Γενικές θέσεις για το ασφαλιστικό ενός νέου εργατικού κινήματος

Όχι στη δημαγωγία. Δεν υπάρχουν συντάξεις χωρίς ανάπτυξη.
Ενιαίο ταξικό μέτωπο για την υπεράσπιση του μεροκάματου και των συντάξεων ενάντια στο παραγωγικό σαμποτάζ και στην υπερεκμετάλλευση

Οι ασφαλιστικές απολαβές είναι τμήμα του μισθού και όχι τμήμα περασμένης εργασίας

Οι ψευτοαριστεροί αναλυτές και οι συνδικαλιστές του χώρου τους ισχυρίζονται πάντα ότι οι συντάξεις είναι μέρος του κεφάλαιου που ο μισθωτός και ο κάθε εργοδότης του έχουν καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργής εργασιακής ζωής του πρώτου.
Αυτό είναι σωστό μόνο από την άποψη του αστικού δικαίου και από την άποψη του μεμονωμένου μισθωτού. Το δικαίωμα στη σύνταξη του ατομικού μισθωτού θεμελιώνεται νομικά και πολιτικά στην υπόσχεση που εξασφαλίζει από τον ασφαλιστικό φορέα του εργαζόμενου, που είναι κρατικός, συντεχνιακός ή ιδιωτικός, αλλά σχεδόν πάντα με την εγγύηση του κράτους, ότι αυτός ο ασφαλιστικός φορέας θα του αποδώσει τις εισφορές του πληρώνοντάς του έναν μισθό ανάλογο ως προς το ύψος του με εκείνον που έπαιρνε όσο ήταν ενεργός ως το τέλος της ζωής του.
Στην πραγματικότητα αυτή η υπόσχεση έχει μόνο νομική και πολιτική αξία και όχι οικονομική. Αυτό φαίνεται όταν παντού οι συντάξεις ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της χώρας, όταν αποδίδονται συχνά από το κράτος, το συνοπτικό καπιταλιστή, σε ανθρώπους για τους οποίους δεν έχουν πληρωθεί ποτέ εισφορές ή όταν τα κράτη κάνουν επιδρομές στα ασφαλιστικά ταμεία για να χρηματοδοτήσουν με αυτά επενδυτικά κεφάλαια ή άλλα κρατικά έξοδα. Ο τελικός εγγυητής των συντάξεων είναι στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες το κράτος και αυτό οφείλεται στο ότι οι συντάξεις είναι τελικά μια πολιτική υποχρέωση του συλλογικού καπιταλιστή προς τους μισθωτούς της κάθε χώρας.
Όμως εκείνο που κάνει δυνατή την απονομή των συντάξεων και που καθορίζει το ύψος των συντάξεων είναι η συνολική παραγωγική ικανότητα της χώρας σε μια δοσμένη στιγμή συν τον ταξικό-πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους μισθωτούς. Δηλαδή αυτό που προσδιορίζει το ύψος των συντάξεων είναι τελικά κάτι ανάλογο με εκείνο που προσδιορίζει το ύψος του μισθού σε κάθε ξεχωριστή καπιταλιστική επιχείρηση. Με λίγα λόγια από την άποψη της συνολικής οικονομικής ζωής η σύνταξη του κάθε μισθωτού είναι τμήμα του συνολικού ζωντανού μισθού που πληρώνει σε κάθε στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας στους μισθωτούς ο συνολικός καπιταλιστής. Επίσης και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι τμήμα του συνολικού μισθού.
Το ότι δηλαδή καταβάλλεται στο μισθωτό η σύνταξη στο τέλος της εργασιακής του ζωής δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές απολαβές είναι αξίες που παράγονται από τη ζωντανή εργασία και ότι αποτελούν ένα τμήμα του μισθού των ενεργών εργαζομένων. Οι συντάξεις πληρώνονται στην πραγματικότητα από τους τρέχοντες μισθούς- από τις κρατήσεις των ενεργών και γενικότερα από το τρέχον παραγόμενο προϊόν. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς καλύτερα αν υποθέσει ότι για κάποιο λόγο οι ενεργοί εργάτες παύουν να παράγουν. Αν αυτό συμβεί τότε και οι συνταξιούχοι θα πάψουν να παίρνουν συντάξεις. Σε μια τέτοια περίπτωση τα όποια αποθεματικά των ταμείων θα εξαφανιστούν σε ελάχιστο χρόνο.
Αφού οι ασφαλιστικές εισφορές είναι ποσοστό πάνω στο μισθό, το επίπεδο της κοινωνικής ασφάλισης και των παροχών αντιστοιχεί γενικά στο ύψος των μισθών. Το επίπεδο λοιπόν της ασφαλιστικής κάλυψης σαν προϊόν της ζωντανής εργασίας ανεβαίνει σαν αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και σαν αποτέλεσμα της όξυνσης της ταξικής πάλης που και τα δύο ανεβάζουν τους μισθούς. Αυτό το γεγονός το αρνιούνται οι δημαγωγοί εργατοπατέρες, ιδιαίτερα τα «ταξικά» μέτωπα του σοσιαλφασισμού με το να έχουν ανακηρύξει τη δεμένη με την ταξική πάλη και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κοινωνική ασφάλιση σε «δημόσιο κοινωνικό αγαθό». Η κοινωνική ασφάλιση δεν μοιράστηκε ποτέ ως «δημόσιο κοινωνικό αγαθό», αλλά κατανέμεται ακολουθώντας την παραγωγή και την οικονομική πάλη για τους μισθούς. Η κοινωνική ασφάλιση είναι μια μεγάλη κοινωνική πολιτική και πολιτιστική κατάχτηση του προλεταριάτου που επέβαλε την αναγνώριση του δικαιώματος στη φυσική του ύπαρξη και μετά το τέλος του ενεργού εργασιακού του βίου ή μετά από ατύχημα.

Κινήματα συνταξιούχων όπως αυτά του ψευτοΚΚΕ που περιορίζονται αποκλειστικά στη διεκδίκηση υψηλότερων συντάξεων χωρίς να εντάσσουν το κίνημά τους στον αγώνα για την αύξηση των μισθών και τον αγώνα ενάντια στο χτύπημα της παραγωγής, είναι αντιδραστικά κινήματα.
Οι ασφαλιστικές απολαβές ως τμήμα του μισθού είναι επομένως μια παραγωγική σχέση, μια σχέση ταξική. Στις τάξεις που ξοδεύουν το μεροκάματο μέρα με τη μέρα για να επιβιώσουν η παραμικρή αφαίρεση ασφαλιστικών παροχών και οι μικρότερες ακόμα αυξήσεις των τιμών στα είδη συντήρησης επηρεάζουν καθοριστικά την επιβίωσή τους. Γι αυτό η οποιαδήποτε μείωση των μισθών για το προλεταριάτο και τους φτωχούς εργαζόμενους και η οποιαδήποτε μείωση των ασφαλιστικών απολαβών που αντιστοιχούν σε πραγματική εργασία και πραγματική πληρωμή των κρατήσεων πρέπει να εμποδίζεται με σκληρή πάλη. Το ίδιο και η διάρκεια της εργασίας που θεμελιώνει ασφαλιστικά δικαιώματα. Η διάκριση ανάμεσα σε ασφαλιστικά δικαιώματα που παραχωρήθηκαν δωρεάν από το κράτος και από τα κόμματα σε συντεχνίες και ομάδες εργαζομένων που δεν δούλεψαν αρκετά χρόνια και σε δικαιώματα που δεν αντιστοιχούν σε πραγματικά χρόνια δουλειάς και κρατήσεων είναι απαραίτητο να τονιστεί. Και δεν μιλάμε εδώ φυσικά για μερικά πλασματικά ένσημα ή χρόνους για να συμπληρωθεί σε μερικές περιπτώσεις ο χρόνος συνταξιοδότησης.

