Η ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΜΟ

Λίγοι μήνες έχουν περάσει από την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας της Μέκκας και η κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη έχει ήδη γίνει εκρηκτική. Οι συγκρούσεις μεταξύ Χαμάς και Φατάχ αναζωπυρώθηκαν αφήνοντας δεκάδες νεκρούς και ακόμα περισσότερους τραυματίες, ενώ στο παιχνίδι έχουν εμπλακεί και οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Εδώ θα άξιζε να δώσουμε μία απάντηση στη δημαγωγία των φαιοκόκκινων, οι οποίοι πίσω από κάθε κρίση ανακαλύπτουν έναν αμερικανο-σιωνιστικό επεμβατικό δάκτυλο που υποτίθεται προκαλεί τις διαιρέσεις των εθνών και των λαών του πλανήτη για να κυριαρχήσει πάνω τους. Αλλά ας αφήσουμε τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους.
Αν για κάποιο λόγο έπρεπε να σταχυολογήσουμε τα γεγονότα-σταθμούς στην πρόσφατη ιστορία της Παλαιστίνης και να τα βάλουμε σε μια σειρά, τότε θα επιλέγαμε σίγουρα -μεταξύ άλλων- τη συμφωνία του Όσλο, που σηματοδότησε τη γέννηση του αυτόνομου παλαιστινιακού κράτους (1993), την κήρυξη του αντι-ισραηλινού πολέμου από τους εξτρεμιστές εντός της Φατάχ (2000), το θάνατο του Γιασέρ Αραφάτ (2004), τη μονομερή αποχώρηση των Ισραηλινών από τη Γάζα και τη νίκη της Χαμάς στις περσινές βουλευτικές εκλογές. Αυτή η πορεία των γεγονότων δε βγάζει καμιά αύξηση του ισραηλινού επεμβατισμού μέσα στην Παλαιστίνη, όπως ισχυρίζονται οι φαιοκόκκινοι. Αντίθετα, υποδηλώνει την αισθητή μείωση αυτού του επεμβατισμού και την ισχυροποίηση μιας άλλης δύναμης με επιθετικά χαρακτηριστικά: εκείνης του δολοφονικού ισλαμοφασισμού.
Με ευθύνη των ισλαμοφασιστών η ζωή στα παλαιστινιακά εδάφη –και ιδίως στη Γάζα, που είναι το προπύργιο της εξουσίας τους– έχει γίνει κόλαση για τον παλαιστινιακό λαό. Και δεν εννοούμε φυσικά μόνο τη φτώχεια και την οικονομική χρεοκοπία, που οφείλεται μετά την αποχώρηση των ισραηλινών στην προβοκατόρικη πολιτική της Χαμάς. Είναι αυτή με τη γενοκτονική της γραμμή της κατάργησης του κράτους του Ισραήλ η αποκλειστικά υπεύθυνη για το διεθνές οικονομικό και πολιτικό εμπάργκο, που στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ιμπεριαλιστικό, αλλά δημοκρατικό. Είναι, επιπλέον, υπεύθυνη για την ανοιχτή τρομοκρατική βία που ασκούν πάνω στην παλαιστινιακή αστική τάξη και πάνω στις μάζες και η οποία παίρνει τη μορφή δολοφονικών επιθέσεων, απαγωγών κ.ά. φρικαλεοτήτων. Αυτή η βία ασκείται σε καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, στις 21/4 το αμερικανικό σχολείο της Γάζας δέχτηκε βομβιστική επίθεση, με αποτέλεσμα τη μερική καταστροφή του. Την επομένη έγινε δολοφονική απόπειρα κατά του αντιπροέδρου της ομοσπονδίας βιομηχανιών της Παλαιστίνης, ενώ την ίδια ημέρα ανακαλύφθηκαν τα πτώματα δύο αστυνομικών που είχαν δολοφονηθεί με μία σφαίρα στο κεφάλι (Μοντ, 3/5). Τα ίντερνετ καφέ και τα δισκοπωλεία αποτελούν επίσης στόχους παρόμοιων μαζικής κλίμακας επιθέσεων. Πάνω από 100 έχουν πληγεί από τις αρχές του έτους, ενώ τελευταία έχουν επίσης μπει στο στόχαστρο κομμωτήρια και φαρμακεία –τα πρώτα προκειμένου να πάψουν να κουρεύουν γενειάδες, τα δεύτερα με την κατηγορία της προώθησης χαπιών «έκσταση». Την ευθύνη αναλαμβάνουν οργανώσεις με διάφορα ονόματα, όπως «Ξίφη της Ισλαμικής Δικαιοσύνης» ή «Στρατός του Ισλάμ» κτλ. Λειτουργούν με τρόπο καθαρά μαφιόζικο. Όπως καταγγέλλει ο φαρμακοποιός Ιγιάντ Μπακρί: «Είναι μεγάλη μαφία. Εάν δεν πληρώσεις, σου επιτίθενται» (στο ίδιο).

