ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ αρ.φ. 229, 14 Απρίλη 1995


Σημείωμα της Συνταχτικής Επιτροπής της Νέας Ανατολής

Δημοσιεύουμε εδώ το τρίτο από μια σειρά άρθρων που έγραψε για τη Νέα Ανατολή ο συνεργάτης μας ιστορικός Λύσανδρος Παπανικολάου για το ρόλο της Ρωσίας στην επανάσταση του 1821.

΄Εχουμε ξαναγράψει πως ο συγγραφέας έχει την ευθύνη των ιστορικών στοιχείων και της ιστορικής ανάλυσης που παραθέτει. Εμείς, σα συνταχτική επιτροπή της Νέας Ανατολής, παίρνουμε μόνο την πολιτική ευθύνη ότι κάθε τέτοιο κείμενο βρίσκεται μέσα στην πολύ γενική κατεύθυνση και στις πολύ χοντρές γραμμές της δικιάς μας κομματικής τοποθέτησης για το 1821, όπως αυτή έχει εκφραστεί στις αποφάσεις του Συνεδρίου μας και στην παλιότερη αρθρογραφία μας στην εφημερίδα.
΄Ενα πολιτικό κόμμα δεν είναι υποχρεωμένο να έχει κομματική θέση για τα ιστορικά ζητήματα, ιδιαίτερα για ζητήματα σχετικά μακρινά, όπως το ’21, και ούτε είναι σωστό, κατά τη γνώμη μας, τα ζητήματα της ιστορίας να γίνονται ζητήματα πρώτης γραμμής στην ιδεολογικοπολιτική διαμάχη. Για μας πάνω απ’ όλα στέκεται στο επίπεδο της θεωρίας η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης σύγχρονης κατάστασης.
Αν στο ζήτημα του ’21 έχουμε μέχρι τώρα δώσει και ένα πολιτικό βάρος είναι γιατί έχουμε σχηματίσει την πεποίθηση πως εκεί βρίσκεται η ρίζα όλης της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, και ταυτόχρονα εκεί βρίσκεται η ρίζα για το μεγάλο ιδεολογικό βαρίδι κάθε επαναστατικής πρωτοπορίας.
Είναι αλήθεια ότι αυτή την πεποίθηση δεν τη σχηματίσαμε σαν καλοί ιστορικοί. Στην ιστορία είμαστε ακόμα μέτριοι. Απλά πατήσαμε στην πλάτη των γιγάντων Μαρξ-΄Ενγκελς αξιοποιώντας την τύχη του νεοελληνικού έθνους να βρίσκεται στην καρδιά των μεγάλων παγκόσμιων αντιθέσεων του προηγούμενου αιώνα, αντιθέσεων που υποχρέωσαν τους κλασικούς ν’ ασχοληθούν μαζί του. Από κει δοκιμάσαμε την πρώτη έκπληξη για το ’21.
Στη συνέχεια μας κατέπληξε η συγγένεια της σημερινής με την τοτινή σχέση Ελλάδας-Ρωσίας, και πιο πολύ η ομοιότητα της τοτινής με τη σημερινή ρώσικη διπλωματία. Αυτή τη σχέση τη διασταυρώσαμε αργότερα και από ιστορικά κείμενα σχετικά με τις εσωτερικές εξελίξεις στο ’21.
Εκτιμήσαμε πολύ το βιβλίο του Λ. Παπανικολάου Κοινωνική Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 19ου αιώνα, γιατί απόδειχνε ότι οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις στο εσωτερικό, αλλά και στο πολιτικοκοινωνικό επίπεδο στη διάρκεια της επανάστασης του ’21 ήταν οι φιλορώσικες δυνάμεις.
Είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να πούμε ότι αυτό εδώ το τρίτο άρθρο, που συνεχίζει μια ανάλυση που ξεκίνησε από το 2ο, μας βρίσκει αντίθετους. Κι αυτό γιατί, με δυο λόγια, θεωρεί το ’21 μια θετική επαναστατική εξέλιξη που υπονομευόταν διαρκώς από τη Ρωσία και όχι ότι η Ρωσία ήταν ο βασικός υποκινητής και καθοδηγητής της πρόωρης αυτής επανάστασης, που τουλάχιστον στο παγκόσμιο επίπεδο έπαιξε έναν αντιδραστικό ρόλο.
Θα χρειαστεί λοιπόν να απαντήσουμε πιο διεξοδικά στα άρθρα αυτά. Αλλά αυτό θα γίνει αφού ο φίλος Λ. Παπανικολάου ολοκληρώσει τη σειρά των άρθρων και δημοσιευτεί στη Νέα Ανατολή και το 4ο μέρος στις 30 του Απρίλη. Εννοείται πως θα έχει τη δυνατότητα της ανταπάντησης στο μεθεπόμενο φύλλο.
