H ΗΡΩΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ ΤΩΝ ΑΠΟΛΥΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ
Ο Πειραιάς στο πλευρό τους.
Nέα ποιότητα του 8χρονου αγώνα.

Mια μεγάλη συνδικαλιστική και πολιτική μάχη δόθηκε από τα μέσα του Ιούνη και συνεχίζεται ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Πρόκειται για μια νέα φάση στην πορεία ενός αγώνα διάρκειας 8 χρόνων, του μεγαλύτερου ίσως σε διάρκεια εργατικού αγώνα για μια οικονομική διεκδίκηση, εκείνου των απολυμένων των Λιπασμάτων Δραπετσώνας.
Αυτή η νέα φάση άρχισε στις 19 του Ιούνη οπότε ξεκίνησαν απεργία πείνας δύο απολυμένοι, ο Φραντζέσκος Καρακατσάνης 53 χρονών και ο Απόστολος Παναγιωτίδης 59 χρονών. Και οι δύο είναι μέλη της Επιτροπής Αγώνα, του οργάνου που καθοδηγεί τον αγώνα των απολυμένων και που εκπροσωπεί όλους αυτούς που παίρνουν δραστήρια μέρος σε αυτόν και στο οποίο συμμετέχουν και σύντροφοι μας συμπαραστάτες από την πρώτη στιγμή του αγώνα. Ο πρώτος από τους δύο απεργούς πείνας είναι επίσης πρόεδρος και ο δεύτερος αντιπρόεδρος του Σωματείου των Λιπασμάτων. Το Σωματείο αποτελείται από όλους όσους δούλευαν στο εργοστάσιο τη στιγμή που έκλεισε το 1999 ανεξάρτητα από το αν συμμετείχαν στον αγώνα με οποιονδήποτε τρόπο. Οι μόνοι που δεν είναι μέλη του Σωματείου γιατί διαγράφτηκαν από αυτό είναι δυο πρώην συνδικαλιστές που πούλησαν ανοιχτά τους απολυμένους και εναντιώθηκαν σε αυτούς, ο πρώην πρόεδρος Τσιρμούλας και ο πρώην γραμματέας του ΔΣ Εξωμερίτης.

Η απεργία πείνας έγινε στο χώρο του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά και κράτησε 12 μέρες. Την 9η μέρα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με λοίμωξη και εξάντληση ο Φραντζέσκος Καρακατσάνης. Την 12η μέρα με μεγάλη εξάντληση μεταφέρθηκε επίσης στο νοσοκομείο ο Απόστολος Παναγιωτίδης. Οι γιατροί συνέστησαν και στους δύο να σταματήσουν την απεργία πείνας γιατί υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να υπάρξουν ανήκεστες βλάβες στην υγεία τους.

Η κτηνώδης επιμονή των κυβερνήσεων στην αδικία. Ένα σύντομο χρονικό

Οι απολυμένοι έφτασαν στην απεργία πείνας όταν διαπίστωσαν ότι απέναντί τους είχαν μια μόνιμη άρνηση από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να ικανοποιήσουν το αναντίρρητα δίκαιο αίτημα τους. Αυτές έφτασαν στο σημείο να καταπατήσουν και την ομόφωνη απόφαση του Άρειου Πάγου το 2006 όπως έκαναν προηγούμενα με την επίσης ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου του 2003. Σε αυτά τα όργανα οι απολυμένοι είχαν καταφύγει για να μπορέσουν να σπάσουν την πολιτική άρνηση και την απομόνωση που συναντούσαν όχι μόνο από τις κυβερνήσεις αλλά και σε συνδικαλιστικό επίπεδο από όλες τις παρατάξεις, ιδιαίτερα από το ψευτοΚΚΕ που σε κάθε στιγμή έδινε λυσσαλέα πάλη ενάντιά τους και έσερνε πίσω του και τη ΝΔ.
Για κάθε άλλη περίπτωση παράνομων απολύσεων οποιαδήποτε κυβέρνηση θα είχε συμμορφωθεί με αυτές τις αποφάσεις. Αλλά εδώ υπήρχε ένα πρωτοφανές πείσμα, μια κτηνώδης επιμονή στην αδικία. Η αδικία είχε πολλές πλευρές και φάσεις.
Καταρχήν ενώ η κυβέρνηση Σημίτη-Λαλιώτη έκλεισε το εργοστάσιο με πολιτική απόφαση δεν ανέλαβε την ευθύνη να βρει δουλειά για τους απολυμένους όπως γινόταν κάθε φορά που μια κρατική επιχείρηση έκλεινε ή ακόμα απέλυε μαζικά εργαζόμενους όπως έγινε με την ΚΥΔΕΠ, την Ολύμπικ Κέτερινγκ, τον Σκαραμαγκά. Αυτό το έκανε εκείνη η κυβέρνηση από τη μια μεριά και για να μην είναι υποχρεωμένη να πληρώνει για όσα εργοστάσια θα έκλεινε στη συνέχεια. Από την άλλη όμως δεν ήθελε να τεκμηριώσει την απόφασή της να κλείσει το εργοστάσιο. Γιατί αν την τεκμηρίωνε θα αναγκαζόταν να δεσμευτεί ότι θα πραγματοποιήσει την «ανάπλαση», δηλαδή ότι θα μετατρέψει το χώρο του εργοστασίου σε ναυτιλιακό και εμπορικό κέντρο. Αυτό ήθελε η Εθνική Τράπεζα, ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου με την οποία η κυβέρνηση, το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ είχαν συμμαχήσει για να κλείσουν το εργοστάσιο. Αλλά οι σαμποταριστές δεν ήθελαν να δημιουργηθεί ένα τέτοιο οικονομικό κέντρο απέναντι στην Ακτή Μιαούλη. Γι αυτό μόλις γκρεμίσανε το εργοστάσιο υπονόμευσαν την «ανάπλαση» βάζοντας τον ΣΥΝ να ξεκινήσει τον «αγώνα» για να γίνουν όλα πάρκο (το περίφημο μητροπολιτικό πάρκο) ώστε να μην χτιστεί κανένα κτίριο. Για να μην αναγκαστεί λοιπόν η κυβέρνηση Σημίτη να τεκμηριώσει την απόφασή της για το γκρέμισμα του εργοστασίου, έβαλε τους ανθρώπους που η ίδια είχε εγκαταστήσει στη Διεύθυνση του εργοστασίου να το κλείσουν. Και αυτοί το έκαναν λέγοντας ότι υπήρξε μια ανώτερη βία, μια πίεση από το λαό να κλείσει το εργοστάσιο, και ότι με τον πόλεμο που του γινόταν θα αυτό θα χρεωκοπούσε σε λίγο. Γι αυτήν την απάτη ο πρόεδρος της εταιρείας Μπακούρος ανταμείφθηκε με μια διευθυντική θέση αλλού. (Αντίθετα ο διευθυντής Λοίζος που κατάγγειλε το άδικο κλείσιμο είχε σκαιά αντιμετώπιση). Αλλά η δουλειά έπρεπε να γίνει στα γρήγορα ώστε να μην προλάβουν οι εργαζόμενοι να αντιδράσουν και γι αυτό δεν έγιναν διαβουλεύσεις μαζί τους όπως επέβαλε το κοινοτικό δίκαιο. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ στο ΔΣ πούλησαν τους εργαζόμενους και τους κάλεσαν να εγκαταλείψουν το εργοστάσιο υποσχόμενοι σε αυτούς ότι θα αποκατασταθούν. Για τον ίδιο λόγο το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ δεν έκαναν ούτε για τα μάτια μια κίνηση συμπαράστασης υπέρ των απολυμένων. Αυτοί φοβήθηκαν μήπως οι εργάτες κάνανε κατάληψη και κρατούσαν το εργοστάσιο ανοικτό. Αλλά έτσι θα πήγαιναν χαμένοι τόσοι «αγώνες» για να κλείσει το εργοστάσιο και κυρίως δυο δολοφονίες της «17Ν», αυτή του πρώην ιδιοκτήτη Αθανασιάδη-Μποδοσάκη και αυτή του διαδόχου του, του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Βρανόπουλου που ήθελε τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου.