Τα τάγματα εφόδου που ασκούν αυτόν τον τόσο απροκάλυπτο φασισμό μπορεί να εμφανίζονται με διάφορες ονομασίες, αλλά το πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον που τα γέννησε και τα ανέθρεψε είναι εκείνο της Χαμάς. Αυτή η οργάνωση χρησιμοποιεί τις παραπάνω συμμορίες σαν προσπέλαση για να διευρύνει και να βαθύνει την εξουσία της μέσα στη χώρα χωρίς η ίδια να εκτεθεί διεθνώς. Έχει στήσει μάλιστα τη δική της δύναμη ασφαλείας μέσα στη Γάζα (Εκτελεστική Δύναμη), προκειμένου να διασφαλίζει τη συνέχιση των επιθέσεων. Αλλά για να πετύχει τους στόχους της θα πρέπει πρώτα να εξουδετερώσει ή έστω να αφοπλίσει τους αντιπάλους της, τους παλαιστίνιους υπερασπιστές της κοσμικής εξουσίας και της ύπαρξης ενός παλαιστινιακού κράτους που έχουν συσπειρωθεί γύρω από τη Φατάχ. Το βαθύτερο νόημα της συμφωνίας της Μέκκας, που υπογράφτηκε υπό την αιγίδα της σαουδαραβικής αυλής και με την ενθάρρυνση της Μόσχας, είναι να εμποδίσει τη Φατάχ να αντισταθεί στη Χαμάς και ταυτόχρονα να δώσει στην τελευταία τη δυνατότητα να γίνει αποδεκτή από τη Δύση. Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού που σχηματίστηκε συμπεριέλαβε στους στόχους της την ενοποίηση των αντίπαλων δυνάμεων ασφαλείας και έθεσε σε εφαρμογή το συντονισμό των κινήσεών τους. Όμως αποδείχτηκε εντελώς απρόθυμη να λύσει το ζήτημα της ισλαμοφασιστικής τρομοκρατίας, η οποία στο μεταξύ άρχισε να εξαπλώνεται και πέραν των συνόρων.
Στα τέλη Απρίλη η ένοπλη πτέρυγα της Χαμάς, επικαλούμενη τον προηγούμενο φόνο πέντε μελών της εξτρεμιστικής οργάνωσης «Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του Αλ-Άκσα» στην Τζενίν της Δυτικής Όχθης, εξαπέλυσε σειρά τυφλών πυραυλικών επιθέσεων ενάντια στον ισραηλινό νότο. Στόχος της κίνησης ήταν να προκαλέσει απάντηση του Ισραήλ ενάντια στη Χαμάς και έτσι να εκθέσει τη Φατάχ ως φιλο-ισραηλινή δύναμη. Η κίνηση αυτή πράγματι προκάλεσε τα αντίποινα του Ισραήλ, που μέχρι τότε είχε σεβαστεί την εκεχειρία με τη Χαμάς. Στις 9/5 –λίγες μόλις ημέρες αργότερα– απήχθη ο βρετανός δημοσιογράφος του BBC στη Γάζα Άλαν Τζόνστον. Την ευθύνη ανέλαβε ο «Στρατός του Ισλάμ» αξιώνοντας την απελευθέρωση ενός ιμάμη ισλαμοφασίστα, ονόματι Αμπού Κατάντα, από τις βρετανικές αρχές. Η κατάσταση είχε παρεκτραπεί και οι προσκείμενοι στη Φατάχ δε θα μπορούσαν να παραμείνουν αμέτοχοι στα όσα διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια τους. Έτσι στις 10/5 ο αρχηγός της προληπτικής και εσωτερικής ασφάλειας Ρασίντ Αμπού Σμπακ έδωσε εντολή σε μια αστυνομική δύναμη 3.000 ανδρών να αναπτυχθεί στη Γάζα χωρίς τη συγκατάθεση του υπουργού Εσωτερικών και χωρίς εκείνη της Χαμάς. Οι ένοπλοι Χαμασίτες άνοιξαν πυρ κι έτσι ξεκίνησε ο νέος γύρος του πολύνεκρου παλαιστινιακού εμφυλίου (βλ. The Econo-mist, 17/5).