΄Ετσι κι αλλιώς μια τέτοια αντιπαράθεση θα δυναμώσει στους αναγνώστες μας και σε μας τους ίδιους τη δίψα για την κατανόηση αυτού του μεγάλου ζητήματος, της καταβολής του σημερινού ελληνικού εθνικού κράτους.

ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΣΑΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Από τη συνωμοσία στην εξέγερση

Είδαμε στο αμέσως προηγούμενο άρθρο πώς ο τσαρισμός προώθησε επικεφαλής της Φιλικής Εταιρίας τον εκλεκτό του Α. Υψηλάντη και πόσο μόχθησε να αναβάλει την εξέγερση στην Ελλάδα ως την εποχή που αυτή θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδια της Ρωσίας. Στη συνέχεια οι Φιλικοί του Βουκουρεστίου, ενεργώντας ακόμα μια φορά, κατά το Μαρξ, σαν “ασυνείδητοι πράκτορες της αυλής της Πετρούπολης”, δολοφόνησαν το βοεβόδα της Βλαχίας Α. Σούτσο, ώστε ν’ αδειάσει η θέση του για τον Υψηλάντη. Για να εμποδίσουν μάλιστα το διάδοχο του Σούτσου, το Σ. Καλλιμάχη, να αναλάβει έγκαιρα τα καθήκοντά του, υπόθαλψαν το στασιαστικό κίνημα του ντόπιου αξιωματούχου Τ. Βλαδιμιρέσκου. Από την άλλη μεριά η ρωσική διοίκηση, απειλώντας τον Υψηλάντη ότι θα υποχρεωθεί να τον συλλάβει, γιατί δήθεν ο σουλτάνος είχε πληροφορηθεί το μυστικό, τον ανάγκασε να επισπεύσει την έξοδό του στη Μολδοβλαχία.
Η Φιλική Εταιρία όμως ενδιαφερόταν γενικά για μια εξέγερση στην Ελλάδα κι έβλεπε το πραξικόπημα της Μολδοβλαχίας, στην καλύτερη περίπτωση, σαν απλά χρήσιμο αντιπερισπασμό. Η παράταξη μάλιστα των “μετριοπαθών ρωσόφιλων”, που είχε στηρίξει την άνοδο του Υψηλάντη στην ηγεσία της οργάνωσης, απόβλεπε σε μαζική ελληνική εξέγερση, κι αν υπήρχαν ανάμεσά τους άνθρωποι που δυσπιστούσαν στον Υψηλάντη είναι ίσα-ίσα γιατί υποψιάζονταν τις βλέψεις του στο στέμμα της Βλαχίας• αντίθετα όμως οι ακραιφνείς ρωσόφιλοι, όπως ο Π. Αναγνωστόπουλος, επιβουλεύονταν ακόμα και τη ζωή του...
Εκτός αυτού ο Υψηλάντης όφειλε να κρύψει τις ιδιοτελείς βλέψεις του στο βλαχικό θρόνο από το εθνικό κίνημα του Βλαδιμιρέσκου, που στρεφόταν μάλλον εναντίον των άμεσων καταπιεστών του ρουμανικού λαού, των Φαναριωτών (και των Ρώσων, που ήταν, κατά το Μαρξ, “οι συνένοχοι των Φαναριωτών”), παρά εναντίον των Τούρκων, που έμεναν αυστηρά περιορισμένοι στα παραμεθόρια φρούρια του Δούναβη.
΄Επρεπε, τέλος, να οικονομηθούν και οι φιλοδοξίες του βοεβόδα της Μολδαβίας Μ. Σούτσου, που προσχώρησε στο κίνημα ελπίζοντας να συνενώσει και τις δύο ηγεμονίες κάτω από την εξουσία του.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο Α. Υψηλάντης, διαβαίνοντας τον ποταμό Προύθο, που χώριζε τη ρωσική Βεσαραβία από τη Μολδαβία, χρειάστηκε να δώσει στο κίνημά του χαρακτήρα πανελλήνιας εξέγερσης• και την ίδια στιγμή ο αδελφός του Δημήτριος ταξίδευε σαν πληρεξούσιός του στην Πελοπόννησο. ΄Ετσι όμως ναυαγούσε το σχέδιο της Ρωσίας, που λογάριαζε να πάρει στο συνέδριο του Λάιμπαχ την εντολή της Ιερής Συμμαχίας για την αποκατάσταση της τάξης στη χερσόνησο του Αίμου, όπως πήρε η Αυστρία την εντολή να καταπνίξει τα επαναστατικά κινήματα στην ιταλική χερσόνησο. Γιατί πραγματικά οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να αποφύγουν την ανάμιξη της Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα, κήρυξαν ουδετερότητα. Και ο τσάρος, που είχε εκτεθεί από το διάβημα του πρώην υπασπιστή του, βρέθηκε στην ανάγκη να τον αποκηρύξει• ταυτόχρονα όμως πρόσφερε τη μεσολάβησή του στην Πύλη για ένα συμβιβασμό με τον Υψηλάντη. Κι όταν η προσφορά του απορρίφθηκε, πρότεινε στην Πύλη στρατιωτική βοήθεια, όπως αποκαλύπτεται από επίσημα διπλωματικά έγγραφα που παραθέτει ο Σπ. Τρικούπης!
