Απειλή παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σε συνθήκες σοσιαλφασιστικής επίθεσης

(Μάρτης 2008)

 

 Bαριά σύννεφα συσσωρεύονται στην παγκόσμια οικονομία απειλώντας τον κόσμο με μια βαθιά οικονομική κρίση, ίσως και με ένα κραχ ανάλογο εκείνου του 1930. Από μια άποψη αυτή η κρίση ήδη έχει ξεκινήσει στις ΗΠΑ από τις αρχές του χρόνου. Λέμε από μια άποψη γιατί εκεί πραγματικά υπάρχει μια πιστωτική κρίση πρωτοφανούς μεγέθους για τη μεταπολεμική περίοδο και εξαιτίας αυτής της κρίσης έχουν αρχίσει να πλήττονται με ύφεση και κάποιοι τομείς της παραγωγής, όπως η οικοδομή και η αυτοκινητοβιομηχανία. Όμως ακόμα δεν έχουμε ούτε στις ΗΠΑ μια ολοκληρωμένη κρίση. Έχουμε προς το παρόν μια ύφεση γιατί ούτε εκεί δεν έχουν χτυπηθεί ακόμη τόσο πολύ βασικοί τομείς της πραγματικής αμερικάνικης οικονομίας, δηλαδή δεν έχουν χτυπηθεί οι βασικές παραγωγικές διαδικασίες με την καπιταλιστική έννοια, δηλαδή η βιομηχανία και οι υπηρεσίες. Αφού δεν έχει χτυπηθεί τόσο βαθιά η αμερικάνικη οικονομία, οπότε και η κατανάλωση των αμερικάνικων νοικοκυριών δεν έχει χτυπηθεί ούτε η παγκόσμια αγορά που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζεται από την αμερικάνικη κατανάλωση. Μάλιστα τώρα δα που μιλάμε σε μεγάλες περιοχές της γης, κύρια στη νέα καπιταλιστική Ασία (βασικά στην Κίνα και στην Ινδία), αλλά ακόμα και στη σχεδόν μόνιμα παραγωγικά τελματωμένη Ευρώπη δεν υπάρχουν καθαρά σημάδια μιας οικονομικής ύφεσης, πόσο μάλλον μιας οικονομικής κρίσης.

 

Όμως εκείνο που είναι ανησυχητικό είναι η δυναμική του φαινομένου στις ΗΠΑ και η ποιότητά του που μπορεί να μετατρέψει ανά πάσα στιγμή την ύφεση εκεί σε κρίση και την αμερικανική κρίση σε παγκόσμια. Ήδη το να συντρίβονται και να χρεωκοπούν μέσα σε ελάχιστες βδομάδες γιγαντιαίες τράπεζες επενδύσεων της Γουώλ Στριτ σαν την Bear Sterns και να σώνονται αποκλειστικά με την επέμβαση του αμερικανικού δημοσίου δεν είναι κάτι συνηθισμένο, ούτε είναι συνηθισμένο να εγγράφονται τεράστιες ζημιές σε μεγαθήρια του διεθνούς πιστωτικού συστήματος σαν τη Merrill Lynch, τη Morgan Stanley, ή να απειλείται η χρηματιστική ευστάθεια της μεγαλύτερης αμερικανικής τράπεζας που είναι η Citigroup. Στην πραγματικότητα αν αφηνόταν η αγορά να λύσει αυθόρμητα την αμερικάνικη πιστωτική κρίση και δεν επενέβαιναν συντονισμένα οι αμερικάνικες και οι ευρωπαϊκές νομισματικές αρχές να διοχετεύσουν απέραντα ποσά στο κλονιζόμενο αμερικάνικο πιστωτικό σύστημα και στην αμερικάνικη οικονομία γενικότερα η αμερικάνικη οικονομική κρίση θα ήταν τώρα γεγονός.