Όταν οι απολυμένοι με την Επιτροπή Αγώνα πήγαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μετά στον Άρειο Πάγο δικαιώθηκαν γιατί έβγαλαν όλη αυτή τη μπόχα στον αέρα. Οι κατεδαφιστές κάνανε ειδικά έξαλλο το ευρωκοινοβούλιο όταν επεχείρησαν να το εξαπατήσουν. Η Επιτροπή Αγώνα είχε προσφύγει στο Ευρωκοινοβούλιο και είχε καταγγείλει την εταιρεία που τους απέλυσε επειδή δεν έκανε διαβουλεύσεις και κυρίως επειδή αυτή είχε υποχρέωση σύμφωνα με το νόμο να κρατήσει τους εργαζόμενους για άλλους 6 μήνες εφόσον προηγούμενα τους επιδοτούσε η ΕΕ επί δύο χρόνια. Τότε η κυβέρνηση Σημίτη αρνήθηκε ότι η ΕΕ επιδοτούσε τους εργαζόμενους επί δύο χρόνια και για να το αποδείξει ανέλαβε να πληρώσει η ίδια εκ των υστέρων τα λεφτά των επιδοτήσεων, δηλαδή κοίταξε να εξαπατήσει την ΕΕ για να μην πάρει το Ευρωκοινοβούλιο θέση υπέρ των Λιπασμάτων!
Έτσι η κλίκα Σημίτη και μετά η κλίκα Καραμανλή χάσανε τη μια μάχη μετά την άλλη από τους Λιπασματιώτες. Αρχικά οι λιπασματιώτες κέρδισαν τη μάχη στην επιτροπή Αναφορών του Ευρωκοινοβούλιου που το 2003 αποφάσισε ότι η ήταν άδικο και το κλείσιμο του εργοστασίου και οι απολύσεις και κάλεσε την κυβέρνηση Σημίτη να τους προσλάβει στο Δημόσιο, και το 2006 κέρδισαν τη μάχη και στον Άρειο Πάγο όπου είχαν καταφύγει οι εργαζόμενοι κατά της εταιρείας ΣΥΕΛ μετά από δύο στημένες αποφάσεις των δικαστηρίων του Πειραιά. Ο Άρειος Πάγος αποφάσισε ότι δεν υπήρχε καμιά ανώτερη βία για να κλείσει το εργοστάσιο. Παρόλες αυτές τις αποφάσεις που ποτέ άλλοι απολυμένοι δεν είχαν, οι κυβερνήσεις συνεχίζανε την άρνηση για να συντρίψουν ένα κίνημα που έβγαλε τα άπλυτα όλου του καθεστώτος στον αέρα. Αυτό είναι που ονομάζουμε κτηνώδη επιμονή στην αδικία.
Το χειρότερο για τους εργαζόμενους ήταν ότι αυτή η άρνηση από τη μεριά των κυβερνήσεων δεν γινόταν με μια καθαρή απόρριψη του αιτήματος, αλλά με διαρκείς προσποιήσεις και υπεκφυγές ακριβώς για να εξουδετερωθούν και να εκτονωθούν σταδιακά αυτές οι πιέσεις, ιδιαίτερα εκείνες που ασκούσε η ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η πίεση από το Ευρωκοινοβούλιο κορυφώθηκε το 2003 με ένα γράμμα του Πατ Κοξ, πρόεδρου του Ευρωκοινοβουλίου προς τον Σημίτη να λύσει το πρόβλημα των Λιπασμάτων με νομοθετική ρύθμιση, όπως ακριβώς ζητούσαν οι απολυμένοι, ο Σημίτης έκανε το εξής: Ετοίμασε τη νομοθετική ρύθμιση που ανέφερε ότι η κυβέρνηση του ήταν υπεύθυνη και για το κλείσιμο του εργοστασίου και για τηνμη λήψη των κατάλληλων μέτρων για τους απολυμένους. Αυτή τη νομοθετική ρύθμιση τη συνέταξε και την υπόγραψε το υπουργείο Γεωργίας που ήταν το βασικό αρμόδιο για την αποκατάσταση των απολυμένων λόγω του ότι τα Λιπάσματα Δραπετσώνας ήταν επιχείρηση της κρατικής Αγροτικής Τράπεζας. Στη συνέχεια η νομοθετική ρύθμιση πήγε στο υπουργείο Εσωτερικών όπου την υπόγραψε ο Σκανδαλίδης. Μετά η ρύθμιση πέρασε από το λογιστήριο του κράτους και έμενε μόνο η τυπική υπογραφή του Υπουργείου Οικονομικών. Όμως αυτός δεν την υπέγραψε γιατί ξαφνικά έκλεισε η Βουλή για τις εκλογές του 2004! Τελικά αποδείχτηκε ότι είχε εντολή Σημίτη να μην την υπογράψει. Ο Σημίτης είχε τραβήξει επίτηδες την υπογραφή του νόμου ως τις εκλογές για να δείξει στην ΕΕ ότι είχε τη θέληση να συμμορφωθεί, αλλά ότι δυστυχώς δεν…πρόλαβε. Επιπλέον έριξε την όποια ευθύνη στον Χριστοδουλάκη που, αν και άθλιος όπως όλος αυτός ο συρφετός, είχε τουλάχιστον μια κάπως φιλοευρωπαϊκή αναπτυξιακή γραμμή.

Μετά τις εκλογές η κυβέρνηση Καραμανλή φάνηκε πως κινήθηκε αρχικά για να ικανοποιήσει το αίτημα του Ευρωκοινοβουλίου μέσω του υπουργού Εσωτερικών Παυλόπουλου, αλλά σε λίγο πέτυχε κάτι… καλύτερο. Μπόρεσε να καθυστερήσει την είσοδο του θέματος για συζήτηση στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου όπου η ελληνική κυβέρνηση σίγουρα θα καταδικαζόταν. Αυτό το κατάφερε αξιοποιώντας το γεγονός ότι εκκρεμούσε η έκδοση της απόφασης του Άρειου Πάγου. Οι άνθρωποι του Καραμανλή, πιάστηκαν από ένα επιχείρημα που είχαν προβάλει οι σημιτικοί στην Κομισιόν και το οποίο είχε πιάσει εκεί, αλλά όχι στο Ευρωκοινοβούλιο. Ισχυρίστηκαν ότι μιας και επίκειται η απόφαση του Άρειου Πάγου δεν είναι καλό το Ευρωκοινοβούλιο να προκαταλάβει την απόφασή της ελληνικής δικαιοσύνης με μια δικιά του πολιτική απόφαση. Έτσι κατάφεραν να αναβάλουν τη συζήτηση της Ολομέλειας κινούμενοι επιπλέον πολύ πιο δραστήρια και πολύ πιο κεντρικά από όσο οι προκάτοχοί τους του ΠΑΣΟΚ.
