι θαυμαστές του Μάρξ καινγκελς κατέτασαν δίπλα στον μεγάλο εθνολόγοόργκαν.

Αυτός ο γίγας λοιπόν ήρθε να δώσειδιοικητικούς θεσμούς σε ένα “ελληνικό κράτοςφάντασμα”, όπως το αποκάλεσε ο Μάρξ, που ήταν σταέρια των ρώσων πραχτόρων και των συμμοριών τωνκλεφτοοπλαρχηγών, στα χέρια τηςευτοαριστοκρατίας των κοτσαμπάσηδων καθώς καιστα χέρια της γραφειοκρατικής επτανησιακήςώρας, που στον ένα ή τον άλλο βαθμό ήταν όργανατου τσαρισμού ή σέρνονταν πίσω από το άρμα του. Οάουρερ ήταν ο τρίτος της τριανδρίας τηςΑντιβασιλείας δίπλα στους Άρμανσμπεργκ καιΆμπελ.

Αυτός ο γίγας καταφαγώθηκε από τουςκοριούς, αλλά κυρίως εξοβελίστηκε καιαπομακρύνθηκε χάρη στις δραστήριες ρώσικεςδολοπλοκίες που έγιναν αποτελεσματικές μέσω τωνΠάλμερστον και Ντόκινς (ή σε σύγχρονη γλώσσα τωνΚλίντον και Μπέρνς). Ο Μάουρερ ήταν ο άνθρωπος πουέστησε τον στρατό και τη διοίκηση και, κυρίως, τονδικαστικό μηχανισμό και την νομοθεσία του νέου κράτους.

Ανάμεσα στα μεγάλα έργα του Μάουρερήταν το ότι απέσπασε την ελληνική εκκλησία απότην επιρροή της Μόσχας, που προσπαθούσεαξιοποιώντας και το Πατριαρχείο νααντιπαρατεθεί στις διαθέσεις των παπάδων και στηγραμμή του Μάουρερ που ήταν υπέρ του Αυτοκέφαλου,δηλαδή της θρησκευτικής και διοικητικήςανεξαρτησίας της ορθόδοξης εκκλησίας από τονμεγάλο ορθόδοξο αδελφό.

Αυτή η ανεξαρτησία δεν ήταν δυνατή ανδεν συνδυαζόταν με την ύπαρξη ενός νέου προστάτηυ δεν μπορούσε να ήταν άλλος από το ίδιο τοελληνικό κράτος. Είναι ο Μάουρερ που βρίσκεταιστην ιστορική βάση αυτού του δεσμού εκκλησίαςκαι κράτους, ο οποίος έγινε στη συνέχεια βαρίδιστη νεοελληνική εξέλιξη και στον οποίο χρωστάμεαυτή τη ταύτιση της εκκλησίας με τον ελληνικόεπεκτατισμό και τον πρωτοπόρο ρόλο που έχειαίξει σ' αυτόν.

 

Όμως η ενότητα κράτους εκκλησίας επίάουρερ δεν ήταν μια αντιδημοκρατική πράξη αλλάσα ίσα μια πράξη προόδου γιατί δεν αφορούσε ένααστικό κράτος που έψαχνε να απαλλαχτεί από τηνφεουδαρχική του εκκλησία, αλλά ένα κράτος ληστώνκαι αποικιοκρατικό που προσπαθούσε νααπαλλαχτεί από τον εξωτερικό φεουδαρχικό τουμεγάλο δυνάστη, ανεξαρτητοποιώντας την εκκλησίατου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μόσχα πάντατύπησε τις αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες τωνΒαλκανίων, ακριβώς γιατί χτύπησε την κρατικήτους ανεξαρτησία. Σε αυτό το σημείο συμπορεύτηκεάντα με το Φανάρι, που επίσης για τους δικούς τουλόγους δεν ήθελε το αυτοκέφαλο, δηλαδή τιςεθνικές εκκλησίες που αμφισβητούσαν τη δικιά τουρησκευτικο- διοικητική ηγεμονία. Είναιαρακτηριστικό που ο τσαρισμός το ’21συγκρούστηκε με το Φανάρι το οποίο δεν ήθελε τηνεξέγερση για να μην χάσει τους δεσμούς του με τοωμανικό κράτος από το οποίο εξασφάλιζε τηνρησκευτικο-διοικητική του ηγεμονία στο ρωμέϊκομιλιέτ, δηλαδή στους ορθόδοξους της οθωμανικήςΑυτοκρατορίας. Όταν όμως ξέσπασε το κίνημα του21 και όταν αργότερα απέτυχε να διατηρήσει τορώσικο καποδιστριακό κράτος στην Ελλάδα, τότε οτσαρισμός συνασπίστηκε με το Φανάρι για νααποφύγει μια πραγματικά ανεξάρτητη, δηλαδήανεξάρτητη από το Κρεμλίνο ορθόδοξη εκκλησία.

