ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ ΑΡΧΕΙΟ email

Γραφεία:
Χαλκοκονδύλη 35
104 32 Αθήνα
Τηλ-Fax
210 5232553

  ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΝΤΙΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ

Το πιο χαρακτηριστικό σε τούτο το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι ότι κανένας εκδοτικός οίκος, ακόμα και από εκείνους που θεωρούνται προοδευτικοί, δεν θέλησε να αναλάβει την ευθύνη της έκδοσης του. Αυτή η άρνηση δεν είχε γενικά να κάνει με αντιθέσεις στο περιεχόμενο ή στη μορφή του. Απλά οι εκδότες ομολόγησαν την αδυναμία τους να αναλάβουν την ευθύνη να φέρουν μπροστά στο ελληνικό κοινό μια εκδοχή του μακεδονικού αντίθετη, ή καλύτερα αντίστροφη από την κυρίαρχη. Φοβήθηκαν ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με μια σύγκρουση με ένα ολόκληρο καθεστώς. Και είχαν δίκιο.
Ο "ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας" δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη μια ή την άλλη μερίδα της άρχουσας τάξης, και με τη μια ή την άλλη ιδεοληψία τους που μόνο μερικά κυρίαρχη μπορεί να είναι μέσα στις μάζες. Το βιβλίο αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την κεντρική ιδέα της νεοελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας που σαν τέτοια είναι κυρίαρχη μέσα στην άρχουσα τάξη και έχει αδράξει τις μάζες.
Πρόκειται για την ιδέα ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξ αιτίας της ανωτερότητας του έχει την ικανότητα να αφομοιώνει τις άλλες, υποτίθεται πολιτιστικά κατώτερες εθνότητες. Αυτή η ιδέα της "αφομοιωτικής ικανότητας" είναι μια σύγχρονη επιβίωση της "Μεγάλης Ιδέας" η οποία μεσουράνησε στην εποχή της εδαφικής επέκτασης του νεοελληνικού κράτους και που εξακολουθεί και σήμερα να προσδιορίζει το εποικοδόμημα.
Η "Μεγάλη Ιδέα" ήταν η απαίτηση για ελληνική κρατική κυριαρχία σε ένα έδαφος όπου δεν ζούσαν Έλληνες. Η βία ήταν η μόνη αποτελεσματική μέθοδος μιας τέτοιας εδαφικής επέκτασης. Ο εθνικός καταναγκασμός και η εθνική εκκαθάριση ήταν η μόνη μέθοδος "αφομοίωσης" των ντόπιων μη ελληνικών πληθυσμών. Ο "ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας" παρουσιάζει την πρώτη φάση αυτής της διαδικασίας στη διάρκεια της οποίας συντελείται το βασικό έγκλημα του ελληνικού επεκτατισμού, η επίθεση ενάντια στη συγκρότηση του νεαρού, τότε, μακεδονικού έθνους και η παρεμπόδιση της δημιουργίας ενός πολυεθνικού και δημοκρατικού μακεδονικού κράτους. Αυτό το έγκλημα, που στην ελληνική ιστοριογραφία εμφανίζεται σαν ηρωική απελευθέρωση, ολοκληρώνεται αργότερα με τη συστηματική εθνοεκκαθάριση του μακεδονικού πληθυσμού που έζησε σε συνθήκες κατοχής μέσα στα νέα ελληνικά σύνορα. Όλη αυτή η βάρβαρη διαδικασία κρύβεται κάτω από τον όρο της "πολιτιστικής αφομοίωσης".
Η σφαγή, η λεηλασία, ο ξεριζωμός, το υποχρεωτικό και ελληνόφωνο σχολείο και η υποχρεωτική ελληνόφωνη εκκλησία ήταν οι μέθοδες αυτής της "πολιτιστικής αφομοίωσης". Ο στρατιώτης, ο δάσκαλος, και ο παπάς ήταν οι βασικοί φορείς της. Όλη αυτή η βρώμικη διαδικασία βρίσκει το ιδεολογικό της περίβλημα, δηλαδή τη δικαιολόγηση και την απόκρυψη της στην "αφομοιωτική ικανότητα του ανώτερου ελληνικού πολιτισμού".
