ΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ

Στις αρχές Οκτώβρη παίχτηκε μια ακόμη κρίσιμη κίνηση στην σχέση ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία που έχει αρχίσει εδώ και χρόνια και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και αβέβαιη κατάληξη με διαιτητή και βαθύ χειριστή τη Ρωσία. Ο εδώ και μερικά χρόνια μεταλλαγμένος σε «φιλοευρωπαίο» ισλαμοφασίστας Ερντογάν κατάφερε τελικά με τη βοήθεια των ρωσόδουλων Μπλερ και Σρέντερ, αλλά και με την εξίσου σημαντική στήριξη του κουμπάρου του Καραμανλή και του κύπριου προέδρου Παπαδόπουλου, επίσης ρωσόδουλων, να πάρει το πολυπόθητο ΟΚ για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε. - Τουρκίας και να εμφανιστεί στα μάτια των συμπατριωτών του ως «ο κατακτητής της Ευρώπης» (παλαιό όνειρο της πάλαι ποτέ κραταιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας, το οποίο είχε συντριβεί μπροστά στα τείχη της Βιέννης). Στην πραγματικοτητα η διαδικασία αυτή δεν θα οδηγήσει σε καμιά εκπόρθηση της Ευρώπης από τη Τουρκία αλλά στην όξυνση των σχέσεων ΕΕ και Τουρκίας, στην ανάπτυξη των εσωτερικών αντιθέσεων στην Τουρκία και στην ΕΕ και τελικά στο δυνάμωμα των ρώσικων θέσεων και στις δύο πλευρές.

ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΥΠΕΡ ΤΟΥ «ΝΑΙ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Αυτοί που προσπάθησαν με νύχια και με δόντια να σύρουν την Ε.Ε. στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία ήταν πρωτίστως οι Μπλερ και Σρέντερ. Ο πρώτος μέσω της βρετανικής προεδρίας στην Ε.Ε. και του υπουργού του των Εξωτερικών Στρο «κατάπιε» εν γνώσει του τη δήλωση της Τουρκίας για το Κυπριακό και της έδωσε το πράσινο φως.
Πώς είχε ακριβώς το ζήτημα;
Τον τελευταίο χρόνο, και μέχρι τις 3 Δεκέμβρη, οπότε θα λαμβανόταν η τελική απόφαση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-Ε.Ε., η Τουρκία είχε αναλάβει την τυπική υποχρέωση, όπως άλλωστε και κάθε άλλη υποψήφια χώρα, να υπογράψει συμφωνία τελωνειακής ένωσης με όλα τα νεοεισελθόντα στην Ε.Ε. κράτη (πρόκειται για τα 10 κράτη που μπήκαν τελευταία στην Ε.Ε.). Μεταξύ αυτών των κρατών συμπεριλαμβανόταν και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Τι έκανε λοιπόν η Τουρκία; Από τη μια υπέγραψε το πρωτόκολλο επέκτασης της τελωνειακής ένωσης με τις νεοεισελθούσες στην Ε.Ε. χώρες, ώστε να είναι τυπικά εντάξει, από την άλλη όμως συνόδεψε την υπογραφή της αυτή με μια ταυτόχρονη σκληρή δήλωση ότι α) δεν αναγνωρίζει ούτε θα αναγνωρίσει στο μέλλον την Κυπριακή Δημοκρατία, β) εξακολουθεί να αναγνωρίζει και να στηρίζει την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και γ) η δικαιοδοσία της κυπριακής κυβέρνησης αφορά μόνο στα εδάφη νοτίως της γραμμής Ατίλα και δεν εκπροσωπεί τους Τουρκοκύπριους (Ελευθεροτυπία, 1 Αυγούστου).
Στην ουσία ο Ερντογάν και οι ρωσόδουλοι μέσα στην ΕΕ, Μπλερ, Σρέντερ, Καραμανλής, Παπαδόπουλος βρήκαν αυτή τη φόρμουλα για να κάνουν δυνατή την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. Γιατί αν η δήλωση αυτή υπήρχε μέσα στην ίδια τη συμφωνία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων δεν θα μπορούσαν ποτέ οι Καραμανλής και Παπαδόπουλος να την περάσουν στους έλληνες σοβινιστές. Αν πάλι αυτή η δήλωση δεν θα υπήρχε καθόλου τότε αυτό θα σήμαινε ότι η Τουρκία θα αναγκαζόταν να αναγνωρίσει την Κύπρο και έτσι ο Ερντογάν δεν θα περνούσε τις διαδικασίες ένταξης από τους τούρκους σοβινιστές. Έτσι βρέθηκε αυτή η εκτρωματική λύση όπου η συμφωνία για τις διαδικασίες ένταξης λέει ένα πράγμα και ταυτόχρονα λέει και το αντίθετό του. Αυτό το έκτρωμα ικανοποιεί προσωρινά τους δίχως χαρακτήρα τούρκους και έλληνες σοβινιστές που θέλουν να είναι αποδεκτοί στην ΕΕ αλλά και τους ευρωπαίους αστούς που αφήνουν όλα τα προβλήματα να μένουν άλυτα σήμερα για να τα αντιμετωπίσουν χειρότερα αύριο. Αλλά το έκτρωμα αυτό στρατηγικά και τακτικά βολεύει μόνο τη Ρωσία που από τη μια βάζει την Τουρκία μέσα στην κρεατομηχανή της διαδικασίας ένταξης για να την κάνει δικιά της και από την άλλη ανατινάζει στο μέλλον κάθε ενδοευρωπαίκή ενότητα καθώς και τη δυνατότητά της ΕΕ να αντισταθεί στον ισλαμοφασισμό.