Αντ’ γι’ αυτό η Πύλη απαίτησε την έγκριση της Ρωσίας για την είσοδο τουρκικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες και ο τσάρος αναγκάστηκε να ενδώσει. Στο μεταξύ, μόλις έγινε αντιληπτή η πρόθεση του Υψηλάντη να εγκατασταθεί στο θρόνο της Βλαχίας, ώσπου να του ετοιμάσει ο κύριός του, όπως λέει ο Φίνλεϋ, έναν άλλο θρόνο στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ, βόδας της Μολδαβίας, καταλαβαίνοντας ότι προοριζόταν για εξιλαστήριο θύμα, διέφυγε στο εξωτερικό ή μάλλον εκθρονίστηκε από τους ίδιους τους βογιάρους του. Ο Βλαδιμιρέσκου επίσης, που βρισκόταν ήδη σε επαφές με την Αυστρία, ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Υψηλάντη, που υπολόγιζε να ανταμειφθεί με το στέμμα της Βλαχίας διευκολύνοντας τον τσάρο να κατέβει στην Κωνσταντινούπολη και στα Στενά. Μερικοί εξάλλου από τους ισχυρότερους οπλαρχηγούς του Υψηλάντη διαπραγματεύονταν ήδη με το διορισμένο από την Πύλη οσποδάρο της Βλαχίας Σ. Καλλιμάχη.
Η στυγερή δολοφονία του ρουμάνου εθνικού ηγέτη ήταν το μοναδικό ανδραγάθημα του Α. Υψηλάντη, που παρίστανε τον Ουάσιγκτον, έμοιαζε όμως στο χαρακτήρα, αν επιτρέπεται να συγκρίνονται τα μικρά με τα μεγάλα, μάλλον με το Βολιβάρ, που θα χαρακτηριζόταν από το Μαρξ απερίφραστα “δειλό ποταπό κάθαρμα” και “πραγματικός ρύπος”! Αλλά το μόνο θετικό αποτέλεσμα της οικτρής επιχείρησης του Υψηλάντη θα ήταν, σύμφωνα με τη γνώμη σειράς ελλήνων ιστορικών της εποχής, από το Μ. Φ. Ζαλώνη ως τον Η. Φωτεινό, η απαλλαγή των παραδουνάβειων χωρών από τη μάστιγα των Φαναριωτών. Γιατί τα τουρκικά στρατεύματα, που κατάκλυσαν τη Μολδοβλαχία με την άδεια του τσάρου, κατατρόπωσαν τα τμήματα του Υψηλάντη και ο “Γενικός Επίτροπος της Αρχής”, εγκαταλείποντας άνανδρα τους συμπολεμιστές του, αναζήτησε καταφύγιο στην Αυστρία. Οι Αυστριακοί όμως τον φυλάκισαν, με τη συγκατάθεση πιθανότατα του τσάρου, που ήθελε να τον εμποδίσει να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Γιατί στην άλλη άκρη της βαλκανικής χερσονήσου έβραζε κιόλας η ελληνική επανάσταση.

Από την εξέγερση στην επανάσταση

΄Οπως αναφέρει ο άγγλος ιστορικός Ντ. Νταίηκιν, καταλύτης της εξέγερσης του 1821 στην Ελλάδα, περισσότερο από τις συνομωσίες των Φιλικών, ήταν η ανταρσία του Αλή πασά στα Γιάννενα. Είναι αλήθεια ότι την ανταρσία αυτή την υποδαύλισαν και οι ραδιουργίες των Φιλικών, που ήταν συνήθως ταυτόχρονα διπλωματικοί πράκτορες της Ρωσίας. Ακόμα περισσότερο όμως η ανταρσία του Αλή πασά επηρέασε τα σχέδια της Φιλικής Εταιρίας. Το βέβαιο είναι ότι από τα πρώτα βήματα της εξέγερσης στην Ελλάδα η Φιλική Εταιρία εκτοπίστηκε στο περιθώριο και στον παραγκωνισμό της συνήργησε η επίσημη ρωσική πολιτική. Γιατί η τσαρική Ρωσία, αφού απέτυχε να προλάβει την ελληνική επανάσταση, αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί για να προσεταιριστεί τις δυτικές δυνάμεις στο ανατολικό ζήτημα. Για το σκοπό αυτό έπρεπε να παραμεριστεί από τη διεύθυνση των πραγμάτων μια συνωμοτική οργάνωση, όπως η Φιλική Εταιρία, που είχε εκτεθεί για τις εκλεκτικές σχέσεις της με τη Ρωσία. Και γι’ αυτό ο τσαρισμός, που εγκατέλειψε τον Α. Υψηλάντη στα νύχια της Αυστρίας, ενθάρρυνε επίσης τις φιλελεύθερες διακηρύξεις της Επιδαύρου:<<Δίκαια, τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν των ανθρώπων και τα οποία οι νόμοι συμφώνως με την φύσιν καθιέρωσαν, όχι τριών ή τεσσάρων αλλά και χιλίων και μυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται να εξαλείψη, κι αν η βία ή η ισχύς προς καιρόν τα καταπλακώση, ταύτα πάλιν απαλαίωτα και ανεξάλειπτα καθ’ εαυτά η ισχύς ειμπορεί αποκαταστήση και αναδείξη οία και πρότερον και απ’ αιώνων ήσαν>>.
