ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ αρ.φ.232, 26 Μάη 1995

Σημείωμα της Σύνταξης

Δημοσιεύουμε παρακάτω την απάντηση που έδωσε ο Λύσανδρος Παπανικολάου στην κριτική μας στα 4 άρθρα του για το ’21.
΄Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ενώ εμείς μείναμε αυστηρά στην κριτική της θέσης του, ο Λ.Π. στην απάντησή του προχώρησε σε μια κατεδαφιστική και εχθρική στο ύφος κριτική των ίδιων των συντακτών μας και της ΟΑΚΚΕ.
Εμείς φροντίσαμε αυστηρά να μείνουμε στο επίπεδο της κριτικής της συγκεκριμένης θέσης και όχι του ίδιου του συγγραφέα αποφεύγοντας προσεκτικά κάθε εχθρικό χαρακτηρισμό για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν για να μη δηλητηριάσουμε τις ανάμεσά μας πολιτικές σχέσεις, εφόσον αυτές δεν καθορίζονται από τις διαφορετικές θέσεις μας για τα ιστορικά ζητήματα, αλλά από την ενότητά μας στην αντιμετώπιση των συγκεκριμένων πολιτικών ζητημάτων. Ο δεύτερος λόγος για να γίνει όσο το δυνατό πιο νηφάλια η θεωρητική διαμάχη στο ίδιο το ζήτημα του ’21.
Ο Λ.Π. είχε ασφαλώς το δικαίωμα να ποδοπατήσει το δικό μας πλαίσιο κριτικής, αφού εμείς δεν του βάλαμε κανέναν περιορισμό στο περιεχόμενο και το ύφος της απάντησής του, και να διατάξει όπως εκείνος θέλει τις σχέσεις του με την ΟΑΚΚΕ.
΄Ομως δεν έχει καθόλου δίκιο να ρίχνει την ευθύνη της όξυνσης σε μας λέγοντας ότι ανακαλύψαμε ανταγωνιστικές διαφορές εκεί που δεν υπάρχουν μόνο και μόνο γιατί απαιτούμε πιστή συμμόρφωση του καθένα στην “κομματική μας θέση για το ’21". Εμείς δεν είχαμε κανένα λόγο να συρθούμε σε μια διαμάχη με έναν άνθρωπο, που έχει γράψει καλά και σημαντικά άρθρα στη Ν.Α. και είναι πολιτικός μας σύμμαχος, ούτε τον καλέσαμε να γράψει τα άρθρα για το ’21 για να τον κριτικάρουμε.
Δεν είμαστε από αυτούς που καλούν τους φίλους τους σε γεύμα για να τους επιπλήξουν, κι ακόμα περισσότερο για να τους κατασπαράξουν.
Το μόνο μας λάθος και η ευθύνη μας βρίσκεται στο ότι δεν εκτιμήσαμε σωστά το βάθος των διαφορών μας στο ζήτημα του ’21, όταν διαβάσαμε το βιβλίο του.
΄Ετσι τον καλέσαμε να γράψει τα άρθρα για το ρόλο της Ρωσίας το ’21. Πριν όμως δημοσιευτεί το τρίτο άρθρο του, εκφράσαμε τη διαφωνία μας με τη θέση του, γράψαμε σημείωμα γι’ αυτό στην εφημερίδα μας, υποσχεθήκαμε ότι θα απαντούσαμε και του δώσαμε τη δυνατότητα, εφόσον ήθελε, να ολοκληρώσει με δύο ακόμα συνέχειες. Έτσι, διαθέσαμε 8 ολόκληρες σελίδες σε 4 φύλλα της ολιγοσέλιδης εφημερίδας μας σε κείμενα στα οποία είχαμε δηλώσει την αντίθεσή μας, ενώ εξαρχής εξασφαλίσαμε στο συγγραφέα το δικαίωμα της ανταπάντησης στην κριτική μας. Χώρια από αυτό, στα ίδια του τα 2 τελευταία άρθρα ο συγγραφέας είχε εκ των προτέρων τη δυνατότητα να ενισχύει τη θέση του απέναντι στην ήδη εκδηλωμένη πρόθεση κριτικής μας.
Ενώ λοιπόν με δικιά μας πρωτοβουλία βρέθηκε σε μια τόσο προνομιακή θέση απέναντί μας, μας επιτίθεται από πάνω και για κομματικό σεχταρισμό.
Πιστεύουμε ότι ο Λ.Π. ενοχλήθηκε πολύ, γιατί βρέθηκε σε τρομακτική αδυναμία “επί της ουσίας” μετά την κριτική μας. Γιατί ήταν υποχρεωμένος είτε να βγάλει λάθος το Μαρξ στο ’21, είτε να βάλει σε αμφισβήτηση τη δικιά του θέση γι’ αυτό. Φαίνεται όμως ότι δεν είχε την τόλμη να κάνει το πρώτο, ούτε την αυταπάρνηση που χρειαζόταν το δεύτερο.
΄Ετσι τα έβαλε με την ΟΑΚΚΕ επειδή αυτή τοποθέτησε με ωμότητα το δίλημμα και άρχισε να της εκσφενδονίζει πέτρες.
΄Ομως το δίλημμα παραμένει για τον ίδιο και για όλη τη μαρξιστική ελληνική ιστοριογραφία. Και παραμένει επειδή η ΟΑΚΚΕ πρώτη είχε το σθένος να τοποθετηθεί στο πλευρό του Μαρξ ενάντια στο ’21, παίρνοντας την ευθύνη να δεχτεί στο μέλλον όλο το μίσος, τις κατάρες και τους χλευασμούς του εθνικισμού και του σοσιαλφασισμού.
Από αυτή την άποψη η ένταση που πήρε η διαφωνία μας με το Λ.Π. θα προσφέρει μια σπουδαία ευκαιρία στην ΟΑΚΚΕ και στους αναγνώστες μας για το παραπέρα ξεκαθάρισμα και την εμβάθυνση στο ’21.
Στο άλλο φύλλο θα υπάρχει η ανταπάντησή μας.