Έγινε φανερό σε πολλούς ότι η διπλή και ταυτόχρονα αντιφατική αυτή ενέργεια (υπογραφή τελωνειακής ένωσης, άρα έμμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας - δήλωση μη αναγνώρισής της) ήταν προσυνεννοημένη από Αγγλία και Τουρκία και μεθοδευμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε η Τουρκία να φαίνεται τυπικά εντάξει και να μπορέσει έτσι να πάρει το ΟΚ και η Αγγλία να έχει το τυπικό νομικό πρόσχημα να πλασάρει την Τουρκία στους άλλους της Ε.Ε.
Ήταν τόσο φανερή η συμπαιγνία, που η Ελευθεροτυπία (1 Αυγούστου) βγαίνει με τίτλο «Μιλημένη η υπογραφή» και «όλα μελετημένα και νομικά από Τουρκία - Βρετανία» χωρίς βέβαια κανείς να καταλάβει πιο ήταν το βαθύ παιχνίδι και ότι όλα τα κινούσε η Ρωσία παρασκηνιακά. Αυτά για τη στάση του Μπλερ.
Σ’ ό,τι αφορά τη στάση του άλλου ρωσόφιλου, του γερμανού Σρέντερ, παρατηρούμε τα εξής χαρακτηριστικά: Βγαίνει κι αυτός υπέρμαχος της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, ενώ στη Γερμανία η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού εκφράζει μέσω των δημοσκοπήσεων την ακριβώς αντίθετη άποψη και ενώ σε ένα μήνα (μέσα Σεπτέμβρη δηλαδή) επίκεινται καθοριστικές για το μέλλον της χώρας ομοσπονδιακές εκλογές, στις οποίες θα μέτραγε και η τελευταία ψήφος. Σημειωτέον ότι η χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση εμφανιζόταν επί χρόνια με τη σταθερή στάση και άποψη όχι υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., αλλά υπέρ μιας ειδικής προνομιακής σχέσης της Τουρκίας με την Ε.Ε., κάτι που είναι ριζικά διαφορετικό. Θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς ότι η θέση του Σρέντερ ήταν καθαρά ψηφοθηρική, ότι πήρε δηλαδή μια τέτοια θέση προκειμένου να προσεταιριστεί την ισχυρή, αριθμητικά, κοινότητα των τούρκων μεταναστών στη Γερμανία και να κερδίσει τις ψήφους της σ’ έναν τόσο κρίσιμο εκλογικό αγώνα. Αυτό θα μπορούσε, βέβαια, να το ισχυριστεί κανείς, αν α) δεν ήταν σταθερή θέση του Σρέντερ εδώ και χρόνια και β) αν μ’ αυτή του τη θέση δεν κινδύνευε να χάσει τις πολύ περισσότερες ψήφους των Γερμανών, οι οποίοι, όπως είδαμε, ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία αντίθετοι στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. και υπέρ της ειδικής σχέσης. Η μη ήττα του Σρέντερ (και η μη νίκη των Χριστιανοδημοκρατών) στις γερμανικές εκλογές ενίσχυσε τη θέση Σρέντερ για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και διευκόλυνε αρκετά τη συμμαχία του με τον Μπλερ σ’ αυτό το ζήτημα.

Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ ΦΙΛΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Μέχρι εδώ καλά, μπορεί να πει ο ανυποψίαστος παρατηρητής, ο μη μπασμένος στα τερτίπια της ρώσικης διπλωματίας. Στο κάτω-κάτω η Αγγλία έχει βάσεις στην Κύπρο και έχει μια παραδοσιακά φιλοτουρκική θέση, ενώ η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ως τέτοια προσπαθεί να φέρει την Τουρκία στο δημοκρατικό δρόμο μέσω της ένταξής της στην Ε.Ε.
Αμ η Ελλάδα και η Κύπρος; Αυτό που κι ως πού να ανέχονται μια τέτοια στάση της Τουρκίας, ειδικά η Κύπρος; Έλα ντε!