Η εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου όμως δεν αρκέστηκε σε θεωρητικές διακηρύξεις, αλλά προχώρησε στη σύσταση κεντρικής εξουσίας, ξεπερνώντας με τον τρόπο αυτό τις προδιαγραφές του τσαρισμού, που δεν πρόβλεπαν ενιαίο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην Ελλάδα. Ο Ι. Καποδίστριας, διαβλέποντας την ανεπιθύμητη για τα ρωσικά συμφέροντα εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος, πρότεινε την άμεση επέμβαση της Ρωσίας στην επαναστατημένη Ελλάδα. Και πραγματικά στο συνέδριο της Βερόνας, που ανάθεσε στη βουρβονική Γαλλία την καταστολή της ισπανικής επανάστασης του Ριέγο, η τσαρική Ρωσία ζήτησε να αναλάβει την αποκατάσταση της τάξης στην ελληνική χερσόνησο, αδιαφορώντας εντελώς αν αυτό θα γινόταν υπέρ ή κατά των Ελλήνων επαναστατών: <<Τόσο βαθιά ήταν η συμπάθειά της για την αναγέννηση της Ελλάδας -θα γράψει ο Μαρξ το 1853-, ώστε στο συνέδριο της Βερόνας αντιμετώπισε τους ΄Ελληνες στασιαστές, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του σουλτάνου ν’ αποκλείει κάθε ξένη ανάμιξη στις υποθέσεις του με τους χριστιανούς υπηκόους του. Μάλιστα ο τσάρος προσφέρθηκε “να βοηθήσει την Πύλη στην καταστολή της ανταρσίας”, πρόταση που φυσικά απορρίφθηκε>>.
Στο μεταξύ ο Καποδίστριας, με πρόσχημα τη διαφωνία του πάνω στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, αποσύρθηκε με απεριόριστη άδεια από τη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Στην πραγματικότητα βέβαια ο τσαρισμός ήθελε να διαφυλάξει σαν εφεδρεία τον κερκυραίο διπλωμάτη, που από τότε κιόλας τον προόριζε να κυβερνήσει την Ελλάδα, σε περίπτωση που ευοδώνονταν τα σχέδιά του για τη μετατροπή και της χώρας αυτής σε “βλαχαμπεηλίκι”, δηλ. αυτόνομη ηγεμονία κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου, όπως η Μολδαβία, η Βλαχία, η Σερβία. Ως τότε ο Καποδίστριας, από την ειρηνική Ελβετία όπου είχε εγκατασταθεί, όφειλε να διατηρεί την επαφή της Ρωσίας με τους επαναστατημένους ΄Ελληνες, με τους οποίους ο τσάρος, που τους θεωρούσε στασιαστές εναντίον του νόμιμου κυρίου τους, του σουλτάνου, δεν ήθελε να έχει καμιά επίσημη σχέση. ΄Ωστε από τότε ο Ιβάν Αντώνοβιτς, όπως αποκαλούσαν τον Καποδίστρια στη Ρωσία, προβαλλόταν σαν εναλλακτική λύση στη συνταγματική μοναρχία κάτω από κληρονομικό ευρωπαίο μονάρχη, που όχι αδικαιολόγητα υπό τις συνθήκες εκείνες οι ξεσηκωμένοι ΄Ελληνες έβλεπαν σαν εγγύηση της πολιτικής ανεξαρτησίας τους από την Πύλη και αναγκαίο μοχλό του εθνικού συγκεντρωτισμού.
