ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΚΟΡΕΑΤΙΚΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ

H πρόσφατη πυρηνική δοκιμή της Βόρειας Κορέας απασχόλησε έντονα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που σε χρόνο ρεκόρ έβγαλε μια ομόφωνη καταδικαστική αν και αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας απόφαση στις 14/10. Αυτό δε θα συνέβαινε φυσικά χωρίς τη συγκατάθεση της Ρωσίας και της Κίνας ο ρόλος των οποίων πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα γίνεται ολοένα και πιο καίριος.
Στον πυρήνα του σκεπτικού της απόφασης βρίσκεται η «Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων», που ενώ επιτρέπει την κατοχή τέτοιων όπλων σε όσα κράτη τα διαθέτουν ήδη, απαγορεύει την κατοχή τους από όλα τα υπόλοιπα. Ενώ δηλαδή ορίζει ότι οι δύο υπερδυνάμεις και ορισμένες χώρες του δεύτερου κόσμου μπορούν να διαθέτουν πυρηνικά, στερεί αυτό το δικαίωμα από την πλειοψηφία των χωρών, που αποτελούν τον τρίτο κόσμο, λες και οι πρώτες είναι πιο υπεύθυνες και πιο ώριμες για να ελέγξουν τη χρήση τους. Αυτή την πολιτική της μη διάδοσης πάντως την εφαρμόζουν οι ΗΠΑ αρκετά επιλεκτικά και είναι γεγονός με μια λογική που έχει κάποια βάση. Επιτρέπουν τελικά με έντονες αντιρρήσεις και με δυσκολία την κατασκευή πυρηνικών σε μη φασιστικές χώρες όπως είναι η Ινδία, το Ισραήλ και το ενδιάμεσο Πακιστάν και κάνουν ότι μπορούν για να εμποδίσουν τον εξοπλισμό των φασιστικών και σοσιαλφασιστικών χωρών. Λέμε ότι αυτή η διάκριση έχει «κάποια βάση» γιατί είναι γεγονός ότι κάθε φασιστικό καθεστώς έχει στην εξωτερική του πολιτική τη λογική της επίθεσης και της υποδούλωσης άλλων λαών την οποία τα πυρηνικά όπλα και ο αντίστοιχος πυρηνικός εκβιασμός διευκολύνουν. Όμως όσο αυτά τα καθεστώτα δεν έχουν κάνει συγκεκριμένες ενέργειες υποδούλωσης και επέκτασης, δεν έχει κανείς δικαίωμα να επέμβει στο δικό τους δικαίωμα να διαθέτουν τα ίδια όπλα που διαθέτουν οι υπόλοιπες «πυρηνικές» χώρες και μάλιστα οι πιο επιθετικές ιμπεριαλιστικές. Ο βασικός λόγος είναι ότι όλα τα καθεστώτα αλλάζουν μέσα από επαναστάσεις και ότι μια αυριανή δημοκρατική Βόρεια Κορέα πρέπει να έχει δικά της πυρηνικά απέναντι σε μια πυρηνική φασιστική Κίνα και μια υπερεξοπλισμένη νεοναζιστική Ρωσία που ήδη ασκεί επεκτατική βία. Από την άλλη μεριά υπάρχει τρόπος για να προφυλαχτούν οι δημοκρατικές γειτονικές ή οι πιο μακρινές χώρες από τα Βορειοκορεάτικα πυρηνικά και αυτός είναι ο δικός τους πυρηνικός εξοπλισμός. Η αμερικανική ιμπεριαλιστική λογική όμως δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της πλήρους αυτοάμυνας οπότε και της πυρηνικής σε καμιά χώρα εκτός από τις ως τώρα πυρηνικές χώρες και αντικαθιστά αυτό το δικαίωμα τους με το δικό της δικαίωμα να τις προστατεύει με τα δικά της πυρηνικά. Έτσι οι ΗΠΑ κάνουν δύο μεγάλες ζημιές στο κίνημα της πολιτικής ανεξαρτησίας των χωρών του κόσμου. Από τη μία εξαρτάνε πολιτικο-στρατιωτικά τις μη επιθετικές πυρηνικές χώρες, από την άλλη καταργούν το θεμελιακό δικαίωμα των μικρών και μη ισχυρών χωρών στη μη επέμβαση αφού επεμβαίνουν με χρήση βίας ή με απειλή χρήσης βίας στο εσωτερικό των φασιστικών χωρών για να αλλάξουν το καθεστώς τους με το δικό τους εξωτερικό τρόπο που τόσο καταστροφικός και προβοκατόρικος έχει αποδειχτεί. Όταν λέμε προβοκατόρικος εννοούμε ότι με αυτόν τον τρόπο στέλνουν τις φασιστικές χώρες στην αγκαλιά του νεοναζιστικού άξονα Ρωσίας-Κίνας αντί να τις βοηθήσουν να κάνουν τη δημοκρατική τους αντιφασιστική επανάσταση.