Για να δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα αυτή τη στάση των δύο χωρών. Η Ελλάδα, μόλις έγινε γνωστή η υπογραφή και η δήλωση της Τουρκίας, αντέδρασε πολύ χλιαρά με δήλωση του εκπροσώπου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών ότι η Τουρκία εκπλήρωσε μεν μια τυπική υποχρέωσή της στην Ε.Ε., εμμένει όμως «σε μια αδιέξοδη παράταση ενός πολιτικού και νομικού παραδόξου. Η παραδοξότητα αυτή πρέπει να εκλείψει». Σιγά τα αίματα! Λίγα χρόνια πριν για μια τέτοια δήλωση η Ελλάδα θα συγκλονιζόταν από αντιτουρκισμό και θα απειλούσε με βέτο κάθε αποδοχή από την ΕΕ μιας τέτοιας δήλωσης .
Αποκαλυπτικότερη όμως ήταν η θέση του ίδιου του πρωθυπουργού Καραμανλή σε συνέντευξή του στο CNN, όπου, σε σχετική ερώτηση, απάντησε ορθά-κοφτά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να θέσει η Ελλάδα βέτο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας. Ούτε καν σαν απειλή δεν το άφησε να επικρέμαται...
Και η Κύπρος, που είναι η άμεσα ενδιαφερόμενη, τι είπε; Πώς αντέδρασε; Είναι εύγλωττος ο τίτλος του σχετικού άρθρου της Ελευθεροτυπίας: «Τουρκική πρόκληση με την ανοχή ”24“ και της Λευκωσίας», και εκφράζει απόλυτα το περιεχόμενο της δήλωσης του κύπριου κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος «εξέφρασε βαθιά λύπη για το γεγονός ότι η Τουρκία θεώρησε απαραίτητο να προβεί σε μονομερή δήλωση σε σχέση με την Κύπρο, κατά τη στιγμή της υπογραφής του πρωτοκόλλου. ”Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα εξετάσει ενδελεχώς το περιεχόμενο της τουρκικής δήλωσης και ιδιαίτερα κατά πόσον θέτει σε αμφισβήτηση την ισχύ της υπογραφής του πρωτοκόλλου“».
Και, αφού την εξέτασε «ενδελεχώς», όταν ήρθε η κρίσιμη στιγμή της απόφασης, η κυπριακή κυβέρνηση, χεράκι-χεράκι με την ελληνική, τάχθηκε κι αυτή υπέρ της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων...

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ

Σ’ όλ’ αυτά υπάρχει ένα σοβαρό αντεπιχείρημα: Η στάση αυτή της Αγγλίας, της Γερμανίας, γενικότερα της Ε.Ε., της Ελλάδας και της Κύπρου εξηγείται εύκολα, αν ληφθεί υπόψη η υποστήριξη των Αμερικάνων στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Όσοι μάλιστα υποστηρίζουν την άποψη αυτή προβάλλουν ως ενισχυτικό των απόψεών τους το γεγονός ότι η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις τηλεφώνησε στη διάρκεια της σχετικής συζήτησης στο Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. και εκδήλωσε τη θέση της αμερικάνικης κυβέρνησης επί του επίμαχου ζητήματος.
Θα μπορούσε το επιχείρημα αυτό να σταθεί, αν δεν υπήρχαν ορισμένα βασικά στοιχεία που το ανατρέπουν. Όπως το ότι οι δυνάμεις που, κατά γενική ομολογία, αποτελούν την ατμομηχανή της Ε.Ε., δηλ. η Γερμανία και η Γαλλία, έχουν εδώ και χρόνια και με αφορμή την αμερικάνικη επέμβαση στο Ιράκ συμπήξει έναν σταθερό αντιαμερικάνικο άξονα μαζί με τη Ρωσία. Όπως το ότι η Ελλάδα είναι η πιο αντιαμερικάνικη χώρα στην Ευρώπη (τουλάχιστον), κι αυτό δεν αφορά μόνο στο λαό ή σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια ή στον Τύπο ολόκληρο, αλλά και σε όλο το πολιτικό φάσμα, από τη σοσιαλφασιστική ψευτοαριστερά μέχρι και τη «λαϊκή» δεξιά και τη ναζιστική ακροδεξιά (αυτοί κι αν είναι αντιαμερικάνοι).
Σ’ ό,τι αφορά την Κύπρο, αυτή έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν φιλοαμερικάνικη. Άλλωστε θεωρεί τους Αμερικανούς υπεύθυνους για την τουρκική εισβολή του 1974, στο πολιτικό της σκηνικό κυριαρχεί το ρωσόδουλο ΑΚΕΛ και, ας μην ξεχνάμε, όταν τέθηκε σε δημοψήφισμα το σχέδιο Ανάν, ο κύπριος υπουργός Εξωτερικών Ιακώβου στη Μόσχα πήγε να πάρει γραμμή και όχι στην Ουάσιγκτον.