Απάντηση του Λύσανδρου Παπανικολάου
ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΑΙ Ο <<ΡΩΣΙΚΟΣ ΔΑΚΤΥΛΟΣ>>

Η κριτική της Νέας Ανατολής στη σειρά των 4 άρθρων μου για τον τσαρισμό και το ανατολικό ζήτημα αρχίζει με μια διαπίστωση και τελειώνει μ’ έναν ισχυρισμό. Αρχίζει με τη διαπίστωση ότι υπάρχει <<ριζική αντίθεση ανάμεσα στη δική μας αντίληψη για το παραπάνω ζήτημα και στην αντίληψη του Λ.Π.>> (εγώ είμαι αυτός). Και τελειώνει με τον ισχυρισμό ότι <<η θέση του συγγραφέα βρίσκεται σε μετωπική διάσταση>> με τη <<θέση των Μαρξ-΄Ενγκελς για το ’21>> και την <<ανάλυσή τους για το Ανατολικό Ζήτημα>>.
Τον πρώτο ισχυρισμό δε σκοπεύω να τον αμφισβητήσω. Είναι δικαίωμα της εφημερίδας να ανάγει σε “ριζική αντίθεση” κάθε άποψη που διαφοροποιείται από τη δική της. Γιατί, όπως φαίνεται, όταν υπάρχει κομματική τοποθέτηση για ένα ιστορικό ζήτημα, ακόμα και τόσο μακρινό σχετικά, όσο το ’21, τότε και η παραμικρή απόκλιση απ’ αυτήν κινδυνεύει να θεωρηθεί αγεφύρωτη αντίθεση, για να διαφυλαχθεί η καθαρότητα της κομματικής γραμμής. Γι’ αυτό, αν ήξερα εκ των προτέρων ότι η ΟΑΚΚΕ διαθέτει επίσημη κομματική θέση για την επανάσταση του 1821 και, πολύ περισσότερο, αν γνώριζα ποια είναι η θέση αυτή, θα το σκεφτόμουνα πριν δώσω τα άρθρα που μου ζήτησε η “Ν.Α.”. Πιστεύω άλλωστε ότι και η σύνταξη της εφημερίδας, αν είχε κάνει τον κόπο να διαβάσει το βιβλίο μου για την κοινωνική ιστορία της ελληνικής επανάστασης, που έθεσα έγκαιρα υπόψη της, δε θα μου ζητούσε αυτά τα άρθρα.
Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα επιχειρούσε να συγκαλύψει ή να αμβλύνει πραγματικές διαφορές. Νομίζω όμως ότι η “ριζική αντίθεση”, που επισημαίνει η εφημερίδα, δεν βρίσκεται τόσο στο συγκεκριμένο ειδικό ιστορικό ζήτημα, όσο στη δική μου ριζική αντίθεση με την αντίληψη, που τείνει να εμφανίσει κάθε διαφορά γνώμης σαν κάθετη διαφωνία. Γιατί ακόμα και στο ζήτημα της επανάστασης του 1821 αυτό που κάνει εντύπωση δεν είναι όσα χωρίζουν τη δική μου άποψη από εκείνη της ΟΑΚΚΕ, αλλά όσα τις ενώνουν και τις διαχωρίζουν από “την κυρίαρχη στη χώρα μας φιλορώσικη, λαϊκίστικη και ανοιχτά αντιμαρξιστική ανάλυση του ’21", όπως έγραψε κάποτε η “Ν.Α.” (φ. 213). Γι’ αυτό στο εξής, “με την αγάπη και με τη φιλία”, όπως λένε στον τόπο μου, δεν θα μπορούσα να ξαναγράψω στη “Ν.Α.”, παρά μόνο για ιστορικά θέματα, για τα οποία η ΟΑΚΚΕ δεν διαθέτει εκφρασμένη κομματική τοποθέτηση. Διαφορετικά, τι θάπρεπε να κάνω; Να αναζητήσω μήπως το κόμμα, που δεν έχει πάρει προγραμματική θέση για την επανάσταση του 1821; Αυτά με απόλυτα καλή πίστη και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων στο μέλλον.

O τύπος τρώει την ουσία;

