ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
ΝΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ


Η επίσημη υπογραφή της Συμφωνίας για το νέο ευρωπαϊκό Σύνταγμα από τις κυβερνήσεις της ΕΕ ανοίγει μια κρίσιμη νέα περίοδο στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι εκείνη κατά την οποία το κείμενο αυτής της Συμφωνίας θα μπει σε συζήτηση και σε ψηφοφορία προκειμένου να εγκριθεί ή να απορριφθεί από κάθε ξεχωριστή χώρα από τις 25 που αποτελούν την ΕΕ. Κάθε κυβέρνηση είναι ελεύθερη να διαλέξει το πολιτικό σώμα που θα πάρει αυτήν την απόφαση, αν δηλαδή θα είναι το κοινοβούλιο ή θα είναι το σύνολο του εκλογικού σώματος, δηλαδή αν θα αποφασίσει η Βουλή ή όλος ο λαός με ένα δημοψήφισμα. Ήδη η κάθε κυβέρνηση έχει αποφασίσει τη διαδικασία. Η διαδικασία για τις περισσότερες είναι η κοινοβουλευτική. Στις λιγότερες χώρες, όπως στην Αγγλία και στη Γαλλία οι κυβερνήσεις πάνε σε δημοψήφισμα. Σε δημοψήφισμα πάει βασικά η διαδικασία της έγκρισης στις χώρες όπου η αστική τάξη είναι συνήθως διασπασμένη στο ζήτημα αυτό. Η ελληνική άρχουσα τάξη, όπως πάντα αναθέτει την απόφαση στη Βουλή, όχι επειδή είναι ενωμένη στον φιλοευρωπαϊσμό της, αλλά επειδή ένα δημοψήφισμα θα υποχρέωνε τους ψευτοευρωπαίους που κυβερνάνε να υπερασπίσουν ένα «ναι» που δεν πιστεύουν. Αλλά γι αυτό θα μιλήσουμε στο τέλος.
Αυτό που έχει πραγματικά πολιτική σημασία είναι τι θα κάνουν οι λαοί της Γαλλίας και της Αγγλίας. Αν ο λαός κάποιας από αυτές τις δυο πρώτης γραμμής σε πληθυσμό και οικονομική δύναμη χώρες, ιδιαίτερα ο γαλλικός που ψηφίζει πριν από τον αγγλικό, ψηφίσει «όχι» το Σύνταγμα είναι αδύνατο να λειτουργήσει γιατί καταρρέουν όλοι οι συσχετισμοί στους οποίους στηρίζεται το θεσμικό οικοδόμημα που ρυθμίζεται από αυτό το Σύνταγμα, κυρίως ο τρόπος με τον οποίο θα παίρνονται οι αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Αν λοιπόν το Σύνταγμα αυτό καταψηφιστεί από μια τέτοια χώρα τότε ακυρώνεται ουσιαστικά και για όλες τις υπόλοιπες. (θεωρητικά αυτό θα μπορούσε να γίνει και με την απόρριψή του από μια μικρότερη χώρα, όμως σε αυτήν την περίπτωση οι υπόλοιπες χώρες θα μπορούσαν πολύ πιο εύκολα να αναζητήσουν μια νέα φόρμουλα κατά την οποία η χώρα αυτή θα μπορούσε να μείνει πίσω και να προχωρήσουν οι υπόλοιπες). Στην περίπτωση που το Σύνταγμα αυτό ακυρωθεί η ΕΕ δεν θα διαλυθεί γιατί θα συνεχίσουν να ισχύουν οι προηγούμενες Συμφωνίες, δηλαδή το καθεστώς της Νίκαιας, Άμστερνταμ, Μάαστριχτ. Όμως από πρακτική, λειτουργική και πολιτική άποψη αυτό θα σημαίνει την αρχή του τέλους για την ΕΕ, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που αυτή διευρύνθηκε σε 25 μέλη.

Η βασική αντίφαση της ΕΕ: Η πολιτική ενοποίηση έμεινε πίσω από την οικονομική

Το ισχύον σήμερα καθεστώς δεν αντιστοιχεί ουσιαστικά στις ανάγκες της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Ως τη συμφωνία της Νίκαιας η διαδικασία της ενοποίησης ήταν περισσότερο οικονομική παρά πολιτική. Τα μέτρα δηλαδή που είχαν παρθεί σε ένα διάστημα δεκαετιών αντιστοιχούσαν περισσότερο στην ανάγκη για μια ενιαία αγορά και για ένα ενιαίο νόμισμα, παρά στην ανάγκη για μια κεντρική πολιτική ενότητα. Η ενιαία αγορά δεν μπορεί ποτέ να δώσει από μόνη της πολιτική ενότητα. Ίσα-ίσα όσο προχωράει η οικονομική ενοποίηση χωρίς να την ακολουθεί η πολιτική, τόσο οξύνονται οι αντιθέσεις των κεφαλαίων ανάμεσά τους όσο και οι ταξικές αντιθέσεις και τόσο πιο έντονες γίνονται και οι διακρατικές αντιθέσεις που σχεδόν αυθόρμητα ξεσπάνε. Σε κάποιο σημείο όξυνσης αν το πολιτικό οικοδόμημα παραμένει αδύναμο θα διαλυθεί από το πολύ πιο συμπαγές οικονομικό οικοδόμημα.

Το ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι μια απόπειρα να αμβλυνθεί η παραπάνω αντίθεση με το να δυναμώσει η πολιτική πλευρά της ενοποίησης. Σε αυτή λοιπόν την πιο ανεπτυγμένη συνθήκη από όλες όσες έχουν υπάρξει ως τα τώρα, που είναι το Σύνταγμα, η πολιτική ενοποίηση προχωράει και καλύπτει ένα μέρος από το πελώριο έδαφος που έχει χάσει ως τώρα με τις προηγούμενες συνθήκες.
Η πιο βασική προσφορά του Συντάγματος είναι ότι ξεμπλοκάρει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από το Συμβούλιο (αρχηγοί κρατών ή αντιστοίχων υπουργών) γιατί ανατρέπει τη συμφωνία της Νίκαιας σύμφωνα με την οποία μια μειοψηφία κρατών και πληθυσμών μπορούσε να μπλοκάρει μια απόφαση θέτοντας βέτο (εννοείται ότι πρόκειται για εκείνες τις αποφάσεις που βγαίνουν με την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας και όχι της ομοφωνίας). Με το προτεινόμενο Σύνταγμα αρκεί μια άνετη πλειοψηφία κρατών και πληθυσμών για να περάσει μια απόφαση.
Μέτρα πολιτικής ενοποίησης και μάλιστα μέτρα δημοκρατικής ενοποίησης στο νέο Σύνταγμα είναι και εκείνα που δίνουν μεγαλύτερη δύναμη στο λιγότερο διακυβερνητικό και πιο ομοσπονδιακό όργανο της ΕΕ, το ευρωκοινοβούλιο. Αυτό σύμφωνα με το προτεινόμενο Σύνταγμα εκλέγει τον πρόεδρο της Κομισιόν και διπλασιάζει τις νομοθετικές του αρμοδιότητες σε σχέση με αυτές που είχε προηγούμενα. Από την άλλη θεσπίζεται ένα μέτρο μεγαλύτερου πολιτικού συγκεντρωτισμού για μια ΕΕ που δεν έχει ακόμα κανέναν συγκεκριμένο εκπρόσωπο προς τα έξω που είναι η ψήφιση από το Συμβούλιο ενός Προέδρου του Συμβουλίου αυτού, που θα είναι ο επικεφαλής της ΕΕ για ένα ορισμένο διάστημα.
Το πιο σημαντικό και βαθύτερο μέτρο εκδημοκρατισμού και πολιτικής ενοποίησης είναι η δυνατότητα που δίνεται σε ευρωπαίους πολίτες από πολλές χώρες να προτείνουν ένα νόμο και να προκαλέσουν νομοθετική συζήτηση μαζεύοντας ένα εκατομμύριο υπογραφές. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη πολιτική πράξη με την οποία οι πολίτες της ΕΕ μπορούν να ενωθούν και να οργανωθούν σαν τέτοιοι για να επιβάλουν πολιτικές αλλαγές.