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι διεθνείς κρατικές και διακρατικές επεμβάσεις θα αποτρέψουν την έκρηξη μιας αμερικανικής και παγκόσμιας κρίσης. Αυτές οι επεμβάσεις είναι απλά αντιρροπιστικοί παράγοντες, αλλά το πώς ακριβώς αυτοί οι παράγοντες αλλά και η ίδια η παγκόσμια αγορά θα λειτουργήσουν στη συνέχεια, δύσκολα μπορεί να το εκτιμήσει κανείς σήμερα. Οι μόνοι που καμώνονται ότι ξέρουν ακριβώς τι θα γίνει είναι από τη μια μεριά οι περισσότεροι αστοί κρατικοί οικονομολόγοι και τραπεζίτες που αποκλείουν μια κρίση τύπου 1929 γιατί θέλουν να καθησυχάζουν τις αγορές και να αφήνουν αυθόρμητες στο δρόμο τους την πίστη, την κατανάλωση και τις επενδύσεις μέχρι την ίαση ή το θάνατο, και από την άλλη οι μικροαστοί χιλιαστές (κυρίως τροτσκιστές) που την περιμένουν και την προβλέπουν κάθε τόσο για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους της παγκόσμιας αντικαπιταλιστικής επανάστασης, στην ουσία το όνειρο τους να πάρουν με ένα πραξικόπημα την εξουσία και να γίνουν εκείνοι κρατικοί καπιταλιστές στη θέση των φιλελεύθερων.

Εμείς απλά λέμε ότι οι παράγοντες μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ενισχύονται όλο και περισσότερο τελευταία. Κι αυτό όχι τόσο γιατί μπήκαμε σε μια κατάσταση ύφεσης στις ΗΠΑ αλλά γιατί βρισκόμαστε στον πυρήνα μιας τεράστιας αποσταθεροποίησης του παγκόσμιου πιστωτικού συστήματος που το κέντρο του είναι ακόμα οι ΗΠΑ, οπότε πιθανής αποσταθεροποίησης και του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Όμως προβλέψεις του τύπου ότι θα έρθει η κρίση του 1929 δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε. Γιατί τέτοιες πελώριες και καταστροφικές κρίσεις είναι αποτέλεσμα όχι ενός-δύο αλλά πολλών παραγόντων ανισορροπίας που είναι δυνατόν τελικά να ενωθούν και να δώσουν ορμητικές συνισταμένες κατάρρευσης σε μια ορισμένη οικονομική ή και πολιτική συγκυρία.

 

Για τους χυδαίους μαρξίζοντες οικονομολόγους η κρίση είναι αναπόφευκτη γιατί γι’ αυτούς η αιτία κάθε κρίσης είναι η υποκατανάλωση, η αδυναμία δηλαδή των εκμεταλλευομένων μαζών να καταναλώσουν το παγκόσμιο υπερ-προϊόν που παράγουν. Αυτή είναι μια σχεδόν μόνιμη αδυναμία σύμφυτη με τον καπιταλισμό. Για τους μαρξιστές-λενινιστές η υποκατανάλωση είναι ένας παράγοντας που κάνει όλο και πιο ασταθή την παγκόσμια οικονομία, αλλά η πρώτη και βασική αιτία κάθε κρίσης είναι η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, ή αλλιώς η ανοργανωσιά της παραγωγής και της διανομής του παραγόμενου συνολικού προϊόντος σε παγκόσμια κλίμακα. Αν η επαπειλούμενη σημερινή κρίση προκαλεί τεράστιες ανησυχίες στους λαούς αλλά και στους πιο διορατικούς αστούς οικονομολόγους είναι ότι αυτή η ανοργανωσιά και αυτή η αστάθεια εκδηλώθηκε με εκρηκτικό τρόπο στην πιστωτική κρίση των ΗΠΑ και μια τέτοια αστάθεια δεν θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει μόνη της μια σειρά κρατικών μέτρων ενίσχυσης της καταναλωτικής δύναμης του αμερικάνικου λαού ή των άλλων λαών. Άλλωστε τέτοια μέτρα ήδη δοκιμάστηκαν στις ΗΠΑ κυρίως κατά των καταχρεωμένων ιδιοκτητών σπιτιών, αλλά δεν έχουν αναχαιτίσει ακόμα την πιστωτική κρίση. Σε συνθήκες τέτοιας καλπάζουσας παγκοσμιοποίησης μια επαπειλούμενη οικονομική κρίση θα μπορούσε να αναχαιτιστεί και να δώσει λιγότερες εκατόμβες θυμάτων μόνο μέσα από μέτρα παγκόσμιας διακυβέρνησης πράγμα πρακτικά αδύνατo στην εποχή του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού, δηλαδή στην εποχή των πιο σκληρών διακρατικών οικονομικών και πολιτικών συγκρούσεων.  