Αυτή η δικαιολόγηση δεν είναι πρωτοφανής στο σύγχρονο κόσμο. Η αποικιοκρατική βία χρησιμοποίησε για τον εαυτό της αυτό το περικάλυμμα και ο ρατσισμός είναι το υποχρεωτικό παιδί κάθε βίας που θέλει να στηριχθεί σε κάποια εγγενή ανωτερότητα ενός έθνους πάνω σε άλλα. Μια τέτοια εγγενής ανωτερότητα είναι και η πολιτιστική, όταν αυτός ο πολιτισμός αποτυπώνεται στο άτομο ανεξάρτητα από τη θέληση του, σχεδόν γενετικά, σαν γλώσσα και σαν ιστορία όπως γίνεται με τον "ελληνικό πολιτισμό".
Ο ιμπεριαλισμός που στηρίζεται κύρια στην στρατιωτική βία, δηλαδή ο ιμπεριαλισμός χιτλερικού τύπου, έκανε το ρατσισμό το κατ΄ εξοχήν ιδεολογικό όπλο της δράσης του. Η ήττα του χιτλερισμού και το σχεδόν ταυτόχρονο τέλος της αποικιοκρατίας σήμαινε και την ιδεολογική ήττα κάθε μορφής ρατσισμού.
Όμως ο ελληνικός εθνορατσισμός, που παίρνει τη μορφή της "πολιτιστικής ανωτερότητας του ελληνισμού" δεν δέχτηκε μια συντριπτική ήττα μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όπως έγινε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Την επιβίωση του τη χρωστάει κυρίως στο γεγονός ότι οι εθνορατσιστικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ουσιαστικά οι σοβινιστικές δυνάμεις αντί να ακολουθήσουν το φασισμό στην πτώση του, αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος της εμφυλιοπολεμικής πάλης που έδωσε όλη η αστική τάξη για να διατηρήσει την εξουσία της απέναντι στην προλεταριακή διεθνιστική επανάσταση του 1946-49.
Η ήττα αυτής της επανάστασης και πιο πολύ η προδοσία της από τα μέσα, με τη δημιουργία ενός υπεραντιδραστικού υποτιθέμενου ΚΚΕ μετά το 1960 στη θέση του προηγούμενου επαναστατικού, έδωσαν την ιδεολογική ηγεμονία στις πιο μαύρες σοβινιστικές δυνάμεις.
Η αριστερά έπαψε να αξίζει αυτό το όνομα από την ώρα που έπαψε να υποστηρίζει το δίκιο των καταπιεσμένων εθνικά μακεδόνων και να αντιπαλεύει τους δυνάστες τους. Το μεγαλείο της παλιάς επαναστατικής αριστεράς και οι θυσίες της οφείλονται κύρια στη στάση της στο μακεδονικό. Το μακεδονικό ήταν και είναι ακόμα η λύδια λίθος του διεθνισμού και του συνεπή δημοκρατισμού σε τούτη δω τη χώρα.
Παρά την ήττα λοιπόν των σοβινιστικών δυνάμεων στην Κύπρο το 1974 και την απώθηση που γέννησε στον ελληνικό λαό η εφτάχρονη διχτατορία τους, η κεντρική σοβινιστική ιδέα όχι μόνο δεν νικήθηκε αλλά ανανεώθηκε. Μια ολότελα διεφθαρμένη "αριστερά" και ένας εθνορατσιστικός παπανδρεϊσμός όχι μόνο άφησαν ανέπαφο το σοβινιστικό οικοδόμημα και τα άντρα του δηλαδή το στρατό, την εκκλησία και σχολείο, άλλα έδωσαν στον ελληνικό εθνορατσισμό νέα πνοή και "αριστερή αντιϊμπεριαλιστική" φρέσκαδα.