Τα εργατίστικα αντικαπιταλιστικά προσχήματα για το «όχι»

Είναι λοιπόν φυσικό οι αντίπαλοι της ευρωπαϊκής ενοποίησης να είναι εξοργισμένοι με αυτήν την αναμφισβήτητη πρόοδο στο επίπεδο και της δημοκρατίας και του συγκεντρωτισμού που κατοχυρώνει το Σύνταγμα αυτό. Αλλά οι περισσότεροι τα πυρά τους δεν τολμάνε να τα συγκεντρώσουν στα παραπάνω σημεία για να μην αποκαλυφθεί η αντιδραστική φύση του αντιευρωπαϊσμού τους. Εκεί τα συγκεντρώνουν κυρίως οι εθνικιστές που τρομάζουν για κάθε μέτρο ενοποίησης, ιδιαίτερα κάθε μέτρο ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Οι σοσιαλφασίστες (τροτσκιστές, μ-λ και εθνικοκομμουνιστές) που αποτελούν την κινητήρια δύναμη του «όχι στο νέο Σύνταγμα» για να κερδίσουν τις μάζες συγκεντρώνουν τα πυρά τους στον καπιταλιστικό, οικονομικά φιλελεύθερο χαρακτήρα του Συντάγματος. Πρόκειται για την πάγια τακτική του φασισμού να καταφέρεται ενάντια στην αστική δημοκρατία επικαλούμενη την οικονομική κυριαρχία της αστικής τάξης πάνω στους εργαζόμενους. Συγκεκριμένα εδώ κατηγορούν το Σύνταγμα για το ότι επιβεβαιώνει την οικονομική κυριαρχία του ανταγωνισμού της αγοράς πάνω στον κρατικό-καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας που οι ίδιοι, ενάντια σε κάθε μαρξισμό, ταυτίζουν με τα συμφέροντα του λαού ή ακόμα και με το σοσιαλισμό. Πραγματικά το Σύνταγμα κατοχυρώνει αυτήν την υπεροχή που ενοχλεί τους σοσιαλφασίστες σε όλον τον κόσμο για έναν απλό λόγο. Γιατί η πηγή της δύναμής τους βρίσκεται στη δυνατότητα που έχουν να παίρνουν πρώτα την πολιτική εξουσία και από κει να αποσπούν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής που ανήκουν στο κράτος, τελικά δηλαδή να ιδιοποιούνται τον κρατικό πλούτο και να ασκούν την πιο σκληρή δικατατορία, τη φασιστική δικτατορία του κρατικομονοπωλιακού κεφάλαιου πάνω σε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της αστικής τάξης και πιο πολύ πάνω στο λαό. Αυτήν την πείρα της δυνατότητας του περάσματος από την πολιτική-κρατική στην οικονομική εξουσία οι σοσιαλφασίστες την απόκτησαν από την ρώσικη και κινέζικη καπιταλιστική παλινόρθωση, αλλά και από τη χιτλερική κυριαρχία.
Βέβαια και ο σημερινός δυτικός φιλελευθερισμός είναι στην ουσία του η κυριαρχία του σύγχρονου δυτικού οικονομικού μονοπώλιου πάνω στο κράτος. Αλλά αυτή η κυριαρχία δεν είναι φασιστική γιατί περιορίζεται από δύο πλευρές: Από τη μια πλευρά γιατί οι οικονομικά μονοπωλιακές επιχειρήσεις δυτικού τύπου παρά τη σύμφυσή τους με τα κράτη δεν διαθέτουν σε κανένα κράτος ένα απόλυτο νομικό και πολιτικό μονοπώλιο που να τους επιτρέπει να καταργήσουν τον ανταγωνισμό στο επίπεδο της αγοράς με τις άλλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις του πλανήτη. Δηλαδή εμποδίζονται από τις υπόλοιπες μονοπωλιακές επιχειρήσεις να αποσπάσουν την απόλυτη οικονομική και πολιτική εξουσία σε οποιοδήποτε κράτος δέχεται τους όρους του σχετικά ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού των μονοπωλίων. Από την άλλη πλευρά οι λαοί του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, ιδιαίτερα οι λαοί της Ευρώπης που κατέκτησαν ισχυρά πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα μέσα από τους μακρόχρονους ταξικούς αγώνες και πιο πολύ μέσα από την πολύχρονη πάλη τους με το φασισμό και το σοσιαλφασισμό δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν μια φασιστική πολιτική και οικονομική δικτατορία του μονοπώλιου, οποιουδήποτε μονοπώλιου, στις χώρες τους.

Όταν οι αντιευρωπαίοι δημαγωγοί ξεσκεπάζονται σαν αντιδραστικοί υπερασπιστές του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού και περνάνε στην άμυνα ισχυρίζονται ότι το μεγάλο τους πρόβλημα δεν είναι η ιδιοποίηση από τους ιδιώτες των κρατικών επιχειρήσεων, αλλά το ότι αυτή η ιδιοποίηση σκοτώνει το κοινωνικό κράτος. Καμώνονται δηλαδή ότι το μεγάλο τους πρόβλημα είναι ότι στο ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνονται έστω δίπλα στην ελεύθερη αγορά τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των φτωχών. Αυτή η δημαγωγία έβρισκε ως τώρα πατήματα στις συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ που δεν περιλαμβάνανε στις αποφάσεις τους αυτά τα δικαιώματα. Αυτός ήταν ο λόγος που υπήρχε και υπάρχει μια έντιμη και πραγματικά αριστερή κριτική σε αυτές τις συμφωνίες η οποία συνεχίζεται και για το σημερινό Σύνταγμα ότι δηλαδή ούτε αυτό δεν κατοχυρώνει τις ελάχιστες κοινωνικές και οικονομικές εξασφαλίσεις, δηλαδή τον ελάχιστο μισθό, την ελάχιστη σύνταξη, την ουσιαστική επιδότηση ανεργίας κλπ. που έχουν κατοχυρωθεί σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες.