Ποιος λοιπόν μπορεί τώρα να κάνει έναν οικονομικό συντονισμό αναχαίτισης της κρίσης; Αν υπήρχαν σπέρματα αυτού του συντονισμού δεν θα είχε καν εκδηλωθεί η αμερικάνικη πιστωτική κρίση. Αν την προσέξει κανείς θα διαπιστώσει ότι ενώ είναι προς το παρόν αρκετά «αμερικάνικη» στη μορφή και στα αποτελέσματά της είναι εξαιρετικά διεθνής στο περιεχόμενό της. Πως έγινε αυτή η κρίση; Έγινε επειδή ένας πελώριος όγκος χρηματιστικού κεφάλαιου μαζεύτηκε από όλον τον κόσμο στα χέρια κερδοσκόπων που παίξανε στην ασιατική έκρηξη των κερδών και στην ψηλή τιμή του πετρελαίου. Αυτό το εξαιρετικά ευκίνητο κεφάλαιο θέλησε να αποκτήσει δύο πράγματα ταυτόχρονα: να τοποθετηθεί στη γη που γενικά είναι πιο ασφαλής από άλλες επενδύσεις αλλά και να επωφεληθεί από την αλματώδη αύξηση της τιμής της γης, οπότε και της γαιοπροσόδου σε χώρες σαν τις ΗΠΑ. Η τιμή της γης εκεί ανέβηκε μετά την πτώση της τιμής της στα 1998. Αυτό το διεθνές κερδοσκοπικό κεφάλαιο δεν κατευθύνθηκε στις συνηθισμένες τοπικές εμπορικές τράπεζες που δίνουν ενυπόθηκα δάνεια για σπίτια σε λίγο-πολύ αξιόπιστους πελάτες, όπως γίνεται ας πούμε στην Ελλάδα, γιατί αυτού του είδους η αγορά δίνει μικρά σχετικά κέρδη. Κατευθύνθηκε σε ένα νέο «τραπεζικό προϊόν» που σκάρωσαν οι γιγαντιαίες επενδυτικές τράπεζες τύπου Bear Sterns και ονομάστηκε ενυπόθηκο δάνειο (mortgage) υψηλού κινδύνου (subprime). Τέτοια δάνεια είναι δάνεια που θα μπορούσε να πάρει κάθε αμερικάνος μικρο-ιδιοκτήτης που δεν είχε δυνατότητα να πετύχει φτηνό δάνειο από εμπορικές τράπεζες και ήταν διατεθειμένος να πληρώσει ψηλότερο επιτόκιο έχοντας στο μυαλό του ότι η αξία του σπιτιού του με το χρόνο θα αυξάνεται οπότε αν δεν μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος του θα δώσει πίσω το σπίτι του στην τράπεζα και στη χειρότερη περίπτωση θα μείνει χωρίς χρέος. Έτσι ακριβώς σκέφτηκαν και οι γιγαντιαίες επενδυτικές τράπεζες. Ότι δηλαδή ότι και να γίνει θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω κατάσχοντας και πουλώντας το σπίτι του χρεοκοπημένου ιδιοκτήτη. Έτσι λοιπόν αυτές οι τράπεζες έκοψαν σε χιλιάδες φέτες κάθε δάνειο που πήρε κάθε αμερικάνος μικρο-ιδιοκτήτης για το σπίτι του, το ανακάτεψαν μαζί με άλλα επενδυντικά «προϊόντα» (προϊόν είναι ένας εξωραϊστικός νεολογισμός για κάθε κερδοσκοπικό κεφάλαιο) και το πούλησαν σε κερδοσκόπους ραντιέρηδες σε όλο τον πλανήτη. Αυτοί ήταν τόσο σίγουροι ότι θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους, ώστε δεν αγοράζανε μόνο με τα δικά τους λεφτά αλλά δανείζονταν. Κάνανε δηλαδή το εξής. Βάζανε ας πούμε 1 εκατομμύριο δολάρια δικά τους και δανείζονταν άλλα 100 από την επενδυτική τράπεζα. Αν κέρδιζαν από την επένδυση 102 εκ δολάρια θα κέρδιζαν τελικά άλλο 1 εκ δολάρια από αυτά που έβαλαν.