Συνακόλουθα η Ρωσία πρόβαλε το σχέδιο διαμελισμού της Ελλάδας σε τρεις ηγεμονίες υποτελείς στον σουλτάνο, που θα προστατεύονταν αναγκαστικά από τον τσάρο. ΄Οπως ήταν επόμενο, το ρηξικέλευθο αυτό σχέδιο, που ξάνοιγε απεριόριστες δυνατότητες επέμβασης της Ρωσίας στα ελληνικά πράγματα, απορρίφθηκε αμέσως κι από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη -΄Ελληνες και Τουρκία. Η Αγγλία επίσης, που προχωρούσε ήδη στη δανειοδότηση της ελληνικής προσωρινής διοίκησης, έβλεπε φυσικά στην ολική ανεξαρτησία της Ελλάδας από την οθωμανική αυτοκρατορία τη μοναδική εγγύηση των κεφαλαίων, που οι άγγλοι ομολογιούχοι είχαν τοποθετήσει στα ελληνικά δάνεια. Πολύ σωστά εκτίμησε την πολιτική σημασία των δανείων αυτών, που όχι άδικα επονομάστηκαν “δάνεια της ανεξαρτησίας”, ο σοφός Α. Κοραής: <<Το δάνειον, το γινόμενον από το Αγγλικόν έθνος, δεν πρέπει να το στοχάζεσθε πολλά μεγάλην ευεργεσίαν. Και εις αυτόν τον διάβολον ήθελαν μετά χαράς δανείσει αργύρια, αν ο διάβολος είχε να τους ασφαλίση με ενέχυρα, και παρεκτός των ενεχύρων να αποδείξη με τόσον λαμπράς νίκας και εις αυτούς και εις όλην την Ευρώπη, ότι οι πολεμήσαντες τους Τούρκους Γραικοί δεν έχουν πλέον να φοβώνται μεθυσμένου τυράννου ζυγόν. Η ελπιζομένη μεγάλη ευεργεσία και μέλλουσα (ως είπα) μετ’ ολίγον να μας δοθή από την Αγγλικήν Κυβέρνησιν, είναι η ομολογία και διακήρυξις της Ελληνικής αυτονομίας, ως έπραξαν προ μικρού και προς τας νέας πολιτείας της Αμερικής>>.
Πραγματικά, τα τοκογλυφικά δάνεια του 1824, προαναγγέλλοντας την άμεση ανάμιξη της Αγγλίας στην ελληνική υπόθεση, προεξοφλούσαν, κατά κάποιο τρόπο, αναγκαστικά την πλήρη ανεξαρτησία της επαναστατημένης Ελλάδας από την Πύλη. Γιατί αν η Ελλάδα παράμενε τελικά εξαρτημένη από την οθωμανική αυτοκρατορία, δεν υπήρχε ασφαλώς καμιά ελπίδα να αναγνωρίσει ο επικυρίαρχος σουλτάνος τα δάνεια, που είχαν χρηματοδοτήσει την εξέγερση εναντίον του! ΄Ετσι ο εξωτερικός δανεισμός της ελληνικής επανάστασης υπήρξε ο προπομπός όχι μόνο της οικονομικής εξάρτησης του νεοελληνικού κράτους από τη Δύση, όπως κανοναρχούν μονότονα οι ρωσόδουλοι “τσανακογλείφτες τους τσαρισμού”, αλλά και της πολιτικής ανεξαρτησίας του από τη σουλτανική Τουρκία και, κατ’ επέκταση, από την τσαρική Ρωσία, ανεξαρτησίας που δεν αποτελούσε παρά την άλλη όψη της πρόσδεσης στο άρμα του δυτικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό, όταν ο τσάρος, στα διαβούλια των Μεγάλων Δυνάμεων για το ελληνικό ζήτημα, απόρριψε ασυζητητί την πρόταση του Μέτερνιχ να αναγνωριστεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η Αγγλία αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις της Πετρούπολης.
΄Αμεσα, είναι η αλήθεια, τα αγγλικά δάνεια προορίζονταν να βοηθήσουν την ελληνική επανάσταση να αντιμετωπίσει την αιγυπτιακή επίθεση. Τελικά, όμως, αντί γι’ αυτό, τα δάνεια κατασπαταλήθηκαν στους εμφυλίους πολέμους, που υποκίνησε η εσωτερική αντίδραση ενάντια στην κεντρική εξουσία. Το πρόγραμμα ιδίως του στρατιωτικού κόμματος, ή, όπως έλεγαν τότε, του “καπετανίστικου παρτίδου” ήταν ταυτόσημο με τις προδιαγραφές της τσαρικής πολιτικής: πρόβλεπε, μ’ άλλα λόγια, τον κατακερματισμό της απελευθερωμένης Ελλάδας, κάτω από το τσαρούχι του “γκοβέρνο μιλιτάρε” (στρατιωτικής κυβέρνησης), σε στρατιωτικές τοπαρχίες, που θα συνδέονταν χαλαρά μεταξύ τους και θα ήταν καταδικασμένες μοιραία να υποκύψουν η μια μετά την άλλη στον εξωτερικό εχθρό. Ο πολύς Οδυσσέας Ανδρούτσος, για παράδειγμα, πρότεινε την υποδαίρεση του κράτους, που σφυρηλατούσε η επανάσταση, σε τρεις αυτοτελείς ηγεμονίες κάτω από την ονομαστική επικυριαρχία του πρίγκιπα Δ. Υψηλάντη: μια στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, μια στην Ανατολική Στερεά με επικεφαλής τον ίδιο τον Οδυσσέα και μια στη Δυτική Στερεά με το Μ. Μπότσαρη (που όμως πειθαρχούσε στην εθνική διοίκηση). ΄Οτι οι στρατιωτικές αυτές σατραπείες θα ήταν αναγκαστικά εξαρτημένες από το σουλτάνο σχεδόν όσο και τα πασαλίκια της τουρκοκρατίας δεν ενοχλούσε καθόλου τους “τουρκοκαπεταναίους”, όπως τους είπε ο λαός. Οι επίδοξοι αυτοί “χριστιανοί πασάδες” προτιμούσαν χωρίς άλλο την υποτέλεια στην Πύλη από την πλήρη ανεξαρτησία, που ήταν συνώνυμη με τον εθνικό συγκεντρωτισμό. Οι μεγαλοκαπεταναίοι του Μοριά μάλιστα, για να εξουδετερώσουν το σύστημα της επαρχιακής αυτοδιοίκησης, που ελεγχόταν από τους κοτζαμπάσηδες, βυσοδομούσαν τον κατατεμαχισμό της Πελοποννήσου σε εφτά μεγάλες οπλαρχηγίες ή “καπετανείες” ανάλογες με τις βαρωνείες της φραγκοκρατίας!