Η ανεξαρτησία ήταν και μια τάση τηςδιας της εκκλησίας μετά το 1930, δηλαδή τωνεπικεφαλής επισκόπων της που παλιότερα ήτανάνθρωποι του Πατριαρχείου, γι αυτό οΚαποδίστριας δεν την άφησε ποτέ να οργανωθεί καιτην κράτησε διαλυμένη, παρασιτική και όσο μπορούσε πιοαμόρφωτη.

Ο Μάουρερ αποτάνθηκε στους Επισκόπουςκαι τους ρώτησε τι θέλουν με ιδιωτικήαλληλογραφία ( "O ελληνικός λαός", Μάουρερεκδ. Τολίδη σελ. 500). Αυτοί απάντησαν όλοιανεξαίρετα ότι ήθελαν “ανεξαρτησία τηςκκλησίας και την ίδρυση Ιεράς Συνόδουδιορισμένη από τη Βασιλεία”. Ο Μάουρερ γράφειυπερασπιζόμενος αυτή τη θέση: “ Εφ’ όσονλοιπόν έπρεπε και η Πολιτεία και η Εκκλησία ναγίνουν πραγματικά ελεύθερες δεν είχαμε άλλοδρόμο να διαλέξουμε”.

Ύστερα από αυτή την ευνοϊκή απάντησητων Επισκόπων ο Μάουρερ οργάνωσε Συνέλευση όλωντων Επισκόπων στο Ναύπλιο στις 27 Ιούλη του 1833.Αυτοί εκεί αποφάσισαν παμψηφεί ότι η κυβέρνησηρέπει να διακηρύξει “ ανεξάρτητη καιαυτοκέφαλη εκκλησία στα θρησκευτικά ζητήματαενώ στα διοικητικά να αναγνωρίζει ως αρχηγό τονΒασιλέα της Ελλάδος”.

Στις 23 Ιουλίου δημοσιεύτηκε στηνεφημερίδα των κυβερνήσεων 1833 (αρ. φ.23 σελ. 169-174), ηιακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελληνικήςκκλησίας. Αυτή η Ανεξαρτησία ήταν στην ουσίαεξωτερική, δηλαδή απέναντι στο Φανάρι και τονΤσάρο, αλλά όχιαπέναντι στο κράτος. Μια τέτοια ανεξαρτησίαεκείνη την ώρα ήταν δίχως νόημα και για τηνεκκλησία και για το κράτος. Σύμφωνα με τονάουρερ “είναι φανερό ότι η ελληνική Ιεράύνοδος είναι πολύ πιο ελεύθερη και διατηρείλύ μεγαλύτερη ανεξαρτησία απέναντι στο Κράτοςαπό ότι η Ρωσική”.

Επίσης θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότιαυτή η εκκλησία ήταν πιο ανεξάρτητη και από τησημερινή σε σχέση με το σημερινό κράτος τουΠαπανδρεϊσμού, καθώς οι Παπάδες δεν πληρώνονταναπό το τότε κράτος και δεν ήταν υπάλληλοι. Αυτό τοτονίζει ο Μάουρερ. Άλλωστε και ο διορισμός τηςΙεράς Συνόδου από τον Βασιλιά ήταν στην ουσίατυπικός. Στην ουσία εγκρινόταν ο κατάλογος πουτου έδιναν οι Επίσκοποι.

Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να αντιδράσειλυσσαλέα ο Τσαρισμός σ’ αυτή την πρόκληση τουάουρερ και της ελληνικής εκκλησίας. Πριν κιόλαςαπό την Συνέλευση του Ιούνη και τη Διακήρυξηάρχισαν οι πιέσεις με επίκληση πάντα του λαού καιτης κοινής γνώμης όπως κάνει πάντα ο τσαρισμόςόταν έχει πολιτική δύναμη. Γράφει ο Μάουρερ (“Ολληνικός λαός”, σελ. 501-502 ):

 

“Μόλις δηλαδή μαθεύτηκε ότι ηελληνική κυβέρνηση μελετά το θέμα της Ελληνικήςκκλησίας, ξαμολύθηκαν στο λεφτό λογιών λογιώνύποπτα στοιχεία για να διαστρεβλώσουν τις καλέςροθέσεις της. Ως και απ’ έξω από την Ελλάδακατάφθασαν καλόγεροι για να δημιουργήσουναναστάτωση. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ένας απότον Άθω, κάποιος Προκόπιος, άνθρωπος με ύποπτηφήμη και σκοτεινό παρελθόν. Αυτός λοιπόν ήρθε στοαύπλιο και άρχισε ανοιχτή προπαγάνδα κατά τηςΑνεξαρτησίας της Εκκλησίας, μπροστά στα μάτια τηςΑντιβασιλείας. Σ’ άλλους έλεγε πως σκοπός μαςείναι να τους κάνουμε όλους καθολικούς, και σ’άλλους πως όλ’ αυτά βοηθούν στην εξάπλωση τουΠροτεσταντισμού. Την ίδια ακριβώς εποχή ήρθε καικάποιος πρώην αρχιεπίσκοπος Αδριανουπόλεως, ος ενώ παρίστανε τον απαρηγόρητο για τηνκατάληψη της Αδριανούπολης από τους Ρώσους, στηνραγματικότητα κατέφυγε στη Ρωσία κι από κειτσίμπησε μια σημαντική επιχορήγηση. Αυτός πάλικοίταζε να επηρεάσει τους έλληνες επισκόπους,και καθώς ήταν οικογενειακός φίλος του Κατακάζυ (σ.στου Ρώσου πρεσβευτή), τα λόγια του είχανιδιαίτερη απήχηση. Εν τω μεταξύ, κι ο ίδιος οώσος πρεσβευτής σε κάτι ανακοινώσεις του προςτους έλληνες επισκόπους, άφησε να εννοηθεί πως θαέπρεπε ν’ αντισταθούν στην απόφαση τηςΚυβέρνησης. Στο τέλος μπήκαν στη μέση κι οιεφημερίδες. Μία απ’ αυτές ο “Χρόνος” – όργανο των καποδιστριακών– χτυπούσε τα μέτρα που σκόπευε να πάρει ηκυβέρνηση και υποστήριζε τα όσα έλεγαν οκαλόγερος του Άθω και ο επίσκοπος που είχε έρθειαπ’ τη Ρωσία. Οι άλλες εφημερίδες μολονότιτάχθηκαν υπέρ των μέτρων, ζητούσαν να ερωτηθούνόχι μόνον οι επίσκοποι, αλλά κι οι αρχιμανδρίτεςκι όλος ο υπόλοιπος κλήρος, μέχρι κι οι καλόγεροι.λεγαν ότι η συζήτηση αυτή πρέπει να πάρειμεγαλύτερη δημοσιότητα, και μερικές μάλισταυποστήριζαν πως θα έπρεπε να συγκληθεί Εθνικήυνέλευση για ν’ αποφασίσουν οι αντιπρόσωποιτου λαού πάνω σ’ ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.

