ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ αρ.φ. 227, 17 Μάρτη 1995


Ο ΤΣΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ

Με την ευκαιρία της γιορτής της 25ης Μαρτίου δημοσιεύουμε μια σειρά άρθρων του συνεργάτη μας ιστορικού Λύσανδρου Παπανικολάου για το ρόλο της τσαρικής Ρωσίας στην ελληνική επανάσταση

Η "ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ"

Ένας από τους πιο βαθιά ριζωμένους “εθνικοπατριωτικούς” θρύλους, που έχουν αποκτήσει τη σταθερότητα πρόληψης, είναι ο μύθος της "κοσμοελευθερώτριας" Ρωσίας, που απάλλαξε δήθεν τους βαλκανικούς λαούς από τον τουρκικό ζυγό και τους οδήγησε στην ανεξαρτησία. Οι χειρότεροι διαστρεβλωτές του μαρξισμού ισχυρίζονται ότι η τσαρική Ρωσία, παρά την αντιδραστικότητα του εσωτερικού της καθεστώτος, έπαιξε αντικειμενικά θετικό, προοδευτικό ρόλο στο ανατολικό ζήτημα, και επικαλούνται μάλιστα το κύρος του Μαρξ και του ΄Ενγκελς! Ποια ήταν όμως η πραγματική γνώμη των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού για το ζήτημα αυτό ας αφήσουμε καλύτερα να μας το πουν οι ίδιοι. Ο ΄Ενγκελς, για παράδειγμα, έγραφε την εποχή ακριβώς της ανατολικής κρίσης του 1853:
<<Η Ρωσία είναι πέρα από κάθε αμφιβολία κατακτητικό έθνος και ήταν τέτοιο έναν αιώνα ολόκληρο πριν το μεγάλο κίνημα του 1789 ξυπνήσει την έντονη ενεργητικότητα ενός τρομερού ανταγωνιστή. Εννοούμε την ευρωπαϊκή επανάσταση, την εκρηκτική δύναμη των δημοκρατικών ιδεών και τη φυσική δίψα του ανθρώπου για ελευθερία. Από την εποχή αυτή και μετά, στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν παρά δύο μόνο δυνάμεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο -η Ρωσία με την απολυταρχία και η Επανάσταση με τη δημοκρατία>>.
Ποια ήταν λοιπόν η ρωσική πολιτική στο ανατολικό ζήτημα; Η εξωτερική πολιτική της τσαρικής Ρωσίας, ό,τι και αν λένε οι διαστρεβλωτές του μαρξισμού, καθοριζόταν απαρέγκλιτα από τη φύση του κοινωνικού καθεστώτος της, ενός καθεστώτος που το σύνολο των χαρακτηριστικών του, με βάση και τα οικονομικά και τα πολιτικά και τα εθιμικά και κοινωνιολογικά γνωρίσματα, έδινε, σύμφωνα με τη Ρ. Λούξεμπουργκ, την έννοια του ασιατικού δεσποτισμού. Ο αχαλίνωτος επεκτατισμός που ενυπάρχει στο καθεστώς αυτό της “ανατολικής βαρβαρότητας” εξωτερικευόταν, στην ιδιαίτερη περίπτωση της τσαρικής Ρωσίας, με την ακατάσχετη τάση εξόδου στις ανοιχτές θάλασσες. Στις προσβάσεις του “βόρειου θαλασσινού δρόμου” αυτή η γιγάντια τάση επέκτασης, που μπροστά της η δύναμη διαστολής των αερίων έμοιαζε με παιχνιδάκι, δημιούργησε το βαλτικό ζήτημα, ενώ στις θερμές θάλασσες της “ελληνικής μεσημβρίας” προκάλεσε μια ακόμα πιο χρόνια περιπλοκή -το “αιώνιο” ανατολικό ζήτημα. Γιατί η έξοδος της Ρωσίας στη Βαλτική, που ήταν κάποτε “σουηδική λίμνη”, απαιτούσε τη συντριβή της Σουηδίας, ενώ η κάθοδος του ρωσικού κoλοσσού στο Αιγαίο προϋπόθετε τη διάλυση της Τουρκίας. ΄Ετσι το βαλτικό και το ανατολικό ζήτημα ήταν τόσο αλληλένδετα, ώστε ο πρώτος τσάρος που νίκησε τους Σουηδούς στο βόρειο πόλεμο κι άνοιξε για τη χώρα του ένα “παράθυρο προς τη Δύση”, ιδρύοντας στο μυχό του Φιννικού κόλπου την πόλη που πήρε το όνομά του, ήταν ο ίδιος που ταυτόχρονα σχεδόν αναγορεύτηκε “Πέτρος Πρώτος Ρωσο-Γραικών Αυτοκράτωρ” και κάλεσε τους ραγιάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας κάτω από τις σημαίες του:
<<Εγώ σας κράζω εις το ασκέρι μου και εις το μεγάλο τάμπουρό μου και εσείς να φέρετε και πιστούς σας φίλους... Με τη δύναμιν του σπαθιού μου να εύρητε ησυχίαν και να γλιτώσετε από τους Τούρκους... Και ό,τι τιμήν σας έκαμαν οι μεγάλοι αυθεντάδες και μεγάλοι αγάδες και εγώ παρόμοια θέλω σας την κάμνω... Δια την λύτρωσίν σας εμπαίνω εις τα βάσανα, και θέλω να με βοηθήσετε, και μετά ταύτα θέλει σας δώσει ο Θεός το πόσα καλό, και θέλετε εύρει εκ μέρους μου τιμήν και ευσπλαχνία>>.