Αλλά ο τελικός ισχυρισμός της εφημερίδας για τη δήθεν μετωπική διάσταση της θέσης του υποφαινόμενου με τη θέση και την ανάλυση του ανατολικού ζητήματος και της ελληνικής επανάστασης από τους Μαρξ και ΄Ενγκελς απαιτεί οπωσδήποτε μια διεξοδικότερη απάντηση. Γιατί εδώ διαφαίνεται μια σχολαστική, δογματική και ταυτόχρονα επιλεκτική και μονόπλευρη προσκόλληση της εφημερίδας στο γράμμα κι όχι στο πνεύμα, στον τύπο και όχι στην ουσία των αντιλήψεων του Μαρξ και του ΄Ενγκελς για ζητήματα, όπως το ανατολικό ζήτημα, για το οποίο ο ίδιος τουλάχιστον ο Μαρξ δήλωνε αναρμόδιος, ή όπως η ιστορία του νεοελληνικού κράτους, που ο Μαρξ επίσης χαρακτηρίζει “βάσανο” (χαρακτηρισμό που, ας ειπωθεί σε παρένθεση, θα τον προσυπέγραφε πρόθυμα όποιος έχει εγκύψει στη νεοελληνική ιστορία του 19ου αιώνα).
Ο Μαρξ, για παράδειγμα, παρουσιάζει κάπου τον Καποδίστρια σαν “ρώσο στρατηγό”. Θα έπρεπε μήπως να δεχτούμε την ανακρίβεια ότι ο Καποδίστριας δεν ήταν διπλωμάτης, αλλά στρατιωτικός, μόνο και μόνο επειδή πρόκειται για παραδρομή του Μαρξ;
΄Αλλο παράδειγμα: Ο Μαρξ παριστάνει τον άγγλο υπουργό εξωτερικών και πρωθυπουργό λόρδο Πάλμερστον σαν έμμισθο πράκτορα της Ρωσίας και συνειδητό προδότη της πατρίδας του. ΄Οσο κι αν η βαρύτατη αυτή κατηγορία δικαολογείται από την ορμή της δημοσιογραφικής πολεμικής εκείνου του καιρού και από την πρακτική ανάγκη να στιγματιστεί η συμβιβαστική και υποχωρητική γραμμή του Πάλμερστον απέναντι στους σφετερισμούς της τσαρικής Ρωσίας, δεν επιτρέπεται να επαναλαμβάνεται άκριτα, ενάμιση αιώνα αργότερα, από τη σοβαρή ιστορική έρευνα: ΄Οχι μόνο γιατί ποτέ δεν αποδείχτηκε κάτι τέτοιο, αλλά κι επειδή η πολιτική συνθηκολογήσεων του φιλελεύθερου άγγλου πολιτικού απέναντι στον τσαρισμό μπορεί να εξηγηθεί περίφημα και χωρίς την παρατραβηγμένη υπόθεση πως ήταν μίσθαρνο όργανο του τσάρου.
Ακόμα ένα παράδειγμα σχετικό με το προηγούμενο: Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι τα “παρκερικά”, δηλαδή ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από την Αγγλία το χειμώνα του 1849-50, ήταν μια καλοστημένη πλεκτάνη του Πάλμερστον προς όφελος της Ρωσίας. ΄Οσο κι αν η αψυχολόγητη αυτή ενέργεια είχε πραγματικά σαν επακόλουθο να τονώσει τα αντιαγγλικά και φιλορωσικά αισθήματα του ελληνικού λαού, αποτελούσε ωστόσο ανέκαθεν κοινό μυστικό, ακόμα και για τους πιο ρωσόφιλους ιστορικούς, σαν τον κληροκόφρονα Ε. Κυριακίδη, ότι ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τον αγγλικό στόλο της Μεσογείου ήταν η σπασμωδική αντίδραση της Αγγλίας στην αιματηρή κατάπνιξη της ουγγρικής επανάστασης από το “ρωσικό δουλοπάροικο στρατό” (Λένιν) το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1849. Η “ενάρετη Αγγλία”, μ’ άλλα λόγια, απάντησε στη συντριβή της δημοκρατικής Ουγγαρίας από τον τσαρισμό αποκλείοντας τις ελληνικές ακτές. ΄Ετσι βέβαια προειδοποιούσε τον ΄Οθωνα να προσέξει τη στάση του σε ενδεχόμενο πόλεμο των δυτικών δυνάμεων με τη Ρωσία, γιατί διαφορετικά θα είχε να αντιμετωπίσει, όπως κι έγινε πραγματικά στη διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου, τον θαλάσσιο αποκλεισμό και την αγγλογαλλική στρατιωτική κατοχή.