Αυτή η αναβολή ήταν καίρια καθώς παράλληλα συγκεκριμένοι δικαστικοί μέσα στον Άρειο Πάγο φρόντισαν να αναβάλει αυτός την απόφασή του πατώντας σε ένα εντελώς δευτερεύον τυπικό κώλυμα. Έτσι καθυστέρησαν την απόφαση συνολικά για 2 χρόνια. Η απόφαση που βγήκε τελικά τον Ιούνη του 2006 ήταν ομόφωνα θετική και από πολιτική άποψη ήταν ένας καταπέλτης κατά του τρόπου που έκλεισε το εργοστάσιο το 1999 αφού αναγνώριζε ότι δεν υπήρχε καμιά ανώτερη βία. Αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή αδιαφόρησε γιατί παρόλο ότι η αρχική καλή απόφαση της Επιτροπής Αναφορών παρέμενε σε ισχύ, οι πολιτικοί συσχετισμοί μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο στο μεταξύ δεν ήταν πια οι ίδιοι. Μετά τις ευρωεκλογές του 2004 δεν είχαν επανεκλεγεί οι πιο επίμονοι υπερασπιστές της υπόθεσης των Λιπασμάτων μέσα στη Επιτροπή Αναφορών, οι οποίοι είχαν και τεράστιο κύρος στις αντίστοιχες πολιτικές ομάδες της Ευρωβουλής. Τέτοιος ήταν ο βιομηχανιστής νεοδημοκράτης Γιάννης Μαρίνος. Επίσης από την πλευρά του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ήταν η βιομηχανίστρια ανατολικογερμανίδα αντισοσιαλφασίστρια Μάργκοτ Κέσσλερ, η οποία παραμερίστηκε επί Σρέντερ, και η οποία είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στο να συσπειρωθούν οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες ενάντια στην υποτίθεται «δική τους» κυβέρνηση Σημίτη. Έτσι η Επιτροπή Αγώνα έκρινε σκόπιμο να ετοιμαστεί για μια τελική μάχη στο Ευρωκοινοβούλιο από ισχυρότερες θέσεις, δηλαδή να δυναμώνει τις διαμαρτυρίες της στο εσωτερικό της χώρας και εκτός από τον ελληνικό λαό να αποδείξει και στην Ευρωβουλή πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι δεν υπάρχει η παραμικρή θέληση να λυθεί το ζήτημα από το ελληνικό κράτος που φτάνει να καταπατάει ακόμα και τις αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου. Αυτές οι πολιτικές πιέσεις έδωσαν κάποιο μικρό αποτέλεσμα στον Πειραιά όταν οι βουλευτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ της Β΄ Πειραιά ανέλαβαν από κοινού να προωθήσουν μια νομοθετική ρύθμιση για τα Λιπάσματα στις αρχές του 2007. Όμως και αυτοί συνάντησαν μπροστά τους για μια ακόμα φορά την κυβερνητική άρνηση και ταχύτατα ανέκρουσαν πρύμνη.

Η τηλεοπτική φίμωση της απεργίας πείνας

Έτσι οι απολυμένοι με το δίκιο να τους πνίγει, και οργισμένοι ανέλαβαν να δώσουν μια μάχη που σε μεγάλο βαθμό θα ήταν η καθοριστική. Ήταν η μάχη να σπάσουν τον ασφυκτικό πολιτικό αποκλεισμό, να κερδίσουν όσο ήταν δυνατό την κοινή γνώμη και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και να πιέσουν την κυβέρνηση έστω και σε ένα σημείο, στον Πειραιά. Η συγκυρία, η προεκλογική περίοδος, ήταν κατάλληλη για να αξιοποιηθεί κάθε αντίθεση μέσα στην αστική τάξη. Οι δύο απεργοί πείνας παλιοί και συνειδητοί μαχητές της Επιτροπής Αγώνα είχαν τη σταθερή πεποίθηση ότι μόνο μια πράξη απόγνωσης που δεν θα στρεφόταν ενάντια στις μάζες αλλά ενάντια σε αυτούς τους ίδιους θα μπορούσε να σπάσει τον αποκλεισμό και να στρέψει την κοινή γνώμη ενάντια στη μεγάλη αδικία. Έτσι κατέβηκαν στην απεργία πείνας στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά μέσα στον καύσωνα. Δίπλα τους ήταν όλοι οι αγωνιζόμενοι απολυμένοι.
Πραγματικά πολλοί λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να φανταστούν ότι δυο άνθρωποι θα υποφέρανε από ασιτία μέσα σε έναν πρωτοφανή καύσωνα και όλα τα κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας δεν θα τους έδειχναν επί δύο εβδομάδες. Και όμως αυτό έγινε. Οι ψευτοαριστεροί για να δικαιολογήσουν αυτόν τον αποκλεισμό είπαν ότι τα κανάλια δεν δείχνουν την απεργία πείνας επειδή αυτή δεν έχει εμπορικότητα. Άλλοι είπαν ότι δεν τη δείχνουν γιατί δεν θέλουν να δείχνουν γενικά εργατικούς αγώνες. Τι ελεεινά ψέματα όταν δεν πρόκειται για αφέλειες απολιτικών ανθρώπων.
Καταρχήν όλοι ξέρουν ότι τα δελτία ειδήσεων είναι γεμάτα από εικόνες εργατικών διεκδικήσεων ακόμα και όταν αυτές δεν έχουν κανένα στοιχείο μαζικότητας ή κάποιο δραματικό στοιχείο. Από την άλλη δεν υπάρχει τίποτα πιο εμπορικό από την άποψη του θεάματος από το να δείχνει ένα ρεπορτάζ τους ανθρώπους στις παραλίες την ώρα ενός καύσωνα και την ίδια ώρα και σε αντιπαράθεση να δείχνει δυο απεργούς πείνας να λιώνουν και να κινδυνεύουν μέσα σε αυτόν. Άλλωστε υπήρχε εκεί δίπλα το παράδειγμα: Ήταν ο δήμαρχος του Ελληνικού που απεργούσε στο δροσερό γραφείο του και τα κανάλια τον έδειχναν διαρκώς! Ήταν αυτή πιο «τηλεοπτικά εμπορική» απεργία από εκείνη των δύο απολυμένων στα πυρακτωμένα μάρμαρα μιας πλατείας στο κέντρο του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας; Ή ήταν πιο «εμπορική» από τις εικόνες των δύο απεργών πείνας όταν αυτοί μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με εξάντληση όπου πάλι κανένα κανάλι δεν πάτησε το πόδι του;
Όχι δεν ήταν θέμα εμπορικότητας. Επρόκειτο για το ότι η απεργία του δήμαρχου του Ελληνικού είχε την έγκριση του καθεστώτος αφού ο πιο τυπικός συμπαραστάτης του δημάρχου ήταν ο Αλαβάνος του ΣΥΝ. Αντίθετα η απεργία των δύο απολυμένων όχι μόνο δεν είχε την έγκριση, αλλά είχε την αντίθεση του καθεστώτος.