Από την ίδια εποχή περίπου χρονολογούνται και οι σκοτεινές προφητείες του Αγαθάγγελου για το Μόσκοβο και το “ξανθόν γένος”, που χαλκεύθηκαν στη Ρωσία και, όπως όλες οι προφητείες, είναι μεταγενέστερες από τα γεγονότα που υποτίθεται ότι προβλέπουν. Γιατί η ανάμιξη της Ρωσίας στο ανατολικό ζήτημα χρονολογείται από τα τέλη του 17ου αιώνα, ή μάλλον το ίδιο το ανατολικό ζήτημα χρονολογείται από την εποχή που η Ρωσία άρχισε να επεμβαίνει άμεσα στις υποθέσεις της Ανατολής. Πολλοί ιστορικοί βέβαια ανάγουν το ανατολικό ζήτημα, σαν ζήτημα διείσδυσης του δυτικού πολιτισμού στην Ανατολή, ως τις Σταυροφορίες ή και ακόμα πιο πίσω, ως το Σχίσμα των Εκκλησιών. Αλλά το ανατολικό ζήτημα, σαν ειδικό ζήτημα της κληρονομιάς του “Μεγάλου Ασθενούς του Βοσπόρου”, χρονολογείται από τότε που η ήττα των Τούρκων στη Βιέννη το 1683 επιβεβαίωσε τη βαθιά παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που είχε αρχίσει στην πραγματικότητα τουλάχιστον έναν αιώνα πριν. Από τη στιγμή εκείνη η οθωμανική επέκταση ανακόπηκε για πάντα και οι Τούρκοι πέρασαν στην άμυνα για τη διατήρηση των κεκτημένων ή, το πολύ, στον αγώνα για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών. Μόλις έλειψε όμως ο τουρκικός κίνδυνος, μια ακόμα σοβαρότερη απειλή για όλη την ευρωπαϊκή εξέλιξη ανάτειλε βορειότερα: η τσαρική Ρωσία. Και η απειλή που αντιπροσώπευε για την Ευρώπη ο τσαρισμός συνδεόταν απευθείας με τις κατακτητικές βλέψεις του σε βάρος ίσα-ίσα της εξασθενημένης Τουρκίας! Ο Μαρξ πάντως σε μια βαρυσήμαντη παράγραφο από ένα άρθρο του το 1853, που κρίνουμε σκόπιμο να την παραθέσουμε ολόκληρη “προς γνώσιν και συμμόρφωσιν” των κάθε λογής πλαστογράφων του μαρξισμού, ανάγει τις βλέψεις αυτές ως την εποχή του αρχαίου ρωσικού κράτους του Κιέβου:
<<Oι πολιτικοί συνηθίζουν ν’ αναφέρονται στη διαθήκη του Πέτρου του Α’ για να δείξουν ποια είναι η παραδοσιακή πολιτικής της Ρωσίας γενικά, και μάλιστα σε σχέση με τις βλέψεις της πάνω στην Κωνσταντινούπολη. Θα μπορούσαν ν’ ανατρέξουν ακόμη πιο πίσω. Περισσότερο από οκτώ αιώνες πριν, ο Σβιατοσλάβος, ο τότε ακόμα ειδωλολάτρης μεγάλος δούκας της Ρωσίας, διακήρυξε σε μια συνάθροιση των Βογιάρων του ότι “όχι μονάχα η Βουλγαρία, αλλά και η ευρωπαϊκή ελληνική αυτοκρατορία, μαζί με τη Βοημία και την Ουγγαρία, θα ‘πρεπε να περάσουν στη ρωσική κυριαρχία”. Ο Σβιατοσλάβος κατάκτησε τη Σιλίστρια και απείλησε την Κωνσταντινούπολη 968, όπως έκανε κι ο Νικόλαος στα 1828. Λίγο μετά την ίδρυση της ρωσικής αυτοκρατορίας η δυναστεία των Ρούρικ μετέφερε την πρωτεύουσά της