Η θέση της αμερικάνικης κυβέρνησης είναι απλή και βλακώδης, ως συνήθως: Επειδή βλέπει παντού μόνο Αλ Κάιντα και έχει πάθει σύγχυση και αποπροσανατολισμό για τον πραγματικό υποκινητή, υποστηρικτή και δημιουργό της ισλαμοφασιστικής τρομοκρατίας, ξεγιελιέται από το «ευρωπαϊκό» και «πολιτισμένο» κουστούμι του Ερντογάν και τον θεωρεί ισλαμιστή μεν αλλά μετριοπαθή, άρα κατάλληλο ως ανάχωμα απέναντι στην επέλαση του ισλαμοφασισμού, γενικότερα, και του Ιράν, ειδικότερα. Το ίδιο με τους Αμερικάνους ξεγελιούνται και οι ευρωπαίοι φιλελεύθεροι και δημοκράτες.
Η πραγματικότητα όμως και εδώ τους διαψεύδει. Γιατί, από τότε που πήρε ο Ερντογάν την εξουσία, ο αντιαμερικανισμός στην Τουρκία έχει γίνει καθεστώς, η προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί τη δημοκρατία, προκειμένου να χτυπήσει το θεματοφύλακα του κεμαλισμού (δηλ. το στρατό) και να φέρει σε καλύτερη θέση το Ισλάμ στην Τουρκία είναι προφανής, ενώ, από την άλλη, οι σχέσεις του με τη Ρωσία βαθαίνουν ολοένα και περισσότερο και γίνονται πιο στενές: Σε λίγο καιρό ο Πούτιν θα επισκεφθεί και πάλι την Τουρκία (θα είναι η τέταρτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο!). Είναι, άραγε, τυχαία όλ’ αυτά;
Τέλος, το τηλεφώνημα της Ράις θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο, αν οι ηγέτες της Ε.Ε. δεν είχαν ήδη πάρει τις αποφάσεις τους. Ο κόσμος βοούσε ότι, τις παραμονές της 3ης Δεκέμβρη, από τις 25 χώρες της Ε.Ε. οι 24 είχαν ήδη προσχωρήσει στην απόφαση της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Και πώς να μην είναι έτσι, αφού τα κράτη-μέλη της Ε.Ε έβλεπαν την Κύπρο, αυτήν που κανονικά θα έπρεπε να έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα, κι από κοντά την Ελλάδα, το μεγαλύτερο συμπαραστάτη της, να μην έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-Ε.Ε.;
Η μόνη που φάνηκε (προσωρινά, όπως αποδείχτηκε) παράφωνη ήταν η Αυστρία, που είχε στυλώσει τα πόδια απαιτώντας να μπει στο κείμενο της απόφασης ρητή διάταξη που να προβλέπει, εκτός από την τελική ένταξη, και την πιθανότητα της ειδικής σχέσης (αυτή είναι η θέση της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών λαών και συμπίπτει με τη θέση σοβαρών πολιτικών δυνάμεων, όπως η CDU στη Γερμανία, και πολιτικών μεγάλου κύρους, όπως ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν στη Γαλλία).
Αλλά και η Αυστρία υποχώρησε, μόλις έγινε δεκτό το αίτημά της να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις και με την Κροατία, με την οποία διατηρεί εδώ και αιώνες, παραδοσιακά, στενές πολιτικές σχέσεις. Μόλις δηλαδή πήρε το αντάλλαγμα που ήθελε, είπε κι αυτή το «ναι». Το προσωρινό της «όχι» ήταν ένα διαπραγματευτικό τερτίπι.
Δε θέλουμε μ’ αυτό να πούμε πως η Κροατία δεν πρέπει να προσχωρήσει στην Ε.Ε. ή πως δεν είναι πολύ θετικό που αρχίζει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. Κάθε άλλο. Απλά επισημαίνουμε τον καιροσκοπισμό της Αυστρίας.

ΟΙ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΚΡΑΤΑΙΟΙ ΣΟΒΙΝΙΣΤΕΣ

Θα περίμενε κανείς απ’ αυτές τις καρικατούρες της πολιτικής να ορθώσουν, έστω, κάποιον ισχυρό λόγο (γιατί για πράξη ούτε λόγος να γίνεται) απέναντι σε όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια τους: οι μεν έλληνες σοβινιστές να απαιτήσουν με σθένος από την κυβέρνηση να προβάλει βέτο, οι δε τούρκοι σοβινιστές να απαιτήσουν από τη δική τους κυβέρνηση να μην μπει ποτέ η Τουρκία στην Ε.Ε.
