Η αχρειότητα των δυτικών ιμπεριαλιστών στο ζήτημα του ονόματος αποσταθεροποιεί τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και τα Βαλκάνια

Το μεγάλο άρθρο μας για το Μακεδονικό, που δημοσιεύεται σ’ αυτό το φύλλο της Νέας Ανατολής, γράφτηκε πριν από έναν περίπου μήνα για να δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα της ΟΑΚΚΕ σαν μια κάπως διεξοδική απάντηση στη «δεύτερη εκστρατεία το ονόματος», που έχει αρχίσει εδώ και λίγους μήνες το ελληνικό κράτος με βαθύτερο στόχο την παρεμπόδιση της εισόδου της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Όταν γραφόταν αυτό το κείμενο, δεν είχαν ακόμα φανεί με σαφήνεια οι αντιδράσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ στην ελληνική καμπάνια. Αρχικά πάντως αυτές οι αντιδράσεις ήταν διστακτικές από την πλευρά της ΕΕ και προσανατολισμένες σε σύγκρουση με την ελληνική απαίτηση σε ό,τι αφορούσε τις ΗΠΑ.
Εκείνη την περίοδο η στάση των πολιτικών δυνάμεων στη Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν σταθερή κατά της οποιασδήποτε υποχώρησης στο ζήτημα του ονόματος. Αυτή τη στάση τη θεωρήσαμε πολύ θετική, αφού εξηγούσαμε στο άρθρο μας ότι όχι μόνο από άποψη αρχής δεν έπρεπε καμιά χώρα να δέχεται να αλλάζει το όνομά της κάτω από την πίεση μιας άλλης, αλλά και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η όποια αλλαγή του ονόματος της χώρας αυτής δε θα είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα ούτε γι’ αυτή τη χώρα ούτε για την ειρήνη στην περιοχή. Γιατί αυτή η απαίτηση για μετονομασία δεν ήταν μια ειλικρινής, αν και παράλογη, απαίτηση μιας χώρας που ένιωθε να θίγεται ή να απειλείται από το κρατικό όνομα μιας άλλης, αλλά ήταν μόνο ένα πρόσχημα για να εμποδίζεται η ανεξάρτητη πορεία της χώρας αυτής, αν εμποδίζονταν οι συμμαχίες της με τρίτες χώρες και οι προσχωρήσεις της σε ευρύτερα κρατικά σύνολα, ώστε αυτή να αναγκαστεί τελικά να υποδουλωθεί στον πιο κτηνώδη ιμπεριαλισμό.
Τώρα αυτές οι πρώτες θετικές αντιδράσεις των δυτικών έχουν ανατραπεί. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, με πρώτους τους ευρωπαίους, απέδειξαν για μια ακόμα φορά το γλοιώδη χαραχτήρα και την άρνησή τους να σεβαστούν την ανεξαρτησία των κρατών, ιδιαίτερα των μικρών. Απέδειξαν δηλαδή για μια ακόμη φορά ότι, προκειμένου να διατηρούν το όποιο οικονομικά προσοδοφόρο γι’ αυτούς στάτους κβο, είναι πρόθυμοι να υποτάσσονται στους χειρότερους τραμπουκισμούς σε βάρος των αδύναμων. Στο βάθος υποτάσσονται στις δυο-τρεις φιλορώσικες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ή υπουργεία Εξωτερικών που στηρίζουν το ελληνοκυπριακό δίδυμο. Τέτοιες είναι η Ιταλική, η Ισπανική, η Γερμανική. Έτσι εξηγείται το ότι ο ένας μετά τον άλλο ο Επίτροπος για την διεύρυνση Όλι Ρεν, ο εκπρόσωπος για τις εξωτερικές υποθέσεις της ΕΕ Σολάνα και πρόσφατα ο γάλλος υπουργός εξωτερικών Κουσνέρ κάλεσαν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας να βρει κοινή λύση με την Ελλάδα, δηλαδή να αλλάξει το όνομά της, προκειμένου να μπει στην ΕΕ.
Με αυτόν τον τρόπο, πέρα από τις γενικές δημοκρατικές αρχές στις διακρατικές σχέσεις, οι ευρωπαίοι μονοπωλιστές ποδοπάτησαν και την ενδιάμεση συμφωνία Ελλάδας-Δημ. της Μακεδονίας, που πρόβλεπε ότι η χώρα αυτή θα μπορούσε να μπει σε οποιαδήποτε ένωση κρατών, αρκεί να δεχόταν να κρατήσει σε αυτήν το όνομα FYROM. Οι ΗΠΑ έδειξαν για λίγο χρόνο κάπως περισσότερο χαρακτήρα, αλλά όχι λόγω δημοκρατικών αρχών. Είναι επειδή η μη ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ θα οξύνει τις αλβανομακεδονικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της, πράγμα που θα βοηθήσει στην αποσταθεροποίηση του Κόσοβου και τελικά θα δυσκολέψει πολύ τις ΗΠΑ ως στρατιωτική εγγυήτρια του στάτους-κβο στα νότια Βαλκάνια. Όμως τελικά, κάτω από τις ελληνικές πιέσεις που γίνανε ευρωπαϊκές, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ακολούθησε τους άλλους δυτικούς και έδωσε τη χαριστική βολή στη Δημοκρατία της Μακεδονίας με το στόμα του υφυπουργού υπεύθυνου για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, του ανθρώπου των Κλίντον Ν. Μπερνς, ο οποίος δήλωνε στις 29/11:
«Πρέπει η κυβέρνηση των Σκοπίων να αναγνωρίσει ότι έχει την ευθύνη να συναντήσει την Ελλάδα στη μέση της διαδρομής και να δείξει ευαισθησία στις ελληνικές ανησυχίες. Ορισμένες ενέργειες των Σκοπίων ήταν άνευ λόγου προκλητικές. Κατανοούμε τη σημασία της κληρονομιάς της Μακεδονίας στην ελληνική ιστορία, τη σύγχρονη πολιτική σκηνή, στην καρδιά και το νου των Ελλήνων».