Αυτό αποδείχτηκε από τα γεγονότα. Οι εικόνες της απεργίας πείνας υπήρχαν, αλλά σταματούσαν στους διευθυντές ειδήσεων. Δηλαδή οι προϊστάμενοι έστελναν τους ρεπόρτερ για να πάρουνε συνεντεύξεις από τους απεργούς ή να πάρουν πλάνα από τις συγκεντρώσεις συμπαράστασης που έγιναν συνολικά τρεις στο χώρο της απεργίας. Όμως τελικά ερχόταν μια απόφαση από ψηλά να μην προβληθούν αυτά τα πλάνα. Αυτό έγινε με το ΜΕΓΚΑ, το ΑΛΤΕΡ, τον ΑΛΦΑ και τη ΝΕΤ που πήραν συνεντεύξεις ή τράβηξαν πλάνα από τις συγκεντρώσεις συμπαράστασης. Τα υπόλοιπα κανάλια δεν εμφανίστηκαν. Μόνο το ΜΕΓΚΑ έδειξε την προτελευταία μέρα της απεργίας πείνας πολύ σύντομα πλάνα που είχε τραβήξει την πρώτη μέρα χωρίς να πει ότι ο ένας από τους δύο απεργούς, ο Φρ. Καρακατσάνης ήταν ήδη στο νοσοκομείο. Μετά την απεργία πείνας έγιναν σε κάποια κανάλια σύντομες αναφορές στον αγώνα, αλλά όχι στην ίδια την απεργία.
Κάθε καλόπιστος παρατηρητής μπορεί να διαπιστώσει ότι υπήρξε ένας κεντρικός πολιτικός συντονισμός στο πνίξιμο αυτής της απεργίας πείνας ο οποίος την εμπόδισε τελικά να γίνει γνωστή πανελλαδικά. Τα μόνα σημεία ζωής που μπόρεσαν και έφτασαν έξω από τον Πειραιά ήταν κάποια άρθρα συγκεκριμένων δημοσιογράφων στον τύπο μεγάλης κυκλοφορίας (Έθνος και Ελευθεροτυπία) και λίγες ραδιοφωνικές αναφορές στον Σκάι και στον Άλφα. Σε μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα ένας συντάκτης είπε στην αντιπροσωπεία των απολυμένων ότι στην εφημερίδα του ξέρουν το θέμα των Λιπασμάτων πολύ καλά αλλά εμποδίζονται να γράψουν! Ενώ κάποιοι από τους τηλεοπτικούς ρεπόρτερ έκφρασαν το βαθύ αίσθημα ντροπής που ένοιωσαν γιατί τα κανάλια τους δεν έδειξαν την απεργία πείνας.
Παρά το ότι ο Πειραιάς είναι ο μόνος που έμαθε, είναι πάλι στον Πειραιά που αποδεικνύεται με σαφήνεια η πολιτική φύση και ο συντονισμός της φίμωσης.
Είναι εδώ που έχουμε την πρωτοφανή άρνηση του Εργατικού Κέντρου να υποστηρίξει έμπρακτα τον αγώνα και τους απεργούς πείνας, δηλαδή την άρνηση και των 4 κοινοβουλευτικών κομμάτων. Εδώ φαίνεται καλύτερα από οπουδήποτε αλλού η λύσσα του σοσιαλφασισμού ενάντια στον αγώνα των Λιπασμάτων και το βάθος του πολιτικού παιχνιδιού. Γιατί πως είναι δυνατό να γίνει παραέξω γνωστός ένας εργατικός αγώνας όταν στην πόλη όπου αυτός ξετυλίγεται για χρόνια δοκιμάζει τη μεγαλύτερη αντίθεση από τους επίσημους συνδικαλιστικούς φορείς;
Είναι γεγονός ότι το Εργατικό Κέντρο Πειραιά εξέδωσε αμέσως μετά την ανακοίνωση της απεργίας πείνας, ένα καλό ψήφισμα υποστήριξης και στην απεργία και στο αίτημα της αποκατάστασης. Αλλά αυτό το ψήφισμα που προτάθηκε από την ΠΑΣΚΕ καταψηφίστηκε από το ΠΑΜΕ που στη συνέχεια φρόντισε να υπονομεύσει κάθε έμπρακτη εκδήλωση συμπαράστασης του ΕΚΠ προς τους απεργούς σέρνοντας πίσω του την ΔΑΚΕ η οποία αρχικά είχε ψηφίσει υπέρ. Μαζί με τη ΔΑΚΕ το ΠΑΜΕ έχει την πλειοψηφία στη διοίκηση του ΕΚΠ. Ο «Ριζοσπάστης» δεν ανέφερε επί 10 μέρες ότι υπήρχε απεργία πείνας και κατηγορούσε για υποκριτές όσους εκφράζανε συμπαράσταση στους απολυμένους των Λιπασμάτων. Όταν υποχρεώθηκε από τα πράγματα να γράψει για την απεργία πείνας και μετά τις αλλεπάλληλες καταγγελίες από τους απολυμένους για την στάση του, έγραψε ότι οι απεργοί …«δηλώνουν απεργοί», δηλαδή πιθανά δεν είναι απεργοί! Προφανώς οι σοσιαλφασίστες έκριναν από την εμπειρία των δικών τους απεργιών πείνας που κρατάνε μήνες. Η μεγαλύτερη απόδειξη για το ότι αυτή ήταν μια πραγματική απεργία πείνας ήταν η μικρή διάρκειά της (12 μέρες) σε σχέση με τα «ειωθότα». Ήταν η διάρκεια που είχαν οι κλασικές απεργίες πείνας που δεν πάνε ως την ανήκεστη βλάβη ή το θάνατο του απεργού.
Αλλά και η ΠΑΣΚΕ απέδειξε στη συνέχεια ότι, με εξαίρεση τον πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου και μερικά άλλα μετρημένα στα δάχτυλα στελέχη της που έχουν συγκρουστεί με το σοσιαλφασισμό και τα οποία έγραψαν το ψήφισμα και συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις συμπαράστασης, δεν είχε καμιά πραγματική διάθεση να βοηθήσει σε αυτόν τον αγώνα. Αυτή ήταν ακόμα περισσότερο η στάση του ΣΥΝ που επίσης ενέκρινε το ψήφισμα ακολουθώντας την ΠΑΣΚΕ. Στο στελεχικό τους όγκο αυτές οι δύο παρατάξεις ήθελαν περισσότερο να δείξουν πως συμπαραστέκονται για να μην εκτεθούν στη βάση τους, παρά να συμπαρασταθούν. Ήταν φανερό ότι η κεντρική κομματική γραμμή σε όλα τα κόμματα ήταν ενάντια στην συμπαράσταση.