Στην πραγματικότητα όλη η περίοδος της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας άφησε αλώβητο τον βαθύ ιδεολογικό πυρήνα του καθεστώτος. Αυτό οφείλεται στο ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου, που γέννησε ουσιαστικά τη μεταπολιτευτική δημοκρατία καθώς υποχρέωσε
την άρχουσα τάξη σε πρωτοφανείς υποχωρήσεις, εξ αιτίας της μικροαστικής φύσης των δυνάμεων που καθοδήγησαν αυτήν την εξέγερση , δεν μπόρεσε να πάει την κριτική της απριλιανής διχτατορίας ως την κριτική του σοβινισμού που ήταν η ουσία της.
Η διχτατορία έγινε για να πραγματοποιήσει ένα από τα τελευταία εδαφικά επεκτατικά υπολείμματα της "Μεγάλης Ιδέας", την "Ένωση" με την Κύπρο. Η πτώση της διχτατορίας οφείλεται στην πραχτική αποτυχία αυτού του σχεδίου και όχι στην ιδεολογική του χρεοκοπία.
Έτσι η παλιά βαθιά αρρώστια συνέχισε να δουλεύει κάτω από το λεπτό στρώμα του μεταπολιτευτικού δημοκρατισμού.
Οι κυβερνήσεις άλλαζαν, η αστική τάξη διασπιόταν, χίλιες γραμμές άνθιζαν στους κόλπους της, αλλά οι "εθνικές" ιδεολογικές σταθερές έμειναν αναλλοίωτες: Πάγιος αντιτουρκισμός για μια εκδίκηση στην Κύπρο, άγρια καταπίεση των δύο "αναφομοίωτων" εθνικών μειονοτήτων, της τούρκικης και της μακεδονικής. Τα βιβλία των σχολείων και οι έδρες των Πανεπιστημίων συνέχιζαν με τα παλιά στερεότυπα.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλης της Ευρώπης και των συνειδητών ελλήνων δημοκρατών βγήκε από τα έγκατα της γης ο μεσαίωνας του 1992, ο μεσαίωνας των μακεδονικών συλλαλητηρίων, για να υποχρεωθεί μια χώρα, ένα έθνος, ένας λαός να αλλάξουν με τη βία το όνομα τους.
Η κλασσική χουντική, βασιλική και χίτικη δεξιά ήταν εδώ ενωμένες με μια τερατώδη υποτιθέμενη αριστερά. Το έκτρωμα ήρθε στο φως και μάλιστα χειρότερο από κάθε άλλη φορά.
Γιατί στο μεταξύ άλλαξαν και οι παγκόσμιες και τοπικές συνθήκες. Ο ελληνικός σοβινισμός, ένας αιώνια θρασύδειλος τοπικός τραμπούκος, ψάχνει πάντα για διεθνείς προστάτες προκειμένου να ικανοποιήσει τα άνομα πάθη του.
Απογοητευμένος λοιπόν από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και αφού πέρασε μια εποχή αναδίπλωσης μέσα σε μια μισοκαθαρμένη από τον εθνικισμό Ενωμένη Ευρώπη, βρήκε γεμάτος συγκίνηση τον παλιό του ανυπέρβλητο προστάτη και διαφθορέα, την Ρωσία του νέου τσαρισμού, του τσαρισμού με τα πυρηνικά. Στόχος του να πάρει εκδίκηση για το κυπριακό.