Επίτηδες οι ψευτοαριστεροί αντίπαλοι του Συντάγματος αποσιωπούν τα εξής:
1ον ότι ο κύριος λόγος που το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει αυτά τα δικαιώματα είναι ότι μια δυο χώρες και βασικά η Αγγλία προβάλουν το βέτο τους σε αυτό. Αυτή τη δυνατότητα για προβολή βέτο από μια πολύ μικρή μειοψηφία θα μπορούσε να την αφαιρέσει μόνο μια ομοσπονδιακή Ευρώπη, μόνο δηλαδή μια Ευρώπη τόσο πολύ ενοποιημένη ώστε κανένα ξεχωριστό κράτος, που σημαίνει καμιά ξεχωριστή αστική τάξη να μην έχει το δικαίωμα να ασκεί όπως εκείνο κρίνει την πολιτική του σε βασικούς τομείς της οικονομίας. Ένας τέτοιος καίριος τομέας κρατικής πολιτικής είναι εκείνος που αφορά τη διαχείριση της αξίας της εργατικής δύναμης. Ο ελάχιστος μισθός, η ελάχιστη σύνταξη, η επιδότηση ανεργίας είναι βασικοί συντελεστές στη διαμόρφωση αυτής της αξίας. Αυτοί που διαρκώς αρνούνται και υπονομεύουν τη μεγαλύτερη ενοποίηση στο όνομα της «εθνικής ανάπτυξης», της «μη καπιταλιστικής ανάπτυξης» κλπ δεν μπορούν να κάνουν κριτική ταυτόχρονα σε αυτή την αδυναμία της ΕΕ να κατοχυρώσει ψηλότερο επίπεδο δικαιωμάτων οικονομικών και συνδικαλιστικών για τους εργαζόμενους.

2ον Τα ελάχιστα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα που κατοχυρώνει το νέο Σύνταγμα για το προλεταριάτο όπως εκείνα που κατοχύρωναν οι προηγούμενες συνθήκες δεν εμποδίζουν τα ξεχωριστά κράτη να κατοχυρώνουν πολύ ψηλότερα στάνταρ. Ο μεγάλος εχθρός των ψηλότερων στάνταρ δεν βρίσκεται στην κεντρική ευρωπαϊκή μηχανή αλλά στα ξεχωριστά κράτη που είναι σήμερα τα μόνα που έχουν την εξουσία να τα ρυθμίζουν. Αυτό ισχύει περισσότερο για χώρες σαν την Ελλάδα που το γενικό επίπεδο πραγματικών αμοιβών και πραγματικών εργατικών δικαιωμάτων είναι ένα από τα χειρότερα στην ΕΕ. Η ελληνική πείρα αποδεικνύει ότι όλες οι επεμβάσεις που έκαναν τα ευρωπαϊκά όργανα προς την ελληνική νομοθεσία ήταν επεμβάσεις υπέρ των εργαζόμενων (συμβασιούχοι, συντάξεις συζύγων, δικαιώματα ενάντια στις απολύσεις) και των μεσοστρωμάτων (πχ μικροκαταθετών), που τις προκάλεσαν οι αδικημένοι προσφεύγοντας κατά του κεφάλαιου και του κράτους, και όχι προσφυγές του κράτους και του κεφάλαιου ενάντια σε κάποιους εργαζόμενους. Αυτές οι επεμβάσεις δεν σημαίνει ότι το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, είναι πιο φιλεργατικό από το ελληνικό, αλλά ότι τα πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα που έχει αποσπάσει ο κύριος όγκος του δυτικοευρωπαϊκού προλεταριάτου από την αστική του τάξη και τα οποία έχουν σε ένα μικρό ποσοστό ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι πολύ ψηλότερα από εκείνα που έχει αποσπάσει το ελληνικό και άλλα αντίστοιχα στην περιφέρεια της ΕΕ. Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μόνο με δυο λόγια με τη συνηθισμένη δημαγωγία περί συστάσεων της Κομισιόν για μείωση μισθών, συντάξεων κ.λπ. με την οποία οι σοσιαλφασίστες προσπαθούν εδώ και χρόνια να αποδείξουν ότι η πηγή της φτώχειας των εργαζομένων της χώρας μας δεν οφείλεται στις δυνάμεις που διοικούν τη χώρα, αλλά στην «ιμπεριαλιστική ΕΕ» και στη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών». Η αλήθεια είναι ότι τέτοιες συστάσεις της Κομισιόν για περιορισμό σε μισθούς και συντάξεις - που πάντως δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα - γίνονται όχι επειδή η ντόπια αστική τάξη θέλει να δίνει περισσότερα στους φτωχούς από όσα θα έδινε η ΕΕ, αλλά γιατί αυτά τα δίνει με κρατικό δανεισμό και χωρίς οικονομική ανάπτυξη που σημαίνει με προοπτική χρεωκοπίας μιας χώρας μέλους και τελικά με κρίση του ενιαίου νομίσματος. Βέβαια κανονικά η ΕΕ δεν θα έπρεπε να υποδεικνύει συγκράτηση μισθών, αλλά κυρίως να βάζει ζήτημα ανάπτυξης της βιομηχανίας, χτυπήματος της διεφθαρμένης και τεμπέλικης γραφειοκρατίας, της νέας κρατικοληστρικής ολιγαρχίας κλπ. Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι η ΕΕ θα ερχόταν σε σύγκρουση με την πεμπτουσία του ελληνικού καθεστώτος και κύρια τους ίδιους τους ψεύτικους φίλους των εργατών. Αλλά αυτό θα το έκανε μόνο αν είχε πραγματική πολιτική εξουσία στην Ελλάδα, πράγμα όμως που ακριβώς αρνούνται και εμποδίζουν με λύσσα οι ίδιοι που την κριτικάρουν για αντεργατισμό. Έτσι οι επεμβάσεις και υποδείξεις της γραφειοκρατίας της ΕΕ έχουν πάντα επιφανειακό λογιστικό χαρακτήρα.