Για πολλοστή όμως φορά αποδεικνύεται αυτό που η ΟΑΚΚΕ εδώ και χρόνια έχει υποστηρίξει: ότι οι σοβινιστές δεν είναι μόνο αντιδραστικοί αλλά στερούνται οποιουδήποτε χαρακτήρα ώστε τουλάχιστον να μείνουν σταθεροί στη θέση τους και για μια στιγμή να χρησιμεύσουν σε κάτι ακόμα και παρά τη θέλησή τους. Οι μεν εγχώριοι ουσιαστικά το κατάπιαν, γράφοντας μερικά άρθρα για την τιμή των όπλων, οι δε τούρκοι ομοαίματοί τους βρήκαν την ευκαιρία να εκτονώσουν το αντιευρωπαϊκό τους μένος και να το στρέψουν κατά του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, παίζοντας το παιχνίδι του Ερντογάν και της Ρωσίας, αφού η όποια εξασθένηση του ρόλου του Πατριαρχείου στον ορθόδοξο κόσμο και γενικότερα ευνοεί, τουλάχιστον αντικειμενικά, τα σχέδια της Μόσχας να εμφανιστεί αυτή ως προστάτιδα των απανταχού ορθοδόξων.
Και σ’ αυτό το σημείο αξίζει να παρατηρήσουμε ότι κι ο ίδιος ο Βαρθολομαίος έχει πέσει στην παγίδα. Μιλώντας για τις πρόσφατες διαδηλώσεις των «Γκρίζων Λύκων» έξω από το Πατριαρχείο δήλωσε: «Στόχος τους δεν είναι μόνον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και οι μειονότητες, όπως ίσως δίδεται η εντύπωσις εκ πρώτης όψεως. Στόχος είναι η ευρωπαϊκή προοπτική και πορεία της Τουρκίας. Στόχος είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο οποίος δυναμικά θέλει να φέρει την χώρα εις τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως».

ΚΑΙ ΜΕΤΑ, ΤΙ;

Η φαινομενικά υποχωρητική και «μαλακή» στάση της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης απέναντι στην Τουρκία στο ζήτημα της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. δεν πρέπει να ξεγελάσει κανέναν και να του δώσει την εντύπωση ότι Ελλάδα και Κύπρος έγιναν φιλαράκια με την Τουρκία, ούτε πως από δω και πέρα Καραμανλής και Παπαδόπουλος θα λένε συνέχεια «ναι» στην Τουρκία. Η σωστή διατύπωση είναι ότι είναι σταθερά φιλαράκια του Ερντογάν και του κόμματός του και αυτών που τον στηρίζουν.
Ίσα-ίσα. Στόχος τους είναι, σε συνεργασία πάντα με τον Ερντογάν, να χρησιμοποιήσουν τις χρονοβόρες ενταξιακές διαπραγματεύσεις ως μοχλό πίεσης προς τις αληθινά ευρωπαϊκές δυνάμεις μέσα στην Τουρκία, καθώς και προς τις δυνάμεις που λειτουργούν στη γειτονική μας χώρα ως θεματοφύλακες του κεμαλισμού, δηλαδή του λαϊκού κράτους. Μέσω των συνεχών απειλών για διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα πιέζουν την Τουρκία (και ο Ερντογάν θα κρυφοχαμογελάει, γιατί αυτό θέλει κι ο ίδιος) να μειωθεί, στο όνομα πάντα της αστικής δημοκρατίας δυτικού-ευρωπαϊκού τύπου, ο ρόλος του (κεμαλικού) στρατού στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας (να φύγει δηλαδή από τη μέση το κύριο, σήμερα, εμπόδιο στην προέλαση του ισλαμοφασισμού στην Τουρκία). Στο όνομα της αστικής δημοκρατίας θα την πιέζουν ν’ αφήσει ελεύθερη τη μαντίλα στα πανεπιστήμια, ν’ αφήσει ελεύθερη και ανεξέλεγκτη την εισδοχή των ισλαμιστών στο στρατό και στην κρατική μηχανή και να κάνει «εκπτώσεις» στο ζήτημα της καταπολέμησης του ΡΚΚ. Ακόμα θα την πιέζουν να δώσει μια σειρά ικανοποιήσεις στον ελληνικό σοβινισμό μέσα στην Τουρκία, δηλαδή στα ζητήματα των ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου, στα ζητήματα του Πατριαρχείου αλλά και στα ζητήματα της ιστορικής αποδοχής της εκκαθάρισης των επίσης ορθόδοξων και ρωσόφιλων Αρμένιων κλπ. Όλα αυτά θα γίνονται στο όνομα της προστασίας των ανθρώπινων και μειονοτικών δικαιωμάτων. Αλλά αυτά δεν μπορούν να οδηγήσουν εκεί γιατί οι διαχειριστές αυτών των εσωτερικών αλλαγών δεν είναι από την μεριά των καταπιεσμένων καλόπιστοι δημοκράτες αλλα ρωσόφιλοι σοσιαλφασίστες. Όλοι αυτοί θα πιέζουν τη δυτικόφιλη αστική τάξη, ιδιαίτερα τους κεμαλιστές που κρατάνε κοσμικό αυτό το κράτος μέσα σε μια θάλασσα ισλαμικής οπισθοδρόμησης σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο, να κάνει οτιδήποτε δίνει πόντους στον ισλαμοφασισμό και αφαιρεί πόντους από την πραγματική δημοκρατία. Οτιδήποτε δηλαδή θα τη φέρνει πιο κοντά στη Ρωσία. Κι όλ’ αυτά με την υπόσχεση ότι μπορεί κάποτε, στο αόρατο μέλλον, να ενταχθεί στην Ε.Ε.