Οι ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται λοιπόν από τους ενεργούς εργαζόμενους αλλά και από τους εργοδότες τους σαν ποσοστό του συνολικού ζωντανού μισθού το οποίο καταβάλλεται στο τμήμα της εργατικής τάξης που γέρασε ή είναι άρρωστο. Επομένως αντίστροφα οι υψηλοί μισθοί που ανεβάζουν το βιοτικό επίπεδο των ενεργών εργαζόμενων αυξάνουν και τον όγκο των ασφαλιστικών εισφορών που είναι επίσης αντικείμενο της διανομής ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Γι’ αυτό και όλα τα πραγματικά εργατικά κινήματα αντιστέκονται πάνω απ όλα στη συντριβή και υπονόμευση των παραγωγικών δυνάμεων. Γιατί από αυτή την ανάπτυξη και από τη συνακόλουθη αύξηση της συνολικής παραγόμενης αξίας που αντιστοιχεί σε κάθε μονάδα του χρόνου εργασίας μπορεί το προλεταριάτο να αποσπάσει ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της σαν συνολικό μισθό, δηλαδή σαν καθ αυτό μισθό και σαν κοινωνική ασφάλιση. Η ανάπτυξη όμως από μόνη της δεν εξασφαλίζει και τους ανώτερους μισθούς και την καλύτερη κοινωνική ασφάλιση χωρίς τους αγώνες του προλεταριάτου για αυξήσεις. Η αυθόρμητη τάση του κεφαλαίου είναι να ιδιοποιηθεί ολόκληρη την ποσότητα του αυξημένου παραγόμενου πλούτου που αντιστοιχεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η ρύθμιση επομένως της σχέσης συνολικών ασφαλιστικών εισφορών και καθαρών μισθών είναι -με ένα δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων- ζήτημα ταξικών συσχετισμών στους διάφορους κλάδους της παραγωγής και συνολικά στην παραγωγή. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιαίτερα οι υψηλόβαθμοι, οι σύμβουλοι τεχνοκράτες, οι δικηγόροι, και γενικά η ανώτερη κρατική και ημικρατική γραφειοκρατία, οι επαγγελματίες, τα στελέχη των επιχειρήσεων, οι διευθυντές συνολικά του κράτους και της παραγωγής, απολαμβάνουν ασφαλιστικές παροχές ανώτερες και αναντίστοιχες στα ποσά των εισφορών που κατέβαλαν. Το προλεταριάτο και οι μισθωτοί με τους χαμηλούς μισθούς έχουν γενικά απολαβές πολύ χαμηλότερες από τις αντίστοιχες εισφορές τους. Οι εισφορές στους οικοδόμους σαν παράδειγμα είναι τεράστιες ενώ οι συντάξεις τους και η ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη είναι απαράδεκτες σε σχέση με το ύψος των εισφορών. Τη διαφορά μεταξύ της αξίας των εισφορών και των παροχών στους χαμηλότερους μισθούς αν αφαιρεθούν τα έξοδα λειτουργίας των ταμείων την καρπώνεται το κράτος και η γραφειοκρατία που διαχειρίζεται την ασφάλεια, και σε ορισμένες περίοδες τη χρησιμοποιεί το κράτος για να καλύψει άλλες ανάγκες, πολιτικές, οικονομικές κλπ της αστικής τάξης. Και μέσα ακόμα στο προλεταριάτο αναγνωρίζονται διαφορές από το ασφαλιστικό σύστημα όπως ακριβώς αναγνωρίζονται αυτόματα από τους νόμους της αγοράς οι διαφορές στους μισθούς τους. Όπως είναι φυσικό στην εμπορευματική παραγωγή οι τεχνίτες υψηλού επιπέδου με τις υψηλότερες απολαβές έχουν και υψηλότερες συντάξεις ακριβώς επειδή είναι μεγαλύτερη η αξία της πιο σύνθετης εργατικής δύναμης. Αυτό που ισχύει σαν κανόνας είναι ότι προλετάριος που πεινάει στη διάρκεια της ενεργού εργασιακής ζωής του με τα 600 και 700 ευρώ μισθό θα πεινάσει ακόμα περισσότερο όταν θα πάρει τη σύνταξή του.

Φαιοκόκκινοι, Καραμανλής και Παπανδρέου υποστηρίζουν ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των ταμείων είναι δημόσιο αγαθό