3ον Σε ότι αφορά τώρα τις ελάχιστες κοινωνικές εξασφαλίσεις που προβλέπει το ευρωπαϊκό Σύνταγμα αυτές αποτελούν μια σαφή πρόοδο σε σχέση με εκείνες που είναι κατοχυρωμένες με τις προηγούμενες συνθήκες Μάαστριχτ, Αμστερνταμ, Νίκαια. Γιατί πρώτη φορά στο πρώτο και πιο βασικό μέρος του κειμένου του Συντάγματος το οποίο καθορίζει τις βασικές αρχές και διακηρύσσει τις αξίες και στόχους της ενοποίησης δίπλα στην πάγια διατύπωση για «μια ενιαία αγορά όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος», προστίθεται ο στόχος της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» που «τείνει στην πλήρη απασχόληση και στην κοινωνική πρόοδο» και προστίθεται η «πάλη ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό και στις διακρίσεις», η «ισότητα ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες». Η φόρμουλα «κοινωνική οικονομία της αγοράς» δεν είναι τυχαία, χαρακτηρίζει τον γερμανικό καπιταλισμό όπου η εργατική προστασία είναι από τις καλύτερες στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό οφείλεται στο ότι στη χώρα αυτή η μεγαλοαστική τάξη βρέθηκε όσο σε καμιά άλλη χώρα ανάμεσα στην προλεταριακή επανάσταση από τη μια μεριά και στη φασιστική δικτατορία από την άλλη και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε αλλιώς να διασώσει την εξουσία της παρά με το να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις στην πάντα οργανωμένη και ανήσυχη γερμανική εργατική τάξη.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι έχει ενσωματωθεί στο Σύνταγμα η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που είχε εγκριθεί στην Νίκαια το 2000. Πρόκειται και εδώ για μια διακήρυξη αρχών που διατυπώνεται σε τέσσερα κεφάλαια με τίτλους «αξιοπρέπεια, ελευθερίες, ισότητα, αλληλεγγύη, δικαιώματα του πολίτη, δικαιοσύνη» τα οποία εισάγουν στον θεμελιώδη νόμο της ΕΕ μια πολιτική λογική που κατοχυρώνει τις αστοδημοκρατικές ελευθερίες και αντιρροπίζει τον σκέτο οικονομισμό της μεγάλης αγοράς που πάνω του οικοδομείται η ΕΕ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
Η ενσωμάτωση της Χάρτας στο Σύνταγμα δίνει στα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα μια νομική αξία ταυτόσημη με εκείνη του υπόλοιπου Συντάγματος. Αυτό είναι ένα τεράστιο πολιτικό βήμα προς τα μπρος, αν και δεν είναι ακόμα ένα σε αντίστοιχο βαθμό πρακτικό, υλικό βήμα. Γιατί με επιμονή κυρίως της Αγγλίας οι ξεχωριστές χώρες δεν είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν τις προβλέψεις της Χάρτας σε όλο τους το εύρος στη δικιά τους νομοθεσία. Είναι υποχρεωμένη όμως η ΕΕ σαν τέτοια να τις εφαρμόζει στο δικό της νομοθετικό έργο. Αυτό ανοίγει το δρόμο σε μια σταδιακή εισαγωγή αυτών των ρυθμίσεων στα επιμέρους κράτη.
Σε ότι αφορά τα καθαυτό οικονομικά δικαιώματα των εργαζομένων, το Σύνταγμα δεν κάνει μεγάλα βήματα σε σχέση με την υπάρχουσα κατάσταση. Όμως δηλώνει ότι «στηρίζει» και «συμπληρώνει» τη δράση των κρατών σε πολλούς τομείς: «συνθήκες εργασίας, κοινωνικές ασφάλειες, προστασία των εργαζομένων, ισότητα ανδρών γυναικών και πάλη ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό». Αυτό που απογοητεύει τους προοδευτικούς οπαδούς της ΕΕ και την αριστερά της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ότι όπως και οι προηγούμενες συνθήκες έτσι και το Σύνταγμα αφήνει στα κράτη την προστασία του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, τη ρύθμιση των αμοιβών και το χειρισμό του ζητήματος του λοκ άουτ.
Και πάλι αυτές οι ρυθμίσεις έμειναν έξω από τις αρμοδιότητες της ΕΕ με απαίτηση της Αγγλίας και της Ιρλανδίας, δηλαδή με το βέτο δύο χωρών.

Γιατί είναι λαθεμένο ένα αριστερό «όχι»

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι όσο η ενοποίηση και στα πολιτικά ζητήματα και στα κοινωνικά ζητήματα προχωράει μέσα από το νέο Σύνταγμα, τόσο πιο πολύ θα έπρεπε κανείς να το υποστηρίξει. Μερικοί λένε ότι θα το καταψηφίσουν επειδή δεν προχωράει όσο πρέπει. Αυτό σαν επιχείρημα μερικών αριστερών ευρωπαϊστών είναι λαθεμένο και σαν πρόσχημα των εχθρών της ευρωπαϊκής ενοποίησης για να πουν το δικό τους «όχι» είναι άθλιο.
Ένα αριστερό «όχι» σε αυτό το Σύνταγμα θα είναι λαθεμένο γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε οπισθοχώρηση στη Νίκαια και τελικά αποτελμάτωση και διάλυση της ΕΕ, όπως είπαμε παραπάνω. Βέβαια όσοι έχουν επιλέξει ένα τέτοιο «όχι» ισχυρίζονται ότι αυτό θα προκαλούσε μια «δημιουργική κρίση», μια γενικευμένη ανησυχία και μια αναζήτηση μέσα στην ΕΕ πράγμα που θα υποχρέωνε τα κράτη, πολιτικές δυνάμεις και κοινωνίες των πολιτών να φέρουν για ψήφιση πιο προοδευτικές προτάσεις, πιο ενοποιητικές και ομοσπονδιακές, πιο αριστερές και φιλεργατικές. Όμως αυτό θα ίσχυε μόνο αν το κυρίαρχο ρεύμα μέσα στο ρεύμα του «όχι» ήταν το ρεύμα της ενοποίησης. Όμως η πλειοψηφία του «όχι» αποτελείται από δυνάμεις που δεν θέλουν περισσότερη, αλλά λιγότερη ενοποίηση, που δεν θέλουν περισσότερη, αλλά λιγότερη Ευρώπη, ή που απλούστερα θέλουν διάλυση της σημερινής Ενωμένης Ευρώπης. Παντού στην Ευρώπη οι τάσεις του «ο καθένας για τον εαυτό του» δυναμώνουν σήμερα περισσότερο από τις τάσεις του «όλοι μαζί» γιατί παντού δυναμώνουν οι αντιδραστικές ιδεολογίες και οι αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που επιτίθενται από τα δεξιά στη σύγχρονη αστική μισοδημοκρατία του δυτικού ιμπεριαλιστικού κράτους. Αυτό το ξέρει ο καθένας από την πείρα του στην κάθε ξεχωριστή χώρα και περισσότερο αν παρακολουθεί τις γενικές πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Άλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από τη σύνθεση της νέας Ευρωβουλής που βγήκε μέσα από τις τελευταίες ευρωεκλογές. Σε αυτήν το μέτωπο των αρνητών της ευρωπαϊκής ενοποίησης που αποτελείται από τους ψευτοαριστερούς, τους εθνικιστές και τους φασίστες βγήκε πολύ ενισχυμένο, ενώ τα μεγάλα φιλοευρωπαϊκά ρεύματα της αστικής τάξης έχασαν αντίστοιχα σε αριθμητική δύναμη. Πως λοιπόν θα παραγόταν μια «δημιουργική κρίση» μετά από μια αποτυχία «από τα δεξιά» αυτού του πιο ενοποιητικού κειμένου συμφωνίας που υπήρξε ως τώρα; Πόσο μάλλον όταν αυτό το κείμενο προέκυψε μέσα από μια διακρατική διαπραγμάτευση πολλών χρόνων και στο τελικό της στάδιο μέσα από μια συντακτική συνέλευση 105 μελών από 28 χώρες που δούλεψε εντατικά για 17 μήνες. Στην συντακτική αυτή συνέλευση δεν συμμετείχαν μόνο εκπρόσωποι κρατών αλλά και πολιτικών ρευμάτων και κοινωνικών φορέων και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Πρόκειται για μια σπάνια στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων, ανοιχτή, δημοκρατική και πολύπλοκη διαδικασία διαπραγματεύσεων που συχνά έφτασε στο χείλος της οριστικής αποτυχίας στην προσπάθεια εξομάλυνσης τόσο πολλών και πολυεπίπεδων αντιθέσεων και αναζήτησης ασύλληπτα λεπτών ισορροπιών στις τελικές αποφάσεις. Θυμίζουμε ότι μια από τις αντιθέσεις που εκδηλώθηκαν έντονα ήταν ανάμεσα στους υπερασπιστές της σύνδεσης του κράτους με την θρησκεία και την εκκλησία και στους υπερασπιστές του κοσμικού κράτους. Η επιμονή των πρώτων να αποσπάσουν αναφορά στη χριστιανική θρησκεία στο προοίμιο του Συντάγματος απέτυχε οριακά. Μπορεί να φανταστεί κανείς με πόση αδιάλλακτη δύναμη αυτοί θα επιστρέψουν αν το Σύνταγμα απορριφθεί.
Ένα «όχι» στο εύθραυστο σε αυτή τη φάση Σύνταγμα θα σήμαινε να διορθώσεις ένα λεπτό μηχάνημα χτυπώντας το με βαριά.