από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο, για να βρίσκεται κοντύτερα στο Βυζάντιο. Στον ενδέκατο αιώνα το Κίεβο μιμούνταν σε όλα το Βυζάντιο κι ονομαζόταν “η δεύτερη Κωνσταντινούπολη”, πράγμα που εξέφραζε τις μόνιμες βλέψεις της Ρωσίας. Η θρησκεία και ο πολιτισμός της Ρωσίας είναι βυζαντινής προέλευσης κι έτσι η πρόθεσή της να υποτάξει τη βυζαντινή αυτοκρατορία, που τότε βρισκόταν στην ίδια παρακμή όσο σήμερα η οθωμανική, ήταν ακόμα φυσικότερη από την πρόθεση των Γερμανών αυτοκρατόρων να κατακτήσουν τη Ρώμη και την Ιταλία. ΄Ωστε η ενότητα των αντικειμενικών σκοπών της ρωσικής πολιτικής είναι δεδομένη από το ιστορικό της παρελθόν, από τις γεωγραφικές της προϋποθέσεις κι από την ανάγκη της ν’ αποκτήσει ανοιχτά λιμάνια στο Αρχιπέλαγος και στη Βαλτική θάλασσα, αν θέλει να διατηρήσει την υπεροχή της στην Ευρώπη. Αλλά ο παραδοσιακός τρόπος, με τον οποίο η Ρωσία επιδιώκει αυτούς τους αντικειμενικούς σκοπούς κάθε άλλο παρά αξίζει το φόρο θαυμασμού που του αποτίουν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί. Αν η επι-τυχία της κληρονομικής της πολιτικής αποδείχνει την αδυναμία των Δυτικών Δυνάμεων, η προσκόλληση της πολιτικής της σ’ ένα στερεότυπο τρόπο αποδείχνει την εσώτερη βαρβαρότητα της ίδιας της Ρωσίας>>.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ Α΄ ΣΤΗΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Β΄

Τελικά βέβαια η “διαθήκη του Μεγάλου Πέτρου” αποδείχτηκε μυθική, το περιεχόμενό της όμως -η κυριαρχία δηλαδή σ’ όλο το μήκος του αρχαίου υδάτινου δρόμου “από Βαράγγων προς ΄Ελληνας”, από τη Βαλτική, μ’ άλλα λόγια, διαμέσου των μεγάλων λιμνών και των πλωτών ποταμών της ανατολικής Ευρώπης, ως το Αιγαίο- ήταν κάθε άλλο παρά φανταστικό, κι αυτό θα καθόριζε ουσιαστικά την ανατολική πολιτική της τσαρικής Ρωσίας τους επόμενους δύο αιώνες. ΄Οπως διαπιστώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο “κορυφαίος των εν Ελλάδι πανσλαβιστών”, όπως τον κατηγορούσαν οι φιλοδυτικοί, <<είναι αληθές ότι εκ του κινήματος του Πέτρου του μεγάλου συνήγετο μάλλον ότι οι Χριστιανοί της Ανατολής εκαλούντο εις τα όπλα, ίνα, απαλλαγέντες της οσμανικής κυριαρχίας, υποβληθώσιν εις την ομόδοξον ρωσικήν>>. Και πραγματικά, στη συνέχεια ο ευνοούμενος της αυτοκράτειρας ΄Αννας (1730-1741) στρατάρχης Μύνιχ ισχυριζόταν ότι <<όλοι οι ΄Ελληνες θεωρούσι την αυτοκράτειραν ως νόμιμον αυτών κυρίαρχον. ΄Οθεν επωφελούμενοι του ενθουσιασμού και των ελπίδων των Ελλήνων βαδίσωμεν προς την Κωνσταντινούπολιν, διότι ουδέποτε θέλει μας παρουσιασθή τοιαύτη των πνευμάτων ευνοϊκή προδιάθεσις>>.