Η Τουρκία τότε θα έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: ή να τα δεχτεί όλ’ αυτά και να πέσει χωρίς να το καταλάβει στα νύχια της Ρωσίας (κάτι που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται) ή να αντιδράσει, οπότε είτε θα γίνει αντιευρωπαία (αφού όλες αυτές οι πιέσεις θα ασκούνται από μέρους της Ε.Ε., συνεπώς αυτή θα θεωρείται ο φταίχτης), άρα θα πέσει και πάλι στα χέρια των Ρώσων, είτε θα δώσει εξουσία στο PΚΚ οπότε θα περιπέσει σε κατάσταση εμφύλιου πολέμου, όπου τα πάντα είναι πιθανά. Όλα αυτά χωρίς να λογαριάζουμε ότι η ελληνική ρωσόδουλη διπλωματία όχι μόνο θα επεμβαίνει μέσο ΕΕ ανοιχτά πια και για πρώτη φορά στο εσωτερικό της μέσο των ελληνικών εθνομειονοτικών και πατριαρχικών θρησκευτικών ζητημάτων, αλλά θα επεμβαίνει ακόμα πιο έντονα και κυριαρχικά και στην τούρκικη εξωτερική πολιτική στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Όλες αυτές οι επεμβάσεις θα έχουν ένα στόχο, να δυναμώνουν τις θέσεις των ρωσόφιλων μέσα στη Τουρκία και να αδυνατίζουν τις πολιτικές θέσεις των ανεξαρτησιακών και δυτικόφιλων δυνάμεων, ιδιαίτερα τις θέσεις του στρατού και του στρατιωτικού τμήματος τής αστικής τάξης. Γιατί η Τουρκία θα ακολουθήσει έναν δικό της δρόμο για να φτάσει, αν ποτέ φτάσει σε μια αστική μεταπολεμική δημοκρατία ευρωπαίκού τύπου και αυτός ο δρόμος δεν είναι δυνατό να περνάει μέσα από την αλλαγή των στρατοκρατικών στοιχείων της κρατικής πολιτικής δομής πριν συντριβούν τα ανατολικά φασιστικά και σήμερα σοσιαλφασιστικά στοιχεία της δομής αυτής, όπως θέλουν οι φιλελεύθεροι στην ΕΕ. Στην Τουρκία τις μεγάλες πολιτικές εξελίξεις τις καθόριζε πάντα η μια ή η άλλη επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή, επέμβαση που συνήθως έπαιρνε βίαιη μορφή. Στην Τουρκία αυτό είναι πολύ φανερό επειδή είναι θεσμική, είναι ανοιχτή η επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή. Όμως αυτό ισχύει και στην Ελλάδα, μόνο που εδώ αυτό είναι πιο κρυμμένο επειδή η τελευταία ανοιχτή επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή, το πραξικόπημα του 67 κατέληξε σε μια στρατιωτική ήττα του ελληνικού σοβινισμού το 1974. Όμως το ζήτημα παραμένει. Αν ο στρατός δεν εκδηλώνει την παρουσία του σήμερα στην Ελλάδα είναι γιατί οι ρωσόδουλοι δεν τον έχουν ακόμα εκκαθαρίσει και υποτάξει. Αν όμως το πετύχουν αυτό και αυτοί με μια στρατιωτική δικτατορία θα επιβάλουν την κυριαρχία τους. Ας θυμηθούμε τις συνεχείς στρατιωτικές εξεγέρσεις κατά του Όθωνα, το κίνημα στο Γουδί (1909), τα στρατιωτικά κινήματα του μεσοπολέμου, τη δικτατορία Μεταξά, το μετεμφυλιακό ανώμαλο πολιτικό καθεστώς, τη χούντα του 1967. Αντίθετα στην Τουρκία ο στρατός έπαιξε πιο προοδευτικό ρόλο απ’ ότι στην Ελλάδα. Η Τουρκία μπήκε στη σύγχρονη εποχή με την αστοδημοκρατική επανάσταση των κεμαλιστών που η βάση της δύναμής τους ήταν στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα του εθνικού τουρκικού στρατού που κορυφώθηκε στα 1922. Όχι τυχαία οι σπουδαιότερες και βαθύτερες αστικού τύπου μεταρρυθμίσεις της πραγματοποιήθηκαν από τον μεταρρυθμιστικό πυρήνα του τουρκικού στρατού μετά το 22. Αυτός είναι ο λόγος που στην Τουρκία δημιουργήθηκε μια στρατιωτική αστική και μεγαλοαστική αριστοκρατία πράγμα που δεν έγινε στην Ελλάδα όχι γιατί ο στρατός ήταν εδώ πιο δημοκρατικός αλλά γιατί εδώ το πάνω χέρι το είχε πάντα ο ιμπεριαλισμός που προτιμούσε μια στρατιωτική ιεραρχία με διαρκώς ανανεούμενους μικροαστούς και αστούς που ποτέ δεν τους άφησε να γίνουν ιδιαίτερο κομμάτι της αστικής τάξης.