Το γράμμα και το πνεύμα του μαρξισμού

Παρόμοιες παρερμηνείες των γεγονότων, παραδρομές της πένας ή απλούστατα ανακρίβειες αφθονούν στα άρθρα του ΄Ενγκελς και προπαντός του Μαρξ για το ανατολικό ζήτημα. Κι όταν υποστηρίζουμε, όπως οι φίλοι της ΟΑΚΚΕ, ότι πατάμε “στην πλάνη των γιγάντων Μαρξ-΄Ενγκελς”, πρέπει να ξέρουμε πού ακριβώς πατάμε. Γιατί ασφαλώς η ουσία των απόψεων του Μαρξ και του ΄Ενγκελς για το ανατολικό ζήτημα δεν βρισκόταν σε ιστοριοδιφικές λεπτομέρειες, που ούτε μπορούσαν ούτε, στο κάτω-κάτω, χρειαζόταν και να γνωρίζουν, αλλά στο συσχετισμό του ζητήματος αυτού με την ευρωπαϊκή επανάσταση. Και ίσα-ίσα στο καίριο αυτό σημείο η “Ν.Α.” πιάνεται κυριολεκτικά αδιάβαστη: εδώ βρίσκεται, για να επαναλάβουμε τη δική της διατύπωση, “ο πυρήνας του λάθους” της.
Ακριβώς σ’ ένα από τα άρθρα του για το ανατολικό ζήτημα ο Μαρξ προειδοποιούσε ότι “κάθε απομονωμένο γεγονός επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες”. Ποιος ξέρει; ΄Ισως και να πρόβλεπε ότι κάποτε, στο μακρινό μέλλον, κάποιοι πιστοί οπαδοί του, αλλά, κατά την ομολογία τους, “μέτριοι ιστορικοί”, θα επιχειρούσαν να αποσυνδέσουν τις θέσεις του για το ανατολικό ζήτημα από τη συνολική αντίληψή του για την ευρωπαϊκή επανάσταση του 19ου αιώνα. Γιατί, χωρίς άλλο, για τους κλασικούς του επαναστατικού μαρξισμού η διεθνής προλεταριακή επανάσταση, η “σύγχρονη Ειμαρμένη”, όπως την αποκαλούσαν, ήταν ουσιαστικά υπόθεση της εποχής τους και του αιώνα τους. Η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου, που στις συνθήκες του καιρού εκείνου δεν μπορούσε να είναι παρά ευρωπαϊκή, θα έλυνε το χρόνιο ανατολικό ζήτημα, κι όχι η “βαλκανιοποίηση” της ευρωπαϊκής Τουρκίας με μοχλό την “αρχή των εθνοτήτων”, που θα οδηγούσε τους βαλκανικούς λαούς στην αλληλοσφαγή υπό τα νεύματα της Ρωσίας.
Αυτό ακριβώς εννοούσε ο ΄Ενγκελς, όταν έγραφε το 1853: <<Η λύση του τουρκικού προβλήματος, όπως και άλλων μεγάλων προβλημάτων, επιφυλάσσεται στην ευρωπαϊκή επανάσταση. Και δεν είναι παράτολμο να εντάξουμε τούτο το άσχετο, από πρώτη όψη, ζήτημα στον τομέα των αρμοδιοτήτων του μεγάλου επαναστατικού κινήματος>>. Και λυπάμαι ειλικρινά που είμαι υποχρεωμένος να κατασπαταλάω τον πολύτιμο χώρο της εφημερίδας, επαναλαμβάνοντας πράγματα, όπως η παραπάνω βαρυσήμαντη θέση του ΄Ενγκελς, που είχα μνημονεύσει στο αμέσως προηγούμενο άρθρο. Αλλά μερικές φορές οι συντάκτες της “Ν.Α.” μου δίνουν την εντύπωση ότι αρκέστηκαν να διαπιστώσουν την υποτιθέμενη “ριζική αντίθεση” της δικής τους αντίληψης με την αντίληψη των άρθρων που κριτικάρουν, χωρίς να μπουν στον κόπο να τα διαβάσουν λίγο πιο προσεκτικά...
Μπροστά λοιπόν στη μεγαλειώδη προοπτική μιας επικείμενης πανευρωπαϊκής επανάστασης, τι νόημα μπορούσε να έχει το ζήτημα αν η οθωμανική αυτοκρατορία θα κομματιαζόταν σε υποτελείς ηγεμονίες, προορισμένες να κατακτηθούν σύντομα από τη Ρωσία, ή σε αυτοτελή κράτη, που η “Αρκούδα του Βορρά” θα τα καταβρόχθιζε, όπως ο Κύκλωπας τον Οδυσσέα, τελευταία; Η προλεταριακή επανάσταση, που θα αντιμετώπιζε, κατά τις προβλέψεις των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού, τη φεουδαρχική αντεπανάσταση με τα όπλα σ’ έναν παγκόσμιο πόλεμο, θα έκλεινε επίσης το “ανοιχτό συρίγγιο της ευρωπαϊκής πολιτικής”, το ανατολικό ζήτημα, ιδρύοντας στα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που οι Μαρξ και ΄Ενγκελς τη θεωρούσαν ολότελα ξοφλημένη, μια αδελφική ένωση των λαών της Ανατολής χωρίς καμιά διάκριση φυλής, γλώσσας ή θρησκείας. Αυτό πάντως είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από την κριτική ανάλυση των θέσεων του Μαρξ και του ΄Ενγκελς για το ανατολικό ζήτημα σε σχέση πάντα με την “κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα”.

Με τον Μαρξ ή με τον Ούρκχαρτ;