Ο συνειδητός πολιτικός συντονισμός αποδείχτηκε και από έναν άλλο δρόμο ως εξής. Οι απολυμένοι των Λιπασμάτων ζητούσαν ένα πράγμα από κάθε συμπαραστάτη μεγάλου κόμματος: Να δηλώσει το κόμμα του στην τηλεόραση την υποστήριξή του στην απεργία πείνας. Αυτός ήταν ο απλούστερος τρόπος για να σπάσει ο τηλεοπτικός αποκλεισμός, γιατί καθένα από τα πολιτικά κόμματα έχει στη διάθεσή του ένα χρόνο κάθε μέρα στα δελτία ειδήσεων για να βάλει ένα δυο ζητήματα που τα θεωρεί σημαντικά. Αυτό ζήτησαν οι απολυμένοι από το ΣΥΡΙΖΑ που εμφανίστηκε και σε τοπικό και σε κεντρικό επίπεδο για να δηλώσει συμπαράσταση (με τους Λαφαζάνη, Μπανιά, Γαβρίλη και Τσίπρα). Αυτό ζήτησαν από τη Μαρία Δαμανάκη που «εκ μέρους του Προέδρου» μεταβίβασε στους απολυμένους την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ χωρίς να φέρει μαζί της τα κανάλια όπως είχε υποσχεθεί. Αυτό είπαν και στο ΛΑΟΣ που προσπάθησε να αξιοποιήσει την πολιτική απομόνωση των απολυμένων πιέζοντας τους να μπουν κάτω από την τηλεοπτική προστασία του «Τηλεάστυ», πράγμα που αυτοί δεν δέχτηκαν για να μην ταυτιστούν μαζί του.
Κανένα κόμμα λοιπόν δεν έκανε μια τέτοια δήλωση. Έτσι ξεσκεπάστηκαν όλοι αυτοί που χτυπούσαν την πλάτη στους λιπασματιώτες στο χώρο της απεργίας πείνας, αλλά ταυτόχρονα τους καταδίκαζαν στη σιωπή. Αυτό το ζήτημα του τηλεοπτικού αποκλεισμού το τόνιζαν οι απολυμένοι σε όλες τις συγκεντρώσεις που διοργάνωσαν στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου και σε όλες τις αφίσες, τις προκηρύξεις τους και στα πανώ τους στη διάρκεια της απεργίας πείνας. Από ένα σημείο και πέρα αυτό ήταν το κεντρικό αίτημα του αγώνα, αίτημα που τον περνούσε από το οικονομικό στο πολιτικό επίπεδο και συγκεκριμένα στο επίπεδο της πολιτικής δημοκρατίας. Γιατί ήταν ένα σκάνδαλο το να ποδοπατείται το δικαίωμα των απολυμένων, το επιβεβαιωμένο και δικαστικά, στην επανόρθωση της οικονομικής ζημιάς που είχαν χωρίς λόγο υποστεί και ήταν ένα άλλο σκάνδαλο, πολύ μεγαλύτερο να ποδοπατείται και το δημοκρατικό τους δικαίωμα «να υπάρχουν», δηλαδή να μπορεί να υπάρχει σαν απλή είδηση η απεργία πείνας, δηλαδή η θυσία τους για το δίκιο τους.

Όμως ο Πειραιάς έμαθε και είναι με τους απεργούς

Αλλά ότι και να κάνανε οι αντιδραστικοί δεν μπορούσανε να κρύψουν την απεργία πείνας από τον Πειραιά. Αυτό θα μπορούσαν να το εμποδίσουν μόνο αν χρησιμοποιούσαν ανοιχτά δικτατορικές μεθόδους. Αλλά αυτό προς το παρόν δεν μπορεί να το κάνει αυτή η δράκα των πρακτόρων εισοδιστών που ελέγχει την ηγεσία των κομμάτων και από κει τα μεγάλης εμβέλειας ΜΜΕ, και που την τακτική και τους στόχους της τόσο διεξοδικά έχουμε αναλύσει. Έτσι δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες πειραιώτες είδαν με ίδια τα μάτια τους απεργούς πείνας να υποφέρουν στα πυρακτωμένα μάρμαρα του Δημοτικού Θεάτρου και τους υπόλοιπους απολυμένους και τους συμπαραστάτες τους να στέκονται δίπλα τους καθημερινά. Δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες πειραιώτες διάβαζαν τις προκηρύξεις και άκουγαν τα συνθήματα και τις μικρές ομιλίες των απολυμένων κάθε μέρα και για δυο βδομάδες περίπου να αντηχούν στο κέντρο της πόλης, αλλά και σε άλλες πλατείες των δήμων του Πειραιά. Και άλλοι τόσοι είδαν τα πανώ στο χώρο της απεργίας και τις αφίσες που καλούσαν σε συμπαράσταση σε όλες τις γειτονιές του Πειραιά. (Στην Αθήνα έγινε δυνατή μόνο η αφισσοκόληση καθώς όλες οι δυνάμεις της μάχης συγκεντρώθηκαν –και αποδείχτηκε πως σωστά συγκεντρώθηκαν- στον Πειραιά). Και επειδή αυτό που το βλέπουν όλοι δεν μπορεί να κρυφτεί, κανείς δεν μπόρεσε και ίσως δεν επεχείρησε να πνίξει την απεργία πείνας στα τοπικά πειραιώτικα ΜΜΕ. Το ραδιόφωνο «Κανάλι 1» του Πειραιά αναφερόταν καθημερινά στην απεργία πείνας, ενώ και ο τοπικός τύπος είχε αρκετές σημαντικές αναφορές στο ζήτημα των Λιπασμάτων. Επίσης πρόβαλε την απεργία πείνας και το τοπικό κανάλι «Εν Πειραιεί» που υποστήριζε από παλιά αυτό τον αγώνα αλλά που δυστυχώς τελευταία μπήκε κάτω από την ομπρέλα του νεοφασιστικού ΛΑΟΣ.
Είναι τελικά αυτή η πίεση στον Πειραιά που έδωσε τα πρώτα πολιτικά αποτελέσματα σε αυτή τη φάση. Το κίνημα των απολυμένων δεν μπόρεσε βέβαια να κινήσει πλατειές εργαζόμενες μάζες γιατί αυτές έχουν αποτραβηχτεί εδώ και χρόνια απογοητευμένες από κάθε συνδικαλιστική εκδήλωση που δεν αφορά τα άμεσα οικονομικά συμφέροντά τους στο χώρο εργασίας τους, ούτε μπόρεσε να συσπειρώσει, πέρα βέβαια από την ΟΑΚΚΕ, σε κάποιο αξιοσημείωτο βαθμό τη δημοκρατική και αριστερή πολιτική πρωτοπορία που αποδείχτηκε και σε αυτήν την περίπτωση ότι παραμένει πολιτικά και ιδεολογικά μπλοκαρισμένη από το σοσιαλφασισμό. Από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά πήραν θέση υπέρ των απεργών οι διαχειριστές του Ιντυμίντια, ενώ συμπαραστάθηκε και εκπρόσωπος από την Ομοσπονδία Αναρχικών Ελλάδας. Δεν θεωρούμε μέρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς η οργάνωση «Κομμουνιστική Τροτσκιστική Ένωση (4η Διεθνής)» που εκδίδει την εφημερίδα «Σοσιαλιστική Προοπτική» που εκδήλωσε συμπαράσταση στους απολυμένους, γιατί έχει υιοθετήσει τελευταία εθνορατσιστικές αντιμεταναστευτικές θέσεις.
Συμπαράσταση στον αγώνα τον απολυμένων έκφρασαν επίσης με ψηφίσματα τους η Πανελλήνια Ομοσπονδία Χημικών Βιομηχανιών (ΠΟΕΔΧΒ), το Σωματείο της Χαλυβουργικής και το Σωματείο «Γιούλα» Ελευσίνας (Κρόνος).