Ψευτοαριστερά ΠΑΣΟΚ και Καραμανλής προπαγανδίζουν ότι η κοινωνική ασφάλεια είναι δημόσιο αγαθό. Προσπαθούν να πείσουν το λαό ότι το τμήμα των μισθών που καταβάλλονται σαν ασφαλιστικές εισφορές είναι μια δημόσια υπηρεσία προς όλους τους πολίτες, κάτι σαν την αποκομιδή των σκουπιδιών, και ότι επομένως το κράτος που είναι γι αυτούς ο μοναδικός διαχειριστής όλων των δημόσιων αγαθών, πρέπει να αναλάβει αποκλειστικά την κοινωνική ασφάλιση! Αυτή είναι μια φασιστική γραμμή που την κρύβουν κάτω από γλυκερές λέξεις. Και αυτό γιατί «μετατρέπουν» ένα μέρος της μισθωτής εργασίας σε «μια δημόσια υπηρεσία προς όλους τους πολίτες» που τη διαχειρίζεται κυρίως εκείνο το τμήμα της αστικής τάξης που ελέγχει το κράτος. Κατά συνέπεια δημιουργούν νέα δεσμά για την εργατική τάξη και όλους τους εργαζόμενους και ταυτόχρονα εξαρτούν από το κράτος το σχετικά ανεξάρτητο από αυτό ελεύθερο κεφάλαιο αφού την εργασιακή σχέση του μισθωτού με το συγκεκριμένο εργοδότη σε ότι αφορά την ασφάλιση τη μετατρέπουν σε σχέση κράτους- εργαζόμενου. Η σχέση κράτους εργαζόμενων είναι τις περισσότερες φορές πολύ πιο αντεργατική και πιο αντιλαϊκή από την ταξική σχέση ενός μεμονωμένου κεφαλαιοκράτη με τους εργάτες του. Ο απομονωμένος κεφαλαιοκράτης εμφανίζεται σαν εκπρόσωπος και ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου κεφαλαίου του με τα όριά του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η υποταγή όμως της εργασίας στο κράτος είναι μια σχέση πολύ πιο βαθιά γιατί το κράτος είναι ο περιληπτικός καπιταλιστής, είναι το συγκεντρωμένο σε πολιτική καταπιεστική δύναμη συνολικό κεφάλαιο και επίσης η συγκεκριμένη σε κάθε χώρα έκφραση του συνολικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και των ενδο-ιμπεριαλιστικών συσχετισμών δύναμης. Αυτές οι κρατικίστικες θεωρίες για το ασφαλιστικό είναι η αρχή κάθε δικτατορίας και κάθε φασισμού καθώς κρατικοποιούν ολόκληρη την κοινωνική ζωή για να την ελέγχει το φασιστικό κόμμα ή το ναζιστικό κόμμα του εθνοφυλετισμού αφού πρώτα ελέγξει το κράτος. Γι αυτό το κράτος θεοποιείται και γίνεται για το σοσιαλφασισμό το εν δυνάμει απόλυτο καλό, το «κράτος όλου του λαού», η στοργική μάνα που μπορεί και οφείλει να περιθάλψει τα παιδιά της. Αυτό βέβαια γίνεται στις διακηρύξεις και ίσως σε μία πρώτη φάση, γιατί τελικά το φασιστικό και το ναζιστικό κόμμα αφού καταλάβουν το κράτος, γίνονται τα ίδια κράτος και μάλιστα το πιο κτηνώδες που τελικά σκοτώνει σε έναν πόλεμο τα παιδιά του. Σύμφωνα με το σοσιαλφασισμό που σήμερα αναπαράγει και αναπτύσσει αυτές τις θεωρίες (και τις υιοθετούν στη συνέχεια η κάθε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ), μόνο το κράτος μπορεί να αντιμετωπίσει την πείνα και την ανεργία και να σώσει τους φτωχούς. Δεν είναι τυχαίο που το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ δημιουργούν όλα τα «ταξικά» τους κινήματα με τη θεωρία του «δημόσιου αγαθού». Κάθε τομέα της οικονομίας και γενικά της κοινωνικής ζωής που θέλει να ελέγξει ο σοσιαλφασισμός τον ανακηρύσσει πρώτα σε δημόσιο αγαθό. Δημόσιο αγαθό η παιδεία, δημόσιο αγαθό η υγεία, δημόσιο αγαθό η κατοικία, δημόσιο αγαθό κάθε φυσική ομορφιά, δημόσιο αγαθό η κουλτούρα, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο κλπ. Στη συνέχεια προσπαθεί με τη βοήθεια των κάθε Παπανδρέου και Καραμανλή να ελέγξει τον κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής μέσα από τον έλεγχο του αντίστοιχου τμήματος της κρατικής μηχανής. Αυτό κάνει ο σοσιαλφασισμός ιδιαίτερα με το νεο-ακροδεξιό κίνημα «παιδείας» που έχει ανακηρύξει την ταξική εκπαίδευση -δημόσια και ιδιωτική- σε δημόσιο αγαθό για να την ελέγξει μέσα από το κράτος.
Το κράτος του σοσιαλφασισμού σαν φορέας τέτοιων «δημόσιων αγαθών» είναι στα λόγια ένα κράτος χωρίς αντιθέσεις, ένα καθ εαυτό μη ταξικό κράτος, με μια φύση τάχα σοσιαλιστική αφού είναι τάχα μη εμπορευματική. Το κράτος αυτό ακόμα και όταν το διαχειρίζεται η αστική τάξη θα μπορούσε υποτίθεται με την κατάλληλη πίεση να ανοίξει τα ταμεία του και να ικανοποιήσει τις λαϊκές ανάγκες. Βέβαια για να γεμίσει τα ταμεία του θα πρέπει να ανοίξει πρώτα τα υποτιθέμενα απύθμενα σεντούκια των κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων και να πάρει από αυτά τα υπερκέρδη που τα εμφανίζει εκατονταπλάσια από όσα είναι πραγματικά. Για να γίνει αυτό πρέπει το καθ εαυτό δήθεν αταξικό «κράτος όλου του λαού» να περάσει στα χέρια του «κόμματος όλου του λαού», δηλαδή του σοσιαλφασισμού. Αυτή είναι στην ουσία της η αντίληψή των ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ για το κράτος και με αυτές τις ιδέες και πρακτικές το μοιραίο αυτό ντουέτο διαπαιδαγωγεί τα μέλη του και τα «κινήματά» του. Αυτός είναι ο λόγος που τα κινήματα αυτά δεν τα αγκαλιάζουν η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα εκείνοι του ιδιωτικού τομέα. Γιατί δεν είναι κινήματα που ή ίδια η προλεταριακή μάζα που έχει αίσθηση της δύναμής της διεξάγει στους χώρους εκμετάλλευσης της εργατικής της δύναμης, ούτε διεξάγονται ενάντια στην υπονόμευση και στην καταστροφή της συνολικής, ιδιαίτερα της βιομηχανικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας, ούτε τέλος είναι πολιτικά κινήματα που έχουν πανεθνικό και ιστορικό ορίζοντα. Τα περισσότερα κινήματα των τελευταίων χρόνων έχουν οικονομικές διεκδικήσεις αποκλειστικά απέναντι στο κράτος και είναι κινήματα μιας πολιτικά καθυστερημένης μη ταξικά οργανωμένης μάζας, ανεξάρτητα αν είναι φτωχή ή όχι, που συχνά λειτουργεί σαν όχλος αφού έχει ένα σκοπό όπως τον υποβάλλει ο σοσιαλφασισμός: να κάνει μια επέλαση στα κρατικά ταμεία και να μοιράσει στον εαυτό του τα λεφτά που υποτίθεται θα βρει εκεί. Ο σοσιαλφασισμός δείχνει σε αυτό το πλήθος τα 1120 ευρώ κατώτατη σύνταξη και τα 1400 ευρώ κατώτατο μισθό σαν τη λεία αυτής της επέλασης! Βέβαια στην πράξη η όποια επέλαση για την απόκτηση των «κοινωνικών αγαθών» που τάχα φυλάσσονται στα ιδιωτικά ή στα κρατικά θησαυροφυλάκια δεν οδηγεί τους απλούς στρατιώτες αυτών των κινημάτων στα κρατικά ταμεία παρά μόνο τις ηγεσίες τους στο σταδιακό πολιτικό έλεγχο του κράτους και αργότερα στον οικονομικό. Ο στόχος του σοσιαλφασισμού είναι να ανοίγει μέσα από αυτά τα κινήματα το δρόμο για την πολιτική άλωση του κράτους εξουδετερώνοντας τα εχθρικά τμήματα των εκάστοτε κυβερνήσεων που στέκονται αντίθετα σε αυτά τα κινήματα (υπουργοί Παιδείας, Γεωργίας, Κοινωνικών υπηρεσιών, Δημόσιας Τάξης, Συγκοινωνιών, Ναυτιλίας κλπ).
Η «θεωρία των κοινωνικών αγαθών» βγαίνει όπως είναι φυσικό από το Ριζοσπάστη στην πιο χοντροκομμένη και πληβειακή της μορφή και στη συνέχεια την επεξεργάζεται η ψευτοδιανόηση του ΣΥΝ και η πασοκική ηγεσία για να την καταναλώσει σε πιο εύπεπτη ψευτοδημοκρατική μορφή η μάζα των υπόλοιπων πολιτών, ιδιαίτερα των ανασφαλών, πάντα ανοργάνωτων και γι’ αυτό αιώνια οργισμένων και αδύναμων μικροαστών.