Τώρα σήμανε η ώρα, η "υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού", η αιώνια αυταπάτη του μικρού τραμπούκου, να δεθεί με την "ορθοδοξία" που το γεωπολιτικό της παγκόσμιο σκήπτρο της κρατάει πάντα η αντίδραση του Κρεμλίνου. Ο εθνορατσισμός ενώνεται με τον πιο ταιριαστό του σύντροφο: το θρησκευτικό μυστικισμό. Το "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών" ξαναγεννιέται σε μια νέα πρωτόγνωρη κλίμακα. Ο Παρθενώνας δίνει τα σκήπτρα του στο "Άγιον Όρος". Η γεροντική εκδήλωση της παιδικής αρρώστιας της ελληνικής αστικής τάξης, την κάνει ταυτόχρονα αποκρουστική και γελοία. Ο μικρός τραμπούκος των Βαλκανίων δεν έχει καν την ορμή του της αρχής του αιώνα, ούτε την αφέλεια του. Οι μακεδονομάχοι της πλατείας Αριστοτέλους του '92 είναι ακόμα πιο θλιβερές ανταύγειες του ασκεριού τυχοδιωκτών του 1903 που περιγράφει στο βιβλίο τούτο ο Δ. Λιθοξόου. Γι' αυτό και οι φωνές τους σβήνουν γρήγορα μέσα στη σύγχυση.
Όλη η ιστορία με το όνομα Μακεδονία είναι, από πολιτική άποψη, μόνο μια απόπειρα των ρωσόφιλων να αποκόψουν τη σλάβικη και "ορθόδοξη" Δημοκρατία της Μακεδονίας από την ευρωπαϊκή τροχιά και να την οδηγήσουν στα χέρια της Μόσχας, δηλαδή στο "ορθόδοξο τόξο". Γι΄ αυτό τα συλλαλητήρια απευθύνονται μόνο στη Δύση που δεν πρέπει να αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα ούτε καν με τον όρο "Μακεδονία", και καθόλου στη Μόσχα που επιτρέπεται να αναγνωρίζει τη χώρα αυτή με όνομα το σκέτο "Μακεδονία".
Όμως η ιδεολογική καρδιά του ζητήματος παραμένει. Ότι και να γίνει με το όνομα της γειτονικής χώρας, όσο κι αν ο τραμπούκος υποκύψει στο μακεδονικό για να κρατήσει ανοιχτό και ισχυρό το κεντρικό αντιτούρκικο του μέτωπο, η μεγάλη και τερατώδης κραυγή των συλλαλητηρίων είναι πάντα ζωντανή και γονιμοποιεί διαρκώς τον ανερχόμενο νέο μεσαίωνα και δηλητηριάζει ταχύτατα μια χώρα την οποία ο κυρίαρχος σοβινισμός καταδικάζει στο ευρωπαϊκό περιθώριο.
Η κραυγή "η Μακεδονία είναι η ψυχή μας" είναι η παραστατική μορφή που παίρνει η υστερική ιδεοληψία ότι "η Ιστορία είναι η ψυχή μας" ή αλλιώς ότι "η ψυχή μας είναι ο πολιτισμός μας, ο ιστορικά ανώτερος πολιτισμός μας". Στην πραχτική και υπαρκτή, δηλαδή στη συγκεκριμένη του καταβύθιση σε σχέση με τα άλλα προηγμένα έθνη, στην απομάκρυνση του από αυτά στο παραγωγικό και στο επιστημονικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο του πολιτισμού των ζωντανών, πραχτικών ανθρώπων, σ΄ αυτή δηλαδή την πραγματική του μείωση, ο Έλληνας φιλισταίος κρατιέται από τον αληθινά μεγάλο πολιτισμό ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια και τους οποίους ορίζει προγόνους του.
Ο ίδιος αυτός μάλιστα γίνεται ο αποκλειστικός τους απόγονος και κληρονόμος. Και όταν ακόμα ξέρει ότι δεν είναι γονιδιακός απόγονος τους του φτάνει που είναι ο "πολιτιστικός" τους. Κρατάει με λατρεία τους παλιούς τίτλους όπως ο ξεπεσμένος αριστοκράτης τα οικόσημα του. Η τραγωδία του έλληνα μικροαστού είναι ότι λατρεύει οικόσημα που δεν του ανήκουν.