Το βασικό όμως είναι ότι υπήρξε από παντού σε όλους τους Δήμους του Πειραιά μια γενική και έντονη έκφραση συμπάθειας από τους πολίτες, ιδιαίτερα από τους εργαζόμενους, που αρκετοί πλησίασαν τους απεργούς στο Δημοτικό Θέατρο για να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους ενώ παντού και σε διάφορες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής άκουγαν οι απολυμένοι και οι φίλοι τους πολύ θερμά σχόλια για την απεργία πείνας και για τον αγώνα τους γενικότερα. Εκφραζόταν επίσης από το λαό του Πειραιά μια έντονη απορία γιατί το αίτημα αυτού του αγώνα δεν έχει ικανοποιηθεί από τις κυβερνήσεις την ώρα που υπάρχει ομόφωνη απόφαση του Άρειου Πάγου. Αυτό το εξαιρετικά ευνοϊκό κλίμα οφειλόταν στο ότι η απεργία πείνας δεν ήταν μια μεμονωμένη πράξη, αλλά η κορύφωση ενός αγώνα διάρκειας που ο λαός του Πειραιά τον ξέρει καλά.
Στον Πειραιά λοιπόν έγιναν τα πρώτα πολιτικά ρήγματα μέσα στο αστικό πολιτικό μπλοκ που ως τα τώρα στεκόταν ενάντια στον αγώνα ή στεκόταν αδιάφορα απέναντι σε αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΕΚΠ έσπασε στα δύο πάνω στο ψήφισμα διαμαρτυρίας και τελικά με πλειοψηφία το υποστήριξε, ενώ λίγα χρόνια πριν, το 2002, ομόφωνα αποφάσιζε ότι δεν υποστηρίζει το αίτημα των απολυμένων για αποκατάσταση και ομόφωνα επίσης έδιωχνε το Σωματείο από μέλος του ΕΚΠ επειδή… «δεν υπήρχε εργοστάσιο». Ούτε είναι τυχαίο το ομόφωνο ψήφισμα του Δικηγορικού Συλλόγου του Πειραιά από τις πρώτες μέρες της απεργίας πείνας. Ούτε είναι ανεξάρτητο από την πίεση από τα κάτω το γεγονός ότι ο τοπικός ΣΥΡΙΖΑ και η δημοτική παράταξη του στον Πειραιά το «Λιμάνι της Αγωνίας» πήραν θέση υπέρ των απολυμένων, και μάλιστα ο εκπρόσωπος της δεύτερης, Θ. Δρίτσας, μίλησε και στις δύο τελευταίες συγκεντρώσεις συμπαράστασης. Αυτή η στάση έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί την ίδια στιγμή ενώ το κεντρικό πολιτικό κίνημα του ΣΥΝ στον Πειραιά είναι να μη γίνει το εμποροναυτιλιακό κέντρο στο χώρο του κατεδαφισμένου εργοστασίου, οι απολυμένοι έχουν το πάγιο αίτημα της ανάπτυξης του Πειραιά, αίτημα που το πρόβαλαν και σε αυτόν τον αγώνα, να γίνουν στη θέση του εργοστασίου κτίρια και όχι μόνο πάρκο. (Για την ακρίβεια η θέση των απολυμένων ήταν πάντα: καλύτερα εργοστάσιο και πάρκο παρά κτίρια και πάρκο, αλλά αφού το εργοστάσιο γκρεμίστηκε και μπαίνει ένα άλλο δίλημμα η απάντηση είναι: καλύτερα κτίρια και πάρκο παρά μόνο πάρκο).
Όμως το πιο μεγάλο δείγμα της πίεσης που ασκεί μέσω των μαζών το κίνημα των απολυμένων στην αστική τάξη βρίσκεται στην φοβερά αμήχανη και αντιφατική στάση του ψευτοΚΚΕ. Η ηγεσία αυτού του κόμματος δεν μπορεί να εξηγήσει στα μέλη και τους οπαδούς του γιατί δεν υποστηρίζει έναν εργατικό αγώνα που τον υποστηρίζει όλος ο Πειραιάς. Οι απολυμένοι κάθε απόγευμα καταγγέλλανε με τους τηλεβόες τους τη στάση του ψευτοΚΚΕ και ακόμα την καταγγέλουν, ιδιαίτερα για την καταψήφιση της απόφασης του Εργατικού Κέντρου και για το βρωμερό υπαινιγμό ότι η απεργία πείνας δεν ήταν πραγματική. (Τα γραφεία του ψευτοΚΚΕ είναι ακριβώς απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο). Πραγματικά το ψευτοΚΚΕ σαν κόμμα δεν τολμάει ακόμα να τοποθετηθεί καθαρά και επίσημα αν είναι υπέρ ή κατά του αιτήματος της αποκατάστασης. Διαρρέει μόνο στα μέλη του και στις επιρροές του ότι δεν είναι υπέρ του αγώνα των Λιπασμάτων γιατί σε αυτόν είναι ανακατεμένη η ΟΑΚΚΕ. Αλλά με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να πείσει κανέναν. Ένα τίμιο εργατικό κόμμα υπερασπίζει ένα συνδικαλιστικό κίνημα ανάλογα με τα βασικά αιτήματα του. Αν θεωρεί τα βασικά αιτήματα του προοδευτικά υποστηρίζει το κίνημα αυτό και αντιπαλεύει πολιτικά τους όποιους «κακούς» συμπαραστάτες του και τη γραμμή τους μέσα στο κίνημα. Αν όχι μιλάει καθαρά ενάντια στο κίνημα αυτό, γιατί αν τα αιτήματά του είναι αντιδραστικά τότε και αυτό είναι αντιδραστικό. Αλλά πώς να πει κανείς κάτι ενάντια σε ένα τόσο δίκαιο εργατικό αίτημα σαν αυτό των Λιπασμάτων; Θα συντριβεί σε κάθε αντιπαράθεση. Έτσι οι άνθρωποι του ψευτοΚΚΕ αναγκάζονται να αλλάζουν γραμμή ανάλογα με τις συνθήκες. Εκεί που η πίεση ήταν πιο μεγάλη, στο Δήμο του Κερατσινιού, όπου ο δήμαρχος και η πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου, ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, και ο Ανεξάρτητος Τζανής ήταν πολύ θερμοί στο πλευρό του αγώνα, ή και στο Δήμο Κορυδαλλού όπου και εκεί το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ είχαν καλή στάση, οι δημοτικές παρατάξεις του ψευτοΚΚΕ ψήφισαν υπέρ. Στην Δραπετσώνα η δημοτική παράταξη του ψευτοΚΚΕ που ήταν υπεύθυνη για το κλείσιμο του εργοστασίου αποχώρησε την ώρα της συζήτησης του ψηφίσματος. Στην Κοκκινιά, όπου ο δήμαρχος είναι του ψευτοΚΚΕ, ο Μπενετάτος, το ψήφισμα δεν συζητήθηκε καν. Στο Δήμο του Πειραιά η Παντελάκη, σαν δημοτική σύμβουλος του ψευτοΚΚΕ, με υστερικές κραυγές αρνήθηκε τη συμπαράσταση.