Ήταν όμως φως φανάρι πως όλος αυτός οόρυβος και οι εκδηλώσεις δεν απέβλεπαν στο καλότου τόπου και της θρησκείας, αλλά ξεκινούσαναπλώς από κομματικά ελατήρια. Γιατί ήσαν τελείωςαντίθετα με όσα μας είχαν πει πάνω σ΄αυτό το θέμαόταν πρωτοήρθαμε, καθώς και με τους πόθους τουελληνικού λαού σ’ όλη τη διάρκεια τουΑπελευθερωτικού Αγώνα. Έτσι κι εμείς, μόλιςείδαμε ότι το Πατριαρχείο διόρισε έναναρχιεπίσκοπο και τον έστειλε στο Ζητούνι νακαταλάβει την Επισκοπή, - πράγμα που δεν είχεξαναγίνει από το 1821, κι ούτε κι ο Καποδίστριας τοείχε επιτρέψει – καταλάβαμε ότι έπρεπε να μπειτέρμα σ’ όλο αυτό το θόρυβο, και να παρθεί μιαριστική απόφαση”.

Η ρώσικη στάση έγινε πιο σαφής στονκόσμο όταν άρχισε τις εργασίες της η πρώτηύνοδος. Γράφει ο Μάουρερ (σελ 508):

 

“Στις 25 Ιουλίου (6 Αυγούστου) 1833 έγινε οδιορισμός της πρώτης Συνόδου, και δύο μέρεςαργότερα άρχισαν επίσημα οι εργασίες της κάτωαπό τους ήχους γιορταστικών κανονιοβολισμών.Όλος ο ελληνικός Λαός γιόρτασε τη μεγάλη τούτημέρα της Εκκλησία του. Και στη πανηγυρική αυτήεκδήλωση δεν ήταν μονάχα σύσσωμος ο Λαός που πήρεμέρος ζητωκραυγάζοντας τη χαρά του, αλλά κι απ’όλες τις πρεσβείες και τα ξένα πολεμικά πλοία πουαγκυροβολούσαν στο λιμάνι του Ναυπλίου δενέλειψε ούτε ένας. Οι μόνοι που παρέμειναν άφαντοιτούτη τη μέρα ήταν τα μέλη της Ρώσικης Πρεσβείαςκαι τα πλοία του ρωσικού στόλου.

Η απουσία των ρωσικών αρχών από τημεγάλη τούτη εθνική γιορτή σχολιάστηκεδυσμενέστατα. Γιατί οι Έλληνες, πάνω απ’ όλα,είναι πατριώτες, και η συμπεριφορά αυτή τηςωσίας πλήγωσε βαθειά το πατριωτικό τουςαίσθημα. Κάθε Έλληνας αισθανόταν τώρα υπερήφανοςγιατί ανήκε σε μια ελεύθερη και ανεξάρτητηεθνική Εκκλησία, και επιπλέον κάτι τέτοιο –δηλαδή Εκκλησία που να φέρει το ίδιο όνομα με τηνΠολιτεία – μέχρι της στιγμής τουλάχιστον, κανέναάλλο Κράτος δεν είχε.

Είναι αλήθεια ότι μετά από τηδημοσίευση της Διακήρυξης, μερικοί επίσκοποι –και ανάμεσα σ’ αυτούς ο Αδριανουπόλεως, για τονξαναμιλήσαμε, και ο Ρεθύμνου Κρήτης,μολονότι ο δεύτερος είχε ψηφίσει υπέρ τηςΑνεξαρτησίας στη συνδιάσκεψη των επισκόπων –ροσπάθησαν να ξεσηκώσουν το λαό εναντίον τηςΚυβερνήσεως, αλλά στην Πελοπόννησο τουλάχιστονκαμιά απήχηση δεν βρήκαν. Στα νησιά, κάτιελάχιστους οπαδούς. Και μόνο στην Τήνο έγινανρισμένες διαμαρτυρίες, και τούτο περισσότερογιατί ο κόσμος εκεί ήταν αγανακτισμένος με τουςεισπράκτορες της δεκάτης. Τελικά, και οι δύοαυτοί κληρικοί μόλις και γλύτωσαν τη σύλληψη.