Ο "ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας" είναι μια ουσιαστική συνεισφορά στο να γκρεμιστεί αυτή η γελοία αυταπάτη. Και αυτό γίνεται με τον πιο ωμό τρόπο.
Είναι ο τρόπος των γεγονότων. Αυτό που λείπει στην ακαδημαϊκή ελληνική ιστοριογραφία για το μακεδονικό δεν είναι η κατάλληλη ερμηνεία. Η διαστρέβλωση εδώ δεν γίνεται στο επίπεδο της λαθεμένης ανάλυσης των γεγονότων όπως γίνεται με τις λεπτές εξαπατήσεις "ανώτερου" και "λεπτού" επιπέδου στις οποίες καταφεύγει η αντίδραση σε μια μεταγενέστερη εποχή. Εδώ, στον νεοελληνικό ιδεολογικό μεσαίωνα, ζούμε τη βαρβαρότητα
του ενταφιασμού των γεγονότων και της ανενδοίαστης αντιστροφής όσων δεν μπόρεσαν να ταφούν. Ο Λιθοξόου φέρνει στην επιφάνεια και αποκαθιστά τα γεγονότα και αυτά παίρνουν αμέσως την εκδίκηση τους και ανοίγουν το δρόμο για μια έρευνα και ανάλυση εφ΄ όλης της ύλης στη λεγόμενη εθνική πολιτική από τις αρχές του αιώνα. Το μεγάλο ζήτημα στην παρούσα φάση είναι να κλείσουν τα ζητήματα στρατοπέδου στην ιστορική έρευνα, ιδιαίτερα στην έρευνα του μακεδονικού.
Είναι δηλαδή η ώρα να φτιαχτεί ξανά το στρατόπεδο της δημοκρατίας και της αλήθειας απέναντι στο κυρίαρχο στρατόπεδο του φασισμού και της εξαπάτησης.
Σε αυτή τη φάση τα εργαλεία και τα υλικά του προοδευτικού στρατοπέδου είναι τα απαραίτητα, αδρά, αλλά στέρεα αντιπαρατίθενται στους δουλεμένους για έναν αιώνα αλλά πάντα ετοιμόρροπους όγκους του εθνικού ψέματος.
Σε ότι αφορά το μακεδονικό υπάρχει άμεση ανάγκη να μπουν τα δύο βασικά σημεία του όπως τα τοποθετεί ο Λιθοξόου: πρώτο, η ύπαρξη και η είσοδος στο ιστορικό προσκήνιο ενός νεαρού έθνους, του μακεδονικού, που εκδηλώνεται με την επανάσταση του Ίλιντεν και δεύτερο, η εξωτερική επεκτατική και εθνοεκκαθαριστική επέμβαση του ελληνικού κράτους μέσα στο χώρο στον οποίο συγκροτείται αυτό το έθνος. Όπως λεει και ο τίτλος του βιβλίου ο ελληνικός αγώνας είναι αντιμακεδονικός. Το μακεδονικό αναδεικνύεται εδώ στην πραγματικότητα του, σαν ψυχή όχι των νέων Ελλήνων αλλά του νεοελληνικού σοβινισμού.
Δίχως να ξεκαθαρίσουν με τον ελληνικό σοβινισμό καμία αξιόλογη ιστοριογραφία δεν είναι δυνατή για τους έλληνες ιστορικούς.
