Οι Ολυμπιακοί της Αθήνας:
ΒΑΘΥ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ

Φοβούνται όλοι το έλλειμμα που θα αφήσουν οι Ολυμπιακοί. Καλά κάνουν. Είναι κι αυτό ένα υλικό τραύμα για το οποίο ωστόσο δεν φταίνε οι Ολυμπιακοί σαν τέτοιοι όπως ισχυρίζονται αυτοί που τους σαμπόταραν αφού η χώρα τους είχε αναλάβει. Φταίει η ελληνική τους χρήση.
Φταίει πρώτο ότι αφήσανε επίτηδες (Σημίτης-Λαλιώτης) τα έργα για την τελευταία στιγμή ώστε να πλουτίσει το εργολαβικό κεφάλαιο τέρας του Μπόμπολα που κρατούσε στα χέρια του τους στενούς χρόνους αποπεράτωσης και μπορούσε έτσι να εκβιάζει για πιο ψηλές τιμές της τελευταίας στιγμής. Φταίει δεύτερο ότι για τον ίδιο λόγο το καθεστώς επέλεξε να κάνει πανάκριβες και όχι φτηνότερες ή και προσωρινές εγκαταστάσεις, όπως έκαναν άλλες πολύ πλουσιότερες χώρες. Για να περάσουν αυτή την παράλογη γραμμή οι σαμποταριστές πάτησαν πάνω στη μεγαλομανία του ελληνικού σοβινισμού που ήθελε σώνει και καλά να κάνει την καλύτερη ολυμπιάδα της ιστορίας. Τέλος φταίει το ότι, πιστό στη γραμμή να μην επενδύσει στη χώρα αυτή ένα κεφάλαιο έξω από τον έλεγχό του, το κρατικοφασιστικό καθεστώς, με σημαία την «πάλη ενάντια στην εμπορευματοποίηση» απέκλεισε τους σπόνσορες από το να επενδύσουν σε αθλητικές εγκαταστάσεις και να ελαφρύνουν τα κρατικά έξοδα. Ήταν πρώτοι και μόνοι αυτοί ανάμεσα σε όλους τους διοργανωτές των τελευταίων δεκαετιών που έκαναν κάτι τέτοιο και συνεχίζουν στην ίδια κατεύθυνση σχετικά με την μελλοντική χρήση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων.
Αλλά αυτό το υλικό τραύμα που θα εκφραστεί με την επιδείνωση του δημόσιου χρέους, στο κάτω - κάτω θα το πληρώσουμε μαζί με όλο το υπόλοιπο και πολύ μεγαλύτερο σε όγκο παραγωγικό σαμποτάζ.

Το κόμπλεξ της αστικής τάξης, η βάρβαρη εξέδρα και η τσακισμένη αυτοεκτίμηση ενός λαού

Εμείς ανησυχούμε πιο πολύ για το ιδεολογικό τραύμα. Και το ιδεολογικό τραύμα είναι η ενίσχυση του πιο αρρωστημένου σοβινισμού μέσα στις μάζες, είναι το δυνάμωμα των συμπλεγμάτων ενός έθνους που του στέρησαν την πραγματική υλική και πνευματική ανάπτυξη και το οποίο αναζητεί τα υποκατάστατα της ανύπαρκτης αυτοεκτίμησής του στα μετάλλια και στα κύπελλα. Πρόκειται για ένα έθνος σε παραζάλη που ψάχνει αγωνιώδικα, σχεδόν υστερικά για να επιβεβαιωθεί στα μάτια των άλλων. Στο βάθος αυτή είναι η ψυχολογική κατάσταση της άρχουσας τάξης που πιασμένη σε έναν ιστό αράχνης από τους πράκτορες μιας υπερδύναμης που η ίδια συμπαθεί, μεταφέρει στους τσακισμένους μικροαστούς και από κει σε όλο το λαό τα δικά της αδιέξοδα και τα ιστορικά κόμπλεξ. Αυτό γίνεται πιο κατανοητό αν προσέξει κανείς το πώς ξεκίνησε το χαιρετισμό της στην τελετή λήξης η Γιάννα Αγγελοπούλου, αυτή η ιδεολογικά τυπική ελληνίδα μεγαλοαστή. Συμπυκνώνοντας όλη την κομπλεξική μεγαλομανία αυτής της τάξης αυτή αναφωνεί μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα με μια ασύλληπτη, πρωτοφανή για οικοδεσπότη έλλειψη μετριοφροσύνης και τακτ: «δείξαμε στον κόσμο τι μπορούν να κάνουν οι έλληνες». Άλλωστε αυτό είναι το μοτίβο όλης της διαφήμισης και της προπαγάνδας αυτών των αγώνων: «Εμείς οι έλληνες μπορούμε να κάνουμε θαύματα», «εμείς οι έλληνες δεν σηκώνουμε πολλά-πολλά… εμείς οι έλληνες εκείνο, εμείς οι έλληνες το άλλο». Αυτοί λοιπόν οι έλληνες δημοσιογράφοι ρωτάνε πάντα με αγωνία, τους ξένους αθλητές, τους τουρίστες θεατές, τους επίσημους, τους πάντες: «Πως σας φαίνονται οι αγώνες, η Αθήνα, οι αθλητές μας, εμείς;». Παντού η αγχώδης, η απελπιστική αναζήτηση για την αναγνώριση του εθνικού εγώ από τους άλλους. Ποτέ μια ερώτηση για το πώς είναι οι άλλοι, για το πώς είναι οι χώρες τους, για το πώς σκέφτονται και λειτουργούν οι αθλητές τους, για τις επιδόσεις τους έστω, για κάτι που γίνεται σε άλλους και αλλού. Τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά η ίδια ερώτηση: «Πως μας βλέπετε; Μας εκτιμάτε;».