Σύντομα οι συγκρούσεις πήραν μεγάλη έκταση αφήνοντας αμέσως-αμέσως πάνω από 50 νεκρούς. Ορισμένες από τις πιο σοβαρές επιθέσεις που δέχτηκαν οι θεσμοί της παλαιστινιακής εξουσίας από τον ένοπλο ισλαμοφασισμό ήταν εκείνη ενάντια σε στρατόπεδο της προεδρικής φρουράς από άνδρες της Εκτελεστικής Δύναμης και η επίθεση στην κατοικία του Αμπού Σμπακ. Οι ισλαμοφασίστες σκότωσαν πέντε μέλη της σωματοφυλακής του, άνοιξαν πυρ μέσα στο κτίριο και απήγαγαν τη γυναίκα και την κόρη του αρχηγού ασφαλείας. Νωρίτερα ο πρωθυπουργός της Χαμάς είχε αναλάβει τα καθήκοντα του πρώην υπουργού των Εσωτερικών, ο οποίος παραιτήθηκε.
Οι Χαμασίτες φάνηκε να κερδίζουν τη μάχη σε επιχειρησιακό επίπεδο, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι νίκησαν και στο πολιτικό. Έχοντας φθαρεί στη συνείδηση των μαζών από τη βραχύβια αλλά καταστροφική παραμονή τους στην εξουσία, οι ισλαμοφασίστες κινήθηκαν αυτή τη φορά πλαγίως. Προκειμένου να συσπειρώσουν γύρω τους τον κόσμο που κινούνταν προς τη Φατάχ, επιχείρησαν να επαναφέρουν το φόβητρο της πολύ μισητής στην Παλαιστίνη «σιωνιστικής απειλής». Άλλωστε ο ναζισμός ειδικεύεται στην προβοκατόρικη κατασκευή κύριων εχθρών ως αποδιοπομπαίων τράγων και είναι αυτή η τακτική που του δίνει μαζικότητα και επιτρέπει τη συνέργεια των μαζών στους επεκτατικούς του σχεδιασμούς. Έτσι στις 16/5 οι Χαμασίτες εξαπέλυσαν κύμα αεροπορικών βομβαρδισμών (πάνω από 30) ενάντια στην πόλη Σντερότ του νότιου Ισραήλ κλιμακώνοντας την πρόκλησή τους εναντίον του. Η επίθεση ήταν καταιγιστική. Υπολογίζεται ότι μέχρι σήμερα η περιοχή έχει δεχτεί τουλάχιστον 230 πυραύλους Κασάμ, με αποτέλεσμα το θάνατο δύο αμάχων. Με τον πρωθυπουργό του Ολμέρτ να είναι ήδη αρκετά απομονωμένος πολιτικά μέσα στη χώρα του– κατηγορείται ότι δεν κατάφερε να περιφρουρήσει την ασφάλεια των πολιτών στον πόλεμο του 2006 με το Λίβανο– το Ισραήλ δε δίστασε να απαντήσει στην πρόκληση. Έτσι μπήκε για τα καλά στον παλαιστινιακό εμφύλιο και εξαπέλυσε σειρά στοχευμένων αεροπορικών επιθέσεων κατά της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ. Πλήγηκαν, μεταξύ άλλων, ένα μεταλλουργικό εργοστάσιο και η κατοικία ενός βουλευτή της Χαμάς, με απολογισμό 50 νεκρούς, 200 τραυματίες και καμιά 30αριά συλληφθέντες-στελέχη της Χαμάς, εκ των οποίων ένας υπουργός, 3 βουλευτές και αρκετοί δήμαρχοι.