Η ενοποίηση των ταμείων

Η ενοποίηση των δεκάδων ταμείων των διαφόρων κλάδων σε πέντε, ή συγχώνευση των ταμείων «με μέτρο» όπως υποστηρίζει το ΠΑΣΟΚ, όπως και η δημιουργία κρατικού ειδικού ταμείου για όλους τους ασφαλισμένους του νεοκνίτη Ανδρουλάκη και του ΠΑΣΟΚ είναι παραλλαγές της θεωρίας του «δημόσιου αγαθού». Όλοι αυτοί λένε με διαφορετικά λόγια ότι όλα ή έστω κάποια ταμεία πρέπει να ενοποιηθούν και να συγχωνεύσουν τα αποθεματικά τους, τις υποχρεώσεις τους προς τους ασφαλισμένους και τις εισφορές που εισπράττουν. Κι αυτό, είτε κάποια από αυτά τα ταμεία είναι εύρωστα, είτε βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, είτε αντιστοιχούν σε τελείως διαφορετικούς κλάδους εργασίας. Στην πράξη το εύρωστο οικονομικά ταμείο θα πληρώσει τα ελλείμματα του χρεοκοπημένου. Οι ασφαλισμένοι δηλαδή στο εύρωστο ταμείο θα πληρώνουν την ασφάλιση των εργαζομένων του χρεοκοπημένου. Αλλά και αν η εξίσωση γινόταν προς τα πάνω όπως τάχα ζητάνε οι δημαγωγοί και πάλι η ενοποίηση των ταμείων είναι μια εφαρμογή της κρατικοποίησης της ασφάλισης όπου τα κεφάλαια των ταμείων παύουν να είναι κεφαλαιοποιημένος μισθός της ζωντανής εργασίας των ασφαλισμένων ή εισφορές των όποιων αυτασφαλιζομένων πολιτών ή έστω κρατικές επιδοτήσεις στους ασφαλισμένους και γίνονται πια «κοινωνικό δημόσιο αγαθό».
Αυτή η κρατικοφασιστική «κοινωνικοποίηση» των μισθών των εργαζομένων προπαγανδίζεται πολλές φορές με πρόσχημα τις οικονομίες κλίμακας. Ότι δηλαδή η συγχώνευση φέρνει και μείωση των εξόδων. Οι οικονομίες κλίμακας όπως τις ονομάζουν είναι καλό πράγμα γενικά, αλλά ένα καθεστώς αστικού δημοκρατισμού για να τις επιβάλει αυτές θα έδιωχνε πρώτα τις στρατιές των κομματικών υπαλλήλων που περισσεύουν και που παίρνουν αδούλευτους πραιτοριανούς μισθούς, και θα τους έβαζε οπουδήποτε για να κάνουν μια παραγωγική δουλειά. Πριν από τις οικονομίες κλίμακας επίσης είναι απαραίτητο να χτυπηθούν από τους εργαζόμενους οι συμμορίες της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ειδικά του ΙΚΑ που ανεβάζουν το κόστος περίθαλψης επειδή ακριβώς η τεμπελιά, η μίζα, και το κέρδος στα φάρμακα και στις ιατρικές εξετάσεις σαν ποσοστό επί του τζίρου κυριαρχούν. Η αποκτήνωση πολλών γιατρών και του διοικητικού προσωπικού του ΙΚΑ πρέπει να απαντιέται όποτε εκδηλώνεται όχι μόνο από τον κάθε εργαζόμενο, αλλά από το εργατικό κίνημα. Αυτές οι συμμορίες θέλουν να δρουν ανεξέλεγκτα γι’ αυτό και έχουν φτάσει στο σημείο να καλούν την αστυνομία για να επιβάλλει την «τάξη» σε πολλές περιπτώσεις διαμαρτυριών για να μην ελέγχονται.

Η θεωρία ότι τα κεφάλαια των ταμείων δεν είναι κεφάλαια

Μια άλλη πρακτική έκφραση της θεωρίας του «δημόσιου αγαθού» για τις εισφορές των ασφαλισμένων είναι και η θεωρία ότι τα κεφάλαια των ταμείων πρέπει να πάψουν να είναι κεφάλαια δηλαδή να μην επενδύονται και η αξία τους να χαθεί. Αυτό το διατυπώνουν ως εξής: τα λεφτά των εργαζομένων δεν μπορεί να παίζονται στα χρηματιστήρια γιατί οι εργαζόμενοι δεν είναι καπιταλιστές για να εκμεταλλεύονται το κοινωνικό προϊόν. Σίγουρα οι συνειδητοί εργαζόμενοι απορρίπτουν την παραμικρή εκμετάλλευση άλλων εργαζομένων από τα κεφάλαια των ταμείων τους. Όμως σε συνθήκες καπιταλισμού που οι αξίες αυτές δεν ελέγχονται από τους εργαζόμενους παρά από το κράτος και την συνολική αστική τάξη θα συνεχίσουν να επενδύονται με «προσοχή» ή όχι, με τοκισμό ή όχι, με ρίσκο ή όχι σε διάφορους τομείς πρώτα απ’ όλα σαν κρατικά ομόλογα. Αυτά τα ομόλογα που συμπυκνώνουν την κοινωνική δύναμη της αστικής τάξης που κυβερνά το κράτος είναι καλά για το σοσιαλφασισμό γιατί αυτά σαν κρατικά είναι «κοινωνικό δημόσιο αγαθό» που αυτός μπορεί αργότερα να τα βάλει στο χέρι. Στα τελευταία «σκάνδαλα» με τα ταμεία –και βάζουμε τα εισαγωγικά γιατί το σκάνδαλο είναι αυτό της εκμετάλλευσης των κεφαλαίων των ταμείων από το κράτος- αυτό που είδε ο σοσιαλφασισμός ήταν μόνο οι μίζες. Όμως ήταν ο Αλογοσκούφης που οργάνωσε τη βρωμοδουλειά για να κερδίσει κυρίως το κράτος σε βάρος των ταμείων όπως και τελικά κέρδισε και όχι οι επιμέρους ενδιάμεσοι χρηματιστές που πήραν τα ψιλά. Τα πολλά λεφτά δηλαδή των ταμείων δεν χάθηκαν στις μίζες των χρηματιστών όπως λένε οι σοσιαλφασίστες αλλά στο ατέλειωτο δημόσιο χρέος, γι αυτό οι δικαστικές έρευνες δεν βρήκαν κανένα σκάνδαλο που να αφορά ιδιώτες. Πάντως και έτσι οι δημαγωγοί αντεργάτες τύπου ΠΑΣΟΚ και ΠΑΜΕ κρύβουν ότι αυτά τα λεφτά που χάθηκαν από τα ταμεία λόγω χρηματιστηρίου ήταν εντελώς ασήμαντα σε σχέση με το συνολικό όγκο των χρημάτων που λείπουν συνολικά από το ασφαλιστικό σύστημα για να είναι αυτό σε ισορροπία, έστω και στη σημερινή άθλια ισορροπία.
Τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων τα διαχειρίζεται το κάθε ταμείο με την εγγύηση και την έγκριση του κράτους. Αυτός ο συλλογικός καπιταλιστής δεν ρωτάει γι’ αυτή τη διαχείριση τις άλλες καταπιεζόμενες τάξεις. Και αυτό συμβαίνει γιατί το κράτος είναι η ίδια η εξουσία. Είναι γεγονός ότι η αστική τάξη καλύπτει κάποια έξοδα του κράτους της από την εκμετάλλευση, την ιδιοποίηση και την κλοπή αυτών των κεφαλαίων. Όμως παράλληλα-και αυτό το κρύβει ο σοσιαλφασισμός- το ίδιο αυτό κράτος έχει αναλάβει και την υποχρέωση να δώσει στο τέλος συντάξεις και περιθάλψεις σε όσους έχει δεσμευτεί ότι θα το κάνει, αφού σφετερίστηκε τις εισφορές τις δικές τους και των εργοδοτών, δηλαδή τους στέρησε το δικαίωμα να διαχειρίζονται οι ίδιοι αυτή τη μορφή που παίρνει ο μισθός τους. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα τότε το κράτος που δίνει 10 δις ευρώ το 2007 για την ασφάλιση δεν θα έδινε τίποτα. Για το ότι τα λεφτά των ασφαλισμένων παίζονται στο χρηματιστήριο δεν φταίει η εργατική τάξη γιατί δεν είναι η τάξη που διαχειρίζεται αυτές τις αξίες. Ο σοσιαλφασισμός αυτά τα λεει για να κατασκευάζει μαζικά ενοχές και ψευτοδιλήμματα στην εργατική τάξη και στους εργαζόμενους, για να σπάει τις αντιστάσεις τους και να φασιστικοποιεί τις συνειδήσεις τους. Άλλωστε η επένδυση στα κρατικά ομόλογα δεν είναι εκμετάλλευση των εργαζομένων μέσω του κράτους;
Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν ή δεν πρέπει να συγκρούονται με το κεφάλαιο και το κράτος για τη διαχείριση των εισφορών τους αλλά ότι οι ουτοπίες που σπέρνει ο σοσιαλφασισμός ότι τάχα οι εργαζόμενοι μπορούν να ελέγχουν στην κύρια πλευρά τις επενδύσεις των ταμείων τους, είναι ένας στοχευμένος ακροδεξιός αντικαπιταλισμός. Αυτοί που διακηρύσσουν τη δυνατότητα του λαού να αποσπάσει σήμερα τον έλεγχο των ταμείων από την αστική τάξη αποτελούν το χειρότερο τμήμα αυτής της αστικής τάξης, αυτό που θέλει να ελέγξει για λογαριασμό του αυτά τα κεφάλαια και προ πάντων να δημιουργήσει φασιστικού τύπου κρατικά δεσμά αυτή τη φορά για την εργατική τάξη και για όλους τους εργαζόμενους.
Οι εργαζόμενοι που θα διαπιστώσουν σαν παράδειγμα ότι τα ταμεία τους επενδύουν σε μετοχές, είτε σε ομόλογα που συνδέονται με ναρκέμπορους, με τα επιθετικά μονοπώλια του ρωσοκινέζικου άξονα, με επιχειρήσεις που πληρώνουν μεροκάματα ένα ευρώ και στέλνουν στο απόσπασμα τους συνδικαλιστές τους είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αντιδράσουν πολιτικά και μπορούν να ανατρέψουν αυτές τις βρομοδουλειές. Η γενική επιτήρηση των επενδύσεων από οικονομική και πολιτική άποψη είναι καθήκον των ασφαλισμένων. Αλλά είναι επικίνδυνη αυταπάτη ότι αυτά τα κεφάλαια είναι στο σημερινό ασφαλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα το ελληνικό, δικά τους και όχι σφετερισμένος από το κράτος κεφαλαιοποιημένος δικός τους μισθός.