Κατέφυγαν κι οι δυό τους στηνΚωνσταντινούπολη, κι εκεί προσπάθησαν ναξεσηκώσουν τον Πατριάρχη και τη Σύνοδο εναντίοντης Ελληνικής Εκκλησίας. Για όλα αυτά το μόνοετικό που ξέρουμε είναι ότι ο ΠατριάρχηςΚωνστάντιος -άνθρωπος γενικά αξιοσέβαστος–μολονότι προσπάθησαν να τον πείσουν να πάρειέση κατά της Ελληνικής Συνόδου, εκείνος δενέδειξε καμμιά προθυμία να προχωρήσει σε εχθρικάδιαβήματα, και μάλιστα δήλωσε ότι η Διακήρυξη τηςΑνεξαρτησίας ήταν ο μόνος τρόπος ν’ ανυψωθεί οελληνικός κλήρος, και μαζί μ’ αυτόν και ηκκλησία. Μας συμβούλεψε δε να συνεχίσουμε τοδρόμο που χαράξαμε, να φροντίζουμε ώστε ναδιορίζονται μόνο παντρεμένοι παπάδες, και άλλααρόμοια. Δεν ξέρω αν τα ευνοϊκά αυτά λόγια τουγια την Εκκλησία του Ελληνικού Βασιλείουστάθηκαν αφορμή να παυθεί μέσα σε λίγο χρονικόδιάστημα ο άξιος αυτός Πατριάρχης. Πάντως, το αποτέλεσμα ήταν,καθαίρεση αυτή να μεταπείσει και τουςελάχιστους ακόμα δύσπιστους, που είχαν απομείνειστην Ελλάδα, και να καταλάβουν κι αυτοί τηντεράστια σημασία της Ανεξαρτησίας”.

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι ορώτος ελληνικός εθνικισμός, εθνικισμός τουελληνικού κράτους, φανερώνεται και σαν αντίστασηστην ρώσικη ιμπεριαλιστική φεουδαρχία,ανεξάρτητα αν δεν έχει συνείδηση η ίδια σε ποιοναντιστέκεται. Βλέπουμε εδώ ότι πάλι η Ρωσίακοιτάει να κρυφτεί πίσω από κάποιον άλλον,συγκεκριμένα πίσω από το Πατριαρχείο, πράγμα πουσ’ ένα βαθμό μπερδεύει και τον διορατικόάουρερ.

Σήμερα όλο το ρώσικο συνάφι καθώς καιι έλληνες φιλελεύθεροι που έχουν επίσηςυιοθετήσει τη ρώσικη εικόνα για το ’21 και ταρώτα χρόνια του νέου κράτους, βρίσκουν σαν ρίζατου αντιδραστικού χαρακτήρα της ελληνικήςεκκλησίας εκείνη την ιδρυτική της πράξη σεσυνεργασία με τη “βαυαροκρατία”. Όμως οαντιδραστικός χαρακτήρας της εκκλησίας είναιανάλογος με τον αντιδραστικό χαρακτήρα τηςγεμονικής κάθε φορά μερίδας της αστικής τάξηςκαι τον υπηρετεί.

Όταν σφάζει η αστικοτσιφλικάδικηλλάδα την δημοκρατική επανάσταση σφάζει και ηεκκλησία, όταν υποδουλώνεται στον ιμπεριαλισμό,υποδουλώνεται κι η εκκλησία, όταν βράζει απόσοβινισμό και επεκτατισμό και κάνει δικτατορίες, βράζει και ηεκκλησία και ευλογεί αυτές τις δικτατορίες. Ηεκκλησία είναι γενικά τόσο βάρβαρη σήμερα καιαρακμασμένη, όσο είναι παρακμασμένη και βάρβαρητάξη που διοικεί τη χώρα.