Η Βόρεια Κορέα είναι λοιπόν μία από τις χώρες που θεωρούνται αρκετά «ανεύθυνες» και «ανώριμες» για να διαθέτουν τέτοιου είδους όπλα. Κι αυτή δεν είναι η άποψη μόνο των ΗΠΑ, όπως ίσως πιστεύεται πλατύτερα, αλλά και της Ρωσίας και της Κίνας, των δύο ιμπεριαλισμών που σε συμμαχία με το ισλαμοφασιστικό Ιράν διαμορφώνουν έναν παγκόσμιο ναζιστικό επιθετικό άξονα. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το καθεστώς της Βόρειας Κορέας – ένα από τα χειρότερα αν όχι το πιο απάνθρωπο σοσιαλφασιστικό καθεστώς στον πλανήτη – έχει διαμορφώσει δεσμούς εξάρτησης με την επίσης σοσιαλφασιστική Κίνα, η οποία του παρέχει το 88% των πετρελαϊκών του αναγκών και το 98% των εισαγωγών σε τρόφιμα (Μοντ, 10/1/03), ενώ δεν παύει να θεωρεί τις ΗΠΑ τον κύριο εξωτερικό εχθρό του. Η σημαντική αυτή λεπτομέρεια μας επιτρέπει να εξηγήσουμε και τη διαφοροποίηση των ρωσο-κινέζων από την αμερικανική θέση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Η διαφορά έγκειται στο ότι οι μεν ΗΠΑ, απόλυτα συνεπείς με το σκεπτικό της άδικης Συνθήκης για τη μη Διάδοση, επιδιώκουν τη σκληρή τιμωρία της Βόρειας Κορέας – όπως και κάθε φασιστικής τριτοκοσμικής χώρας που τολμά να παίζει με τόσο «επικίνδυνα παιχνίδια» – σε συμμαχία με όλες τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τις οποίες οι πιο ισχυρές, η Ρωσία και η Κίνα, είναι απείρως πιο επιθετικές και πιο επικίνδυνες από τη Βόρεια Κορέα. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πρόβλημα να επιτεθούν ακόμη και με στρατιωτικά μέσα για να εξουδετερώσουν όχι μόνο τα πυρηνικά αλλά και το ίδιο το καθεστώς που τα αναπτύσσει. Αντίθετα, οι ρώσοι και οι κινέζοι σοσιαλιμπεριαλιστές διαθέτουν πολύ περισσότερα πολιτικά ερείσματα μέσα σ’ αυτή τη γωνιά της Άπω Ανατολής για να τα αφήσουν τόσο εύκολα να χαθούν. Έτσι ελίσσονται. Από τη μια αντιτάσσονται από θέση ηγεμονίας στην ανάπτυξη ενός βορειοκορεατικού πυρηνικού οπλοστασίου, αλλά προσέχουν τα λόγια και τις πράξεις τους ώστε να μη θυμώσουν τους Βορειοκορεάτες. Επίσης προσέχουν να μη θυμώσουν και να μην ανησυχήσουν τη Δύση προστατεύοντας υπερβολικά τους κορεάτες σοσιαλφασίστες. Αυτή η διπλή τους πολιτική τους παρέχει την πρωτοκαθεδρία στο διπλωματικό επίπεδο. Μπορούν δηλαδή να εμφανίζονται ταυτόχρονα σαν οι πιο ειλικρινείς φίλοι της Β. Κορέας μέσα στο συμβούλιο ασφαλείας (Κίνα) και σαν οι πιο αποτελεσματικοί αφοπλιστές της στα μάτια των ΗΠΑ (Ρωσία). Βέβαια στο βάθος αυτή τους η δυνατότητα οφείλεται στο ότι οι ΗΠΑ είναι βυθισμένες στο ιρακινό και αφγανικό τέλμα, στο ότι είναι για αυτό το λόγο εσωτερικά διασπασμένες και γι’ αυτό τελικά ανίκανες να ανοίξουν ένα οποιοδήποτε άλλο θερμό μέτωπο στον κόσμο.
Έτσι η απόφαση της 14/10, που υιοθετήθηκε ύστερα από τις πιέσεις Ρωσίας-Κίνας για την τροποποίηση ενός πιο αιχμηρού αμερικανικού σχεδίου απόφασης, αποτελεί το επιστέγασμα της πρωτοκαθεδρίας του ρωσοκινεζικού άξονα. Προβλέπει οικονομικό και οπλικό εμπάργκο, ελέγχους σε όλα τα δρομολόγια από και προς τη Β. Κορέα από οποιαδήποτε χώρα καθώς και ορισμένες κυρώσεις – μπλοκάρισμα των τραπεζικών λογαριασμών και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα – σε όσους εμπλέκονται άμεσα στο πυρηνικό της πρόγραμμα. Πρόκειται για διατάξεις με αμφισβητήσιμη ισχύ καθώς κανείς δε μπορεί να εμποδίσει την Κίνα, που με παρέμβασή της κατέστησε τη διενέργεια ελέγχων προαιρετική, να σπάσει το εμπάργκο. Μ’ αυτό τον τρόπο οι δύο χώρες μπορούν να καυχιούνται από τη μια μεριά ότι απέτρεψαν τα χειρότερα – δηλαδή το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής επέμβασης – για τη Β. Κορέα και από την άλλη ότι εξασφάλισαν με αυτή την παραχώρηση την ομοφωνία με τις ΗΠΑ σε μια λιγότερο δαπανηρή (και λιγότερο αιματηρή επίσης) εκδοχή της αρχικής αμερικανικής πρότασης.