Σε μια τέτοια συνθήκη όπου οι χειρότεροι εχθροί του κάθε προοδευτικού κινήματος, οι σοσιαλφασίστες αναγκάζονται να μετατρέπουν εντελώς ή να διαφοροποιούν διαρκώς τη στάση τους, τα υπόλοιπα, τα κλασσικά κομμάτια της αστικής τάξης μπορούν να κρατούν ακόμα και μια φιλική στάση προς αυτό. Και τούτο για τρεις λόγους: Ο ένας είναι ότι η οικονομική πάλη των εργαζομένων δεν έχει σήμερα τέτοια οξύτητα ώστε να απειλεί τη γενική κυριαρχία της αστικής τάξης. Ο δεύτερος είναι ότι τα παλιά τμήματα της αστικής τάξης χτυπιούνται από το σοσιαλφασισμό και έτσι αυθόρμητα ή και συνειδητά έχουν την τάση να συμπαρατάσσονται με κινήματα που επίσης συγκρούονται με το σοσιαλφασισμό. Τέλος αυτό που κινεί έντονα τους πολιτικούς εκφραστές αυτών των κομματιών της αστικής τάξης σε περιόδους πριν από εκλογές, όπως αυτή εδώ, είναι οι διαθέσεις των ψηφοφόρων. Όταν οι ψηφοφόροι κινούνται προς τα Λιπάσματα κινούνται και αυτοί οι πολιτικοί εκφραστές προς τα Λιπάσματα. Και αν κινηθούν φροντίζουν να κινηθούν πιο έντονα από τους ανταγωνιστές τους στη μάχη των ψήφων. Αρκεί ένα ρεύμα να γίνει πλειοψηφικό στο λαό για να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις υπέρ του σε περίπτωση εκλογών. Ή αλλιώς αρκεί ένα δημοφιλές αίτημα να αγκαλιαστεί από το ΠΑΣΟΚ για να το αγκαλιάσει με μεγαλύτερη ορμή η ΝΔ.
Έτσι κινήθηκαν οι δυνάμεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στη β΄ Πειραιά, όπου βρίσκεται η κοινωνική βάση του αγώνα των Λιπασμάτων και όπου δέχονται πολύ πιο άμεσα τις πιέσεις από αυτήν, και έτσι κινήθηκαν και οι βουλευτές και οι δήμαρχοι του Πειραιά της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κυριολεκτικά ξεσήκωσαν το κεντρικό ΠΑΣΟΚ να πάρει θέση και να δεσμευτεί υπέρ της αποκατάστασης των απολυμένων αν το ΠΑΣΟΚ γίνει κυβέρνηση. Έτσι κατέβασαν τη Δαμανάκη στους απεργούς πείνας μέσα στον καύσωνα, ενώ συμμετείχαν και στις 3 συγκεντρώσεις συμπαράστασης. Βέβαια δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να προσπαθήσουν να σπάσουν τον κεντρικό τηλεοπτικό αποκλεισμό και το ΠΑΣΟΚ να πάρει θέση μπροστά σε όλο τον ελληνικό λαό, όπως επανειλημμένα τους ζήτησαν οι λιπασματιώτες, γιατί κάτι τέτοιο ερχόταν σε σύγκρουση με την κεντρική ηγεσία και κανείς από αυτούς δεν θα ρίσκαρε τη θέση του για τη δημοκρατία. Πρέπει πάντως να παραδεχτούμε ότι δύο βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ο Λιντζέρης και ο Διαμαντίδης έχουν κρατήσει μια γενικά καλή στάση από χρόνια απέναντι στο κίνημα των Λιπασμάτων.
Οι βουλευτές της ΝΔ κινήθηκαν από κάποια στιγμή και πέρα και αυτοί για τους ίδιους λόγους, αλλά και από το φόβο μήπως ο αγώνας στραφεί εναντίον του κόμματός τους που είναι το κυβερνητικό, και τελικά εναντίον τους. Η Επιτροπή Αγώνα από πολιτική άποψη συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά της στο ψευτοΚΚΕ μετά τη στάση του στο ΕΚΠ και όχι στην κυβέρνηση, αλλά διεμήνυσε από την αρχή ότι η στάση της θα άλλαζε αν συνέχιζε να συναντάει αδιαφορία από την πλευρά της ΝΔ.
Τελικά το κοινωνικό μέτωπο που υπεράσπισε τα Λιπάσματα στη βάση εκδηλώθηκε με μια γενική υποστήριξη των Δήμων του Πειραιά στον αγώνα για αποκατάσταση. Τέσσερις από αυτούς, ο Δήμος Κερατσινιού, ο Δήμος Δραπετσώνας, ο Δήμος Κορυδαλλού και ο Δήμος Περάματος μαζί και η Νομαρχία Πειραιά συνδιοργάνωσαν από κοινού με την Επιτροπή Αγώνα και το Σωματείο Λιπασμάτων την τρίτη συγκέντρωση συμπαράστασης, και δεύτερη μετά το τέλος της απεργίας πείνας, στις 19/7. Από την Κοκκινιά υποστήριξε το κίνημα των απολυμένων η παράταξη του Λογοθέτη και ο ίδιος πήρε μέρος σε όλες τις ως τώρα συγκεντρώσεις συμπαράστασης καταγγέλλοντας σα φασιστικό τον τηλεοπτικό αποκλεισμό των Λιπασμάτων αλλά και τη στάση του ψευτοΚΚΕ. Ακόμα ο Σύλλογος Εργαζομένων στο Δήμο Νίκαιας έβγαλε ψήφισμα υποστήριξης του αγώνα. Στα πλαίσια της διαδημοτικής αυτής κίνησης συμπαράστασης, έκδωσε ψήφισμα υπέρ των απολυμένων η ΤΕΔΚΝΑ (Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Αττικής).
Το κέντρο πάντως όλης αυτής της δημαρχιακής στήριξης ήταν το Κερατσίνι, όπου και οι λιπασματιώτες είναι πιο πολυάριθμοι από οποιονδήποτε άλλο δήμο του Πειραιά. Εκεί ο δήμαρχος Μελάς είχε κρατήσει μια πολύ καλή στάση ενάντια στο κλείσιμο του εργοστασίου και από την πρώτη στιγμή ήταν υπέρ των απολυμένων. Αργότερα στράφηκε ενάντια στο εργοστάσιο της ΔΕΗ ακολουθώντας το ρεύμα του Δήμου. Ωστόσο ο σοσιαλφασισμός δεν τα πήγαινε καθόλου καλά μαζί του. Έτσι στις τελευταίες εκλογές η τοπική ηγεσία της ΝΔ ψήφισε υπέρ του ανθρώπου του Κόκκαλη Σαλαλέ. Θυμίζουμε ότι στην εκλογική αυτή μάχη παρενέβη στο δεύτερο γύρο η δημοτική παράταξη που καθοδηγούσε η ΟΑΚΚΕ, η «Καινούργια Μέρα», η οποία κάλεσε τους κερατσινιώτες να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο τον Μελά για να μη βγει ο Σαλαλές και γι αυτό δέχτηκε τραμπουκισμούς και συστηματικό σκίσιμο αφισών από το στρατόπεδο του Σαλαλέ. Αυτή η παρέμβαση απέτρεψε το πέρασμα του Δήμου στο σοσιαλφασισμό.