Το καταστροφικό «όχι» των ψευτομαρξιστών και η επανάσταση

Βεβαίως οι ψευτοαριστεροί αντιευρωπαϊστές δεν διστάζουν να ομολογήσουν ότι το «όχι» τους είναι ακριβώς αυτή η βαριά. Το επιχείρημά τους είναι γνωστό: Και γιατί να τη θέλουμε εμείς την ενότητα αυτή αφού είναι ενότητα της αγοράς, των κεφαλαίων και των αστικών κυβερνήσεων και κρατών; Δεν οφείλουμε να τη συντρίψουμε για να μπορέσει να γεννηθεί μέσα από τα συντρίμμια αυτής της αστικής Ευρώπης μια Ευρώπη των λαών ή ακόμα καλύτερα μια σοσιαλιστική Ευρώπη;
Η απάντηση των κλασσικών του μαρξισμού σε αυτό τον ισχυρισμό από θέση αρχής είναι: «ναι στην εθελοντική ένωση των κρατών, ναι στη δημιουργία μιας όσο γίνεται πιο πλατειάς αγοράς με το εθελοντικό ρίξιμο των συνόρων». Με την πιο μεγάλη σαφήνεια διατυπώνεται ξανά και ξανά αυτή η θέση από τον Λένιν που έζησε και συστηματοποίησε την παραπάνω μαρξιστική θέση ακριβώς για την εποχή του ιμπεριαλισμού που ακόμα διανύουμε. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω διατυπώσεις του Λένιν από το έργο του «Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα» (ο τονισμός ορισμένων φράσεων είναι δικός μας). Μόνες αυτές οι διατυπώσεις ανατινάζουν όλη τη σοσιαλφασιστική δημαγωγία ενάντια στην εθελοντική ένωση των καπιταλιστικών κρατών: «Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δυο ιστορικές τάσεις στο εθνικό ζήτημα: Η πρώτη είναι το ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών κινημάτων, η πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό και η δημιουργία εθνικών κρατών. Η δεύτερη είναι η ανάπτυξη και η επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, το σπάσιμο των εθνικών φραγμών, η δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφάλαιου, της οικονομικής ζωής γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης κλπ. …Ο μαρξισμός προβάλλει στη θέση κάθε εθνικισμού το διεθνισμό, τη συγχώνευση όλων των εθνών σε μια ανώτατη ενότητα που αναπτύσσεται μπροστά στα μάτια μας με κάθε βέρστι σιδηροδρομικής γραμμής, με κάθε διεθνές τραστ, με κάθε ένωση εργατών (διεθνή ως προς τη διεθνή της δράση, και κατόπιν ως προς τις ιδέες και τις επιδιώξεις της)>>.
Για να κρύψουν το γεγονός ότι επιζητούν τη διάσπαση της Ευρώπης οι ψευτομαρξιστές αντιευρωπαϊστές υπεκφεύγουν από το ερώτημα αν προτιμούν να είναι ενωμένη ή διασπασμένη η καπιταλιστική Ευρώπη λέγοντας ότι θέλουν τη σοσιαλιστική Ευρώπη. Είναι μια συνηθισμένη απάτη το να μπαίνουν σε σύγκριση ανόμοια πράγματα. Για να τους αναγκάσει κανείς να απαντήσουν θα πρέπει να τους ρωτήσει: Πιο εύκολα θα έρθει ο σοσιαλισμός μέσα από μια εθελοντικά ενωμένη καπιταλιστική Ευρώπη ή μέσα από μια διασπασμένη καπιταλιστική Ευρώπη; Με αυτό το στρίμωγμα θα δει κανείς τους ψευτομαρξιστές να χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Από τη μια τους τροτσκιστές και από την άλλη τους εθνικοκομμουνιστές. Και των δύο το διεθνές κέντρο είναι το Κρεμλίνο.
Οι τροτσκιστές ισχυρίζονται ότι το «όχι» στην καπιταλιστική Ευρώπη θα συγκροτεί αυτόματα το διεθνές διευρωπαϊκό μέτωπο των εργατών ενάντια στη διεθνή ένωση του κεφάλαιου που για αυτούς είναι η ΕΕ. Αποδείξαμε όμως παραπάνω ότι τα συγκεκριμμένα «όχι» τους στις συμφωνίες και στις συνθήκες που συγκροτούν τους θεσμούς της ΕΕ διαλύουν την τόσο ευάλωτη και βασανιστικά αργή διαδικασία της ενοποίησης της δεύτερης, οπότε δυναμώνουν τα σύνορα, δυναμώνουν τον εθνικισμό και την απομόνωση κάθε χώρας, και τελικά δυναμώνουν τον εθνικισμό και μέσα στο προλεταριάτο κάθε χώρας. Τελικά απομονώνουν το προλεταριάτο κάθε χώρας από τους διεθνείς συμμάχους του αλλά το αδυνατίζουν και στο εσωτερικό της χώρας του γιατί το κάνουν να σέρνεται πίσω από τον εθνικισμό της αστικής του τάξης. Τελικά το «όχι» τους είναι μια βοήθεια στους εθνικοκομμουνιστές και τους ακροδεξιούς εθνικιστές με τους οποίους πάντα βρίσκονται στο ίδιο μετερίζι χωρίς να το παραδέχονται.
Οι εθνικο-κομμουνιστές πιο ωμοί και κρατώντας τη «βαριά» τους είναι περήφανοι που το «όχι» τους διαλύει την ΕΕ εις τα εξ ων συνετέθη, αλλά ισχυρίζονται ότι η πορεία προς το σοσιαλισμό διευκολύνεται έτσι γιατί σε κάθε χώρα παρμένη ξεχωριστά, στην Ελλάδα για παράδειγμα, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται πιο εύκολη αφού η χώρα που βγαίνει από την ΕΕ διαχωρίζεται από το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πλέγμα που σήμερα έχει ηγεμόνα και χωροφύλακα τις ΗΠΑ και κρατάει σφραγισμένη στο εσωτερικό της την «αυτοδύναμη εθνική της ανάπτυξη», την «εθνική της κουλτούρα» κλπ. Αυτοί λοιπόν μιλάνε για έξοδο από την ΕΕ, για αυτόνομη λαϊκή οικονομία, για αυτάρκεια κλπ. Το ότι βρίσκονται σε εντελώς ανοιχτή σύγκρουση με το λενινισμό και κάθε έννοια μαρξισμού φαίνεται από τα αποσπάσματα που παραθέσαμε παραπάνω αν και κρατήσαμε δύο ακόμα πιο χαρακτηριστικά ειδικά για αυτούς από το ίδιο κείμενο του Λένιν : «…Ο κ. Λίμπμαν καταδίκασε τον «αφομοιωτισμό» (σ.σ. εννοεί την αφομοίωση κάποιων εθνών από άλλα), χωρίς να εννοεί μ’ αυτό μήτε τη βία, μήτε την ανισοτιμία, μήτε τα προνόμια. Μένει λοιπόν κάτι το πραγματικό στην έννοια του αφομοιωτισμού αν απ’ αυτήν αφαιρέσουμε κάθε βία κα κάθε ανισοτιμία; Ασφαλώς μένει. Μένει η παγκόσμια ιστορική τάση του καπιταλισμού να σπάζει τους εθνικούς φραγμούς, να σβήνει τις εθνικές διαφορές και να αφομοιώνει τα έθνη, τάση που από δεκαετία σε δεκαετία εκδηλώνεται όλο και με μεγαλύτερη ισχύ και αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους κινητήρες που μετατρέπουν τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό. Δεν είναι μαρξιστής, δεν είναι καν δημοκράτης όποιος δεν αναγνωρίζει και δεν υπερασπίζει την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, όποιος δεν αγωνίζεται ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση ή ανισοτιμία. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Είναι όμως επίσης αναμφισβήτητο και ότι ο δήθεν μαρξιστής, που βρίζει ασύστολα έναν μαρξιστή άλλου έθνους για «αφομοιωτισμό» στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας εθνικιστής μικροαστός.
…Το προλεταριάτο όχι μόνο δεν αναλαβαίνει την υποχρέωση να υπερασπίζει την εθνική ανάπτυξη κάθε έθνους μα αντίθετα προειδοποιεί τις μάζες για τον κίνδυνο που κλείνουν μέσα τους τέτοιες αυταπάτες, υποστηρίζει την πιο πλέρια ελευθερία της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και χαιρετίζει κάθε αφομοίωση των εθνών, εκτός από εκείνη που γίνεται με τη βία ή στηρίζεται σε προνόμια»
.