Έτσι η προτροπή προς την Πιονγκγιάνγκ να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των έξι εμπλεκόμενων χωρών (Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βόρεια και Νότια Κορέα) γίνεται από ένα τραπέζι που βρίσκεται ουσιαστικά κάτω από την άτυπη προεδρία της Ρωσίας με βοηθό την Κίνα. Μέσα εκεί οι σοσιαλιμπεριαλιστές μπορούν να παίζουν με τις αντιθέσεις των υπόλοιπων δυνάμεων και να χρησιμοποιούν υπέρ τους τη μαλακιά στάση της Νότιας Κορέας που φοβάται μήπως θυμώσουν οι Βόρειοι κι επιστρέψουν σε ένα πολεμικό κλίμα που θα τους χαλούσε τα επιχειρούμενα οικονομικά και πολιτικά ανοίγματά τους εκεί.
Με την κεντρίστικη τακτική τους οι ρώσοι και κινέζοι σοσιαλιμπεριαλιστές πετυχαίνουν ταυτόχρονα πολλούς στόχους. Αυξάνουν το κύρος τους στις φασιστικές χώρες του τρίτου κόσμου, ενισχύουν το κύρος τους ανάμεσα στις υπόλοιπες δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες, προκαλούν διάσπαση στο μπλοκ των δυτικόφιλων δυνάμεων της Άπω Ανατολής, ενισχύουν τις δυνάμεις μέσα στις ΗΠΑ που θέλουν περισσότερες παραχωρήσεις στον άξονα. Όμως στρατηγικός στόχος των δύο είναι να συρθεί η φασιστική Βόρεια Κορέα στον άξονά τους προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως αναλώσιμο υλικό στα πολεμικά ηγεμονικά τους σχέδια ενάντια στην Άπω Ανατολή και τελικά ενάντια σε όλη την ανθρωπότητα.
Να γιατί η γραμμή τους των «ελαφρών κυρώσεων» στη Βόρεια Κορέα είναι πολύ πιο επικίνδυνη για τους λαούς από όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Να γιατί δεν θα πρέπει το διεθνιστικό προλεταριάτο να υποστηρίξει την αμερικάνικη ανοιχτά επεμβατική γραμμή σαν αντίβαρο της ρωσο-κινέζικης γραμμής. Είναι φανερό για μια ακόμα φορά πως όσο η Δύση λειτουργεί ιμπεριαλιστικά δεν μπορεί παρά να ενισχύει τις θέσεις του άξονα με τη στάση της, όσο καλές προθέσεις κι αν ισχυρίζεται πως έχει. Ακόμα δηλαδή και αν επενέβαινε αύριο στη Β. Κορέα, όχι από αλαζονεία και περιφρόνηση προς τον τρίτο κόσμο όπως κάνει σήμερα, αλλά κινούμενη από γνήσια αντιφασιστικά αισθήματα, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να τη στείλει μια ώρα αρχύτερα στους ρωσο-κινέζους φασίστες, και να συσπειρώσει σιγά-σιγά για λογαριασμό του σοσιαλφασιστικού καθεστώτος το βαθιά καταπιεσμένο λαό της Β. Κορέας αλλά και την παγκόσμια κοινή γνώμη εναντίον της. Από τη στιγμή που το καθεστώς αυτό δεν έχει ακόμη ανοιχτά εμπλακεί στα επεκτατικά σχέδια των γκάγκστερ της Μόσχας και του Πεκίνου και δεν έχει αποκαλυφτεί στη συνείδηση των λαών σαν επεκτατικό, όσο αφάνταστα καταπιεστικό κι αν είναι για το λαό του, δε νομιμοποιείται καμιά ξένη δύναμη να επέμβει προληπτικά για να «απελευθερώσει» το έθνος από αυτό και να «σώσει» την ανθρωπότητα από τα δεινά που θα της προκαλούσε. Το παράδειγμα του ιρανοκρατούμενου πλέον Ιράκ είναι αρκετό για να καταφανούν οι συνέπειες του αμερικανικού επεμβατισμού.
Είναι ο ίδιος ο κορεατικός λαός και όχι κανένας σωτήρας στο όνομα της «δημοκρατίας» που θα ανατρέψει τους σοσιαλφασίστες δυνάστες του. Πρέπει να καταδικαστεί και ο αμερικάνικος επεμβατισμός και, ακόμα περισσότερο, η βρώμικη κεντρίστικη στάση του ρωσο-κινεζικού άξονα που απορροφά τη Β. Κορέα και οδηγεί την ανθρωπότητα σε επικίνδυνες περιπέτειες.