Να γιατί λοιπόν τα εξωτερικά δάνεια, που ενίσχυαν, από τη μια, την κεντρική εξουσία και απαιτούσαν, από την άλλη, για την εξυπηρέτησή τους την παγίωση της “αστικής ενότητας του έθνους”, συνάντησαν τη μανιασμένη αντίδραση του στρατιωτικού κυρίως κόμματος, που τίποτ’ άλλο δεν ήξερε να κάνει, όπως παρατηρεί ο επιφανής ιστορικός Γ. Ασπρέας, <<ή να κατακλίνεται επί της στρωμνής των εκδιωχθέντων Τούρκων και να πράττη από διοικητικής και εν γένει κρατικής απόψεως ό,τι έπραττον και εκείνοι>>. Με το δίκιο του επομένως ο ημιεπίσημος εκπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης πλοίαρχος Χάμιλτον προειδοποιούσε τους αντιπροσώπους της ελληνικής διοίκησης, όπως αναφέρει ένας απ’ αυτούς: <<Επρόσθεσεν επιτέλους ότι η τάσις των στρατιωτικών μας ήτον μάλλον αντεθνική, σκοπόν εχόντων ν’ αντικαταστήσωσιν αυτοί τους Οθωμανούς, διότι ποίαν ωφέλειαν απελάμβανεν ο λαός, αν καταπιέζετο πρότερον από τον Μεχμέτ, ή νυν από τον Οδυσσέα ή Κολοκοτρώνην;>>.
Το αποτέλεσμα ήταν μόλις η εθνική διοίκηση, χάρη στις αγγλικές πιστώσεις, κατατρόπωσε τους αντιδραστικούς αντιπάλους της, να βρεθεί ανέτοιμη μπροστά στην εισβολή του Ιμπραήμ. <<Το στρατιωτικόν μας -έγραφε χαρακτηριστικά ο Α. Μαυροκορδάτος- κατήντησεν όχι πλέον ανοικονόμητον, αλλά και ο λυμεών της πατρίδος• οι καταχρήσεις του είναι απερίγραπτοι• διά να λάβετε μίαν ιδέαν αυτών αρκεί να σας είπωμεν ότι πολλάκις χάνομεν την νίκην και κινδυνεύει η πατρίς, διότι ενώ η διοίκησις νομίζει ότι έχει εις μίαν θέσιν πέντε χιλιάδας στρατιωτών, όταν πρέπη ν’ αντιπαραταχθώσι, δεν ευρίσκονται ούτε χίλιοι, και αυτοί σπανιώτατα ευρίσκονται σύμφωνοι και πολλάκις χαρίζουν διά της δαιρέσεώς των την νίκην εις τον εχθρόν. Αλλά τας καταχρήσεις αυτάς ποίος να τας εμποδίση; οποίους και αν μεταχειρισθή η κυβέρνησις είναι της αυτής ζύμης, και αν κάμουν καμμίαν δούλευσιν εις αυτήν, αφ’ ού διά μέσου των ταπεινώση η διοίκησις τους εναντίους της, αυτοί γίνονται χειρότεροι και θέλουν να δώσουν νόμους, η δε διοίκησις αναγκάζεται να τους οικονομή. Αυτού του στρατιωτικού η κακοήθεια εξήντλησε το μεγαλύτερον μέρος του δανείου χωρίς να ωφεληθή παντελώς η πατρίς, και εις τον παρόντα κίνδυνον δεν έχει ούτε μέσα ούτε στρατιώτας να αντιτάξη... Αυτά τα κακά είν’ αδιόρθωτα• στοχαζόμεθα ιατρικόν αρμόδιον το τακτικόν• αλλά και τούτο θα βραδύνει>>.