Πραγματικά δεν είναι ούτε οι μικροαστοί, ούτε ακόμα περισσότερο το προλεταριάτο, που επιλέγουν ποιοι θα κρατάνε τα μικρόφωνα στις αναμεταδόσεις των αθλητικών αγώνων και ποιοι θα γράφουν τα δελτία ειδήσεων. Ούτε είναι αυτοί που κάνανε τους ολυμπιονίκες αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, ταυτίζοντας επίσημα τον αθλητισμό με τον πόλεμο και τον αθλητικό αντίπαλο με τον εχθρό. Ούτε είναι οι μικροαστοί που είπανε πρώτοι ότι το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο με επικεφαλής τις ΗΠΑ συνωμοτεί ενάντια στο λαό της μικρής αυτής χώρας και φταίει για την αυξανόμενη απόστασή της από τα πιο ανεπτυγμένα έθνη. Ούτε είναι αυτοί που φτιάξανε τις ολυμπιακές τελετές για να στείλουν στα πέρατα της οικουμένης το μήνυμα ότι ο νεοέλληνας είναι το πιο πολιτισμένο ον της γης, είτε σαν απόγονος του Φειδία, είτε σαν σύγχρονος της Μαρινέλας, ανώτερος σαν πνεύμα, ανώτερος σαν αίσθημα και σάρκα, ο ανώτερος στοχαστής λόγω Απόλλωνα και ο ανώτερος γλεντζές λόγω Διόνυσου.
Αυτός λοιπόν ο καταπτοημένος μικροαστός, αυτός που πρέπει να είναι όλα αυτά που του φόρτωσε η ιστορική φαντασίωση της αστικής του τάξης και που τα συντήρησαν οι τουριστικοί μύθοι, αυτός που δεν είναι τίποτα και που διαρκώς γκρινιάζει γιατί όλα του φταίνε χωρίς να ξέρει γιατί, αυτός γέμισε τώρα τα στάδια για να μεθύσει μέσα στις δικές του ιαχές και να γίνει επιτέλους αυτό που οφείλει να είναι: «μέγας».
Πήγε παντού όπου έλληνες διεκδικούσαν μια νίκη. Δεν ήξερε το τένις και γέμισε τις αυλές ασφυκτικά, δεν ήξερε το μπιτς-βόλευ και έλιωσε για μέρες στις εξέδρες μέσα στο λιοπύρι. Πήγε παντού για να βρει την αυτοπεποίθησή του: στο πόλο, στο τζούντο, στην πάλη, στο ταεκβοντό, παντού, ακόμα και στο ακατανόητο αμερικάνικο μπέιζμπολ. Ήταν εκεί για να κάνει πάντα το ίδιο: Να αποθεώσει και να σπρώξει τον δικό του άνθρωπο, τον έλληνα πολεμιστή στη νίκη και να γιουχάρει και να τσακίσει τις αντιστάσεις του εχθρού, του κάθε εχθρού που θέλει τώρα δα να του στερήσει το μετάλλιο, είτε σαν αθλητής, είτε σα διαιτητής. Δεν τον ένοιαζε η ωραία προσπάθεια, ούτε αν ο δικός του ήταν πραγματικά έλληνας. Τι σημασία έχει αν είναι αρσιβαρίστας κλεμμένος από την Αλβανία ή υιοθετημένος παλαιστής από τη Γεωργία που δεν ξέρει γρι ελληνικά, ή ακόμα και ένας αμερικανός, ομογενής τρίτης γενιάς. Σημασία έχει ποια σημαία θα σηκωθεί, ποιο έθνος θα πάρει το μετάλλιο, τελικά τι θα γραφτεί στα χαρτιά.