Δίχως αυτή την "εθνική αυτοκριτική" δεν είναι δυνατή, ούτε κριτική στον βουλγάρικο σοβινισμό και τη δική του αντιμακεδονική εθνοεκκαθάριση, ούτε ακόμα περισσότερο κριτική στον πολύ πιο πρόσφατο μακεδονικό. Αλλά ούτε μπορεί να γίνει λόγος για σοβαρή ανάλυση της διπλωματικής και πολιτικής επέμβασης των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Ρωσίας, στο σχηματισμό των βαλκανικών κρατών, ιδιαίτερα των σλαβικών και των "ορθόδοξων". Όλες αυτές οι έρευνες απαιτούν μια ιδεολογική αποκάθαρση, μια απελευθέρωση από τα δεσμά της "μεγάλης ιδέας" και κάθε άλλης εθνικής προκατάληψης. Μια τέτοια απελευθέρωση θα γίνει δυνατή όταν η κριτική φτάσει ως τον τρόπο σχηματισμού του νεοελληνικού κράτους και κυρίως στο ίδιο το εικοσιένα που πρώτο δίδαξε την εθνοκάθαρση σε όλα τα Βαλκάνια με την εξόντωση του τούρκικου πληθυσμού του νέου κράτους.
Αλλά οι μαζικές προκαταλήψεις αποτελούν υλική δύναμη και μάλιστα πανίσχυρη.
Έτσι βρισκόμαστε αυτόματα στην εποχή όπου η αλήθεια απαιτεί με τη σειρά της μια ξεχωριστή ιδεολογική δύναμη. Και αυτή η δύναμη δεν μπορεί να βρεθεί ούτε μέσα στους κύκλους της κατά κανόνα "εθνικά" διυλισμένης και κρατικοδίαιτης ακαδημαϊκής διανόησης,
Ούτε να εκτοξευτεί στο μέσο της ιδεολογικής ζύμωσης από τους έγκυρους εκδοτικούς οίκους. Όλοι αυτοί στην καλύτερη περίπτωση προτιμούν να παρακολουθήσουν τη μάχη από τις γρίλιες των παραθύρων τους για να δουν αν οι τολμητίες θα επιζήσουν από την οργή της αντίδρασης και της καθυστέρησης.
Η απαραίτητη δύναμη μπορεί να βρεθεί μόνο σε εκείνο το πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα που εκφράζει την αληθινή κίνηση του λαού, οπότε και την αληθινή και αναγκαία ιστορικά κίνηση των πραγμάτων.
Αυτό το ρεύμα ήταν φυσικό να εκδηλωθεί μαχητικά ενάντια στην νεομεσαιωνική έκρηξη του '92 και να σταθεί στην πλευρά του δίκιου, δηλαδή ενάντια στην εκστρατεία του ονόματος, ενάντια στη συμμαχία με τους εθνοεκκαθαριστές της Βοσνίας, υπέρ της ειρήνης με την Τουρκία, και ενάντια στη φασιστική βία στη μακεδονική και τούρκικη εθνική μειονότητα.
Σε αυτό το ρεύμα ήταν καθώς φαίνεται υποχρεωτικό να ανήκει όχι μόνο ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου αλλά και οι εκδότες του.
Θα πρέπει να πούμε μάλιστα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ίδιο το βιβλίο προκάλεσε τη γέννηση του εκδοτικού μηχανισμού, ενός μηχανισμού που να είναι σε θέση να αναλάβει από δω και μπρος ανάλογες "βέβηλες αποστολές".
Αυτό τον εκδοτικό μηχανισμό τον ονομάσαμε Μεγάλη Πορεία για να δείξουμε ότι μας περιμένει μια μακρόχρονη, κοπιαστική και αδυσώπητη πορεία ιδεολογικού πολέμου για να καταχτήσουμε σα λαός και σαν χώρα την αληθινή συνείδηση του εαυτού μας.