Δεν μπορούν να σωθούν οι συντάξεις χωρίς τη σωτηρία της σύγχρονης παραγωγής ή
Η πολιτική οικονομία του σοσιαλφασισμού είναι στο βάθος της δουλοκτητική

Τα προγράμματα όλων των κυβερνήσεων εδώ και χρόνια προβλέπουν τη μείωση των ασφαλιστικών απολαβών και τη μετάθεση των ορίων ηλικίας για σύνταξη. Το επιχείρημά τους είναι ότι τα προβλήματα του ασφαλιστικού αυξάνονται αν και το ΑΕΠ αυξάνει πάνω από 3% και επομένως και η παραγόμενη αξία στην οικονομία. Υπονοούν μ’ αυτό ότι τάχα το πρόβλημα του ασφαλιστικού είναι ανεξάρτητο από την ανάπτυξη. Οι λογαριασμοί αυτών των φιλισταίων παρουσιάζονται με τη μορφή των λεγόμενων αναλογιστικών μελετών. Αυτές οι μελέτες είναι μαθηματικά στατιστικά σενάρια που μελετούν τα μέχρι σήμερα δεδομένα της ασφάλισης και στη συνέχεια προβάλλουν - επεκτείνουν τα αποτελέσματα του χθες και του σήμερα- σε ένα βάθος χρόνου μερικών δεκαετιών. Είναι πραγματικά αστείο να τους ακούς να μιλούν για το τι θα γίνει το 2030 ή το 2050 σίγουροι τουλάχιστον για τη σταθερότητα του πολιτικού και του οικονομικού συστήματος.
Το συμπέρασμα αυτών των μελετών είναι προαποφασισμένο. Σύμφωνα με αυτό η σημερινή ζωντανή εργασία δεν μπορεί να συντηρήσει την αποσυρμένη από την παραγωγική διαδικασία, επομένως η μόνη λύση είναι οι εργαζόμενοι ή το κράτος να πληρώσουν το έλλειμμα. Αυτά είναι απάτες. Οποιαδήποτε αντικειμενική και σοβαρή μελέτη του ασφαλιστικού προβλήματος δηλαδή της αύξησης του όγκου των εισφορών και της διανομής τους στις διάφορες τάξεις πρέπει να ξεκινάει από την αύξηση της παραγόμενης αξίας στην οικονομία, την αύξηση των μισθών και επομένως και την αύξηση των εισφορών. Αυτό σημαίνει τεχνολογική αναδιάρθρωση της παραγωγής και ανατροπή του παραγωγικού σαμποτάζ που διενεργεί ο σοσιαλφασισμός και οι ανατολικού τύπου κυβερνήσεις που κατεβάζουν τους μισθούς και ένα εργατικό κίνημα που θα συγκροτηθεί στη βάση του πραγματικού ταξικού συνδικαλισμού. Αλλά και στις δυτικές χώρες όπου ο σοσιαλφασισμός δεν κάνει παραγωγικό σαμποτάζ και όπου οι αστικές τάξεις θέλουν να ρίξουν τις συντάξεις με το επιχείρημα ότι είναι πολλοί οι συνταξιούχοι και λίγοι οι εργαζόμενοι η απάντηση είναι στο βάθος ή ίδια. Τις συντάξεις τις ρίχνει η πτώση των μισθών, και τους μισθούς τους ρίχνει ο ανταγωνισμός από τις χώρες του άθλιου μεροκάματου, η πουλημένη ταξικά σοσιαλδημοκρατική εργατική αριστοκρατία και ο όλο και μεγαλύτερος παραγωγικός παρασιτισμός του ιμπεριαλισμού.
Βέβαια στην Ελλάδα ενώ το πρόβλημα είναι το ειδικό παραγωγικό σαμποτάζ σκόπιμα η κυβέρνηση ταυτίζει το ασφαλιστικό πρόβλημα στο εσωτερικό με το δυτικό ασφαλιστικό πρόβλημα. Συγκαλύπτει έτσι και τις ευκαιρίες που μπορεί να δώσει η πραγματική σύγχρονη ανάπτυξη για τη βελτίωση της οικονομικής ασφαλιστικής και πολιτιστικής κατάστασης του λαού. Το επιχείρημα που έχει η κυβέρνηση για να πει ότι η Ελλάδα δεν έχει ειδικό παραγωγικό πρόβλημα είναι ότι το ΑΕΠ ανεβαίνει με ρυθμό 3%. Όμως κάθε αύξηση του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας δεν είναι και σύγχρονη ανάπτυξη. Η πραγματική σύγχρονη ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στη σύγχρονη βιομηχανία που κινεί υψηλής τεχνικής σύνθεσης κεφάλαια, στη σύγχρονη γεωργία, και στην ανάπτυξη της έρευνας και της τεχνολογίας. Όμως η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ είναι μια ανάπτυξη σχετικά καθυστερημένης μορφής. Έτσι στον τουρισμό πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για απόσπαση γαιοπροσόδου από το προϊόν μιας εργασίας που παράγεται σε άλλες χώρες. Τέτοιο είναι ένα μεγάλο μέρος από το ποσό που πληρώνουν οι πολίτες άλλων χωρών για τις διακοπές που κάνουν στη χώρα μας. Αυτό το ποσό ξεπερνάει την τιμή παραγωγής των εμπορευμάτων που καταναλώνουν οι τουρίστες κατά το ύψος της γαιοπροσόδου της τουριστικής γης. Τέτοιο προϊόν που ουσιαστικά παράγεται έξω από τη χώρα και επίσης μπαίνει στο ΑΕΠ είναι το ναυτιλιακό συνάλλαγμα και το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη των ναυτιλιακών εταιρειών. Χωρίς το τουριστικό και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα ο κρατικός προϋπολογισμός θα κατέρρεε σε χρόνο μηδέν. Χώρια από αυτήν την ποιοτική σχετική υπανάπτυξη της ντόπιας παραγωγής ένας μεγάλος υπεύθυνος για την πτώση των μισθών, οπότε και των εισφορών, οπότε και των συντάξεων είναι η τρομακτική αφαίρεση παραγμένου κοινωνικού πλούτου με τη μορφή της φορολογίας για να τραφεί ο παρασιτισμός και η διαφθορά της απέραντης κρατικής μηχανής και να υπερπαχυνθεί η νέα ληστρική ολιγαρχία.