Μπροστά στην κρίσιμη κατάσταση που διαμορφώθηκε, η Αγγλία ήταν υποχρεωμένη να συγκατατεθεί στην απλή αυτονομία της Ελλάδας και πάνω στη βάση αυτή να προσεγγίσει το ρωσικό κόμμα! Γιατί σε συνθήκες κάμψης της ελληνικής επανάστασης η πλήρης ανεξαρτησία ισοδυναμούσε με πόλεμο κατά της Τουρκίας, δηλαδή ρωσοτουρκικό πόλεμο, που η αγγλική πολιτική προτιμούσε πάση θυσία να αποφύγει. ΄Ετσι από τη μια μεριά, η Ρωσία υποκίνησε, διαμέσου του Καποδίστρια και των πρακτόρων της στα αγγλοκρατούμενα Εφτάνησα, την αίτηση προστασίας της ρωσόφιλης αντιπολίτευσης προς την Αγγλία, που υπογραφόταν από τους ηττημένους των εμφυλίων πολέμων, τους πρώην στασιαστές, με πρώτο και καλύτερο το Θ. Κολοκοτρώνη! Το διάβημα αυτό είχε τουλάχιστον ένα θετικό αποτέλεσμα: να κρατήσει, χάρη στην άτυπη αγγλική προστασία, τον Ιμπραήμ πασά, που αλώνιζε στην Πελοπόννησο, μακριά από την ελληνική πρωτεύουσα, το Ναύπλιο. ΄Αμεσα πάντως η αίτηση προς την Αγγλία υπαγορευόταν από την ανάγκη να ματαιωθούν οι μηχανοραφίες της Γαλλίας, που ενώ ποντάριζε μυστικά στο “αιγυπτιακό χαρτί”, επιχειρούσε ταυτόχρονα να προξενέψει για κληρονομικό ηγεμόνα στους Έλληνες κάποιο γάλλο πρίγκιπα!
Από την άλλη μεριά, η Αγγλία εγκατέλειψε την κυβέρνηση Κουντουριώτη, όπου κυριαρχούσαν οι νησιώτες, στην τύχη της και ανέχθηκε την ανάδειξη του Καποδίστρια σε κυβερνήτη της Ελλάδας. Γιατί ο υποψήφιος του τσάρου φαινόταν συνυφασμένος με την εξάρτηση της Ελλάδας από την Πύλη και με την υποτέλεια στο σουλτάνο, ενώ αντίθετα για τα ναυτικά νησιά, που κάτω από την τουρκική επικυριαρχία απολάμβαναν ήδη την πιο πλατιά αυτονομία, ο αγώνας δε θα είχε νόημα αν δεν οδηγούσε στο αμέσως επόμενο στάδιο, που ήταν η ολοκληρωτική ανεξαρτησία από την οθωμανική αυτοκρατορία.

Από την απελευθέρωση στην ανεξαρτησία

Η ενίσχυση ωστόσο της ρωσικής επιροής εγκυμονούσε το ρωσοτουρκικό πόλεμο, που η αγγλική πολιτική πάσχιζε, πλευρίζοντας τη Ρωσία, να τον προλάβει. Έτσι η σταδιακή επικράτηση του ρωσικού κόμματος στην Ελλάδα είχε, σε τελευταία ανάλυση, σαν συνέπεια την εδαφική απώλεια της Στερεάς Ελλάδας, της Ρούμελης. Γιατί το “καπετανίστικο παρτίδο” του Μοριά, που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά αυτού του κόμματος, έβλεπε τους Ρουμελιώτες, όπως και τους νησιώτες, σχεδόν σαν εχθρούς, που εποφθαλμούσαν τα πλούσια εισοδήματα και κτήματα της Πελοποννήσου. Και γι’ αυτό προτιμούσε κατά βάθος να αποκατασταθεί η τουρκική κυριαρχία πέρα από τον Ισθμό, παρά να συγχωνευτεί η Πελοπόννησος με την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά σ’ ένα συγκεντρωτικό ανεξάρτητο “εθνικό” κράτος. <<Αλλά κατά δυστυχίαν -αποκαλύπτει ο ηπειρώτης αγωνιστής Σπυρομίλιος- μεταξύ εις τα διάφορα κόμματα εκείνης της περιόδου ήτο και εν, το οποίον επεθύμει την πτώσιν του Μεσολογγίου και όλης της Στερεάς Ελλάδος, ώστε να δυνηθή ευκόλως ν’ αποκατασταθή η Πελοπόννησος εν πριγκηπάτον ως τα της Μολδοβλαχίας, και επομένως, ο κομματάρχης πρίγκιψ>>. Πρόκειται, μ’ άλλα λόγια, για το ρωσόφιλο κόμμα του Μοριά, που πραγματικός, αν και αφανής αρχηγός του ήταν ο Καποδίστριας.