Όλες αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες δεν είχαν κανένα λόγο να ντρέπονται για αυτή τη συμπεριφορά. Κανείς από τους επίσημους ειδικούς δεν τους είπε για παράδειγμα ότι στο τένις δεν γιουχάρει ποτέ κανείς αθλητή, ότι δεν ακούγεται ανάσα στις κρίσιμες στιγμές, ότι ποτέ δεν ζητωκραυγάζει κανείς για πόντο που κερδήθηκε από τύχη ή λάθος του αντιπάλου. Αλλά ποιος να τους τα πει αυτά όταν ίδια η ελληνίδα αθλήτρια τους ενθάρρυνε σε αυτή τη συμπεριφορά; Και μόνο κείνη; Όλοι σχεδόν οι σχολιαστές, υστερικοί και ψύχραιμοι, δημαγωγοί και «αντικειμενικοί» κολακεύανε αυτό το κοινό και δεν είχαν λόγια για να του πουν πόσο καταπληκτικό ήταν. Το «υπέροχο κοινό», ο «υπέροχος κόσμος», αυτή ήταν η αναμφισβήτητη διαπίστωση της εθνικής μισοδιανόησης.
Τι άλλο λοιπόν θα λέγανε οι ίδιοι οι αθλητές, που για χρόνια σχεδόν κανείς από αυτό το πλήθος δεν τους βλέπει και δεν τους χειροκροτεί όταν για χρόνια βασανίζονται και τραυματίζονται μέσα στην αγωνιώδη μοναξιά τους; Αυτοί οι σύγχρονοι ρωμαίοι μονομάχοι, που το κράτος τους εκτρέφει μόνο για μια μέρα νίκης, υψώνοντας μια χούφτα από αυτούς στα ουράνια, έκφραζαν σταθερά και με γνήσια συγκίνηση την ευγνωμοσύνη τους για αυτό «το υπέροχο κοινό» και του αφιέρωναν τη νίκη τους. Η συμπαθής Μανιάνι είπε: «Ένιωθα πως αυτός ο κόσμος μου έσπρωχνε το ακόντιο». Πραγματικά έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η σπάνια διέγερση που προκαλούσε σε κάθε αθλητή αυτό το διψασμένο για νίκη κοινό πρόσθετε στην επίδοσή του τα καίρια εκατοστά που χωρίζουν τη νίκη από την ήττα στις μεγάλες αναμετρήσεις.
To λάθος του κάθε ευγνώμονα αθλητή είναι ότι αυτό το κοινό το τελευταίο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρεται είναι για τον ίδιο σαν αθλητή και ακόμα λιγότερο σαν άνθρωπο. Ενδιαφέρεται για τον αθλητή μόνο σα φορέα της νίκης του έθνους και ενδιαφέρεται για τη νίκη του έθνους μόνο σαν νίκη του κάθε ατόμου μέσα σε αυτό το κοινό, σα νίκη του δικού του αγύμναστου κορμιού, και της δικιάς του, δίχως μεγάλες μάχες και σθένος ζωής. Δεν δίνει δεκάρα όταν ο αρσιβαρίστας δηλώνει πως δεν κοιμάται τα βράδια από τους πόνους των χαλασμένων αρθρώσεών του, ούτε που κάθε τόσο, μπροστά στα μάτια του, κουτσό από μια θλάση τον υποβαστάζουν οι προπονητές του. Θέλει εκεί τον κάθε Δήμα όρθιο, με ενέσεις ξυλοκαίνης και 5 φορές εγχειρισμένο για να σηκώσει στους πληγωμένους ώμους και τη διαλυμένη μέση του ολόκληρο το έθνος.
Και το πιο βασικό. Αν το κοινό αυτό αγάπαγε και σεβόταν τον αθλητή σαν αθλητή δεν θα αποδοκίμαζε τον αντίπαλό του, δεν θα αλλοίωνε την ισότητα των όπλων, δηλητηριάζοντας την ατμόσφαιρα της αναμέτρησης σε βάρος του ενός πόλου της. Αυτοί που εκτιμάνε τον αθλητή σαν αθλητή και συγκινούνται με την ανθρώπινη προσπάθεια και τις επιδεξιότητες του, στέκονται με σεβασμό μπροστά σε κάθε αθλητή και ζητάνε πάνω απ’ όλα ένα πράγμα από αυτόν: να είναι τίμιος στους όρους της αναμέτρησης. Και πάντα τον χειροκροτούν.
Στο σημείο αυτό ακριβώς πήγε στην άκρη του και αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια όλης της ανθρωπότητας αυτό το «υπέροχο κοινό» σε μια στιγμή αλήθειας για όλη την Ολυμπιάδα.