Όμως συνέβη το εξής. Με την τεράστια ζήτηση για σπίτια, δηλαδή για γη, που προήλθε από αυτή τη μεγάλη διάθεση ρευστού, αυξήθηκε αστρονομικά η τιμή της γης. Όταν όμως κάποια στιγμή οι δανειστές ιδιοκτήτες δήλωσαν αδυναμία να πληρώσουν τις δόσεις του υποθηκευμένου σπιτιού τους και τα έβγαλαν στο σφυρί για να ξεχρεώσουν έστω το δάνειό τους διαπίστωσαν ότι η τιμή του είχε πέσει πολύ πιο κάτω από την αρχική τιμή. Έτσι και έχασαν το σπίτι τους και έμειναν χρεωμένοι. Και μόλις αυτή η προσφορά παλιών σπιτιών αυξήθηκε η τιμή της γης έπεσε ακόμα παρακάτω. Τελικά από τον πανικό έπεσαν τόσο πολύ οι τιμές της γης που οι επενδυτικές τράπεζες δεν μπορούσαν να πάρουν ούτε κατά προσέγγιση τα λεφτά τους πίσω, οπότε ούτε μπορούσαν να δώσουν πίσω τα λεφτά τους στους κερδοσκόπους κατόχους των subprime mortgages, που έχαναν όχι μόνο το 1 εκ δολάρια που βάλανε οι ίδιοι αλλά και μεγάλο μέρος και από τα 100 εκ δολάρια που δανείστηκαν. Έτσι κερδοσκοπικά κεφάλαια δισεκατομμυρίων χάθηκαν μέσα σε λίγους μήνες και οι επενδυτικές τράπεζες βρέθηκαν με τεράστια χρέη και σε κατάρρευση. Υπολογίζεται ότι αυτή η ζημιά ως τα σήμερα είναι 1000 δις δολάρια, όσο περίπου 5 ελληνικά ΑΕΠ. Όμως το χειρότερο δεν ήταν η μοίρα των κερδοσκόπων και των τραπεζών αλλά ότι εκατομμύρια αμερικανοί μικρομεσαίοι μείνανε ξαφνικά χωρίς σπίτι και μάλιστα φτάσανε στο σημείο να μην μπορούν ούτε να διαθέτουν πιστωτικό χρήμα γιατί αυτό τους δόθηκε με δεύτερη υποθήκη το σπίτι τους. Αλλά αυτή η απότομη πτώση της αγοραστικής δύναμης ενός μέρους του πληθυσμού σε συνδυασμό με την πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας δυνάμωσε την ανεργία και έφερε ένα γενικό φόβο στους μισθωτούς, οπότε έφερε παραπέρα πτώση της κατανάλωσης, ιδιαίτερα εκείνη των αυτοκινήτων, οπότε σημειώνεται τώρα σοβαρή ύφεση στην αυτοκινητοβιομηχανία. Με τη σειρά της η αύξηση της ανεργίας, αν και όχι μεγάλη ακόμα, όχι μόνο αποδυναμώνει την κατανάλωση, αλλά συνδυάζεται με μια γενική περιστολή του δανεισμού. Γιατί μετά την κρίση των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών υπάρχει κρίση σε όλο το πιστωτικό σύστημα. Καμιά τράπεζα δεν δανείζει στην άλλη γιατί όλες κρύβουν πόσο είναι εκτεθειμένες στα ενυπόθηκα υψηλού ρίσκου. Σε τέτοιες συνθήκες ούτε οι εμπορικές τράπεζες των ΗΠΑ δίνουν εύκολα καταναλωτικό χρήμα στους κατόχους καρτών, ούτε δίνουν εύκολα δάνεια σε μη ισχυρές επιχειρήσεις. Αυτός είναι ένας επί πλέον λόγος για τον οποίο και η κατανάλωση μειώνεται και η ανεργία αυξάνεται. Αυτό μπορεί να μετατρέψει την πιστωτική κρίση και την παραγωγική ύφεση σε πραγματική παραγωγική κρίση στις ΗΠΑ.