Τώρα πλέον η Χαμάς μπορούσε να ισχυριστεί με άνεση ότι ο αντίπαλός της, η Φατάχ, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των σιωνιστών και να κερδίσει έτσι πολιτικά τις δουλεμένες στον αντισημιτισμό μάζες. Στην πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Ήταν το Ισραήλ, με την αλαζονική του στάση να εμπλακεί σε μια βασικά ξένη προς αυτό σύγκρουση στο πλευρό της Φατάχ, χωρίς να έχει προηγούμενα φροντίσει να συνδιαλεχθεί μαζί της για μερικά μέτρα ελάφρυνσης της ισραηλινής κατοχής στη Δυτική Όχθη, που στο βάθος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ισλαμοφασισμού. Οι μάζες δε χρειάζονται σωτήρες τόσο υπόλογους απέναντί τους και στο παρελθόν αλλά και στο παρόν.
Σε αντίθεση λοιπόν με τα όσα διαδίδει η φαιοκόκκινη προπαγάνδα περί πολιτικής «διαίρει και βασίλευε» των Ισραηλινών στην Παλαιστίνη, η αλήθεια είναι ότι ο ισλαμοφασισμός κατάφερε ένα σοβαρό πλήγμα στην ισραηλο-παλαιστινιακή αντιφασιστική συμμαχία που τελευταία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται. Καίριο ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία έπαιξε φυσικά ο πολύτιμος πράκτορας του Κρεμλίνου πρόεδρος Μ. Αμπάς, ο βασικός υπονομευτής της Φατάχ και προωθητής της συμφιλίωσης με τον ισλαμοφασισμό. Αυτός, μόλις το Ισραήλ αποφάσισε να κλιμακώσει τις επιθέσεις του, έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά καταγγέλλοντάς τις ως βία κατά αμάχων (το οποίο ελάχιστα ευσταθεί), χωρίς να κάνει κάτι ανάλογο για την επιθετικότητα των ισλαμοναζί. Για παράδειγμα, όταν ένα μήνα νωρίτερα η Χαμάς έσπαζε την εκεχειρία με τους Ισραηλινούς, αντί να καταδικάσει τη βία της, έκανε απλά λόγο για «ακραία περιστατικά που δε θα επαναληφθούν» και συνέστησε στο Ισραήλ να επιδείξει αυτοσυγκράτηση (Μοντ, 26/4). Με αυτό τον τρόπο το Κρεμλίνο –το κέντρο του παγκόσμιου ναζισμού– ενίσχυσε ουσιαστικά την επιθετικότητα των ισλαμοναζί, αλλά ταυτόχρονα και την αλαζονεία της ισραηλινής ηγεσίας, που έπεσε κατευθείαν στην παγίδα τους. Ο καθένας θα μπορούσε να πέσει, εάν άκουγε τέτοιες δηλώσεις από το στόμα του υποτίθεται ηγέτη ενός δημοκρατικού κινήματος, δηλώσεις που δείχνουν την απροθυμία του ίδιου να αντιμετωπίσει –για να μην πούμε τη συνέργειά του με– τον ισλαμικό φασισμό.

Οι νέοι χίτλερ της Ανατολής ετοιμάζονται να εξαπολύσουν έναν αδυσώπητο πόλεμο παγκόσμιας κυριαρχίας ενάντια στη Δύση και φροντίζουν να ποτίζουν από τώρα τους λαούς με το ιδεολογικό δηλητήριο του αντισημιτισμού, που είναι πια ενδεδυμένος τον αντισιωνισμό. Η κυριαρχία τους πάνω στην Παλαιστίνη αποδεικνύεται ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντά τους και η μάχη που δίνουν εκεί είναι εξαιρετικά σφοδρή. Την έκβασή της θα κρίνει τελικά η αποφασιστικότητα του ίδιου του παλαιστινιακού λαού να ξεσκεπάσει τους προβοκάτορες και να αντιμετωπίσει τους φασίστες καταπιεστές του. Ευτυχώς η μέχρι τώρα πορεία του έχει δείξει ότι ο λαός αυτός διαθέτει ακόμα αρκετά αντισώματα για να αντισταθεί στη φαιοκόκκινη επέλαση.