΄Ηδη όμως η βαριά ήττα του Πέτρου από τους Τούρκους στον Προύθο είχε αποκαλύψει την αδυναμία της Ρωσίας να επιβάλει, χωρίς τη βοήθεια τρίτων, τις θελήσεις της στην Τουρκία, που υποστηριζόταν επιπλέον, όπως άλλωστε και η Σουηδία, από τη Γαλλία. Γι’ αυτό η ρωσική διπλωματία, πιστή στη γραμμή που είχε χαράξει από τον καιρό των πρώτων Ρομανόφ ο βογιάρος Α.Λ. Ορντύν-Ναστσιόκιν: <<Να ‘χεις φιλικές σχέσεις όχι με τους γείτονές σου, αλλά με τους εχθρούς των γειτόνων σου>>, βάλθηκε να προσεταιριστεί εναντίον της Σουηδίας την Πρωσία κι εναντίον της Τουρκίας την Αυστρία, με δόλωμα τη διανομή της Πολωνίας! Ούτε η Ρωσία εξάλλου μπορούσε να ικανοποιήσει τις κατακτητικές βλέψεις της στην Πολωνία χωρίς συνεννόηση με την Αυστρία και την Πρωσία, ούτε αντίστροφα οι δύο μεγαλύτερες γερμανικές δυνάμεις μπορούσαν να πετύχουν προσαρτήσεις σε βάρος της Πολωνίας χωρίς τη συμφωνία της Ρωσίας. Γιατί και η Πολωνία επίσης είχε την υποστήριξη της Γαλλίας, που η συνεργασία της εξάλλου με την Τουρκία είχε θεμελιωθεί στις διομολογήσεις κτλ. από την περίοδο ακριβώς των πολέμων τους εναντίον των Αψβούργων.
Με τον τρόπο αυτό συγχωνεύονταν οι δύο παραδοσιακές τάσεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, που η μια απόβλεπε σε επέκταση προς τα δυτικά και η άλλη προς τα νότια, και το κομμάτιασμα της Πολωνίας έγινε ο συνδετικός κρίκος του ανατολικού και του βαλτικού ζητήματος. ΄Ετσι οι επόμενοι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι συνδυάζονταν με τους αλλεπάλληλους διαμελισμούς της Πολωνίας ως την πλήρη εξαφάνιση του κράτους αυτού στα τέλη του 18ου αιώνα. Στους διαδοχικούς αυτούς πολέμους η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’, όπως εξηγεί ο ιστοριοδίφης Κ. Σάθας, <<ίνα ανετώτερον καταθλίβη την πολυτλήμονα Πολωνίαν παν μέσον μετήρχετο ίν’ αλλαχού περισπά τον νουν του σουλτάνου>>
.
Αυτό έγινε για πρώτη φορά στο ρωσοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε τον Οκτώβρη του 1768. <<Ρωσσικά στρατεύματα -συνεχίζει ο Σάθας- εισβαλόντα εις την Πολωνίαν, εναντίον του δικαίου και των συνθηκών, επίεζον το ευγενές πλην δύσμοιρον τούτο έθνος. Ο δε σουλτάνος Μουσταφάς, διεγειρόμενος υπό της Γαλλίας, ηθέλησεν ίνα προστατεύση τους καταδυναστευομένους γείτονας αυτού, πλην μη εισακουσθείς απεφάσισεν ίνα διά των όπλων καταστήση σεβαστάς τας συνθήκας>>. ΄Οταν λοιπόν οι Τούρκοι απώθησαν τους Ρώσους από τη Μολδαβία, το γεγονός αυτό, καθώς παρατηρεί ο Σάθας, <<μεγάλως κατετάραξε το ανακτοβούλιον της Πετρουπόλεως, το οποίον ως μόνην και συντελεστικήν των νικητών περίσπασιν θεωρήσαν την ελληνικήν επανάστασιν ομοφώνως πλέον ειργάσθη προς επίσπευσιν αυτής>>. Μ’ άλλα λόγια, η Ρωσία χρησιμοποίησε το ελληνικό κίνημα για να διευκο-λύνει το διαμελισμό της άτυχης Πολωνίας, που προσπαθούσε να τον εμποδίσει η Τουρκία.