Όμως πέρα από τη γελοιότητά της σε επίπεδο αρχών η θέση των εθνικο-κομμουνιστών ενάντια στην ευρωπαϊκή εθελοντική ενοποίηση είναι και σε σύγκρουση με κάθε σύγχρονη ζωντανή εμπειρία των λαών. Η επανάσταση και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα αποδείχτηκε ότι είναι δυνατή- και πάντα σχετικά- κάτω από τους κατάλληλους διεθνείς και εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς, όταν πχ η δοσμένη χώρα είναι τόσο γιγαντιαία σαν την ΕΣΣΔ ή σαν την Κίνα ή όταν είναι μικρότερη αλλά μπορεί να ενωθεί με τις προηγούμενες σε ένα διεθνές αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο ή όταν είναι πολύ ισχυρό το παγκόσμιο σοσιαλιστικό ή αντιιμπεριαλιστικό δημοκρατικό κίνημα.
Ποιος λοιπόν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά σήμερα σε μια εποχή που δεν υπάρχει ούτε μια σοσιαλιστική χώρα, όταν δεν υπάρχει πουθενά κανένα μαζικό επαναστατικό κίνημα για τη σοσιαλιστική επανάσταση, όταν οι λαοί και οι χώρες που βγαίνουν από τους φασισμούς και τους σοσιαλφασισμούς θέλουν με θέρμη να ενταχθούν σε μια ΕΕ που τη βλέπουν και είναι ο χώρος των μεγαλύτερων δημοκρατικών ελευθεριών στο σύγχρονο κόσμο, ποιος λοιπόν να πιστέψει ότι η επανάσταση θα γίνει πιο εύκολη για μια χώρα που έφυγε από αυτήν την πιο δημοκρατική ένωση χωρών για να μείνει μόνη της; Το πιο σημαντικό: Πως μπορεί να βρεθεί ένα προλεταριάτο σε πλεονεκτική θέση όταν η χώρα του βγήκε από την ΕΕ όχι από τη θέληση των πιο δημοκρατικών και πιο αριστερών δυνάμεων της χώρας αυτής, αλλά από τη θέληση των πιο συντηρητικών, των πιο σοβινιστικών και αντιδημοκρατικών; Το να φύγει μια χώρα από την ΕΕ θα είχε νόημα μόνο για να προσεγγίσει ένα πιο προοδευτικό, ένα πιο δημοκρατικό στρατόπεδο κρατών, λαών και εθνών. Αλλά ποιο είναι αυτό και με ποιο τρόπο η προσέγγιση ενός οποιουδήποτε προοδευτικού στρατοπέδου ή διεθνούς ρεύματος σήμερα εμποδίζεται από τη συμμετοχή μιας χώρας στην ΕΕ;
Εμείς δεν βλέπουμε να υπάρχει ένα τέτοιο προοδευτικό ρεύμα που η συμμαχία μαζί του να εμποδίζεται από την ΕΕ. Για μας υπάρχει ένα προοδευτικό ρεύμα πιο βαθύ και πιο πλατύ από κείνο της ΕΕ έξω από την ΕΕ. Είναι το ρεύμα των λαών και των χωρών του τρίτου κόσμου που παλεύει για ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, για δημοκρατία και για ανάπτυξη. Αλλά και αυτό πάλι αναζητεί συσπειρώσεις ανάμεσα στα τριτοκοσμικά κράτη, δηλαδή αστικές συσπειρώσεις, αναζητεί ζώνες εμπορίου, προωθεί πολυμερείς διακρατικές συμφωνίες, συγκροτείται σε μικρές και μεγάλες πολιτικές ενότητες που παλεύουν μέσα στα διεθνή όργανα. Μέσα σε κάθε χώρα το ίδιο ρεύμα παλεύει για δημοκρατία ενάντια στους φασισμούς περνώντας συχνά μέσα από τα πιο σκληρά μαρτύρια.
Αλλά αυτό το ρεύμα σαν τέτοιο δεν βλέπει στην ΕΕ έναν εχθρό, ούτε στα οικονομικά, ούτε ακόμα περισσότερο στα δημοκρατικά ζητήματα. Όχι τυχαία το ρεύμα αυτό συγκρούεται με την ΕΕ κυρίως εκεί που η ΕΕ παίρνει μέτρα προστατευτισμού για να μην τα χαλάσει με τα πιο καθυστερημένα τμήματα και τα πιο αντιδραστικά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όπως είναι τα λιγότερο παραγωγικά τμήματα της πλούσιας και μεσαίας αγροτιάς.