Αν αυτή η δραματική εξέλιξη έγινε δυνατή στις ΗΠΑ είναι γιατί το αμερικάνικο οικονομικό και πολιτικό επιτελείο στάθηκε ανίκανο να δει ότι η φούσκα της γης θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε πιστωτικό κραχ. Η αμερικάνικη αστική τάξη στάθηκε ανίκανη να δει το αυτονόητο, ότι δηλαδή η αξία της γης δεν μπορεί να ανεβαίνει ασταμάτητα στα ύψη και να απορροφάει ένα πελώριο τμήμα των παγκόσμιων κεφαλαίων όταν δεν ανεβαίνει η ίδια η αμερικάνικη παραγωγή, και όταν άλλωστε γι’ αυτό το λόγο τελικά το αμερικανικό δημόσιο και το εξωτερικό χρέος δυναμώνουν εδώ και χρόνια και το δολάριο καταρρέει. Αν η αμερικάνικη αστική τάξη στάθηκε ανίκανη να τα δει όλα αυτά είναι κυρίως γιατί δεν της ήταν εύκολο να αντιδράσει. Δύσκολα βλέπει κανείς έναν κίνδυνο που φοβάται να αντιμετωπίσει. Αυτό γίνεται στο βάθος γιατί η αμερικάνικη μονοπωλιακή αστική τάξη είναι σε οικονομική υποχώρηση, σε διπλωματική απομόνωση και σε εσωτερική πολιτική διάσπαση. Σε τέτοιες περίοδες δεν υπάρχει καμιά ισχυρή ταξική μερίδα και καμιά πολιτική μερίδα του κεφάλαιου να μπει φρένο στον ανταγωνισμό των μονοπωλιακών ομάδων μέσα στη χώρα. Έτσι ο οικονομικός φιλελευθερισμός από οικονομική πολιτική γίνεται πολιτική διαχείρισης του ίδιου του ιμπεριαλιστικού κράτους και της παγκόσμιας οικονομίας.  Μόλις τώρα το πρωτόγνωρο βάθεμα της κρίσης υποχρεώνει το πολιτικό σώμα της Ουάσιγκτον να παίρνει αμήχανα, σπασμωδικά και δίχως σοβαρά αποτελέσματα μέτρα οικονομικού παρεμβατισμού. Σε τελική ανάλυση η σημερινή οικονομική ύφεση και η επαπειλούμενη οικονομική κρίση στις ΗΠΑ είναι το υλικό σύμπτωμα της αμερικάνικης ιμπεριαλιστικής παρακμής. Γενικά είναι σύμπτωμα των βαθιών ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που διαπερνούν τον κόσμο σήμερα και κάνουν την παγκόσμια αστική τάξη ανίκανη σαν τέτοια να διαχειριστεί την όποια κρίση.

 

Το πιο μεγάλο κακό με μια παγκόσμια οικονομική κρίση, αν ξεσπάσει τώρα δεν θα είναι η τεράστια καταστροφή και δυστυχία που θα φέρει πάνω στους λαούς, αλλά ότι με τις σημερινές συνθήκες θα ενισχύσει το παγκόσμιο σοσιαλφασιστικό στρατόπεδο Ρωσίας-Κίνας-Ιράν και θα φέρει μια ώρα αρχύτερα έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο κανιβαλικού χαρακτήρα που θα προκαλέσει περισσότερα θύματα από όσα όλες οι κρίσεις και όλοι οι ως τώρα πόλεμοι μαζί. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια παγκόσμια οικονομική κρίση θα αφήσει άθικτους τους ρώσους, τους κινέζους και τους ιρανούς νεοναζιστές. Δεν υπάρχει  αμφιβολία ότι αν μπουν σε κρίση οι ΗΠΑ, θα μπει και η ΕΕ και αν αυτό συμβεί και η Κίνα θα δοκιμάσει ένα πελώριο πλήγμα καθώς είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός του κόσμου, αλλά και η Ρωσία και το Ιράν θα δοκιμάσουν κρίση επειδή με μια παγκόσμια μείωση της παραγωγής θα πέσει πολύ και η τιμή του πετρελαίου από το οποίο πλουτίζουν. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι αυτή τη στιγμή οι νεοναζιστικές χώρες δεν έχουν μπροστά τους ένα οργανωμένο επαναστατικό και δημοκρατικό κίνημα, ενώ στις δυτικές χώρες  υπάρχουν σοσιαλφασιστικοί πυρήνες και πολιτικά κινήματα που θα προσπαθήσουν να κερδίσουν πολιτικές και οικονομικές θέσεις για λογαριασμό των νεοναζιστικών χωρών. Κυρίως όμως οι ανατολικές κρατικοφασιστικές δικτατορίες πιο εύκολα μπορούν να οργανώσουν την πολιτική και οικονομική διπλωματία τους, να διασπάσουν τους αντιπάλους τους από όσο μπορούν εκείνοι. Επίσης πολύ πιο εύκολα από όσο οι φιλελεύθερες μισοδημοκρατίες μπορούν αυτές να φασιστικοποιήσουν τις μάζες στις χώρες τους παίρνοντας ακόμα και προσωρινά μέτρα φιλανθρωπίας για να τις οδηγήσουν λίγο μετά στο σφαγείο του πολέμου σύμφωνα με την πετυχημένη ως προς αυτό το σημείο εθνικοσοσιαλιστική γερμανική συνταγή. Είναι χαρακτηριστικό πόσο εύκολα και πόσο γρήγορα σήμερα το παγκόσμιο σοσιαλφασιστικό μπλοκ με τους καλολαδωμένους ιδεολογικούς και πολιτικούς μηχανισμούς του μπορεί σχετικά γρήγορα να εκστρατεύει και να πείθει τους πεινασμένους προλετάριους του τρίτου κόσμου και όλου του κόσμου ότι για παράδειγμα η βασική αιτία της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών και των τροφίμων είναι τα χρηματιστηριακά παιχνίδια του δυτικού φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού, η σπέκουλα με το πετρέλαιο που ευθύνεται κύρια τάχα για την άνοδο της τιμής του και η παραγωγή βιοκαύσιμων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα κινήματα για την τροφή έχουν γίνει μέχρι τώρα σε χώρες όπου οι σοσιαλφασίστες είναι στην αντιπολίτευση (Μαρόκο, Αίγυπτος, Αϊτή) ενώ η μεγαλύτερη και πιο ενδημική πείνα είναι στις χώρες όπου αυτοί είναι στην κυβέρνηση.