Η έκφραση στη «μέση της διαδρομής» σημαίνει ότι, αφού η αστική τάξη της Ελλάδας που δηλητηρίασε για 15 χρόνια την «καρδιά και το νου των Ελλήνων» έκανε την «παραχώρηση» να αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με ένα όνομα που να περιέχει τη λέξη Μακεδονία, πρέπει και η γειτονική χώρα να αλλάξει επίσης το όνομά της με τρόπο που να ικανοποιεί την αστική τάξη της Ελλάδας. Αφού δηλαδή κάποιος εκβιαστής δέχεται να σου πάρει μόνο τα μισά λεφτά απ’ όσα απαιτούσε από σένα αρχικά, εσύ πρέπει να του τα δώσεις για να τον συναντήσεις «στα μισά της διαδρομής». Αυτή η δήλωση του Μπερνς πρακτικά σημαίνει ότι η Δημοκρατία της Μακεδονίας δε θα μπει στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αν δεν αλλάξει το όνομά της, πράγμα που δε θα κάνει, γιατί αν το κάνει θα διασπαστεί εθνοτικά και θα μπει σε βαθιά πολιτική κρίση. Έτσι διασφαλίζεται η βασική απαίτηση της ρώσικης διπλωματίας, για την οποία δουλεύει η ελληνική, που είναι να μην μπει ποτέ αυτή η χώρα στο ΝΑΤΟ.
Αλλά, όπως γίνεται συνήθως με τους αστούς των μικρών χωρών, πριν καν πέσει και αυτή η τελευταία μαχαιριά από τον τελευταίο ιμπεριαλιστή προστάτη τους, αυτοί, αντί να επιτεθούν σε αυτούς που τους μαχαίρωσαν, επιτέθηκαν σε όσους αντιστάθηκαν. Έτσι ο πρόεδρος Τσερβένκοφσκι και η αρχηγός του κόμματος της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης Σεκερίνσκα (αντιπολίτευση) κατηγόρησαν τον πρωθυπουργό Γκρούεφσκι ότι δε φταίει η Ελλάδα, αλλά η ίδια η χώρα που δεν μπαίνει στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, γιατί δεν κατάφερε να εκπληρώσει μια σειρά άλλα κριτήρια ένταξης (Ελευθεροτυπία, 26/11). Μάταια ο Γκρούεφσκι προσπάθησε να απαντήσει ότι τα «άλλα κριτήρια ένταξης» δεν είναι παρά προσχήματα των δυτικών για να ματαιώσουν την ένταξη και έτσι να αποφύγουν τη σύγκρουση με την Ελλάδα, στην πραγματικότητα τη σύγκρουση με τη ρώσικη διπλωματία.
Να πώς η νίκη αυτής της διπλωματίας μετατρέπεται σε εσωτερική μακεδονική πολιτική κρίση. Και όχι μόνο αυτό. Σύντομα οι δυτικοί ιμπεριαλιστές θα διαπιστώσουν πως, υποκύπτοντας στους ανατολικούς εκβιασμούς, ενθαρρύνουν κάθε σοβινιστική παθολογία στην περιοχή και έτσι σκάβουν τον τάφο τους. Ήδη ο πρύτανης των διεκπεραιωτών της ρώσικης διπλωματίας στα Βαλκάνια, ο Κάρολος Παπούλιας, μπροστά στον καλεσμένο του ομόλογό του της Αλβανίας Μπαμίρ Τόπι, «κάλεσε τα Σκόπια να σεβαστούν τη συμφωνία της Αχρίδος (sic), που διασφαλίζει τα δικαιώματα των μειονοτήτων και, βέβαια, όπως ο ίδιος σημείωσε, και του πολυπληθούς αλβανικού στοιχείου...» (Έθνος, 27/11). Με άλλα λόγια, ενθάρρυνε τους προωθητές της Μεγάλης Αλβανίας να συνεχίσουν πιο δραστήρια τις κινήσεις τους για το διαμελισμό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτό είναι το αντάλλαγμα που προτείνει η ελληνική διπλωματία στην Αλβανία, για να πάψει να στηρίζει το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας ως το συνταγματικό όνομα της γειτονικής χώρας. Τέτοιου είδους είναι οι θύελλες που σπέρνουν οι ανατολικοί ιμπεριαλιστές στα Βαλκάνια χάρη στην αχρειότητα των δυτικών.