Στην ανέντιμη αυτή επιχείρηση ο τσαρισμός είχε την έμμεση υποστήριξη της Αγγλίας, που ανταγωνιζόταν τότε τη Γαλλία για την κυριαρχία στις Ινδίες και πήγαινε να υποσκάψει τη γαλλική επιροή στο Λεβάντε (Ανατολή). Για τον ίδιο λόγο και η ξεπεσμένη Βενετία, που ο γαλλικός ανταγωνισμός κυρίως την είχε εκτοπίσει από την ανατολική Μεσόγειο, ευνόησε διακριτικά το μοσχοβίτικο σχέδιο να μετατραπεί η Πελοπόννησος με τα γύρω νησιά σε ρωσικό κυβερνείο, που θα το διοικούσε μια γερουσία εξαρτημένη από την αυλή της Πετρούπολης. <<Ο δε προς την Ρωσσίαν ενθουσιασμός των εν Ενετία Ελλήνων -σημειώνει ο Σάθας- είχε προβή μέχρι της απαισίας ευχής, ίνα ίδωσι το τουρκοκρατούμενον γένος εκρωσσσιζόμενον>>. <<Η ιδέα της απελευθερώσεως της Ελλάδος -λέει ο ίδιος- μετεβλήθη εις ιδέαν επιβούλου κατακτήσεως>>.
Είναι αλήθεια ότι το επίβουλο σχέδιο κατάκτησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν ευοδώθηκε.΄Οπως αναφέρει ένας άλλος ιστοριογράφος τηςεποχής, ο πρωτοσύγκελος Α. Φραντζής, <<η Σοφωτάτη Αυτοκρατόρισσα πασών των Ρωσσιών Μεγάλη Αικατερίνη η Β’ άμα ότε επέμψεν εις την Πελοπόννησον την, περί ης ο λόγος, Ρωσσικήν θαλάσσιον μοίραν, διωργανίσθη αποστασία εντός του Ρωσσικού Κράτους παρά τινος Μπογατζόφ (ίδε ιστορίαν του Κ. Μ. Κούμα) [εννοεί το μεγάλο αγροτικό πόλεμο του Πουγκατσόφ] ταυτοχρόνως δε μία άλλη Ευρωπαϊκή δύναμις [εννοεί τη Γαλλία] εφάνη εναντιουμένη εις τους υπέρ Ελλήνων αγαθούς σκοπούς της Μεγάλης Αικατερίνης, ώστε τα δύο τούτα κυρίως αίτια ωδήγησαν την Αυτοκρατόρισσαν να παύση τα περαιτέρω>>. Μα κι οι ίδιοι οι ΄Ελληνες έδειξαν απροθυμία να ανταλλάξουν τη σουλτανική κυριαρχία με την κοζάκικη δίνοντας όρκο πίστης στην τσαρίνα και υπακοής στον ευνοούμενό της κόμη Α. Ορλόφ, που προοριζόταν για ηγεμόνας τους. Στον αδελφό του τελευταίου, το Θ. Ορλόφ, ο μανιάτης οπλαρχηγός Ι. Μαυρομιχάλης δήλωσε περήφανα: <<Και αν είχες υπό τας διαταγάς σου όλους τους στρατούς της αυτοκρατορίσσης σου, δούλος πάντοτε θα ήσαι, ενώ εγώ είμαι αρχηγός ελευθέρου λαού. Εάν δε η τύχη με καταστήση τον έσχατον των ανθρώπων, πάλιν η κεφαλή μου θα αξίζη περισσότερον από την εδικήν σου>>.
Ωστόσο η Αικατερίνη πέτυχε να προκαλέσει αντιπερισπασμό στην Τουρκία, <<να την ζαλίση, να ρίψη την προσοχήν της εις την Πελοπόννησον και εις τας νήσους του Αιγαίου Πελάγους>>, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Κανέλος Δεληγιάννης, <<να εμπορέση να επιφέρη μίαν ταραχήν, να πέση η προσοχή του Σουλτάνου εις αυτήν>>. ΄Ετσι βρήκε τον καιρό να ακρωτηριάσει με την ησυχία της την Πολωνία και να βάλει στο χέρι την Κριμαία και την Ταυρίδα. Πραγματικά, με τη συνθήκη ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το υποτελές στο σουλτάνο ταταρικό χανάτο της Κριμαίας κηρύχτηκε “ανεξάρτητο”, για να προσαρτηθεί ύστερα από λίγο... στη Ρωσία! Πολλά χρόνια αργότερα, το 1823, ο μεγάλος ποιητής και φιλέλληνας λόρδος Μπάυρον θα υπενθύμιζε στον Α. Μαυροκορδάτο την τύχη της Κριμαίας σαν “παράδειγμα προς αποφυγήν” για την επαναστατημένη Ελλάδα.