Διαφορετικά, χωρίς αυτή τη συνάρτηση, οι ηγέτες του επαναστατικού προλεταριάτου Κ. Μαρξ και Φ. ΄Ενγκελς θα κινδύνευαν να θεωρηθούν σαν πάση θυσία υπέρμαχοι του status quo και του δόγματος της ακεραιότητας του οθωμανικού κράτους, που οι ίδιοι χαρακτήριζαν απερίφραστα “αστική ηλιθιότητα” και “αστική βλακεία”. ΄Οχι αυτοί, αλλά ο Ντ. Ούρκχαρτ, <<ο παλαβός βουλευτής, που παρουσίαζε τον Πάλμερστον σαν πληρωμένο άνθρωπο της Ρωσίας>>, σύμφωνα με τα λόγια του ΄Ενγκελς, ήταν ο άνευ όρων συνήγορος της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μήπως η “πλάτη των γιγάντων Μαρξ-΄Ενγκελς”, όπου φαντάζεται πως πατάει η ΟΑΚΚΕ, δεν είναι παρά η καμπούρα του ρομαντικού σκώτου ευπατρίδη; Ακόμα κι αυτό βέβαια δεν θάταν λίγο, γιατί ο Ούρκχαρτ, κατά την κρίση του ΄Ενγκελς, ήταν άνθρωπος μεγάλης αξίας, που 50 ολόκληρα χρόνια αγωνίστηκε ακούραστα για να ξεσκεπάσει τη δολιότητα των σκοπών και των μεθόδων της ρωσικής διπλωματίας. Ο Μαρξ και ο ΄Ενγκελς πήραν πολλά ωραία πράγματα απ’ αυτόν, μαζί με ορισμένες υπερβολές...
΄Ομως ο Ούρκχαρτ ήταν ένας συντηρητικός της παλιάς σχολής, που πίστευε ακράδαντα ότι στην Αγγλία μόνο οι τόρηδες είχαν προβάλει σοβαρή αντίσταση στη Ρωσία, ενώ οι άγγλοι και ξένοι φιλελεύθεροι, μαζί με όλο το επαναστατικό κίνημα της ηπειρωτικής Ευρώπης, πρόσφεραν γενικά υπηρεσίες στη Ρωσία και ότι συνεπώς μόνο ένας τόρης ή ένας Τούρκος μπόρεσε να αντισταθεί στους Ρώσους, ενώ κάθε φιλελεύθερος ή επαναστάτης ήταν, συνειδητά ή ασυνείδητα, ρωσικό όργανο. Με τη λογική αυτή, ακόμα και η γαλλική επανάσταση έπαιξε το παιχνίδι της Ρωσίας, αφού της πρόσφερε την ευκαιρία να αποτελειώσει την Πολωνία, τη στιγμή που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αρχίζοντας από την Αυστρία και Πρωσία, ήταν απορροφημένες με τον πρώτο αντιγαλλικό συνασπισμό. Πολύ περισσότερο οι επαναστάσεις του 1820 στην Ιταλία και την Ισπανία, απασχολώντας την προσοχή της Αυστρίας, διευκόλυναν, κατά την άποψη του Ούρκχαρτ, τα ρωσικά σχέδια στα Βαλκάνια και άρα θα πρέπει -πράγμα που ο ΄Ενγκελς αποκλείει- να υποκινήθηκαν από τη Ρωσία!
Η τελική κρίση του ΄Ενγκελς για τον Ούρκχαρτ μου φαίνεται σαν να γράφτηκε για τους αξιότιμους συντάκτες της “Νέας Ανατολής”. Ακούστε την: <<Η συνεχής του ενασχόληση με τη ρωσική διπλωματία τον έκανε να τη θεωρεί κάτι παντοδύναμο και τον μοναδικό ενεργό παράγοντα της σύγχρονης ιστορίας, που κρατούσε στα χέρια του σαν παθητικά εργαλεία όλες τις άλλες κυβερνήσεις, έτσι ώστε, αν παραβλέψουμε τις εξίσου υπερβολικές εκτιμήσεις του για την ισχύ της Τουρκίας, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί αυτή η παντοδύναμη ρωσική διπλωματία δεν έβαλε από καιρό στο χέρι την Κωνσταντινούπολη. Για να αναγάγει λοιπόν ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία, από τη γαλλική επανάσταση και μετά, σε διπλωματική παρτίδα σκακιού μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ενώ τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη αποτελούσαν πιόνια της Ρωσίας, ο Ούρκχαρτ έπρπε να εμφανίζεται σαν κάποιος προφήτης της Ανατολής, ο οποίος αντί για απλά ιστορικά γεγονότα δίδασκε μια απόκρυφη διδασκαλία σε μυστηριώδη υπερδιπλωματική γλώσσα, γεμάτη υπαινιγμούς σε γεγονότα που δεν ήταν γενικά γνωστά, αλλά και που ούτε καν δηλώνονταν ξεκάθαρα>>. Κοντολογής, καταλήγει ο ΄Ενγκελς, οι ρώσοι διπλωμάτες θα μπορούσαν θαυμάσια να πουν: <<Αν ο κ. Ούρκχαρτ δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε>>.