 

Ο ισχυρισμός ότι η πηγή της πείνας βρίσκεται στη Δύση αντιστρέφει την πραγματικότητα.

Ποτέ η χρηματιστηριακή σπέκουλα, που είναι μια μορφή τεχνητής ζήτησης δεν μπορεί από μόνη της να διαμορφώσει τις τιμές σε τόσο αστρονομικά ύψη για τόσο πολύ καιρό. Η μεγάλη αύξηση στην τιμή των πρώτων υλών οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αυξήθηκε πολύ η ζήτηση σε τρόφιμα στις νέες βιομηχανικές ιμπεριαλιστικές χώρες του πρώην τρίτου κόσμου, ιδιαίτερα στην Κίνα και λιγότερο στην Ινδία, χωρίς να αυξηθεί ανάλογα η παραγωγή τροφίμων. Αυτή η παραμέληση της γεωργικής παραγωγής ήταν μια συνειδητή απόφαση των σοσιαλιμπεραλιστών της Κίνας. Αυτοί προτίμησαν να ρίξουν όλα τα ξένα και τα ντόπια κεφάλαια στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και όχι στη γεωργία όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι κατά κανόνα χαμηλότεροι, ιδιαίτερα όταν στηρίζονται στη μικρή παραγωγή. Με το να αφήσουν υποανάπτυκτη τη γεωργία οι κινέζοι μονοπωλιστές πέτυχαν όχι μόνο να αυξήσουν τη συσσώρευση του βιομηχανικού κεφάλαιου, αλλά να διώξουν τη φτωχή κινέζικη αγροτιά από την ύπαιθρο και να τη φέρουν σαν εφεδρικό στρατό ανέργων στην πόλη έτσι ώστε να συντρίψουν ολότελα το εργατικό μεροκάματο στη βιομηχανία. Σε μεγάλο βαθμό μια πολιτική εγκατάλειψης της αγροτικής οικονομίας και της γραμμής της «πράσινης επανάστασης» ακολούθησε με πρότυπο την κινεζική και η νέα ινδική μονοπωλιακή βιομηχανική αστική τάξη, αν και όχι με τον αντεργατικό φασισμό και την ακραία συμπίεση του μεροκάματου όπως έκανε η πρώτη. Έτσι τα εύπορα μεσοστρώματα των ειδικών και των γραφειοκρατών καθώς και τα σχετικά  παλιά πιο καλοπληρωμένα τμήματα του κινέζικου προλεταριάτου, αλλά σε ένα βαθμό και του ινδικού, που αύξησαν την κατανάλωση τροφής, αύξησαν τις εισαγωγές τροφίμων οπότε και τη διεθνή ζήτηση τροφίμων χωρίς να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή αλλά και χωρίς η μεγάλη μάζα του κινέζικου και του ινδικού λαού να ζήσει καλύτερα.