Η ΕΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΕΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΜΟΝΟ ΑΦΟΥ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Αυτό επίσης που η Δύση δεν καταλαβαίνει είναι ότι η Τουρκία δεν έχει περάσει τις πολιτικές ανατροπές που βγήκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη μέσα από τον αντιφασιστικό αγώνα ενάντια στη χιτλερική Γερμανία αρχικά και ενάντια στο ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό στη συνέχεια. Γιατί η τούρκικη αστική τάξη συμβιβάστηκε και με τον χιτλερισμό μην μπαίνοντας στον πόλεμο στο πλευρό των αντιφασιστικών δυνάμεων, ενώ αργότερα ερωτοτρόπησε με τον ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό, ιδιαίτερα μέχρι τα 1980. Έτσι το πολιτικό της σύστημα δεν έχει μέσα του σε βάθος ούτε την αντιναζιστική εμπειρία των δυτικοευρωπαϊκών λαών, ούτε την αντισοσιαλφασιστική των ανατολικοευρωπαϊκών. Είναι όμως ακριβώς πάνω σε αυτήν την εμπειρία που στήνεται, και σε όσο βαθμό στήνεται, η σημερινή ενωμένη Ευρώπη. Όμως εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο αντιφασιστικός αγώνας έμεινε εξαιρετικά ανολοκλήρωτος και στην Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα ναι μεν συμμετείχε στον αντιφασιστικό πόλεμο, αλλά εξ αιτίας της ήττας της προόδου στον εμφύλιο ο λαός της έζησε στη συνέχεια κάτω από την εξουσία των σοβινιστών και φασιστών και στη συνέχεια κάτω από την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία των σοσιαλφασιστών. Αυτοί οι τελευταίοι πάτησαν πάνω στους σοβινιστές και φασίστες και πάνω στον αντιτουρκικό αντιδυτικισμό τους για να σύρουν τη χώρα στη ρώσικη σφαίρα επιρροής και να τσακίσουν το δημοκρατικό πνεύμα της σύντομης ευρωπαϊκής άνοιξης που ακολούθησε την εξέγερση του πολυτεχνείου και την ήττα της χούντας .
Όλες τις παραπάνω βαθιές διεργασίες η Ευρώπη ποτέ δεν τις κατάλαβε χάρη στους δικούς της ιμπεριαλιστικούς περιορισμούς και τον συνακόλουθο δικό της συμφιλιωτισμό με το φασισμό και το σοσιαλφασισμό. Έτσι έφτασε στο σημείο να βάλει μια κρυφοφασιστική Ελλάδα να κάνει τον ελεγκτή και βαθμολογητή των δημοκρατικών επιδόσεων μιας μισοδυτικής αυταρχικής Τουρκίας. Αν η Τουρκία θα είχε μια πιθανότητα να εκδημοκρατιστεί μέσα από τη διαδικασία της ένταξης αυτό θα προϋπέθετε για το διάστημα αυτό να είναι έξω από την ΕΕ και η Ελλάδα και το καταπιεσμένο από την ίδια εξάρτημά της η Κύπρος, ή έστω να είναι υπό ευρωπαϊκή «δημοκρατική επιτήρηση» και οι δύο αυτές χώρες όπως ακριβώς είναι και η Τουρκία. Είναι πραγματικά γελοίο η Ελλάδα να ελέγχει τη στάση της Τουρκίας απέναντι στους Κούρδους την ώρα που η ίδια δεν αναγνωρίζει ούτε τη μακεδονική ούτε την τούρκικη εθνική μειονότητα και καταπατεί βάναυσα τα πολιτικά τους δικαιώματα, ενώ επεμβαίνει σε μια άλλη χώρα και επιχειρεί να αλλάξει το όνομά της. Οι τρεις λοιπόν αυτές χώρες, Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρος θα αξίζουν να είναι μέσα στην ΕΕ μόνο αφού πρώτα εκδημοκρατιστούν ουσιαστικά και όχι στη φόρμα αλλιώς το μόνο που θα κάνουν μέσα στη ΕΕ θα είναι να την δηλητηριάζουν και να την διασπούν.