Στο μεταξύ, καταστρατηγώντας τους όρους της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η Ρωσία διεκδικούσε ένα είδος συγκυριαρχίας στις κτήσεις του σουλτάνου, επιβάλλοντας την προστασία της στους πολυάριθμους ορθόδοξους χριστιανούς της Ανατολής, κατά το παράδειγμα της προστασίας των ολιγάριθμων καθολικών από τη Γαλλία. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποίησε η Ρωσία το ζήτημα της προστασίας των “διιστάμενων”, δηλαδή των ορθόδοξων (και των προτεσταντών από την Πρωσία), για να αποσυνθέσει την καθολική Πολωνία. Κατά τ’ άλλα, βέβαια, ισχύει απόλυτα η διαπίστωση του Μαρξ σ’ ένα από τα περίφημα άρθρα του για το λόρδο Πάλμερστον: <<Παραδοσιακή πολιτική της Ρωσίας ήταν να εξωθεί τους ΄Ελληνες στην εξέγερση και στη συνέχεια να τους εγκαταλείπει στην εκδίκηση του σουλτάνου>.
Και όμως, στον επιθετικό αυτό πόλεμο η αυτοκράτειρα της Ρωσίας είχε την επιδοκιμασία επιπόλαιων και αφελών διαφωτιστών, όπως ο γηραιός προστατευόμενός της, ο Βολταίρος, που την παρακινούσε: <<Κτυπήσατε τους Τούρκους εν ονόματι του Θεού και εις το πείσμα του εν Πολωνία Εξάρχου του Πάπα, όστις διάκειται προς αυτούς τοσούτον φιλικώς, θριαμβεύσατε συγχρόνως κατά του αγίου Πατρός και κατά του Μουφτή: θα είναι λαμπρόν θέαμα να ίδη τις δύο αυτοκράτειρας [την Αικατερίνη της Ρωσίας και τη Μαρία-Τερέζα της Αυστρίας] συρούσας από των ώτων εις την Ασίαν τον Μουσταφάν>>. Γιατί από τότε κιόλας, όπως θα υπογράμμιζε το 1889-1890 στο μεγάλο άρθρο του για την “Εξωτερική πολιτική του ρωσικού τσαρισμού” ο Ένγκελς, οι <<φιλελεύθεροι ηλίθιοι όλης της Ευρώπης>>, που στιγμάτιζε ο συγγραφέας του “Κεφαλαίου”, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην “κοσμοαπελευθερώτρια Ρωσία”.

ΤΟ <<ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ>> ΤΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Στον επόμενο ρωσοτουρκικό πόλεμο, που τον προκάλεσε άμεσα η πραξικοπηματική προσάρτηση της Κριμαίας το 1783 στη Ρωσία, οι κοντόφθαλμες υποδείξεις του Βολταίρου τέθηκαν σε εφαρμογή. Γιατί αυτή τη φορά η Αικατερίνη Β’ φρόντισε πραγματικά να εξασφαλίσει τη συμμαχία της Αυστρίας, προτείνοντας στον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’ ένα πλατύ πρόγραμμα διανομής της Τουρκίας, κατά το προηγούμενο της Πολωνίας, που έγινε γνωστό σαν “ελληνικό σχέδιο”, όταν δημοσιεύτηκε το 1869 η αλληλογραφία του Ιωσήφ Β’. Σε γενικές γραμμές το πολύκροτο αυτό σχέδιο πρόβλεπε την πλασματική ανεξαρτησία της Μολδοβλαχίας, ακαθόριστες εδαφικές παραχωρήσεις στην Αυστρία και την εγκαθίδρυση μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη με ηγεμόνα το δευτερότοκο εγγονό της τσαρίνας Κωνσταντίνο Παύλοβιτς, που είχε ονομαστεί έτσι για τις ανάγκες της περίστασης.