Επίσης ο σοσιαλφασισμός έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες και για την αύξηση της παγκόσμιας τιμής των υδρογονανθράκων. Οι τιμές των υδρογονανθράκων αυξάνονται τα τελευταία χρόνια γιατί μειώνεται σχετικά η προσφορά τους την ώρα που εξαιτίας του ασιατικού οικονομικού μπουμ αυξάνεται σε τεράστιο βαθμό η ζήτησή τους. Δεν κατηγορούμε στο σημείο αυτό την Κίνα επειδή αυξάνει την ζήτησή της σε πετρέλαιο γιατί κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να αναπτύσσεται και να αναζητά ενεργειακούς πόρους. Εδώ αναφερόμαστε στην ενεργειακή γαιοπολιτική του άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν. Αυτή είναι πολιτική αρπαγής και ελέγχου όλων των πηγών υδρογονανθράκων στον πλανήτη έτσι ώστε κάποια στιγμή να μην υπάρχουν αρκετά ενεργειακά αποθέματα για να κινηθούν οι βιομηχανίες της Δύσης. Αν οι τιμές έχουν την τάση να ανεβαίνουν δεν είναι γιατί τώρα δα η προσφορά δεν καλύπτει τη ζήτηση αλλά γιατί η μελλοντική προσφορά τους προβλέπεται περιορισμένη. Οι κερδοσκόποι βλέπουν ακριβώς αυτήν την τάση να έρχεται. Αν εξαιρέσει κανείς τη Σαουδική Αραβία, τη Νιγηρία, τη Νορβηγία και τις ΗΠΑ δεν υπάρχει σήμερα χώρος του πλανήτη με μεγάλη παραγωγή υδρογονανθράκων που να μην ελέγχεται πολιτικά από το νεοναζιστικό άξονα και τις φιλικές του χώρες. Πρόκειται για χώρες που όλες τους χρησιμοποιούν τους υδρογονάνθρακες για οικονομικό εκβιασμό ή για οικονομική εξαγορά τρίτων. Αυτές οι χώρες, με πρώτη τη Ρωσία, κρατάνε επίτηδες χαμηλά τον ρυθμό εξόρυξης των υδρογονανθράκων ώστε να ανεβάζουν διαρκώς την τιμή τους. Όσο πιο ψηλά ανεβάζουν την τιμή τόσο πιο πολύ ανεβάζουν την αξία των αποθεμάτων τους και τόσο πιο πολύ στραγγαλίζουν οικονομικά και πολιτικά τα θύματά τους. Ακόμα όμως και αν εξετάσει κανείς χώρες σαν τη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και τη Νιγηρία θα διαπιστώσει ότι βρίσκονται κάτω από σοσιαλφασιστική περικύκλωση και απειλή. Οι άσχημες μελλοντικές προοπτικές της αγοράς υδρογονανθράκων είναι λοιπόν αυτές που αυξάνουν και θα αυξάνουν μοιραία τις τιμές τους όσο ο υπόλοιπος κόσμος θα παραπατάει στην ενεργειακή του άμυνα, όσο δηλαδή δεν θα καταφεύγει μακροπρόθεσμα στην πυρηνική ενέργεια και άμεσα στα βιοκαύσιμα και στο κάρβουνο. Γιατί ο σοσιαλφασισμός με τους εκούσιους και ακούσιους πράκτορές του, τους «οικολόγους», δουλεύει μακρόχρονα για να κλείσει αυτές τις μοναδικές ακόμα προσπελάσιμες στην ανθρωπότητα πηγές ενέργειας. Γι’ αυτό επί δεκαετίες συκοφαντεί με ένα μεσαιωνικό τρομοκρατικό παραλήρημα την πυρηνική ενέργεια, φράζει τη διαφυγή προς το κάρβουνο απειλώντας την ανθρωπότητα ότι θα πεθάνει από το φαινόμενο του θερμοκήπιου την ώρα που κινδυνεύει πριν από αυτό να πεθάνει από την πείνα και τον πόλεμο, και κατηγορεί στους φτωχούς τα βιοκαύσιμα (ή κυρίως τα βιοκαύσιμα) σαν τον δεύτερο μετά τους κερδοσκόπους υπεύθυνο για την αύξηση των τιμών των τροφίμων.