Από το μερικό στο γενικό

΄Ωστε ο υποκειμενισμός και η βουλησιαρχία, που διαπνέει την αντίληψη της ΟΑΚΚΕ και του οργάνου της Κ.Ε. της στο επίμαχο ζήτημα και που τη φέρνει πιο κοντά στον Ούρκχαρτ μάλλον παρά στον Μαρξ, διαγράφεται καθαρά στην πλήρη αποσιώπηση της εσωτερικής αιτιακής αλληλουχίας των θέσεων του επαναστατικού μαρξισμού για το ανατολικό ζήτημα με την προοπτική της ευρωπαϊκής επανάστασης του 19ου αιώνα. Στις αρχές μάλιστα της δεκαετίας του 1850, που γράφτηκαν τα περισσότερα άρθρα των Μαρξ και ΄Ενγκελς για το ανατολικό ζήτημα, αυτοί προσδοκούσαν ακόμα μιαν άμεση επαναστατική άνοδο στην Ευρώπη. Και μολονότι ύστερα από την ήττα της επανάστασης του 1848-49, δεν συμμερίζονταν καθόλου τις αυταπάτες της αγοραίας δημοκρατίας, που υπολόγιζε σε μια γρήγορη, αποφασιστική και οριστική νίκη του “λαού” πάνω στους “καταπιεστές”, αλλά δήλωναν απεναντίας ότι δεν έπρεπε τίποτα να περιμένουν πριν ξεσπάσει μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση, παρ’ όλα αυτά δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι η μεγάλη αποφασιστική μάχη είχε αρχίσει, ότι έπρεπε να διεξαχθεί ίσα με το τέλος μέσα σε μια και μόνη μακρόχρονη και γεμάτη εναλλαγές επαναστατική περίοδο, ότι όμως δε θα μπορούσε να τελειώσει παρά με την οριστική νίκη του προλεταριάτου.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1857 αποκάλυψε την πλάνη τους. <<Η ιστορία έδοσε άδικο σε μας και σ’ όλους όσους σκέφτονταν όπως κι εμείς -θα γράψει 40 χρόνια αργότερα, το 1895, στο “κύκνειο άσμα” του ο ΄Ενγκελς. Ξεκαθάρισε ότι η κατάσταση της οικονομικής εξέλιξης στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν ήταν τότε καθόλου ώριμη για την παραμέριση της καπιταλιστικής παραγωγής. Ιδιαίτερα χωρίς την αυτοτέλεια και την εσωτερική ενότητα των μεγάλων εθνών, της Γερμανίας, Ιταλίας κλπ. που πραγματοποιήθηκε, όπως έλεγε ο Μαρξ, από τους “νεκροθάφτες της επανάστασης του 1848”, έστω και μέσα σε σχετικά περιορισμένα όρια, η πορεία ανάπτυξης της εργατικής τάξης θα συναντούσε αξεπέραστα εμπόδια στις εθνικές περιπλοκές.
Εντούτοις ως το τέλος της ζωής τους ο Μαρξ και ΄Ενγκελς θεωρούσαν λίγο-πολύ κοντινή τη διεθνή επανάσταση και την περίμεναν μάλιστα πριν από το τέλος του 19ου αιώνα. Τελικά όμως επιβεβαιώθηκαν οι αμφιβολίες του ίδιου του Μαρξ, που αναριωτιόταν αν η ανθρωπότητα μπορεί να εκπληρώσει τον προορισμό της, τον σοσιαλισμό, χωρίς μια θεμελιακή επανάσταση στις κοινωνικές σχέσεις της Ασίας, που θα ικανοποιούσε “το μεγάλο αίτημα της ασιατικής κοινωνίας” -την ατομική ιδιοκτησία πάνω στη γη. <<Για μας -έγραφε ο Μαρξ στον ΄Ενγκελς το 1858- το δύσκολο ζήτημα είναι το ακόλουθο: στην ήπειρο η επανάσταση είναι επικείμενη και αμέσως θα πάρει χαρακτήρα σοσιαλιστικό, δεν θα πνιγεί όμως αναγκαστικά σ’ αυτή τη μικρή γωνιά, αφού σ’ ένα πεδίο πολύ πιο μεγάλο η κίνηση της αστικής κοινωνίας είναι ακόμα ανοδική;>>
Αυτός πάντως ήταν ο πραγματικόςλόγος που η αστικά αναπτυγμένη Δύση σταμάτησε το 1860-1870 χωρίς να επιχειρήσει μια κοινωνική ανατροπή και, αντί για την προλεταριακή επανάσταση στη δυτική Ευρώπη, άρχισε η επιταχυνόμενη ανάπτυξη του καπιταλισμού σε όλη την Ανατολή, από την Αδριατική ως τον κόλπο της Βεγγάλης, σε εξάρτηση βέβαια από την καπιταλιστική Δύση. Μα η εξαρτημένη αυτή ανάπτυξη του καπιταλισμού έτεινε ακαταμάχητα να διαλύσει τις απολιθωμένες ανατολικές δεσποτείες, σαν την οθωμανική αυτοκρατορία, σε αυτοτελή εθνικά κράτη. Και ο μεγαλύτερος νεκροθάφτης της ευρωπαϊκής επανάστασης του 1848, ο ρωσικός τσαρισμός, έγινε κι αυτός ο “εκτελεστής της διαθήκης της”, δημιουργώντας άθελά του τα πρώτα εθνικά κράτη στην Ανατολή -τα βαλκανικά εθνικά κρατη.
Χωρίς άλλο τα κράτη αυτά ήταν καταδικασμένα να πέσουν στο ζυγό του τσαρισμού, μόλις ο τελευταίος, πατώντας πάνω σ’ αυτά, θα έβαζε στο χέρι την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά. ΄Ωσπου να συμβεί όμως αυτό, η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη, που βρισκόταν στην αφετηρία της διαμόρφωσης των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, σάρωσε, την επαύριο κυριολεκτικά της ολοκλήρωσης του σχηματισμού τους, τον αντιδραστικό τσαρισμό. <<Μονάχα όταν η κατάρρευση του τσαρισμού -έγραφε ο ΄Ενγκελς από το 1882- θ’ απελευθερώσει τις εθνικές προσπάθειες των μικρών αυτών λαών απ’ τη συνάντησή τους με τις ιδέες του πανσλαβισμού για την κυριαρχία του κόσμου, μονάχα τότε μπορούμε να τους αφήσουμε ελευθερία δράσης>>.
Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα κράτη, που πρόκυψαν από τη διάλυση της οθωμανικής και, ύστερα από τη ρωσική επανάσταση, της αυστριακής αυτοκρατορίας, δεν απόφυγαν τελικά τη ρωσική επικυριαρχία. Είναι όμως τυχαίο ότι το πρώτο ίσα-ίσα εθνικό κράτος στην Ανατολή, η Ελλάδα, έμεινε σταθερά προσηλωμένο στη Δύση; Σήμερα βέβαια το κράτος αυτό εμφανίζεται σαν ο πιστότερος υπηρέτης του μεγαλορωσικού εθνικισμού και του μικρότερου συνεταίρου του στη γειτονιά μας, του σερβικού μεγαλοκρατικού σωβινισμού. Αλλά θα έπρεπε άραγε απ’ αυτό να προεξοφλήσουμε τον “εκρωσισμό” του ελληνικού έθνους;

Τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα...