Ο τελικός στα 200 μέτρα, η στιγμή της αλήθειας για όλη την Ολυμπιάδα

Ο τελικός στα 200 μέτρα θα μείνει στην ιστορία σαν πράξη ανοικτού και άδικου πολέμου που κήρυξε ένα κοινό σε αθλητές στίβου. Πολλοί λένε ότι διαφωνούν με τη στάση του, αλλά ισχυρίζονται ότι αυτή ήταν μια ατυχής στιγμή, μια μεμονωμένη κακή συμπεριφορά του «υπέροχου κοινού». Τι υποκρισία. Τα 200 μέτρα ήταν η συμπύκνωση και η ακραία εκδήλωση της συνολικής στάσης του ελληνικού κοινού σε αυτή την Ολυμπιάδα. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει στο στίβο σε καμιά Ολυμπιάδα και απ’ όσα ξέρουμε δεν έχει γίνει ποτέ σε στίβο να αποδοκιμαστούν μαζικά αθλητές μόνο και μόνο γιατί είναι εκεί, και μόνο και μόνο λόγω της εθνικότητάς τους. Μπορούμε να πούμε ότι οι Ολυμπιακοί της Αθήνας εγκαινίασαν την εισαγωγή της βαρβαρότητας των ποδοσφαιρικών γηπέδων, και μάλιστα των ελληνικών, στον παγκόσμιο Στίβο.
Προβάλλουν σαν ελαφρυντικό το γεγονός ότι το κοινό ήταν θυμωμένο για τον αποκλεισμό του Κεντέρη και θεωρούσε υπεύθυνους γι αυτόν τον αποκλεισμό τους αμερικανούς και ειδικά τους αμερικανούς αθλητές των 200 μέτρων. Αυτό είναι κάποιο ελαφρυντικό, αλλά μόνο από υποκειμενική άποψη. Πράγματι έτσι πίστευε το κοινό. Όμως αυτοί που υπέβαλαν στο κοινό αυτή την πεποίθηση δεν έχουν κανένα ελαφρυντικό. Γιατί αυτοί ξέρανε ότι τον Κεντέρη τον αμφισβητούσαν όλοι οι αθλητές του κόσμου επί χρόνια γιατί δεν πήγαινε στα διεθνή μήτιγκ, γιατί ξέφευγε συστηματικά τους αντιντόπιγκ ελέγχους, γιατί πέτυχε τις τρομερές επιδόσεις του από τη μια στιγμή στην άλλη. Το κοινό πραγματικά τις πρώτες μέρες που ξέσπασε το σκάνδαλο δεν πίστεψε ότι δυο πρωταθλητές σκαρφάλωσαν σε μια μοτοσικλέτα και βρέθηκαν στο ΚΑΤ ενώ τους έψαχνε όλη η Ελλάδα. Αλλά αυτοί που ξέρανε έδωσαν στις τραυματισμένες μάζες μια καλή εξήγηση και τις μετέστρεψαν μέσα σε λίγες μέρες: Χρησιμοποίησαν την αλάνθαστη και καλοδουλεμένη συνταγή περί αμερικάνικης συνομωσίας. Σύμφωνα με αυτήν οι πάντες ντοπάρονται, αλλά την πληρώνουν μόνο οι έλληνες, και γενικότερα οι φτωχές και μικρές χώρες γιατί η καλή, ανεξιχνίαστη ντόπα είναι στα χέρια της Αμερικής, γιατί σε αυτήν ανήκει η ΔΟΕ και το αντιντόπιγκ κοντρόλ όπως κάθε άλλη πραγματική εξουσία στον πλανήτη και τέλος γιατί σε αυτήν ανήκουν οι δρόμοι των 200 μέτρων. Έτσι έπρεπε να αφαιρεθεί το μετάλλιο από τον μικρό, φτωχό Κεντέρη και να δοθεί στους αμερικανούς διακοσάρηδες, που αφού πήραν το κεφάλι του ήρωα στέκονταν εκεί αγέρωχοι και αυθάδεις μπροστά στο κοινό που τον είχε λατρέψει. Ποιος είχε πει σε αυτό το οργισμένο πλήθος, από ποια τηλεόραση, ότι οι ΗΠΑ ξετρύπωσαν οι ίδιες σαν ντοπαρισμένους και απομάκρυναν από τους Ολυμπιακούς τους δυο καλύτερους σπρίντερ τους, τους Τιμ Μοντγκόμερυ και Κέλυ Γουάιτ και ότι οι ΗΠΑ ηγούνται από κρατική άποψη του αντιντόπιγκ κινήματος, όχι γιατί είναι ηθικές, αλλά γιατί είναι στη φύση του καπιταλισμού της αγοράς η αντίθεση σε οτιδήποτε παραβιάζει τους δικούς της κανόνες στον ανελέητο πόλεμο που διεξάγεται στο εσωτερικό της; Ποιος θα τους τα πει αυτά;

Έτσι βγήκε αυτή η μεγάλη και πρωτοφανής γιούχα των 10 λεπτών. Έτσι βγήκε η ταυτόχρονη αποθέωση ενός αθλητή που φέρθηκε χειρότερα από κάθε άλλον ντοπαρισμένο συνάδελφό του, αφού δίπλα στη ντόπα πρόσθεσε και τη σκηνοθεσία ενός ατυχήματος. Έτσι προέκυψε, και αποθεώθηκε την προηγούμενη μέρα, μια Φανή Χαλκιά, η πρώτη ολυμπιονίκης μετά την εποχή του τρίτου Ράιχ που τολμάει να δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι υπάρχει ένας λαός, εν προκειμένω ο ελληνικός, που «έχει μέσα στα κύτταρά του το να είναι νικητής» (Την ώρα ακριβώς που αποκαλύπτεται ότι εκείνο το πράγμα που περιέχεται σε ορισμένα κύτταρά των ταχύτερων ελλήνων και τους δίνει νίκες είναι τα αναβολικά).
Την άλλη μέρα πολλοί από αυτούς που «φτιάξανε» το κοινό με κραυγές και κολακείες βγήκαν να το επιπλήξουν. Και τότε εκείνο στην απονομή των 200 μέτρων, δείχνοντας πόσο ρηχές είναι οι πεποιθήσεις του χειροκρότησε τους τρεις αμερικανούς αθλητές. Η μια τραγωδία μετά την άλλη. Μετά τη βαρβαρότητα, η έλλειψη χαρακτήρα.