Η διαδοχική πτώση λοιπόν του Μεσολογγίου το 1826 και της Αθήνας το 1827 τόνωσε την αδιαλλαξία του σουλτάνου στις διαπραγματεύσεις για την αυτονομία της Ελλάδας και καταδίκασε τελικά σε πλήρη αποτυχία τη μεσολαβητική προσπάθεια, που είχε αναλάβει η Αγγλία με τις ευλογίες της ρωσικής πλευράς. Και στο μεταξύ ο τσάρος, που είχε διαχωρίσει τις διμερείς ρωσοτουρκικές διαφορές από το ελληνικό ζήτημα και είχε προσεταιριστεί στο ζήτημα αυτό την Αγγλία και τη Γαλλία, επωφελήθηκε από τη διάλυση των γενιτσάρων για να εξαπολύσει, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τότε οι δυτικές δυνάμεις, που τριμερείς συμφωνίες τις έδεναν με τη Ρωσία στο ελληνικό ζήτημα, υποχρεώθηκαν να παρακολουθούν “σκαλίζοντας τη μύτη τους”, όπως λένε οι Ρώσοι, τον τσαρισμό να προελαύνει προς το Βόσπορο κι ακόμα να του κάνουν πλάτες για ν’ αποφύγουν το χειρότερο! Η βουρβονική Γαλλία μάλιστα, που ετοιμαζόταν να επωφεληθεί από το ρωσοτουρκικό πόλεμο για να βάλει πόδι στο Αλγέρι, μια τυπικά σουλτανική κτήση, έστειλε σε ένδειξη αλληλεγγύης μια στρατιά στην Πελοπόννησο, όπου στάθμευαν ακόμα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα.
Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε ότι το σουλτανικό χάτι-σερίφ της 8.12.1827, που στάθηκε το casus belli (η αφορμή του πολέμου), εκτιμούσε σωστά τα ευγενή κίνητρα του τσαρισμού, τονίζοντας <<ότι η Ρωσία ετάραττε πάντοτε την Τουρκίαν φθονούσα την στρατιωτικήν μεταρρύθμισίν της και λυπουμένη διά την εξόντωσιν των γενιτσάρων, διότι επί των ημερών αυτών έτρεχε το οθωμανικόν κράτος εις τον όλεθρόν του>>. Τελικό αποτέλεσμα ωστόσο του ρωσοτουρκικού πολέμου ήταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας. Γιατί αμέσως μετά τη συνθήκη της Αδριανούπολης η Αγγλία επανέφερε το αίτημα αυτό, που το είχε αποσύρει μόνο και μόνο για να προλάβει το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Και η Ρωσία συμφώνησε για το λόγο που εξηγεί ο Γ. Ασπρέας στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών ιστορικό έργο του: <<Εις την Ρωσσικήν πολιτικήν δεν συνέφερε γεγονός της εκτάσεως του Ναυαρίνου. Η εξασφάλισις της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων ώφειλε να απορρεύση από των Ρωσσικών όπλων, διότι ούτω μόνον ήθελε θεμελιωθή εις τας αντιλήψεις των Ελλήνων ρωσσική επιρροή>>. Χάρη εξάλλου στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα είχε επιτευχθεί η εκκένωση των παράκτιων φρουρίων της Πελοποννήσου από τις τουρκικές φρουρές, που η παρουσία τους θα ήταν ασυμβίβαστη με την πολιτική ανεξαρτησία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.΄Ομως στην πραγματικότητα η πλήρης ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Υψηλή Πύλη θα ανακινούσε προβλήματα, όπως ήταν το συνταγματικό, το πολιτειακό, το εκκλησιαστικό και το ζήτημα της γης, που το “δεσποτάτο του Καποδίστρια” ήταν εντελώς ανίκανο να τα επιλύσει. Ο κυβερνήτης, όπως είναι γνωστό, μόλις έφτασε στην Ελλάδα, κατάργησε με μια μονοκοντυλιά το σύνταγμα της Τροιζήνας, επειδή ακριβώς πρόβλεπε, καθώς όλα τα επαναστατικά συντάγματα, την ολική ανεξαρτησία από την οθωμανική αυτοκρατορία, που ερχόταν σε ανοιχτή αντίθεση με τις αποφάσεις και τα πρωτόκολλα των “Προστάτιδων Δυνάμεων”. Γιατί το καποδιστριακό καθεστώς ήταν αυστηρά προσαρμοσμένο σε μια κατάσταση απλής αυτονομίας και υποτέλειας στο σουλτάνο. Και γι’ αυτό η ελληνική ανεξαρτησία σήμανε την αρχή του τέλους του. Με ποιο τρόπο έγινε αυτό, θα το παρακολουθήσουμε αναλυτικότερα στο επόμενο τέταρτο και τελευταίο άρθρο της σειράς.