Καταλαβαίνουμε λοιπόν τώρα γιατί και πώς ένα ζήτημα, εκείνο της ανεξαρτησίας των χριστιανικών λαών της βαλκανικής χερσονήσου, που την εποχή των Μαρξ και ΄Ενγκελς φαινόταν εντελώς επουσιώδες, απόκτησε τόσο μεγάλη σημασία αναδρομικά, την εποχή της αστικής αντίδρασης, που ακολούθησε την ήττα της ευρωπαϊκής επανάστασης του 19ου αιώνα. Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε ότι η σημασία του ζητήματος αυτού είχε γίνει έγκαιρα αντιληπτή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους -τους έλληνες πατριώτες. ΄Ετσι, όταν το 1823 η Ρωσία πρότεινε υστερόβουλα την υποδιαίρεση της επαναστατημένης Ελλάδας σε τρεις αυτόνομες ηγεμονίες, υποτελείς στον σουλτάνο, ο Α. Μαυροκορδάτος παρατηρούσε με ασυνήθιστη διορατικότητα:
<<Δεν δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί συμφέρει στην πολιτική της αυλής της Πετρούπολης να διαιρέσει την Ελλάδα σε πολλές ηγεμονίες υποτελείς στην οθωμανική Πύλη. Αλλά κι αν υποτεθεί δυνατή η εκτέλεση αυτού του σχεδίου, θα συνέφερε στην Ευρώπη να την παρεμποδίσει, αν θέλει να προλάβει την υπέρμετρη επέκταση της Ρωσίας και τους πολέμους που θα προκύψουν αναπόφευκτα απ’ αυτό... ΄Αμα όμως συνομολογούσαμε με κάποια επίσημη δήλωση την υποτέλειά μας, τότε γι’ αυτό θα χάναμε παντοτινά τα δικαιώματα εκείνα και θα προετοιμάζαμε τόσες επαρχίες για να κατακτηθούν από τη Ρωσία την κατάλληλη στιγμή, όσες υποτελείς ηγεμονίες τύχει να ιδρυθούν, ενώ θα της είναι πολύ δύσκολο να βάλει στο χέρι την ελεύθερη και ανεξάρτητη Ελλάδα>>.
<<Δεν αληθεύει λιγότερο ότι η Ρωσία δεν γίνεται να δει το συμφέρον της εξασφαλισμένο, με το σκοπό να μπορέσει αργά ή γρήγορα να πραγματοποιήσει τα σχέδια της Αικατερίνης Β’, που έχουν γίνει οικογενειακά της σχέδια, παρά με το σύστημα της μετατροπής και της Ελλάδας επίσης σε ηγεμονίες υποταγμένες λίγο-πολύ άμεσα στην προστασία της... Αλλά επειδή ακριβώς το σύστημα των ηγεμονιών συμφέρει τη Ρωσία, επειδή ακριβώς εκείνο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας δεν είναι της αρεσκείας της, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία δεν θα παραδεχτούν το πρώτο και θα υποστηρίξουν το δεύτερο. Η ανεξαρτησία αυτή είναι το μόνο μέσο για να εγκατασταθεί το πρόχωμα που η σωτηρία της Ευρώπης απαιτεί απέναντι στην κολοσσιαία δύναμη της Ρωσίας>>.
Αυτά είναι γνωστά και τάχουμε ξαναπεί. Τι να γίνει όμως; Οι συντάκτες της “Ν.Α.” έχουν κατανοήσει τόσο λίγο τη διαφορά υποτέλειας και ανεξαρτησίας, ώστε όχι μόνο την ισοπεδώνουν “ελαφρά τη καρδιά”, αλλά φαντάζονται επιπλέον ότι η ανεξαρτησία εξυπηρετούσε καλύτερα τη Ρωσία! Τότε γιατί ο τσάρος “χιμαιρική” την ανέβαζε και “χίμαιρα” την κατέβαζε; Για να ξεγελάσει μήπως τους κουτόφραγκους; Και ύστερα αναρωτιούνται με περίσια αφέλεια: Καλά, αφού η ανεξαρτησία βόλευε τουλάχιστον όσο και η υποτέλεια τη Ρωσία, προς τι όλη αυτή η φούρια να την εμποδίσει; Ακριβώς επειδή η ανεξαρτησία βόλευε πολύ λιγότερο από την υποτέλεια τη Ρωσία, όπως εξηγούσε κι ο Μαυροκορδάτος, ο τσαρισμός βάλθηκε να τη ματαιώσει: τον βόλευε τόσο άσχημα, ώστε μέχρι να επωφεληθεί απ’ αυτήν είχε πια ανατραπεί (και κληροδότησε το καθήκον αυτό στους διαδόχους του).
Κατά τ’ άλλα, η απορία: γιατί η Ρωσία να πασχίζει τόσο για κάτι “που, σε τελευταία ανάλυση, θα το πετύχαινε έτσι κι αλλιώς”, μας θυμίζει την παλιά αντίρρηση στον ιστορικό υλισμό, που χλεύασε ο Πλεχάνοφ: <<Αφού ο σοσιαλισμός είναι αντικειμενική αναγκαιότητα, ποιος ο λόγος ν’ αγωνιζόμαστε γι’ αυτόν; Δεν ιδρύει κανείς κόμμα για να πετύχει την έκλειψη της σελήνης!>>Αν ο τσαρισμός δεν είχε επιδιώξει την υποτέλεια της Ελλάδας, δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί ούτε από την ανεξαρτησία της!
Επειδή εξάλλου η Ελλάδα δεν ήταν Κριμαία -μια χώρα απομονωμένη από τον πολιτισμένο κόσμο, που η ανεξαρτοποίησή της από την οθωμανική αυτοκρατορία την έριξε ολόισια στην αγκαλιά της “ρωσικής αρκούδας”- η ανεξαρτησία έμελλε να συσφίξει τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς της με τη Δύση, ενώ αντίθετα η υποτέλεια στην Πύλη της ετοίμαζε την τύχη της Ιόνιας Πολιτείας, που εξαιτίας ακριβώς της εξάρτησής της από τον σουλτάνο μετατράπηκε σχεδόν αυτόματα σε ρωσικό προτεκτοράτο. Για την εφημερίδα μας όμως, όπως και για τον αλησμόνητο Ούρκχαρτ, εκτός από τη Ρωσία και την Τουρκία, δεν υπήρχαν στη διεθνή σκακιέρα αλλά πιόνια, παρά μόνο για να διευκολύνουν τις κινήσεις του τσάρου και να δυσκολεύουν τις κινήσεις του σουλτάνου. Μα η ίδια η ψοφοδεής υποχωρητικότητα της Αγγλίας απέναντι στη Ρωσία, που δικαιολογημένα καυτηρίαζε ο Μαρξ, προϋπόθετε την πλήρη αντίθεση των συμφερόντων τους στο ανατολικό ζήτημα: <<Στο σημείο αυτό -έγραφε ο ΄Ενγκελς- συμβαδίζουν τα συμφέροντα της επαναστατικής δημοκρατίας και της Αγγλίας. Καμιά τους δεν μπορεί να επιτρέψει στον τσάρο να κάνει την Κωνσταντινούπολη μια από τις πρωτεύουσές του και θα δούμε πως, όταν στριμωχτούν με την πλάτη στον τοίχο, η μια θα του αντισταθεί εξίσου αποφασιστικά όσο και η άλλη>>.