Ανάμεσα σε αυτούς που επέπληξαν αυτό το «άτακτο» κοινό πρώτος και καλύτερος ήταν ο Ριζοσπάστης. Βέβαια δεν το επέπληξαν για το πιο βασικό, την αποδοκιμασία των αθλητών, αλλά για την υποστήριξη του Κεντέρη. Γενικά τα δύο μικρά ρωσόφιλα κόμματα ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ έδειξαν σε όλη την Ολυμπιάδα αρκετή αδιαφορία για τις επιδόσεις των ελλήνων αθλητών και συγκέντρωσαν τα πυρά τους στην καταγγελία του ντόπινγκ και στην «κάθαρση του ελληνικού αθλητισμού». Φαινομενικά δηλαδή βρέθηκαν στο στρατόπεδο της προόδου. Στην πραγματικότητα η σύγκρουση τους με τον ελληνικό εθνικισμό έγινε από την πλευρά του ιμπεριαλισμού που υπηρετούν, του σοσιαλιμπεριαλισμού. Θέλουν να καταργήσουν τα ελληνικά μετάλλια και τον πρωταθλητισμό, αλλά χειροκροτούν τα κουβανέζικα μετάλλια και τους κουβανούς πρωταθλητές, θέλουν να καταργήσουν τους ιδιώτες σπόνσορες, αλλά υποστηρίζουν το κράτος σπόνσορα, δεν θέλουν στάδια που να τα διαχειρίζεται το δυτικό ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά στάδια που να τα διαχειρίζονται οι συμμορίες των Δήμων, μισούν τις ολυμπιάδες του «κέρδους» που διοργανώνουν οι δυτικοί, αλλά υπερασπίζουν με πάθος την ολυμπιάδα της Μόσχας που μόλις είχε εισβάλει στο Αφγανιστάν, κατηγορούν τελικά τις σημερινές κλειστές αθλητικές αρχές για να γίνουν τα ίδια οι νέες, ακόμα πιο κλειστές αθλητικές αρχές.
Αυτός είναι ο λόγος που ενοχλούνται από τον αλαλάζοντα σοβινισμό του πλήθους των σταδίων. Φοβούνται μήπως αυτή η εθνικιστική υστερία παρασύρει και τους ίδιους. Άλλωστε είναι γεγονός ότι αυτή η υστερία καθυστέρησε κάπως τη διαδικασία της ύποπτης αυτής κάθαρσης, ιδιαίτερα της εξεταστικής της Βουλής και των άλλων μέτρων που εξήγγειλε ο ΣΥΝ και προσπαθούν να περάσουν στα κόμματά τους οι επίσης εγκάθετοι του Κρεμλίνου, Παπανδρέου και Καραμανλής. Δεν πιστεύουμε όμως ότι πιο μακροπρόθεσμα αυτό το ρεύμα μπορεί να βγάλει οτιδήποτε καλό και ακόμα περισσότερο να προβάλει κάποια βαθύτερη πολιτική αντίσταση στους ρωσόδουλους. Η φύση του είναι να χρησιμεύει σαν η μεγάλη ιδεολογική δεξαμενή των τελευταίων.

Υπεύθυνοι αυτοί που στάλαξαν το δηλητήριο του αντιδραστικού αντιαμερικανισμού

Είναι οι ρωσόδουλοι που βρίσκονται στην πηγή της αρρώστιας. Όχι τόσο γιατί για δεκαετίες στάθηκαν στο πλευρό των βασικών επιδιώξεων του ελληνικού σοβινισμού και όχι μόνο γιατί προσανατόλισαν επιδέξια και διοχέτευσαν αυτό το σοβινισμό στη δικιά τους φιλορώσικη στρατηγική, αλλά κυρίως γιατί αυτοί δηλητηρίασαν τις μάζες με τον αντιδραστικό αντιαμερικανισμό. Ο αντιδραστικός αντιαμερικανισμός διαφέρει από τον προοδευτικό αντιιμπεριαλιστικό αντιαμερικανισμό σε δυο ζητήματα. Πρώτο είναι ρατσιστικός γιατί απεχθάνεται κυρίως τα προοδευτικά στοιχεία στην παραγωγή και στην κοινωνική ζωή του αμερικανικού λαού και τα ταυτίζει με τον καπιταλισμό, ενώ είναι στην ουσία τους επαναστατικά στοιχεία του σύγχρονου κόσμου. Γι αυτό μισεί και τις «αλλοτριωμένες» μάζες του αμερικάνικου λαού. Δεύτερο γιατί αποδίδοντας οτιδήποτε αρνητικό στη σύγχρονη κοινωνία σε μια απόλυτη, πανύψηλη και πανταχού παρούσα αμερικανική συνομωσία, συμπλέει με κάθε φασισμό και δικτατορία στον κόσμο αρκεί αυτή να είναι αντιαμερικανική, πράγμα που σήμερα γενικά συμβαίνει στο βαθμό που η αμερικάνικη υπερδύναμη είναι σε κάθοδο και πολιτικά απομονωμένη. Από κει ώσπου να υιοθετήσει την απόλυτη εβραϊκή συνωμοσία, δηλαδή τον απόλυτο ρατσισμό που λέγεται αντισημιτισμός, υπάρχει μόνο ένα βήμα που ο αντιδραστικός αντιαμερικανισμός έχει σχεδόν παντού πραγματοποιήσει. Ο αντισημιτισμός είναι η κόκκινη κλωστή που ενώνει τον αντιαγγλισμό των παλιών χιτλερικών με τον αντιαμερικανισμό των καινούργιων.