Τα βιοκαύσιμα καταλαμβάνουν ένα μέρος της παραγωγής καλαμποκιού και της σόγιας αλλά οι μεγαλύτερες ελλείψεις και οι ψηλότερες τιμές σήμερα είναι στο ρύζι και στο στάρι. Το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας της Πολιτικής Τροφίμων εκτιμάει ότι η παραγωγή βιοκαύσιμου ευθύνεται για το ένα τρίτο έως το ένα τέταρτο της αύξησης της συνολικής τιμής των τροφίμων, ενώ η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ εκτιμάει ότι τα βιοκαύσιμα θα αυξήσουν τις τιμές των τροφίμων κατά 10-15%. Πέρα από αυτά δεν ξέρουμε πόσο αυτοί οι λογαριασμοί παίρνουν υπόψη τους το γεγονός ότι τα βιοκαύσιμα αποσυμπιέζουν την τιμή του πετρελαίου που δίχως αυτά θα ανέβαινε σε ακόμα πιο δυσθεώρητα ύψη και θα αύξαινε ανάλογα και το κόστος των τροφίμων καθώς μπαίνει στα βασικά έξοδα παραγωγής τους.

Πραγματικά μια βαθιά οικονομική κρίση σήμερα με κέντρο τις ΗΠΑ δεν θα επιτάχυνε την επανάσταση αλλά τον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η ύφεση και η ανεργία της φάσης διευκολύνει την άνοδο στις ΗΠΑ της σοσιαλφασίστριας Κλίντον που παίζει ενάντια στο γενικά φιλελεύθερο Ομπάμα τις πιο βρώμικες χορδές του αμερικάνικου εθνικισμού, του λευκού συντηρητισμού και κρυφορατσισμού και πάνω απ’ όλα του εργατισμού. Ούτε επίσης πρέπει να μας διαφεύγει ότι την ώρα που οι γιγαντιαίες αμερικανικές τράπεζες κλονίζονται έρχεται να τις στηρίξει το κινέζικο κρατικομονοπώλιο. Είναι χαρακτηριστικά τα τεράστια ποσά που διοχέτευσε το κινέζικο κράτος στις αμερικανικές τράπεζες και πρώτα και κύρια στη Morgan Stanley που για να σωθεί αναγκάστηκε να πουλήσει το 10% των μετοχών της στην κινεζική επενδυτική κρατική τράπεζα την China Investment Corp (Monde, 21.12.2007). Αυτή ίσως είναι και μια ένδειξη ότι μπορεί ο κινέζικος σοσιαλιμπεριαλισμός να προτιμάει περισσότερο από μια ολόπλευρη αμερικάνικη, οπότε πιθανά και παγκόσμια  κρίση, μια οικονομική εξάρτηση της αμερικάνικης υπερδύναμης μέσω της διείσδυσής του στο αμερικανικό οικονομικό μονοπώλιο. Πραγματικά όπως το αποθηκευμένο πετρέλαιο και φυσικό αέριο για τη Ρωσία, έτσι και το πελώριο πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου είναι το απαράμιλλο εργαλείο της Κίνας για τη διάσπαση και τη στρατηγική περικύκλωση του αντιπάλου πριν από την εξαπόλυση ενός πολέμου. Ίσως αυτό το χρυσό χρηματιστικό πλεόνασμα της Κίνας αλλά και άλλων χωρών ραντιέρηδων του πετρελαίου αποτρέψουν το ξέσπασμα αυτής της επαπειλούμενης κρίσης αλλά με το πικρό αντάλλαγμα της υποδούλωσης των δημοκρατικών χωρών σε αυτούς τους ραντιέρηδες. Και οι πιο πρόθυμοι για να περάσουν αυτές τις νέες αλυσίδες στους λαούς της ΕΕ και των ΗΠΑ είναι οι δυτικοί μονοπωλιστές που οι κινέζοι και οι ρώσοι σοσιαλφασίστες απέδειξαν ότι ξέρουν τόσο καλά στο Βουκουρέστι (με την Ουκρανία και τη Γεωργία) και στο Παρίσι, το Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη με τους άλλους ηγέτες των μονοπωλίων που σκύβουν μπροστά στους εκβιασμούς της Κίνας για το Θιβέτ.