Επίσης καταλυτικά συνεισφέρει στην ελληνική, ειδικού τύπου αύξηση του ΑΕΠ η αύξηση της παραγωγής από τους ανασφάλιστους μετανάστες και ντόπιους εργάτες και είναι συνεισφορά στην ανάπτυξη των πιο καθυστερημένων γενικά τομέων της οικονομίας, ειδικά των υπηρεσιών χψαμηλής οργανικής σύνθεσης.
Όμως ο πιο καίριος λόγος της πτώσης του μέσου ελληνικού μισθού και η ανεμπόδιστη πορεία όλων των προηγούμενων φαινόμενων είναι η διάλυση των στοιχειωδώς ταξικών συνδικάτων σε κάθε χώρο δουλειάς. Σε αυτή τη διάλυση χρωστάμε το νέο απόλυτο εργασιακό μεσαίωνα που έχει επιβληθεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τις οποίες ο σοσιαλφασισμός προσπαθεί να αντισταθμίσει την υπονόμευση και συρρίκνωση της μεγάλης παραγωγής. Δίχως αυτή τη διάλυση των συνδικάτων θα έπρεπε η μικρομεσαία αστική τάξη που είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας να πληρώνει εισφορές. Αλλά αν πλήρωνε εισφορές θα ανέβαιναν τα κόστη της και δεν θα επιζούσε. Αλλά οι σοσιαλφασίστες στηρίζονται σε αυτήν για να επιβιώσει η οικονομία και η πολιτική τους εξουσία. Αλλιώς θα έπρεπε να αφήσουν τη σύγχρονη μεγάλη παραγωγή να ανθίσει πράγμα που θα σήμαινε την κυριαρχία του μεγάλου δυτικού τύπου κεφάλαιου οπότε και το θάνατο της δικιάς τους κομπραδόρικης πολιτικής κυριαρχίας. Αντίθετα με την πρακτική κατάργηση των εισφορών στο ΙΚΑ πέφτει ο συνολικός μισθός που πληρώνει ο μικρομεσαίος καπιταλιστής στην εργατική τάξη πέφτουν τα κόστη του σχετικά με τη μεγάλη παραγωγή και μόνο έτσι αντισταθμίζεται η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στους κλάδους όπου η μορφή της μικρής παραγωγής κυριαρχεί. Αυτό είναι το μυστικό της θεσμοποιημένης και προστατευμένης από τα συνδικάτα μαύρης εργασίας στη χώρα μας. Ο στόχος του σοσιαλφασισμού είναι λοιπόν ένας: Η σύγχρονη και παραγωγική επιχείρηση μικρή ή μεγάλη οφείλει να συντρίβεται από την πιο καθυστερημένη, την πιο δουλοκτητική, και την αντίστοιχη πιο ρατσιστική και κλεπτοκρατική αστική τάξη χωρίς όμως η χώρα να καταρρέει. Γιατί αν η χώρα κατέρρεε η πολιτική κυριαρχία των πέντε ρωσόφιλων ηγεσιών επίσης θα κατέρρεε. Αυτό το στόχο εξυπηρετεί και το ότι η φοροκλεπτική πρακτική είναι πολύ πιο επιτρεπτή από το κράτος στη μικρομεσαία μικροβιοτεχνική παρά στη σύγχρονη μεγάλη επιχείρηση. (Εννοούμε στη μεγάλη επιχείρηση που δεν ανήκει στη νέα ρωσόδουλη ολιγαρχία)
Ο σοσιαλφασισμός κρύβει λοιπόν τη μεγάλη αλήθεια ότι η πτώση στις συντάξεις αντιστοιχεί στην πτώση στους μισθούς και ότι αυτή η πτώση οφείλεται στους λόγους που προαναφέραμε, δηλαδή κυρίως στον ίδιο. Γι αυτό ισχυρίζεται ότι τα λεφτά των σημερινών εισφορών ναι μεν φτάνουν για να ασφαλίσουν σε υψηλό επίπεδο όλους τους εργαζόμενους, αλλά ότι αυτά τα λεφτά τα κλέβει από τους ασφαλισμένους από παλιά το κράτος είτε απ’ ευθείας κλέβοντας τα αποθεματικά είτε με το να τα διοχετεύει από τα ταμεία στο χρηματιστήριο. Η απάντηση που δίνουν στο πρόβλημα αυτοί οι δημαγωγοί είναι να κρατικοποιηθεί η ασφάλεια και τις συντάξεις να τις πληρώνει το κράτος αποκλειστικά. Δηλαδή προτείνουν να έρθουν οι ίδιοι, που είναι οι χειρότεροι άρπαγες, στην εξουσία οπότε το κράτος-κλέφτης δήθεν θα αλλάξει, θα γίνει έντιμο, θα πάρει τα άπειρα λεφτά από τους αστούς θα τα μοιράσει στους φτωχούς και έτσι θα λύσει το ασφαλιστικό.

Ταξική συγκρότηση και πάλη στους χώρους δουλειάς αλλά και άμεσα μέτρα ανακούφισης από το κράτος

Πέρα από τις παραπάνω γενικές θεωρητικές τοποθετήσεις που είναι απαραίτητες για την κατανόηση του ζητήματος η παρούσα κατάσταση της εργατικής τάξης και των φτωχών εργαζομένων πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα.