Είναι λοιπόν ο αντιδραστικός, ο ρατσιστικού τύπου αντιαμερικανισμός που χαρακτήρισε την αντίδραση του κοινού στον τελικό των 200 μέτρων. Αυτός είναι που πυροδότησε το μίσος ενάντια σε απλούς αθλητές επειδή ανήκουν σύμφωνα με αυτόν σε ένα μισητό έθνος, αυτός είναι που έδωσε μια «λογική» και «αξιοπρεπή» εξήγηση στη διεθνή γελοιοποίηση της χώρας από τον Κεντέρη μετατρέποντας το θύτη σε θύμα μιας συνωμοσίας του σκοτεινού διεθνούς κέντρου. Άλλωστε η ιδιαίτερη αποδοκιμασία στους αμερικανούς αθλητές δεν έγινε μόνο στα 200 μέτρα, έγινε παντού όπου αμερικανοί αντιμετώπιζαν άλλες ομάδες, ιδιαίτερα στα ομαδικά αθλήματα. Το ότι οι ρωσόδουλοι βρίσκονται στην πηγή αυτών των αντιδράσεων αποδεικνύεται στο χώρο της καθαρής πολιτικής. Είναι το ψευτοΚΚΕ εκείνο που καθοδήγησε πολιτικά τις διαδηλώσεις ενάντια στην παρουσία του Πάουελ στην τελετή λήξης, ρίχνοντας αρχικά στη μάχη τα εξωκοινοβουλευτικά μικροαστικά του τάγματα εφόδου και απειλώντας στη συνέχεια με δικιά του μεγαλύτερη διαδήλωση. Έτσι έδωσε το πρόσχημα στους Καραμανλή και Παπανδρέου να αναβάλουν την επίσκεψη δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στην πρόσοψη της ειρηνικής ολυμπιάδας και ξεσκεπάζοντας την ανατολική φύση της ολυμπιακής εκεχειρίας που τόσο έντονα διατυμπάνιζαν οι ίδιοι. Όλα είναι κανονισμένα. Μόνο ο πιο μεγάλος των σφαγέων, ο αρχηγός της ΚαΓκεΜπε Πούτιν είναι καλοδεχούμενος στην Ολυμπιάδα και μόνο αυτός μπορεί και να αποβιβαστεί στον Άθω με καταδρομικά. Από την οργισμένη εξέδρα των σταδίων στην απαγόρευση ουσιαστικά της επίσκεψης Πάουελ από το ρωσόδουλο καθεστώς η απόσταση λοιπόν είναι όση από το «μέτωπο» στο «κόμμα».

Το ότι ο αντιδραστικός αντιαμερικανισμός είναι το χειρότερο από τα ιδεολογικά δηλητήρια που ενστάλαξαν υπομονετικά τα τελευταία 30 χρόνια στο λαό οι σοσιαλφασίστες δεν αποδεικνύεται μόνο από την πλευρά της απώθησης, αλλά και από την πλευρά της έλξης καθώς το ίδιο αυτό κοινό πήρε σταθερά θέση υπέρ της Ρωσίας, της Κούβας, της Σερβίας και υπέρ κάθε φασιστικής χώρας όπου απέναντι της δεν υπήρχε η Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστική η στάση της εξέδρας στη γυμναστική όταν εξοργισμένη μετά τον αποκλεισμό του Μάρα υποχρέωσε τους κριτές μέσα σε ένα πανδαιμόνιο παρατεταμένων αποδοκιμασιών με κραυγές και ποδοβολητά, να αντικαταστήσουν την πρώτη βαθμολογία του ρώσου αθλητή Νέμοφ με μια άλλη ανώτερη. Ήταν τόσο το πάθος του κοινού, που παρά την πρωτοφανή αυτή αλλαγή συνέχισε τις αποδοκιμασίες, ζητώντας από τους κριτές ακόμα μεγαλύτερη βαθμολογία μέχρι που το σταμάτησε ο ίδιος ο ρώσος αθλητής.