Υπό τους οιωνούς αυτούς ξέσπασε το 1787 ο “πόλεμος των τριών αυτοκρατόρων” ή των “τριών ιμπερίων”, όπως επονομάστηκε, που παρά λίγο να στοιχίσει στην Τουρκία τη μοίρα της Πολωνίας. Γιατί η γαλλική μοναρχία των Βουρβόνων εγκατέλειψε την οθωμανική αυτοκρατορία στην τύχη της, για τους λόγους που αναφέρουν οι σοβιετικοί συγγραφείς της “Ιστορίας της διπλωματίας” του Β. Π. Ποτέμκιν: <<Την ίδια εποχή, η Γαλλία, όντας πάρα πολύ αδύνατη έτσι που να μην μπορεί ν’ αγωνίζεται μόνη της εναντίον της Αγγλίας, προσέγγισσε τη Ρωσία. ΄Επαψε να υποστηρίζει την Τουρκία εναντίον της Ρωσίας και με την εμπορική συνθήκη του 1787 εξασφάλισε για τον εαυτό της όλα τα κέρδη απ’ το εμπόριο με τα νέα ρωσικά λιμάνια της Μαύρης θάλασσας... Τέλος οι γάλλοι έμποροι κατόρθωσαν ν’ αποσπάσουν απ’ την Τουρκία την άδεια να εμπορεύονται στην Ερυθρά Θάλασσα κι αναπτύξανε τις επιχειρήσεις τους στην Αίγυπτο, στην οδό προς τις Ινδίες>>.
Αντίθετα η Αγγλία, που είχε παγιώσει την κυριαρχία της στις ανατολικές Ινδίες, αντιτάχθηκε τώρα επίμονα στην επιθετικότητα της Ρωσίας. Γιατί την αγγλική άρχουσα τάξη την ανησυχούσε όλο και περισσότερο όχι μόνο ο γαλλικός, μα και ο ρωσικός ανταγωνισμός στην Ανατολή. Από τη Γαλλία, είναι αλήθεια, η Αγγλία είχε ήδη αποσπάσει σοβαρές παραχωρήσεις: <<Η σημαντικότερη απ’ τις υποχωρήσεις, σε όφελος της Αγγλίας, που έκανε τότε η γαλλική διπλωματία -αναφέρεται στη σοβιετική “Ιστορία της διπλωματίας” του Ποτέμκιν- ήταν η εμπορική συνθήκη του 1786. Η συνθήκη αυτή διευκόλυνε πολύ την εισαγωγή στη Γαλλία των προϊόντων της αγγλικής βιομηχανίας, υπέσκαπτε τη γαλλική βιομηχανία, ήταν όμως συμφερτική για τους ευγενείς τσιφλικάδες>>. Ενώ όμως η ετεροβαρής αυτή σύμβαση έστρεφε, όπως είπαμε, τη Γαλλία προς τη Ρωσία, η αγγλική βιομηχανική και εμπορευόμενη μεσαία τάξη, που είχε αντιμετωπίσει ευνοϊκά την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη θάλασσα, δεν επιθυμούσε εξίσου τη ρωσική παρουσία στο Αιγαίο. Και δε μιλάμε καν για την αριστοκρατία της γης, που ο δυναμικός ηγέτης της και αρχηγός των τόρηδων (συντηρητικών) Ουίλιαμ Πιτ ( ο νεότερος) επαναλάμβανε ακούραστα:
“Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στη Ρωσία να μεγαλώσει και παράλληλα να αφήσουμε την Τουρκία ν’ αδυνατίσει. Η αρκούδα του βορρά δεν πρέπει να κατέβει στο Αιγαίο. Αν η Ρωσία απωθήσει την Τουρκία από τη Βαλκανική, η Μεσόγειος θα γίνει ρωσική θάλασσα και ο δρόμος προς τις Ινδίες θα κοπεί. Η Ρωσία στην Πόλη θα είναι η νεκρώσιμη καμπάνα για τις αγγλικές αποικίες της Ανατολής”.
Η Πρωσία και η Ολλανδία συντάχθηκαν επίσης με την Αγγλία σε μια τριπλή συμμαχία υπέρ της Τουρκίας και της Σουηδίας. Γιατί πραγματικά ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας για την κάθοδο στο Αιγαίο συνδυαζόταν και πάλι με τον αγώνα επικράτησης στη Βαλτική εναντίον της Σουηδίας. Ούτε η Πρωσία όμως ούτε η Ολλανδία συμφωνούσαν με την κυριαρχία της Ρωσίας στο βόρειο θαλασσινό δρόμο. Στην Ολλανδία εξάλλου είχε επικρατήσει το αντιγαλλικό και αγγλόφιλο “αυλικό κόμμα”.