Το μόνο συγκεκριμένο ρεύμα που αντιπαρατίθεται τώρα στη μισοδημοκρατία του δυτικού ιμπεριαλισμού είναι το ρεύμα των ανατολικών και τριτοκοσμικών φασισμών. Πρόκειται για το ρεύμα που ηγεμονεύεται από τον άξονα Μόσχας-Πεκίνου- Τεχεράνης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτό το ρεύμα ανήκουν όλοι οι αρνητές ή υπονομευτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια μεμονωμένη χώρα, θραύσμα της ΕΕ, ξεκομμένη από τη μισοδημοκρατική Δύση είναι απλό πρωϊνό γεύμα για τη φασιστική ανατολή. Διαμελισμός και φάγωμα, διάσπαση και απορρόφηση αυτή είναι η λογική του παγκόσμιου νεοναζιστικού άξονα για την ΕΕ. Αντί για πλησίασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση, αντί για το δρόμο προς την «ανεξαρτησία» και το «σοσιαλισμό», οι κάλπικοι αντικαπιταλιστές οδηγούν το κοπάδι των αδαών από τη μισοδημοκρατική δύση στην κρατικοφασιστική ανατολική κόλαση. Υπάρχει για να αποκαλυφθεί αυτή η απάτη μια αρχή. Ότι όσο το προλεταριάτο ζει στον καπιταλισμό χρειάζεται σαν το οξυγόνο για την οργάνωσή του για τα υλικά συμφέροντά του και πάνω απ όλα για την προετοιμασία της επανάστασής του την οσοδήποτε μεγαλύτερη πολιτική δημοκρατία. Όπου την βρει, έστω και ελάχιστη, έστω και για μια στιγμή πρέπει να την υπερασπίζει με πάθος και αν χρειαστεί με το αίμα του. Η σημερινή ΕΕ σαν χώρος πολιτικής δημοκρατίας πρέπει να διαφυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού όχι μόνο από το ευρωπαϊκό προλεταριάτο αλλά ακόμα περισσότερο από το τριτοκοσμικό που θα μπορεί να βρει στην Ευρώπη και στις ελευθερίες που για μια περίοδο καρπώνεται το ευρωπαϊκό προλεταριάτο ένα στοιχειώδες μετόπισθεν, μια στοιχειώδη ανάσα για τον δικό του κεντρικό για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση αντιφασιστικό αγώνα.

Το εισοδιστικό «ναι» στην Ευρώπη και το ζήτημα της Τουρκίας

Αν υπάρχει ένα σημαντικό ερωτηματικό στην παραπάνω ανάλυσή μας αυτό είναι το εξής: Γιατί η ελληνική πολιτική ηγεσία της αστικής τάξης υπερασπίζει την ευρωπαϊκή ενοποίηση αφού είναι τόσο αντιευρωπαϊκή και φιλορώσικη στο περιεχόμενο της εξωτερικής της πολιτικής; Γιατί το ίδιο κάνει το σοσιαλφασιστικό δίδυμο Σρέντερ-Φίσερ;
Μα για τη Ρωσία ο καθένας έχει το ρόλο του μέσα στην ΕΕ. Το να βγει από την ΕΕ μια μικρή χώρα σαν τη Ελλάδα αυτό δεν θα έχει καμιά αποσυνθετική συνέπεια όπως το αν έφευγε η Γαλλία ή η Αγγλία. Στη Γαλλία λοιπόν και στην Αγγλία, οι ρωσόφιλοι διαδηλώνουν υπέρ του «όχι» για να πετύχουν ένα καίριο πλήγμα στην ενοποίηση και για να διασπάσουν και τις ίδιες τις χώρες τους.
Αλλά η Ελλάδα είναι πολύ πιο χρήσιμη για να κάνει εισοδισμό στην ΕΕ και να βοηθάει στην παράλυσή της, τη διάσπασή της και τελικά την ισχυροποίηση μέσα σε αυτήν των τάσεων της ανοχής ή και της σύμπλευσης με τη Ρωσία. Στη Γερμανία επίσης όπου η αστική της τάξη είναι αναφανδόν υπέρ της ΕΕ οι ρωσόδουλοι μπαίνουν επικεφαλής της ενοποίησης για να την υπονομεύσουν.
Βεβαίως εισοδισμό και κατασκοπία μπορεί να κάνει μόνο ένας παράγοντας που δεν διατρέχει τον κίνδυνο να διαβρωθεί ο ίδιος από το πνεύμα του χώρου στον οποίο εισοδίζει ή ασκεί κατασκοπία. Εισοδισμό μπορεί να κάνει τέλεια η Ελλάδα μόνο γιατί η εθνική της πολιτική είναι μασίφ φιλορώσικη, καθώς η Ρωσία ελέγχει πλέον όλη την κορυφή του ελληνικού πολιτικού καθεστώτος. Γι αυτό πριν τη συμμετοχή και στην αρχή της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ, ο αδύναμος τότε ρώσικος πυρήνας Α. Παπανδρέου-ψευτοΚΚΕ είχε θέση κατά της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ, θέση που ανατράπηκε όσο αποδεικνυόταν ότι μπορούσε μια χώρα να είναι στην ΕΕ και ταυτόχρονα να ακολουθεί φιλορώσικη πολιτική.
Πραγματικά η τακτική του ελληνικού εισοδισμού στην ΕΕ αποδείχτηκε εξαιρετικά καρποφόρα για το Κρεμλίνο. Για χρόνια ολόκληρα με τη χρήση του ελληνικού βέτο αποκλείστηκε η Τουρκία από τα ευρωπαϊκά πράγματα με πρόσχημα τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό. Μόλις άρχισε να ανεβαίνει στην Τουρκία το ισλαμοφασιστικό ρωσόφιλο ρεύμα, η Ελλάδα άνοιξε το δρόμο της Τουρκίας προς την ΕΕ ακριβώς για να το ισχυροποιήσει. Για το ίδιο διάστημα με πρόσχημα το όνομα Μακεδονία εμποδίστηκε η Δημοκρατία της Μακεδονίας από το να συνδεθεί με την Ευρώπη και ξεκίνησε η διαδικασία διαμελισμού της και απορρόφησής της από το «ορθόδοξο τόξο». Είναι η ελληνική διπλωματία που συνέβαλε αποφασιστικά στην πτώση του δυτικόφιλου Μπερίσα και στην άνοδο της φιλορώσικης τάσης Νάνο στην Αλβανία, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανοχή του σέρβικου επεκτατισμού και εθνορατσισμού από την ΕΕ. Τέλος η Ελλάδα έβαλε την επίσης ρωσόφιλη Κύπρο στην ΕΕ εξασφαλίζοντας για τη Ρωσία δύο ψήφους μέσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η τακτική του εισοδισμού υπήρξε αποτελεσματική και συνεχίζει να είναι μόνο και μόνο γιατί δεν λειτουργεί ουσιαστικά στην ΕΕ η αρχή της πλειοψηφίας και δεν θα λειτουργήσει ούτε και με το νέο Σύνταγμα αν και με αυτό βελτιώνεται. Συνεχίζει δηλαδή να ισχύει η αρχή ότι ένα κράτος μπορεί να επιβάλλει βέτο σε ζητήματα που θεωρεί ύψιστης εθνικής σημασίας. Αυτό σημαίνει ότι στην ΕΕ ένας αποφασιστικός αρουραίος μπορεί να σύρει πίσω του έναν διστακτικό ελέφαντα. Η επιβίωση αυτού του καταστροφικού βέτο οφείλεται στο ότι το κοινό καπιταλιστικό οικονομικό συμφέρον τρέμει μπροστά σε κάθε πολιτική κρίση που μπορεί να προκληθεί μέσα στην ΕΕ από έναν αποφασιστικό πολιτικό εκβιασμό του πιο ασήμαντου τραμπούκου.