Η πρώτη πολεμική ολυμπιάδα

Στην πραγματικότητα από την άποψη του κοινού οι ολυμπιακοί της Αθήνας είναι οι πιο πολιτικοί και πιο πολεμικοί από κάθε άλλους προηγούμενους. Είναι εδώ που ο αθλητικός ανταγωνισμός εκδήλωσε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά τη φύση του σαν πολέμου. Λένε ότι πολιτικές-πολεμικές ήταν βασικά οι ολυμπιάδες της Μόσχας και του Λος Άντζελες εξ αιτίας του αμοιβαίου μποϋκοτάζ των δύο υπερδυνάμεων στην εποχή του ψυχρού πολέμου. Ήταν πράγματι, αλλά ήταν μόνο στη μορφή τους, σαν διοργανώσεις. Εδώ στην Αθήνα ήταν πολεμικές στο περιεχόμενό τους, από την άποψη δηλαδή του κοινού που σαφώς ανήκε στον ένα από τους πόλους και μάλιστα τον φασιστικό πόλο της διεθνούς αντιπαράθεσης. Ασφαλώς πρόκειται μόνο για τα εγκαίνια μιας νέας περιόδου βαρβαρότητας στον αθλητισμό που εν πολλοίς πέρασαν απαρατήρητα από τους δυτικούς επειδή η Ελλάδα είναι πολύ μικρός παγκόσμιος παίκτης για να μετράνε οι γιούχες των σταδίων της σαν κάτι περισσότερο από μια τοπική εθνικιστική ιδιομορφία. Αυτός είναι ο λόγος που οι δυτικές εφημερίδες έπνιξαν την Ελλάδα στα εγκώμια και τις αυτοκριτικές ολοκληρώνοντας στο έπακρο τη ζημιά που έκαναν σε αυτό το λαό με την κριτική τους πριν τους Ολυμπιακούς. Γιατί έτσι δικαιώνουν για τα καλά στα μάτια του τη θεωρία περί συνομωσίας. Αφού όλες οι δυτικές χώρες με επικεφαλής τις ΗΠΑ ζητάνε συγνώμη σημαίνει ότι έχει δίκιο οι Ελλάδα που ισχυρίζεται πάγια ότι είναι όλες προκατειλημμένες εναντίον της και ότι αυτή πολύ σωστά στέκεται συνολικά ενάντιά τους όπως απέναντι σε μια συνομωσία. Στην πραγματικότητα οι δυτικοί κάνουν βλακώδη αυτοκριτική γιατί είναι οι φόβοι τους που αποδείχτηκαν βλακώδεις και όχι ο διοργανωτής αθώος. Γιατί από τη μια ποτέ δεν κατάλαβαν το πιο εύκολο πράγμα, ότι η Ελλάδα είναι μαχητικά αντιαμερικανική χώρα από πάνω ως κάτω και ότι κατά συνέπεια δεν υπήρχε γι’ αυτή θέμα τρομοκρατίας σε ένα κορυφαίο γεγονός εξωτερικής πολιτικής όπως η διοργάνωση μιας Ολυμπιάδας, αφού αυτή η εξωτερική πολιτική ταυτίζεται στην πράξη και στο πνεύμα της με εκείνη της Αλ Κάιντα. Άλλωστε αυτό το δήλωσαν με σαφήνεια οι άνθρωποι της Αλ Κάιντα στην Ελευθεροτυπία μετά τη σφαγή της 11 του Μάη στη Μαδρίτη και έμμεσα το επιβεβαίωσαν κυβερνητικοί κύκλοι που δήλωσαν στην ιταλική «Ρεπούμπλικα» ότι δεν ανησυχούν για την τρομοκρατία γιατί ανάμεσα στα άλλα έχουν το ατού της « ισορροπίας της εξωτερικής της πολιτικής. Η Ελλάδα κατόρθωσε να εξισορροπήσει την προσοχή και το σεβασμό για την ισλαμική Ανατολή με τη συμμετοχή της στη Δύση. (Η ισορροπία) επιβεβαιώθηκε με τη μη αποστολή στρατού στο Ιράκ και δεν διαστρεβλώθηκε από τη διακριτική παρουσία Ελλήνων στρατιωτών στο Αφγανιστάν. Το άλλο ατού «είναι οι άριστες σχέσεις με τον αραβικό κόσμο που επιτρέπουν τη λήψη πληροφοριών, οι οποίες κανονικά δεν φθάνουν σε άλλες χώρες της Ε.Ε.» (Ελευθεροτυπία, 8 Ιούλη 2004). Από την άλλη οι δυτικοί ήταν δικαιολογημένοι να νομίζουν ότι τα έργα θα καθυστερούσαν γιατί ποτέ δεν θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι τα καθυστέρησε σκόπιμα και ως την τελευταία στιγμή το καθεστώς των φίλων της Αλ Κάιντα για να κάνει πάμπλουτους έναν-δυο δικούς του εργολάβους.

Πραγματικά αυτοί οι ολυμπιακοί δίνουν ένα πελώριο διανοητικό και ψυχολογικό χτύπημα και οδηγούν ακόμα πιο χαμηλά στους φόβους, τις προκαταλήψεις και τα μίση της νέας γενιάς μας και στέλνουν ολόκληρο το λαό ακόμα πιο βαθιά στα χέρια της ντόπιας και της παγκόσμιας αντίδρασης. Πρόκειται για ένα μεγάλο σχολείο φασισμού.

Αυτό το σχολείο είναι σε τελική ανάλυση ένα δημιούργημα του σοσιαλφασισμού. Αυτός ευθύνεται ιδεολογικά, αλλά και υλικά γι αυτή την κατάπτωση ενός μεγάλου κομματιού του πληθυσμού της χώρας μας. Είναι οι σοσιαλφασίστες που με το πολύχρονο παραγωγικό, επιστημονικό και πολιτιστικό σαμποτάζ, με τη δημιουργία μιας εκτεταμένης παρασιτικής και διεφθαρμένης γραφειοκρατίας, με τον τεμαχισμό της μεγάλης παραγωγής και την αντικατάστασή της με μια αναρίθμητη μάζα αδύναμων μικρών αστών και μικροαστών και πάνω απ’ όλα με τη συρρίκνωση της πιο φωτισμένης τάξης, του βιομηχανικού προλεταριάτου, καταστρέψανε κάθε δημιουργική διάθεση και κάθε αληθινή πρωτοπόρα κίνηση αυτού του έθνους. Είναι ο σοσιαλφασισμός σαν ψευτοΚΚΕ, σαν ΣΥΝ, και πάνω απ’ όλα σαν Α. Παπανδρέου που υπήρξαν οι μεγαλύτεροι διαφθορείς-οργανωτές των ελαττωμάτων αυτού του λαού. Αυτοί βρίσκονται πίσω από την πραγματική κατάπτωση και τη συνακόλουθη πεσμένη αυτοεκτίμηση ενός λαού, που πραγματικά πολύ λίγο έφταιξε γι’ αυτό που έπαθε. Αυτοί φταίνε επειδή του έδωσαν έναν ψεύτικο εχθρό για να μισήσει και έναν ψεύτικο φίλο, τον ίδιο τον διαφθορέα και αργό δολοφόνο του, για να αγαπήσει.

Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα

Επειδή κάθε τι έχει μέσα του δυο πλευρές πρέπει να αναζητήσουμε και το θετικό μέσα στο αρνητικό. Το θετικό είναι ότι όπως κάθε λαός έτσι και ο δικός μας ζητάει τη λευτεριά και την αξιοπρέπεια και ότι μέσα από τα σπλάχνα του μια δημοκρατική και φωτισμένη μάζα, που ποτέ δεν πέθανε, νιώθει ότι κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει και γνήσια αντιπαρατίθεται και στον σοβινιστικό πυρετό, και στον αρρωστημένο και διεφθαρμένο πρωταθλητισμό και έχει εξοργιστεί με αυτή την ποταπή στάση των συμπολιτών της στα γήπεδα. Υπήρξαν τελικά ακόμα και μέσα στην αστική τάξη αρκετοί δημοσιογράφοι και σχολιαστές που καυτηρίασαν το αίσχος της κερκίδας με φωνές που καμιά φορά έφτασαν ως τις τηλεοράσεις.
Αλλά ακόμα και μέσα σε αυτές τις πιο βάρβαρες εκδηλώσεις υπάρχει ένας λαός και ένα έθνος που θέλει κάτι καλό να καταφέρει, κάτι για το σύνολο, κάποιο πραγματικό επίτευγμα που να τον βγάζει από τη βασανιστική διαδικασία της διάλυσης και του ατομικισμού. Είναι τέτοιας φύσης η προσπάθεια όλου αυτού του οργανωτικού επιτελείου να τελειώσει και να συντονίσει τα έργα που τόσο συστηματικά οι σοσιαλφασίστες καθυστέρησαν, τέτοια ακόμα περισσότερο η πολύ μαζική προσπάθεια των εθελοντών του 2004 να κάνουν μια καλή σύγχρονη διοργάνωση και τελικά να έρθουν σε επαφή και να εξυπηρετήσουν όσο μπορούσαν πιο τέλεια ένα διεθνές κοινό, τέτοια τελικά και η προσπάθεια των πολιτών της πρωτεύουσας να αντέξουν υπομονετικά αυτό το ανθυγιεινό εργοτάξιο που τους έπνιξε για δυο ολόκληρα χρόνια
Αυτά τα θετικά προσπαθεί να τα καπηλευτεί και τελικά τα καπηλεύεται πάλι ο σοσιαλφασισμός σαν Καραμανλής και σαν Παπανδρέου και πάνω απ΄όλα σαν Ελλάδα του «ορθόδοξου τόξου» και επιπλέον μέσα σε αυτά υπάρχει πάλι ο εθνικισμός και αυτή τη μορφή παίρνει αναγκαστικά για τις μάζες κάτω από τις δοσμένες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες ακόμα και το πιο ευγενικό ηθικό κίνητρο. Η αντιδραστική κυριαρχία ενσωματώνει μέσα της ακόμα και την άρνησή της. Όμως εμείς ξέρουμε ότι υπάρχουν ακόμα ζωντανές και πολυάριθμες δυνάμεις που αποτελούν αντικειμενικά εκδηλώσεις της μεγάλης πλατειάς παλλαϊκής αντίστασης στο σοσιαλφασισμό και το σοβινισμό. Η ίδια η κοινωνική ζωή κάθε στιγμή κάθε δευτερόλεπτο σε όλους τους τομείς της παραγωγής και της πνευματικής ζωής συγκρούεται, εξοργίζεται, αναδεύεται με δύναμη μέσα σε αυτό το θανατερό σάβανο όπου επιχειρούν να την φυλακίσουν και να την πνίξουν οι εχθροί της. Το μόνο που χρειάζεται είναι να δυναμώσει ο πυρήνας που θα οργανώσει όλο αυτό το αυθόρμητο της δημοκρατίας, της ανάπτυξης και της προόδου και θα το κάνει πολιτικό κίνημα. Χρειάζεται μόνο η κρίσιμη αρχική μάζα για να αλλάξουν πολλά και μάλιστα για να αλλάξουν πολύ πιο απότομα από όσο φανταζόμαστε. Έχουν πολλοί πολλά ενάντια στην επιδέξια μειοψηφία των συνωμοτών.
Ακόμα τίποτα δεν κρίθηκε. Ο σοσιαλιμπεριαλισμός δεν θα περάσει εύκολα σε αυτή τη χώρα.