Κανένας δημοσιολόγος και πολιτικός δεν τολμά να αμφισβητήσει δημόσια την κυρίαρχη προπαγάνδα του σοσιαλφασισμού που κρύβει τις αιτίες και τον τρόπο συγκρότησης των εργασιακών σχέσεων, του ύψους των μισθών, του όγκου της ανασφάλιστης εργασίας, του όγκου της ανεργίας, της στρατιάς της γραφειοκρατίας που λυμαίνεται τα ταμεία και την έλλειψη κάθε οικονομίας κλίμακας.
Η ποσότητα της ανασφάλιστης εργασίας είναι πέρα από το ζήτημα του παραγωγικού σαμποτάζ και ζήτημα ταξικών συσχετισμών και την κύρια ευθύνη γι’ αυτό την έχει ο σοσιαλφασισμός που κατάργησε πρακτικά κάθε μορφή ταξικού διεκδικητικού συνδικαλισμού στους χώρους δουλειάς ενάντια στη συγκεκριμένη κάθε φορά εργοδοσία. Είναι αυτός που στο όνομα του αντιρατσισμού ποτέ δεν κατάγγειλε την ανασφάλιστη εργασία των μεταναστών αλλά και των ντόπιων εργατών παρά μόνο όταν αυτή ρίζωσε με εκατομμύρια ανασφάλιστους για να τροφοδοτεί με φτηνή εργασία το χαμηλής οργανικής σύνθεσης μικρομεσαίο κεφάλαιο και κυρίως να τροφοδοτεί με νέες δεξαμενές ρατσισμού τα νεοναζιστικά τέρατα του επίσης ρωσόδουλου ΛΑΟΣ. Ποτέ ο σοσιαλφασισμός ακόμα και σήμερα δεν τάσσεται υπέρ του ίσου μεροκάματου για μετανάστες και ντόπιους, υπέρ του ίδιου μεροκάματου για την ίδια δουλειά, που είναι προϋπόθεση για πραγματική ένωση μεταναστών και ντόπιων μέσα στα κρατικοκομματικά συνδικάτα από τα οποία σήμερα ουσιαστικά λείπουν οι πρώτοι. Αυτό είναι το μυστικό της δουλοκτητικής και απεργοσπαστικής πρακτικής πολιτικής υπέρ των «ανοιχτών συνόρων» του ΣΥΝ με τα οποία νέες φουρνιές από εξαθλιωμένους μετανάστες συντρίβουν παραπέρα τα μεροκάματα για τους παλιότερους μετανάστες και τους ντόπιους εργάτες, προβοκάρουν στις εξαθλιωμένες μάζες κάθε αίτημα για πολιτικά δικαιώματα και τη μόνιμη παραμονή στους ήδη εγκατεστημένους μετανάστες και δυναμώνουν τον κοινωνικό και πολιτικό ρατσισμό. Ο ΣΥΝ ψελλίζει κάποιες κουβέντες για πολιτικά δικαιώματα των μεταναστών, αλλά αυτό λειτουργεί προβοκατόρικα όταν παράλληλα δεν κάνει δουλειά, όπως και το ψευτοΚΚΕ, ενάντια στην μαύρη εργασία, και όταν πάνω απ’ όλα αντί για πάλη για επενδύσεις κάνει καταστροφικά κινήματα για την ματαίωσή τους.
Όλα τα κόμματα συμφωνούν στα λόγια ότι πρέπει να μειώσουν την εισφοροδιαφυγή. Αυτό όμως ούτε το πιστεύουν ούτε το θέλουν. Γιατί όπως είπαμε εισφοροδιαφυγή σημαίνει φτηνή σάρκα που τρέφει το ανατολικού τύπου οικονομικό σύστημα του χαμηλού μεροκάματου που έχουν οικοδομήσει. Γι’ αυτό και όλοι αυτοί δεν δείχνουν σαν κύριους εκμεταλλευτές της εργατικής τάξης και του λαού αυτούς που εισφοροδιαφεύγουν αλλά αυτούς που σε γενικές γραμμές πληρώνουν τις εισφορές τους. Καταγγέλλουν το μεγάλο παραγωγικό κεφάλαιο ότι δεν πληρώνει, όταν οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές γνωρίζουν ότι πληρώνει καλύτερα απ’ όλους και εισφοροδιαφεύγει λιγότερο. Αυτοί που δεν πληρώνουν είναι κυρίως οι δουλοχτήτες μικρομεσαίοι αστοί που πολλοί είναι μέλη του ΣΥΝ και του ψευτοΚΚΕ. Τέτοιοι είναι οι δουλοχτήτες της υπαίθρου και οι μικρομεσαίοι και μεσαίοι δουλοχτήτες της πόλης που μέσα σε υπόγεια στο κέντρο της Αθήνας και στις μεγάλες πόλεις στοιβάζουν και κρύβουν χιλιάδες μετανάστες σκυμμένους στη δουλειά 12ωρα και 16ωρα. Και πάνω απ’ όλους τέτοιοι είναι οι περισσότεροι εργολάβοι των δημοσίων έργων, ιδιαίτερα οι μεγαλοεργολάβοι ολιγάρχες, οι μεγαλοβδέλλες που φτιάχνουν τα έργα με σπασμένα και μαύρα μεροκάματα μεταναστών.
Οι έμμισθοι κοντυλοφόροι μελετητές της ΓΣΕΕ και άλλοι «ειδικοί» δεν βλέπουν ούτε το στοιχειώδες ζήτημα της ασφάλισης των αγροτών που δεν πληρώνουν για ασφάλιση. Μιλάμε εδώ για τους μικρούς και φτωχούς αγρότες γιατί η σύνταξη της αστικής τάξης των φάρμερ δεν είναι βέβαια ένα πολιτικό πρόβλημα για τη εργατική τάξη. Και πως βέβαια να πληρώσουν για την ασφάλιση των φτωχών εργατών και των εργατών γης οι αστοί φάρμερ ή οι μικρομεσαίοι αγρότες όταν οι Παπανδρέου, Σημίτης και Καραμανλής εμπόδιζαν τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της αγροτικής οικονομίας οπότε και τη μετατροπή των μικρών αγροτικών νοικοκυριών σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις με χαμηλά ποσοστά κέρδους και μεγάλο όγκο παραγωγής και εξαγωγών ή όταν δώριζαν τις αντίστοιχες επιδοτήσεις της ΕΕ στην πιο παρασιτική αστική τάξη της υπαίθρου για να σχηματίσουν τους κομματικούς τους στρατούς; Ήδη επειδή οι αλβανοί εργάτες γης έχουν ανεβάσει τους μισθούς και το επίπεδο ζωής τους ή έχουν μετακινηθεί προς τις πόλεις, προχθές η κυβέρνηση των δουλοκτητών δήλωσε ότι εξετάζει το σενάριο να φέρει 50.000 αιγύπτιους μετανάστες για να τους αντικαταστήσει!