Η Δύση λοιπόν δεν έχει το δικαίωμα να απαιτεί, μηχανιστικά, από την Τουρκία να εφαρμόσει κάτι για το οποίο δεν είναι ακόμη έτοιμη, δηλαδή για την ευρωπαϊκή μεταπολεμική αστοδημοκρατία. Όπως δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται εξαγωγή επανάστασης, έτσι δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται εξαγωγή δημοκρατίας. Είδαμε πώς η ιμπεριαλιστική εξαγωγή αμερικάνικης δημοκρατίας στο Ιράκ οδήγησε τη χώρα αυτή στην αγκαλιά των ισλαμοφασιστών του Ιράν.
Το αν ένας λαός θα θελήσει να προχωρήσει σε κάποιο δρόμο, είτε αστική δημοκρατία λέγεται αυτός είτε σοσιαλισμός, αυτό είναι ζήτημα πρώτ’ απ’ όλα των εσωτερικών του δυνάμεων και της εσωτερικής του πολιτικής έκφρασης, είναι ζήτημα του βαθμού ωρίμανσης των αντικειμενικών και υποκειμενικών του συνθηκών. Η δημοκρατία δεν εκβιάζεται, όπως και ο σοσιαλισμός.
Αν η Δύση και η Ε.Ε. επιμείνουν στην πορεία που έχουν χαράξει ως σήμερα κάτω από την πίεση της ελληνικής διπλωματίας και το σιγοντάρισμα των άλλων ρωσόφιλων δυνάμεων μέσα στην Ε.Ε., η Τουρκία θα οδηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια ή στα χέρια της Ρωσίας ή στον εμφύλιο πόλεμο. Τα ίδια έπαθε η Δύση, κινδύνεψε δηλαδή να χάσει την Τουρκία, όταν το 19ο αιώνα πίεζε την τότε παραπαίουσα οθωμανική αυτοκρατορία να γίνει «πιο δημοκρατική», «πιο φιλελεύθερη», με αποτέλεσμα να βγαίνει πάντα ωφελημένη η Ρωσία αποσπώντας από την οθωμανική αυτοκρατορία συνεχώς εδάφη και πολιτική επιρροή. Δυστυχώς η Ιστορία δε φαίνεται να δίδαξε τίποτε τη Δύση...
Γι’ αυτό η ΟΑΚΚΕ είναι υπέρ της ειδικής σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας από τώρα και όχι υπέρ της καταστρο-φικής διαδικασίας της ένταξης. Γιατί μόνο έτσι αφήνεται απερίσπαστη η γειτονική χώρα να τραβήξει το δρόμο που θα θελήσει ο λαός της, και τελικά να ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική της επανάσταση όπως τη μπορεί χωρίς έξωθεν επεμβάσεις. Πιστεύουμε πως η Τουρκία θα γίνει ικανή να μπει στην Ε.Ε. όταν θα έχει λύσει τα δύο μεγάλα προβλήματα που την ταλανίζουν. Όταν δηλαδή θα έχει καθαρίσει οριστικά και αμετάκλητα τους λογαριασμούς της με τον ισλαμοφασισμό, όποια μορφή και αν παίρνει αυτός, και όταν θα έχει λύσει με δημοκρατικό τρόπο το Κουρδικό, χωρίς απόσχιση και εθνοκάθαρση δηλαδή χωρίς, το σοσιαλφασιστικό και ρωσόδουλο ΡΚΚ να έχει την ηγεσία του κουρδικού κινήματος ενάντια στην καταπίεση από τον τούρκικο σοβινισμό. Ως τότε η βασική δουλεία εκδημοκρατισμού που έχει να κάνει η ΕΕ είναι μέσα της αρχίζοντας από την επίβλεψη του εκδημοκρατισμού του πιο μεγάλου άρρωστού της ευρωπαϊκής δημοκρατίας που είναι σήμερα η Ελλάδα. Είναι η μόνη επέμβαση που δεν θα είναι εξωτερική αφού κάθε ευρωπαϊκή χώρα ήδη και εθελοντικά έχει εκχωρήσει μέρος της κυριαρχίας της στο σύνολο των υπολοίπων εταίρων της. Αλλά αν η Ελλάδα σαν αστική τάξη ή σαν λαός θεωρεί τέτοιες επιβλέψεις ωμές εξωτερικές επεμβάσεις τότε η ΕΕ δεν έχει παρά να την αφήσει απ έξω της ώστε αυτή απερίσπαστη να δώσει όπως νομίζει την μάχη για τον εκδημοκρατισμό της ή αν θέλει να μην εκδημοκρατιστεί καθόλου.
Πάντως μόνο όταν θα γίνει δημοκρατική η Ελλάδα θα πρέπει η Ε.Ε. να αρχίσει να μιλάει για εκδημοκρατισμό και ένταξη της Τουρκίας.