Αυτός είναι ο λόγος που κάνει σήμερα τους ρωσόφιλους να κόπτονται για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ (Σρέντερ, ευρωπαϊκή ψευτοαριστερά, Ελλάδα-Κύπρος ολόκληρες, γραμμή Σιράκ στη Γαλλία). Αυτό το κάνουν γιατί ξέρουν ότι η Τουρκία μπορεί να μπει στην ΕΕ μόνο αν οι ίδιοι, ειδικά η Ελλάδα και η Κύπρος, το επιτρέψουν. Και θα το επιτρέψουν προφανώς μόνο αν η Τουρκία θα γίνει και η ίδια ρωσόφιλη. Αυτό μπορούν να το πετύχουν σταδιακά απαιτώντας από την Τουρκία πράγματα που ενισχύουν τους ρωσόφιλους μέσα σε αυτήν και συντρίβουν τους αντιπάλους τους. Με λίγα λόγια για χώρες στα όρια του ευρωπαϊκού χώρου η άδεια εισόδου στην ΕΕ μπορεί να γίνεται ένα εργαλείο εγχείρησης και ακρωτηριασμού τους. Οι όροι για παράδειγμα που προβάλει σήμερα η ΕΕ στην Τουρκία κάτω από την πίεση των ρωσόφιλων είναι τέτοιοι ώστε να χάσει την πολιτική του δύναμη ο στρατός, που σημαίνει να χάσουν την εξουσία οι κεμαλιστές, οπαδοί του κοσμικού κράτους και εθνικιστές και να δυναμώσει αναπόφευκτα ο ρόλος των ρωσόφιλων ισλαμοφασιστών (που έχουν μεταμφιεστεί σε ευρωπαίους, όπως δίδαξε πρώτος ο Α. Παπανδρέου σε όλους τους ρωσόφιλους του κόσμου) και των κούρδων εθνοφασιστών του PΚΚ. Οι όροι που βάζει η ΕΕ είναι γενικά όροι εκδημοκρατισμού, αλλά ο δημοκρατισμός που μένει στον τύπο και δεν συνοδεύεται με πρακτική πάλη ενάντια στον φασισμό καταλήγει σε νίκη του δεύτερου. Δεν μπορεί για παράδειγμα να παραχωρείται δικαίωμα εδαφικής αυτονομίας σε μια εθνική μειονότητα χωρίς παράλληλα να παίρνονται μέτρα για τη συντριβή των εθνοφασιστών που έχουν επιχειρήσει να ασκήσουν εθνοκάθαρση στην πλειοψηφική εθνότητα της αυτόνομης περιοχής και δικτατορία στην ίδια την εθνική μειονότητα. Ή ακόμα δεν μπορεί η ανεξιθρησκία του κράτους να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για να πάρουν την κρατική εξουσία και να ασκήσουν τη δικιά τους δικτατορία οι φασισμοί με θρησκευτικό ένδυμα. Αυτού του είδους ο τυπικός δημοκρατισμός είναι χαρακτηριστικός του ιμπεριαλιστικού φιλελευθερισμού που ανέχεται ή και ευνοεί το φασισμό και το σοσιαλφασισμό όσο αυτοί δεν του χαλάνε την ευρύτητα και την ασφάλεια της ενιαίας αγοράς και την ελευθερία του ανταγωνισμού των μονοπωλίων μέσα σε αυτήν. Γι αυτό το λόγο οι αληθινοί φίλοι της ευρωπαϊκής ενοποίησης υποστηρίζουν την εμβάθυνση της ενοποίησης πριν από κάθε νέα διεύρυνση της ΕΕ που τη θέλει τόσο πολύ ο ιμπεριαλιστικός φιλελευθερισμός και οι ρωσόδουλοι σαμποταριστές της ευρωπαϊκής ενοποίησης*.
Αυτή η πλευρά της ΕΕ που προσφέρεται για εκμετάλλευση από έναν σκληρό φασιστικό πυρήνα στο εσωτερικό της είναι η χειρότερη πλευρά της. Και ισχυροποιείται τόσο περισσότερο όσο ισχυρότεροι είναι οι επιμέρους εθνικισμοί και ιμπεριαλισμοί, όσο μεγαλύτερος ο βαθμός της οικονομικής και μικρότερος ο βαθμός της πολιτικής ενοποίησης οπότε και τόσο μεγαλύτερες οι δυνατότητες για άσκηση βέτο, δηλαδή οι δυνατότητες για μια φασιστική μειοψηφία να εκβιάζει την πλειοψηφία των κρατών και των λαών που αποτελούν την ΕΕ. Περισσότερη εθελοντική ενοποίηση λοιπόν κάτω από τις σημερινές συνθήκες σημαίνει μεγαλύτερη σύγκρουση με τους εθνικισμούς και φασισμούς και τελικά περισσότερος δημοκρατισμός. Να γιατί το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και όλες οι συνθήκες που βαθαίνουν την πολιτική ενότητα συγκεντρώνουν τόσο μίσος από τους αντιδραστικούς. Να γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο «όχι» στο φασισμό σήμερα από το «ναι» στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και πιο συγκεκριμένα «ναι» στο νέο ευρωπαϊκό Σύνταγμα.


*Αυτός είναι ο λόγος που έχει μπει στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών ζυμώσεων το ζήτημα της Τουρκίας και στο οποίο διχάζονται και οι δημοκράτες και οι αντιδραστικοί.
Διλήμματα σαν και αυτό «μέσα ή έξω η Τουρκία από την ΕΕ» δεν μπορούν να απαντηθούν μόνο με ένα ναι ή με ένα όχι, ούτε με τον συνηθισμένο τρόπο «ναι στην είσοδό της Τουρκίας αν αυτή γίνει δημοκρατική» που προβάλλουν φιλελεύθεροι και σοσιαλφασίστες από κοινού. Η δικιά μας απάντηση είναι: «Μόνο μια βαθύτερα ενωμένη, που σημαίνει μόνο μια δημοκρατική ΕΕ που θα έχει ενσωματώσει στη λειτουργία της τη δημοκρατική μέθοδο αποφάσεων, δηλαδή θα έχει συντρίψει το βέτο και το φασισμό, θα μπορεί να βοηθήσει και να ενσωματώσει μέσα της μια δημοκρατική Τουρκία» ή πιο περιεκτικά: «Μόνο μια βαθύτερα ενωμένη Ευρώπη μπορεί να ενσωματώσει μέσα της μια δημοκρατική Τουρκία». Για να ενσωματωθεί η Τουρκία στην Ευρώπη το πρωτεύον είναι να δοθεί χρόνος στην ΕΕ για να αλλάξει και το δευτερεύον να δοθεί χρόνος στην Τουρκία για να αλλάξει εκείνη.