Είναι στον Δήμο του Κερατσινιού που με πρωτοβουλία του Δημάρχου οργανώθηκε στις 9/7 μια ειδική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου με αποκλειστικό θέμα τους απολυμένους. Εκεί εκφράστηκε η ομόφωνη υποστήριξη όλων των δημοτικών παρατάξεων στον αγώνα των λιπασματιωτών. Στη διάρκεια της προτάθηκε από τους δημοτικούς σύμβουλους της πλειοψηφίας η διαδημοτική κινητοποίηση συμπαράστασης που τελικά όπως αναφέραμε πιο πάνω πραγματοποιήθηκε στο Δημοτικό Θέατρο στις 19/7. Στη συνεδρίαση εκείνη ήρθαν και μίλησαν από τη ΝΔ ο βουλευτής και αντιπρόεδρος της Βουλής Τραγάκης και ο βουλευτής Κουράκος που έκφρασαν την υποστήριξή τους στο αίτημα αποκατάστασης των απολυμένων. Το ίδιο έκανε με μήνυμά του προς το Δημοτικό Συμβούλιο, που διαβάστηκε εκεί, και ο βουλευτής και υφυπουργός Νεράτζης. Με ανοιχτή δήλωση έκφρασε την υποστήριξή του ο πολιτευτής Βρεττάκος. Με λίγα λόγια και οι κυβερνητικοί βουλευτές της Β΄ Πειραιά μετά από εκείνους του ΠΑΣΟΚ πήραν θέση υπέρ των Λιπασμάτων. Μάλιστα ο Τραγάκης δήλωσε σε αυτή τη συγκέντρωση ότι ο ίδιος και γενικά οι βουλευτές της ΝΔ της Β΄ Πειραιά δεσμεύονται να προωθήσουν ειδική ρύθμιση για την αποκατάσταση των απολυμένων, αντίστοιχη με αυτή που έγινε για τους εργαζόμενους των λιπασμάτων Θεσσαλονίκης.
Η Επιτροπή Αγώνα τόνισε σε αυτή τη συνάντηση ότι καλωσορίζει αυτές τις τοποθετήσεις αλλά δεν πρόκειται να σταματήσει τον αγώνα όσο δεν δίνεται λύση στην πράξη.
Μετά από 2 μέρες έγινε στη Δημαρχία μια σύσκεψη των δημοτικών παρατάξεων του Κερατσινίου με την Επιτροπή Αγώνα και το Σωματείο Λιπασμάτων. Αυτή η σύσκεψη κανόνισε το πολιτικό περιεχόμενο της αφίσας της διαδημοτικής συγκέντρωσης συμπαράστασης της 19/7. Εκεί η δημοτική παράταξη του ψευτοΚΚΕ, ΔΑΣ, με τον εκπρόσωπό της Μουρίκη πρότεινε να φύγει από την αφίσα η αναφορά στην απόφαση του ευρωκοινοβουλίου υπέρ των Λιπασμάτων πράγμα που η Επιτροπή Αγώνα και το Σωματείο δεν δέχτηκαν όχι μόνο γιατί αυτό ήταν ένα βασικό επιχείρημα του αγώνα αλλά γιατί, όπως είπε ένας απολυμένος, το Ευρωκοινοβούλιο υποστήριξε τον αγώνα αυτόν όταν δεν τον υποστήριζε κανείς στην Ελλάδα. Στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της ίδιας δημοτικής παράταξης πρότεινε να αποφασίζει από δω και μπρος για τον αγώνα των Λιπασμάτων ένα διαπαραταξιακό όργανο στο οποίο θα συμμετείχαν και οι εκπρόσωποι των απολυμένων. Τόνισε ότι έτσι ο αγώνας θα πάρει ένα συνδικαλιστικό πλάτος και μια πολιτική υποστήριξη που δεν έχει ως τώρα, οπότε θα σπάσει τον τηλεοπτικό αποκλεισμό, δηλαδή ότι έτσι θα είχε τη στήριξη του ΠΑΜΕ. Οι εκπρόσωποι των απολυμένων απάντησαν ότι μπορούν να συνεργαστούν με κάθε φορέα και κάθε κόμμα που θέλει να συμπαρασταθεί στον αγώνα που ήδη είναι σε εξέλιξη και ότι θέλουν να συμμετέχουν σε κάθε συντονιστικό όργανο που θα έχει αυτό το σκοπό, αλλά με την προϋπόθεση ότι για όλα τα βασικά ζητήματα του αγώνα θα αποφασίζουν η Επιτροπή Αγώνα και το Σωματείο. Οι υπόλοιπες δημοτικές παρατάξεις συμφώνησαν αμέσως σε αυτή τη λογική. Ο εκπρόσωπος της ΔΑΣ δεν δήλωσε ότι διαφωνεί, αλλά πάντως δεν… πέτυχε να συσπειρώσει τις κομματικές δυνάμεις και πρώτα - πρώτα τον Δήμο της Νίκαιας που η παράταξή του ανέλαβε να καλέσει στη συγκέντρωση της 19/7.

Ο αγώνας συνεχίζεται

Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα κάνουν τελικά οι νεοδημοκράτες βουλευτές του Πειραιά και πόσο αποφασιστικά θα κινηθούν σε εκείνο στο οποίο δεσμεύτηκαν. Εκείνο που ξέρουμε είναι τι κάνουν τα Λιπάσματα. Οι απολυμένοι βρίσκονται κάθε μέρα το απόγευμα στο προαύλιο του Δημοτικού Θεάτρου και ανακοινώνουν στα μεγάφωνα ότι συνεχίζουν τον αγώνα και μετά την απεργία πείνας, και ότι θα παραμείνουν σε αυτόν το χώρο ως τη δικαίωση τους. Από τη θέση αυτή καλούν το λαό του Πειραιά να συνεχίζει να τους υποστηρίζει και προειδοποιούν την κυβέρνηση ότι δεν θα δεχτούν κανένα εμπαιγμό και ότι δεν θα είναι εύκολες για το κυβερνητικό κόμμα οι εκλογές στον Πειραιά αν δεν δικαιωθούν οι απολυμένοι. Γενικότερα θα είναι δύσκολες οι εκλογές σε όποιον σταθεί απέναντι στους αγωνιζόμενους λιπασματιώτες είτε στον Πειραιά είτε στην Αθήνα.
Χώρια από αυτές τις κινήσεις τους οι απολυμένοι έχουν ενημερώσει το Ευρωκοινοβούλιο με νέο υπόμνημά τους για όλη την εξέλιξη του αγώνα τους μετά την απόφαση του Άρειου Πάγου και ζητάνε να μπει το θέμα για συζήτηση στην Επιτροπή Αναφορών το Φθινόπωρο. Επίσης στις 9/7/2007 έκανε τοποθέτηση προ ημερησίας διάταξης στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου για την απεργία πείνας και γενικότερα για τον αγώνα των απολυμένων η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Μαίρη Ματσούκα η οποία επίσης έχει κρατήσει μια πολύ καλή στάση στην Επιτροπή Αναφορών.
Από την ώρα που αυτός ο αγώνας μπήκε στην τελική φάση του δεν θα μπορέσει κανείς να τον ανακόψει. Γιατί το δίκιο του συγκινεί τον εργαζόμενο λαό και όλους τους δημοκράτες και έτσι βρίσκει διαρκώς νέους συμμάχους, καμιά φορά και απροσδόκητους, στο διάβα του.