Οι εργαζόμενοι μόνο ένα δρόμο έχουν. Το δρόμο της πάλης για τις αυξήσεις των μισθών και για την ανάπτυξη της σύγχρονης παραγωγής ενάντια στο παραγωγικό σαμποτάζ, στη γραφειοκρατική ακρίδα και στις μικρές και μεγάλες ολιγαρχικές βδέλλες. Εργαζόμενος με εργαζόμενο οφείλουν να ενωθούν, και όπου χρειαστεί κρυφά από την εργοδοσία, από το σοσιαλφασισμό και από τα επίσημα συνδικάτα και να σχηματίσουν παρατάξεις αγωνιστικού ενιαίου μετώπου. Ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ με τα 570 ευρώ, ο ανασφάλιστος, το θύμα του μικρομεσαίου δουλέμπορα σκυλά, ο εργάτης γης και τα πιο καταπιεσμένα και εκμεταλλευόμενα στρώματα πρέπει να συναντήσουν με κάθε τρόπο το συνάδελφό τους και να ξεκινήσουν τη στοιχειώδη αυτοοργάνωσή τους για να ζητήσουν στοιχειωδώς ανθρώπινες αμοιβές, ένσημα, και πληρωμένες υπερωρίες. Οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις υψηλότερης σύνθεσης κεφαλαίου πρέπει να διεκδικήσουν τις αυξήσεις τους εκεί που πραγματικά μπορούν να δοθούν και να φτιάξουν τον κορμό του μεγάλου συνδικαλισμού που θα μπορέσει να συντονίσει και να οδηγήσει όλη τη διασπαρμένη τάξη στο μέτωπο των οικονομικών και μετά των πολιτικών εργατικών διεκδικήσεων. Το φάσμα της πείνας αγκαλιάζει διαρκώς και περισσότερους εργαζόμενους αλλά και άνεργους και συνταξιούχους. Το βάρος της απάντησης πρέπει να είναι στην αύξηση της αμοιβής της ζωντανής εργασίας.
Αλλά και το αστικό κράτος, ο περιληπτικός καπιταλιστής έχει τις δικές του υποχρεώσεις και γι αυτό πρέπει να του απευθύνουμε τα ανάλογα αιτήματα. Έχοντας πάντα στο μυαλό ότι η σύνταξη και η επιδότηση ανεργίας είναι κομμάτια του συνολικού όγκου των μισθών και το ύψος του μέσου μισθού οπότε και του γενικότερου ταξικού συσχετισμού δύναμης αστικής τάξης και προλεταριάτου και βάζοντας πάντα σαν κεντρικό για τις συντάξεις το ζήτημα της οικονομικής πάλης της ενεργής εργατικής τάξης, πράγμα που μας διακρίνει από το σοσιαλφασισμό, πρέπει να προβάλουμε και προς το κράτος τα αιτήματα της μίνιμουμ σύνταξης, της μίνιμουμ επιδότησης ανεργίας, της ενίσχυσης με κάθε τρόπο και με κρατική ευθύνη των πιο φτωχών νοικοκυριών. Τέτοια αιτήματα τα προβάλουν και οι αστοί ρεφορμιστές, ιδιαίτερα οι σοσιαλδημοκράτες και βέβαια οι σοσιαλφασίστες. Το πνεύμα τους όμως όλων αυτών είναι η υποκατάσταση της οικονομικής και πολιτικής ταξικής πάλης από την κρατική φιλανθρωπία για τους πρώτους και από τις εφορμήσεις των ψηφοφορικών στρατών στο κράτος για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από τους δεύτερους. Για το συνειδητό προλεταριάτο οι οικονομικές διεκδικήσεις τέτοιου είδους απέναντι στο κράτος έχουν έναν βασικό ρόλο: να συσπειρώνουν γύρω από την ενεργή και οργανωμένη εργατική τάξη όλο το υπόλοιπο προλεταριάτο και να δίνουν σε όλη αυτήν την οικονομική πάλη έναν συνολικό πολιτικό χαρακτήρα. Γιατί όταν διεκδικεί κανείς από το κράτος να συμπληρώσει το συνολικό εργατικό μισθό πληρώνοντας ένα μίνιμουμ σύνταξης και επιδότησης στα πιο χτυπημένα κομμάτια του προλεταριάτου, είναι υποχρεωμένος να έχει μια συνολική οικονομική πρόταση για την κρατική διαχείριση του συνολικού κοινωνικού κεφάλαιου, για τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας, για τα υπόλοιπα έξοδα του προϋπολογισμού, για τη διανομή όλου του εθνικού προϊόντος και στις συνθήκες του καπιταλισμού.
Κάτι τέτοιο δεν είναι συνδιαχείρηση του κράτους με τους καπιταλιστές όπως ισχυρίζονται οι ριζοσπάστες μικροαστοί αντικαπιταλιστές. Είναι η έμπρακτη κριτική του επαναστατικού προλεταριάτου στην αστική πολιτική οικονομία και στη συγκεκριμένη αστική πολιτική διαχείριση του κρατικού κεφάλαιου. Είναι με λίγα λόγια μια άσκησή του για τη μελλοντική του πολιτική εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι το προλεταριάτο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι υποχρεωμένο και να συζητάει με την κυβέρνηση και όχι μόνο να την αντιπαλέυει. Για την ακρίβεια πρέπει να συζητάει για να μπορεί να την αντιπαλεύει. Πρέπει δηλαδή να συζητάει για έναν βασικό λόγο: για να αποδείχνει ξανά και ξανά μπροστά στις μάζες με αριθμούς, με στοιχεία και με τη λογική ότι είναι δυνατή μια άλλη οικονομική πολιτική, μια άλλη διανομή του συνολικού κοινωνικού υπεπροϊόντος σχετικά πιο ευνοϊκή για τους εργάτες ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό. Πρόκειται για το ίδιο που πρέπει να κάνει το συνειδητό προλεταριάτο και στο συνδικαλισμό μέσα σε κάθε ξεχωριστή επιχείρηση. Πρέπει να μαθαίνει όσο μπορεί καλύτερα την κατάσταση της επιχείρησης, να απαιτεί όλα τα βασικά οικονομικά και λογιστικά στοιχεία και να διαπραγματεύεται τους μισθούς πάνω σε αυτά. Είναι αυτό ακριβώς που δεν κάνει ποτέ ο σοσιαλφασισμός, ούτε στις ξεχωριστές επιχειρήσεις ούτε στις διαπραγματεύσεις του με το κράτος. Έτσι στο όνομα της τάχα «σκληρής ταξικότητας» αρνείται να συζητήσει με τις κυβερνήσεις ζητήματα σαν το ασφαλιστικό. Ότι συζητάει το συζητάει πίσω από τις πλάτες των μαζών. Λιποτακτεί διαρκώς από την ανοιχτή πολιτική συζήτηση, δηλαδή την ανοιχτή πολιτική πάλη με την αστική τάξη ακριβώς για να μην βγει από το έδαφος της φτηνής δημαγωγίας ότι τα σεντούκια του κράτους και του κεφάλαιου είναι γεμάτα και δεν μένει στην κυβέρνηση παρά να τα ανοίξει. Αυτό το «ξέρετε εσείς που θα τα βρείτε τα λεφτά» που απευθύνουν διαρκώς στις κυβερνήσεις οι σοσιαλφασίστες, είναι το μόνο μάθημα «πολιτικής οικονομίας» που διδάσκουν στους στρατούς τους. Με αυτό το επιχείρημα τους καλούν να κάνουν μια πάντα χωρίς αποτέλεσμα εφόρμηση στα κρατικά ταμεία για να μπορέσουν οι ίδιοι να εισβάλουν στο κράτος, να εκτοπίζουν σταδιακά τους εχθρούς τους ώστε κάποια στιγμή να αποσπάσουν την πολιτική εξουσία. Είναι αυτό που δεν πρέπει ποτέ να κάνει το συνειδητό προλεταριάτο.