Τελικά όμως την Τουρκία δεν την έσωσε τότε από τα νύχια της Ρωσίας και της Αυστρίας ο επαπειλούμενος εναντίον τους πόλεμος της ετερόκλιτης τριπλής συμμαχίας των βορειοευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά μοναδικά η μεγάλη γαλλική επανάσταση. Γιατί πρώτα και κύρια η Αυστρία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον πόλεμο με την Τουρκία, για να προσχωρήσει μαζί με την Πρωσία και άλλες ηπειρωτικές δυνάμεις στον πρώτο αντιγαλλικό συνασπισμό. Η Ρωσία βέβαια επωφελήθηκε από τη συνθηκολόγηση της Πύλης για να συμπληρώσει το διαμελισμό της Πολωνίας, η απασχόλησή της όμως με το πολωνικό ζήτημα την εμπόδισε τότε να συμμετάσχει στην αντεπαναστατική αντιγαλλική συμμαχία. Στο μεταξύ γαλλικά πολεμικά ανάγκασαν τον πειρατή Λάμπρο Κατσώνη, που λυμαινόταν το Αιγαίο στην υπηρεσία της Ρωσίας, να πάρει τα βουνά. Κατά τα λοιπά οι ΄Ελληνες, ύστερα από το πικρό μάθημα του 1770, δεν κινήθηκαν.
΄Ωστε η γαλλική επανάσταση έσωσε την Τουρκία και η Πολωνία έσωσε τη γαλλική επανάσταση. Γιατί αν η Ρωσία είχε πάρει μέρος στον πρώτο αντιγαλλικό συνασπισμό, η επαναστατική Γαλλία θα την είχε πολύ άσχημα, αφού, ακόμα και δέκα χρόνια ύστερα από το 1789, η συμμετοχή της Ρωσίας στο δεύτερο αντεπαναστατικό συνασπισμό (πλάι-πλάι, όπως ξέρουμε, με τη σουλτανική Τουρκία), έφερε τη Γαλλική Δημοκρατία σε τόσο κρίσιμη θέση, ώστε οι νίκες του Σουβόροφ στην Ιταλία να στρώσουν το δρόμο στο πραξικόπημα του Βοναπάρτη.
<<Η ληστεία στην Πολωνία -τόνιζε ο ΄Ενγκελς- συνετέλεσε στο να περισπαστούν οι δυνάμεις του συνασπισμού του 1792-1794 κι εξασθένησε την πίεση που ο συνασπισμός αυτός ασκούσε πάνω στη Γαλλία, κι έτσι δόθηκε καιρός στην τελευταία να δυναμώσει τόσο, που στο τέλος νίκησε χωρίς καμιά βοήθεια. Η Πολωνία έπεσε, η αντίστασή της όμως έσωσε τη Γαλλική επανάσταση και, μαζί με την επανάσταση αυτή, άρχισε μια κίνηση, που μπροστά της είναι ανίσχυρος κι ο τσαρισμός>>.Παρ’ όλα αυτά η δημοκρατική Γαλλία, παραδομένη ήδη στα “αστικά όργια του Διευθυντηρίου”, δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει την ηρωική αυτή χώρα, που χάρη κυρίως στην ανειρήνευτη αντίθεσή της με την τσαρική Ρωσία πρόσφερε από το 1792 στο επαναστατικό κίνημα (όπως έγραφε ο ΄Ενγκελς το 1892 στον πρόλογο της πολωνικής έκδοσης του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”), περισσότερα από την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ουγγαρία μαζί! Γιατί, κατά την άποψη του Μαρξ, η ενεργητικότητα και η ζωτικότητα όλων των επαναστάσεων απ’ το 1789 και μετά μετριούνταν, κατά τρόπο αρκετά βέβαιο, σύμφωνα με τη στάση τους απέναντι στην Πολωνία: <<Η Πολωνία είναι το “εξωτερικό” τους θερμόμετρο>>. Πόση διαφορά, αλήθεια, ανάμεσα στο πολωνικό επαναστατικό κίνημα, που με την αγροτική εξέγερση του 1846 στην Κρακοβία προανάγγειλε την επανάσταση του 1848 και με την απελευθερωτική εξέγερση του 1863 την Α’ Διεθνή, και στο εθνικό κίνημα των βαλκανικών μικρολαών, που χρησιμοποιήθηκε ανέκαθεν από τον αντιδραστικό τσαρισμό, όπως θα αναπτύξουμε στο επόμενο άρθρο, στους αντεπαναστατικούς ελιγμούς του!