Αυτή δεν είναι μόνο, ούτε είναι κυρίως, μια απαίτηση ιδεολογικής χειραφέτησης. Είναι για όλη αυτή την περίοδο που έρχεται ένα καθήκον ζωής και θανάτου κυριολεκτικά. Οι έμποροι των πιο αρρωστημένων παλιών εθνικών προκαταλήψεων και οι δημιουργοί των καινούργιων δεν είναι απλά ένας υπόκοσμος. Ετοιμάζουν πυρετωδώς φασιστική διχτατορία, τη χειρότερη που θα έχει γνωρίσει ποτέ αυτός ο τόπος, και το πιο τερατώδες, ετοιμάζονται να μας ρίξουν σε έναν άδικο πόλεμο στο πλευρό ενός επιθετικού παγκόσμιου στρατοπέδου δίπλα στους μουλάδες του Ιράν, στους βασανιστές μανδαρίνους του Πεκίνου, και, κυρίως στους "ορθόδοξους" και φαιοκόκκινους Τσάρους του Κρεμλίνου. Για τα Βαλκάνια αυτό θα σημάνει
έναν πόλεμο των πάντων ενάντια στους πάντες.
Η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, είναι απαραίτητη για την καταστροφή όλων των βαλκανικών εθνικών μύθων στο βαθμό που αυτοί οι μύθοι είναι φτιαγμένοι για να επιτρέπουν
σε όλα ανεξαίρετα τα Βαλκανικά κράτη την αρπαγή εδαφών και την αμφισβήτηση των σημερινών συνόρων. Αυτό είναι φυσικό γιατί όλοι αυτοί οι μύθοι στηρίζονται στην ιστορία και επιζητούν την επιστροφή σε κάποια παλιά, υπαρκτή ή ανύπαρκτη κατάσταση που αφορά εδάφη και ανθρώπους. Ο σοβινισμός, πάντα μεταφυσικός, αρνείται να παραδεχτεί ότι πρέπει να ξεκινάει κανείς όχι από τα δίκια και τα άδικα του παρελθόντος αλλά από τους σημερινούς συγκεκριμένους ανθρώπους που γεννήθηκαν μέσα από αυτά τα δίκια και τα άδικα, που έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για τον εαυτό τους, που επικοινωνούν με τους άλλους ανθρώπους με έναν ορισμένο υλικό τρόπο μέσα και έξω από τα σύνορα του σημερινού τους κράτους. Οι ιδέες της προόδου και η αλήθεια πρέπει να υπηρετούν πάντα τα συμφέροντα αυτών των ζωντανών ανθρώπων και όχι τα υπαρκτά ή ανύπαρκτα όνειρα των νεκρών.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Λιθοξόου, που έχει την τιμή να είναι ο πρώτος έλληνας ιστορικός που καταπιάστηκε συστηματικά και ανάδειξε την ιστορική αλήθεια για το μακεδονικό, ξεκίνησε κι ο ίδιος από τους ζωντανούς ανθρώπους. Το έργο του είναι προϊόν και μέσο ταυτόχρονα της μακρόχρονης πολιτικής του πάλης ενάντια στη βάναυση καταπίεση των εθνικά Μακεδόνων στην Ελλάδα.
Ο "ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας" δεν έρχεται λοιπόν να αντικαταστήσει έναν εθνικό μύθο με έναν άλλο, αλλά να συντρίψει τον εθνικό μύθο ενός καταπιεστικού έθνους για να βοηθήσει να χτυπηθεί κάθε εθνική καταπίεση, κάθε σοβινισμός και κάθε ρεβανσισμός στο όνομα παλιών αδικιών στο μακεδονικό αλλά και γενικότερα στα εύφλεκτα και βασανισμένα Βαλκάνια.
Ο "ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας" είναι μια σημαντική συνεισφορά στον δημοκρατικό και αντιπολεμικό αγώνα που έρχεται. Αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί και να διαδοθεί πλατειά μέσα σε όλο το λαό, μέσα στη δημοκρατική διανόηση και πιο πολύ μέσα στη νεολαία.

Αθήνα, 4-4-1998
Για τους εκδότες
Ηλίας Ζαφειρόπουλος

 
Αρχή Σελίδας
 
Αρχική Σελίδα   |   Νέα Ανατολή   |   Αρχείο   |   Επικοινωνία