Όταν όμως συγκρούεται αυτή η εκκλησίαμε την τάξη ή την αστική φράξια που διοικεί δενσημαίνει καθόλου αναγκαστικά ότι βρίσκεταιδεξιότερα από αυτήν. Η εκκλησία δεν βρέθηκεδεξιότερα από τον Παπανδρεϊσμό και γενικά από τονέο ρώσικο καθεστώς, ούτε στο Μακεδονικό, ούτε στηΒοσνία, ούτε στο Κόσσοβο. Βρέθηκε μαζί του αλλάσαν υπηρέτρια. Τώρα κοιλοπονάει γιατί το νέορώσικο καθεστώς της ζητάει πράγματα που παρά τηδιαφθορά της και την δουλικότητά της δεν μπορείνα κάνει. Συγκεκριμένα δεν μπορεί να απαλλαγείαπό τα σοβινιστικά της ένστικτα, τα ίδια εκείναυ χρησιμοποίησαν οι ρωσόδουλοι Παπανδρέου –μίτης για να έρθουν στην εξουσία. Ούτε θέλει ναάσει τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια πουτης έδωσε αυτή η 25χρονη υπηρεσία. Γι’ αυτό στηνυσία η εκκλησία αντιστέκεται όχι στοδημοκρατισμό που είναι η φασάδα της κυβέρνησηςμίτη, αλλά στους νέους τσάρους που είναι ηυσία αυτής της κυβέρνησης. Η σημερινή ελληνικήεκκλησία βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο 1833 όπου τοαντιδυτικό τσαρικό κήρυγμα των Προκόπιων και τωντροπολιτών Αδριανουπόλεως έχειαντικατασταθεί από το σύγχρονο δημοκρατικόκήρυγμα των Χρυσόστομων Ζακύνθου και τωνταθόπουλων.

Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που μιαδημοκρατική μορφή κρύβει ένα αντιδραστικόεριεχόμενο στις επιθέσεις που κάνει η τσαρικήδιπλωματία στην ελληνική εκκλησία όταν αυτή δενυποτάσσεται.

Η τακτική αυτή δοκιμάστηκε σταυαγγελικά του 1901 όταν πια είχε αρχίσει ναδυναμώνει και το δημοκρατικό αντικληρικαλιστικόκίνημα.

Τότε, όπως και σήμερα η ελληνικήαντιδραστική αστική τάξη και μάλιστα το ίδιο τοαλάτι ήταν χωρισμένο ουσιαστικά σε δύο φράξιες.Από τη μια ήταν η ρωσόφιλη με επικεφαλής τηβασίλισσα Όλγα που ήθελε το πέρασμα της Ελλάδαςστο μέτωπο με τη Γαλλία (την κατοπινή Αντάντ)ενάντια στη Γερμανία και από την άλλη ηγερμανόφιλη τάση με επικεφαλής τη Σοφία συζύγουτου διαδόχου τότε Κωνσταντίνου.

Το ρώσικο μέτωπο που έπαιζε με τιςκατ’ εξοχήν δυτικές δυνάμεις και τοδημοκρατισμό ενάντια στην εκκλησιαστικήκαθυστέρηση και τον αρχαιόπληκτο σοβινισμό τηςρησιμοποίησε το δημοτικισμό για μια πανέξυπνηεπίθεση στην εκκλησία και συσπείρωσε μαζί τουτους δημοκράτες και τους δημοτικιστές.

Άρχισε τότε η εφημερίδα Ακρόπολη ναμεταφράζει τη Βίβλο στη δημοτική με πρωτοβουλίατης βασίλισσας Όλγας η οποία είχε την υποστήριξητου Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου. Οι παπάδεςέβλεπαν πάντα στο δημοτικισμό την απώλεια τουαρχαιοελληνικού τους τίτλου ευγένειας, ενώ απότην άλλη ο δημοτικισμός εκτός από μιαδημοκρατική απαίτηση ήταν πολλές φορές και έναιδεολογικό εργαλείο ενός φιλορώσικου λαϊκισμούυ αντιπαρατιθόταν στον ελληνικό εθνικισμό, τοαλάτι και τον αρχαίο ελληνισμό από τα δεξιά (Επενδυτής,25 Ιούνη).

H αντίδρασηστη δημοσίευση ήταν θυελλώδης από τουςανεπιστημιακούς εθνικιστικούς κύκλους, από τηνΙερά Σύνοδο και το Πατριαρχείο. Οι φοιτητές τηςΘεολογίας κατέβηκαν στους δρόμους από τις 5 έωςτις 12 Νοέμβρη του 1901. Η Αθήνα έδειχνεεπαναστατημένη πόλη. Ο Θεοτόκης κατέβασε τοστρατό να αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές καισκότωσε έντεκα από αυτούς σε συγκρούσεις μεγάληςκλίμακας. Ύστερα από αυτά παραιτήθηκε ηκυβέρνηση Θεοτόκη και νικήθηκε η γραμμή τηςΌλγας.

