Καταρρέει η βιομηχανία λιπασμάτων στη χώρα

Πριν πέντε περίπου χρόνια ο Λαλιώτης αποφάσισε και έκλεισε οριστικά το εργοστάσιο των Λιπασμάτων Δραπετσώνας αφήνοντας άνεργους 400 περίπου εργαζόμενους και κλείνοντας έτσι ένα κύκλο αίματος που είχε ανοίξει η σοσιαλφασιστική 17Ν σκοτώνοντας τον Αθανασιάδη στην αρχή και το Βρανόπουλο στη συνέχεια που επιχείρησε να εκσυγχρονίσει το εργοστάσιο. Όλο το ρωσόδουλο καθεστώς είχε στηρίξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτή την απόφαση του Λαλιώτη. Το εργοστάσιο αυτό τροφοδοτούσε με λίπασμα τη νότια και κεντρική Ελλάδα. Αμέσως με το κλείσιμο του εργοστασίου οι τιμές των λιπασμάτων ανέβηκαν με άμεσο επακόλουθο την αύξηση του κόστους παραγωγής των γεωργικών προϊόντων και τη συμπίεση του κέρδους των αγροτών, αφού ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν στις ίδιες τιμές για να είναι ανταγωνιστικοί στην αγορά.
Μετά το κλείσιμο η χώρα έμεινε με δύο εργοστάσια παραγωγής λιπασμάτων, ένα στη Θεσσαλονίκη και ένα στην Καβάλα που ανήκουν στην Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων (ΒΦΛ). Ο κύκλος εργασιών της βιομηχανίας λιπασμάτων το 2003 ήταν ύψους 193,85 εκατ. ευρώ, μειωμένος σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος κατά 13%, ενώ η πτώση σε σχέση με το 2000, όταν υλοποιήθηκε η συγχώνευση των δύο αυτών μονάδων, πλησίασε το 20%. Η σημαντική κάμψη της περυσινής αγροτικής παραγωγής διόγκωσε τα χρηματοοικονομικά προβλήματα της επιχείρησης, με συνέπεια τα λειτουργικά αποτελέσματα να μειωθούν κατά 10,8 εκατ. ευρώ και, τελικά, παρά τη μείωση των αποσβέσεων, να εμφανιστεί ζημιά 2 εκατ. ευρώ και οι τραπεζικές υποχρεώσεις να υπερβούν τα 124 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 87% είναι αποπληρωτέο εντός του 2004. Σε σύγκριση με το 2000 ο όγκος των πωλήσεων το 2003 ήταν μειωμένος τουλάχιστον κατά 300.000 τόνους. Όπως παραδέχεται εκπρόσωπός της, «η ΒΦΛ αντιμετωπίζει οξύ ταμειακό πρόβλημα με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να κινδυνεύει να χάσει πελάτες του εξωτερικού. Με τα σημερινά δεδομένα η επιβίωσή της είναι αδύνατη χωρίς τη διατήρηση των εξαγωγών της σε υψηλά επίπεδα. Την ένταση των προβλημάτων υπογραμμίζει το γεγονός ότι προμηθευτές αμμωνίας και άλλων πρώτων υλών, σύμφωνα με πληροφορίες, αρνούνται ή καθυστερούν να της παράσχουν τις αιτούμενες ποσότητες, ζητώντας ακόμη και προπληρωμή» (Βήμα, 10-10). Η επιχείρηση τα τελευταία χρόνια, προωθώντας την αναδιάρθρωσή της, επιβαρύνθηκε με δαπάνη εξ ιδίων κεφαλαίων 20 εκατ. ευρώ για την υλοποίηση προγράμματος εθελουσίας εξόδου και περίπου 25 εκατ. ευρώ για την πραγματοποίηση επενδύσεων υπό συνθήκες μειωμένης ζήτησης λιπασμάτων στην εγχώρια αγορά.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο κάνοντας γνωστό ότι θα ανατιμήσει το λίπασμά της κατάφερε να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος από τα αποθεματικά της και να ενισχύσει τη θέση της στην ντόπια αγορά πάνω από το ποσοστό του 60% στο οποίο είχε περιοριστεί. Μετά όμως τις πρόσφατες ανατιμήσεις κατά 10% οι πωλήσεις της στην εσωτερική αγορά φέρεται να έχουν παγώσει. Η βιωσιμότητά της συνδέεται με την εξασφάλιση είσπραξης των υψηλών απαιτήσεων που έχει από απαξιωμένες εμπορικές εταιρείες-πελάτες της και από ενώσεις συνεταιρισμών, το συνολικό ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 160 εκατ. ευρώ, δηλαδή ποσό ίσο προς το 82% των εσόδων της.
Η ΒΦΛ δηλαδή πουλούσε ένα πολύ μεγάλο μέρος του προϊόντος της στους πάσης φύσεως συνεταιρισμούς που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια από την εποχή που το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας. Όπως είναι γνωστό οι αγροτικοί συνεταιρισμοί από ελπίδα του αγρότη για καλυτέρευση της ζωής του μετατράπηκαν στον παράδεισο της ρεμούλας και της απάτης από τα κρατικοδίαιτα και διεφθαρμένα κρατικά στελέχη. Αυτά έκλεβαν όχι μόνο το κράτος από όπου έπαιρναν πακτωλούς επιδοτήσεων και διευκολύνσεων αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση που επιδοτούσε το σύνολο σχεδόν των αγροτικών προϊόντων, δηλώνοντας ψεύτικα στοιχεία. Από ποιους συνεταιρισμούς λοιπόν η ΒΦΛ θα εισπράξει τα χρήματά της; Ουσιαστικά το κρατικοφασιστικό μονοπώλιο κλείνει ένα ακόμα εργοστάσιο. Είναι και αυτή μια ακόμα μέθοδος βιομηχανικού σαμποτάζ.