Αυτά είναι τα “Ευαγγελικά” πουωσδήποτε εμπόδισαν την κυριαρχία τηςφιλορώσικης γραμμής μέσα στην αστική τάξη. Αυτόέγινε σε μια εποχή που δεν είχε ισχυροποιηθεί ηκατοπινή αγγλόφιλη βενιζελική μερίδα τηςαστικής τάξης η οποία έγειρε αποφασιστικά τηνλάστιγγα υπέρ της Αντάντ και κατά του κεντρικούγερμανικού άξονα.

Τα “Ευαγγελικά” μετράνε ακόμα γιατους δημοκράτες σαν αντεπανάσταση, όπως μετράειτώρα σαν αντιδραστικός πόλος ο εκκλησιαστικός.Όμως τέτοιου είδους αναλύσεις έχουν να κάνουν μετο ότι το δημοκρατικό στρατόπεδο στην Ελλάδα, καιμιλάμε εδώ πάνω από όλα για την μοναδικήρολεταριακή συνεπή πτέρυγα αυτού τουστρατοπέδου, δεν απαλλάχτηκε ποτέ από ταιδεολογικά και πολιτικά δεσμά του ρώσικου ’21.ναι στην κληρονομιά του ’21 που χρωστάμε αυτήτη σύμπλευση του δημοκρατισμού με όλες τιςρώσικες λαϊκίστικες μεταμφιέσεις που έδωσανάντα γόητρο στους ληστές ενάντια στο παλάτι,στους λούμπεν ενάντια στο κράτος, στουςφεουδάρχες και στους ανατολικούς φασίστεςενάντια στους δυτικούς αστούς, στουςαντιδραστικούς του δημοτικισμού ενάντια στουςροοδευτικούς της καθαρεύουσας, στους ρώσουςτάχα υπέρμαχους του διαχωρισμού εκκλησίας από τοκράτος ενάντια στην εθνική εκκλησία.

Η σημερινή μάχη των ταυτοτήτων βρίσκειτο προλεταριάτο, τουλάχιστον το πιο τολμηρόιδεολογικά και πολιτικά απόσπασμά του, μπροστάστο καθήκον να συγκρουστεί με την πιο κτηνώδηαναβίωση του τσαρισμού. Και αυτός μεν έχειεπεξεργαστεί πια στην εντέλεια όλες τις μεθόδουςμεταμόρφωσης στις οποίες είχε διαπρέψει τουςροηγούμενους αιώνες, αλλά από την άλλη η επέλασήτου στην Ελλάδα έχει γεννήσει τον πιο μεγάλοριζοσπαστισμό στην μελέτη και την έρευνα τουνεοελληνικού κράτους και έχει φέρει το συνειδητόρολεταριάτο σε θέση να ξεχωρίζει τονδημοκρατισμό από την σοσιαλφασιστική πανώλη. Αυτός είναι οευνοϊκός παράγοντας που διαχωρίζει το 1833 και το1901 από το 2000.

Από την άλλη όμως η φιλορώσικηαντίδραση προηγείται σε σχέση με το 1901 και το 1833εξ αιτίας του ότι έχει εξασφαλίσει χάρη στονλλαπλό της εισοδισμό όχι μόνο την κυριαρχίατης σε όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά έχειεξασφαλίσει και έναν φιλικό της άνθρωπο στηνγεσία της ίδιας της εκκλησίας. Τώρα έναςριστόδουλος καταφέρνει να ενώνει όλο το θρήσκολαό ενάντια αποκλειστικά στη Δύση και στο βάθοςυπέρ της Ρωσίας.

Έτσι και στα δύο αντιπαρατιθέμεναστρατόπεδα, στο ιδεολογικό επίπεδο κυριαρχεί ηαντίδραση χάρη στις ενωμένες και συνδυασμένεςροσπάθειες δύο προβοκατόρων, του Σημίτη και τουριστόδουλου, που χρησιμοποιούν τη δημοκρατία οένας και τη συντήρηση ο άλλος για τον ίδιοαντιδραστικό σκοπό.