Υλιστική ή αστυνομική αντίληψη της ιστορίας;

Αυτά είναι τα γεγονότα ή τουλάχιστον ορισμένα από τα γεγονότα. Τόσο το χειρότερο, θα μου πείτε, γι’ αυτά: Η ιστορία του 19ου αιώνα, κατά την εφημερίδα μας, γράφτηκε από το περιβόητο “Τρίτο Γραφείο”, τη μυστική υπηρεσία του τσαρισμού, που είναι η άλλη όψη, το αρνητικό δίδυμο του φανταστικού “Επαναστατικού Διευθυντηρίου” του Παρισιού. ΄Ολα έγιναν όπως τα θέλησαν και όπως τα πρόβλεψαν ο τσάρος και ο αφοσιωμένος υπηρέτης του, ο Καποδίστριας! Ακόμα και η δολοφονία του Κυβερνήτη, ακόμα και η βίαιη ανατροπή του καθεστώτος του; Ποιος ξέρει; ΄Ισως κι αυτή να ήταν κάποια ανεξιχνίαστη ραδιουργία της τσαρικής Ρωσίας...
Η ιστορία μετατρέπεται έτσι σε ανούσιο κατασκοπευτικό ανάγνωσμα, σε παράσταση του θεάτρου σκιών, όπου ανθρωπάρια, σαν τους τσάρους Αλέξανδρο Α’ και Νικόλαο Α’ ή τους υπουργούς Κ.Β. Νέσελροντ και Ι.Α. Καποδίστρια, κινούν κατά το κέφι τους τα νήματα των αθέατων ιστορικών δυνάμεων! Και τα γεγονότα, που δεν εναρμονίζονται με τη μυθιστορηματική αυτή αντίληψη των πραγμάτων, αγνοούνται επιδεικτικά ή απλούστατα διαψεύδονται. Η ύπαρξη λ.χ. αλληλοσυγκρουόμενων τάσεων στους κόλπους της Φιλικής Εταιρίας, που η διαπάλη τους διατρέχει σαν κόκκινο νήμα όλη την εσωτερική ιστορία της οργάνωσης, δεν θεωρείται χειροπιαστό γεγονός, όπως και είναι, αλλά σκόπιμα επινοημένη θεωρία, γιατί διαφορετικά η σύνταξη της “Ν.Α.” θα έπρεπε να παραδεχτεί αυτό που προκαταβολικά έχει αποκλείσει: κάποιο βαθμό αυτονομίας των Φιλικών από την τσαρική πολιτική.
Και όμως σαν <<ασυνείδητοι πράκτορες της αυλής της Πετρούπολης>> ενεργούσαν όχι μόνο <<οι προσήλυτοι όλων των χωρών>>, όπως σημειώνει ο Μαρξ, αλλά και οι φερόμενοι σαν ιδρυτές της Εταιρίας, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες όλων των πηγών. Αλλιώς πώς εξηγείται το διάβημα του Ξάνθου στον Καποδίστρια, η ευγενική άρνηση του τελευταίου και η τελική προσφορά της αρχηγίας στον Υψηλάντη; Ποιον εξαπατούσαν αυτοί οι κύριοι; Τον εαυτό τους; Με την ευκαιρία, δεν υπάρχει στο προκείμενο ζήτημα καμιά αντίθεση Υψηλάντηδων και Καποδίστρια, αφού ο ίδιος ο Καποδίστριας προσωπικά μεθόδευσε την ανάθεση της αρχηγίας στον Α. Υψηλάντη. Αλλού είναι η αντίθεση...
Η σύνταξη της εφημερίδας αφήνει να εννοηθεί ότι η λεγόμενη αυτοβιογραφία του Καποδίστρια είναι η κυριότερη πηγή μου. Λάθος, κύριοι: η Αυτοβιογραφία είναι η δική σας μοναδική πηγή. Αλλά κι αυτή δεν τη χρησιμοποιείτε, παρά μόνο για να τη διαψεύσετε, αφού για σας ό,τι γράφει ο Καποδίστριας είναι εξ ορισμού ψέμα. Αγνοείτε ίσως ότι η αυτοβιογραφία αυτή ήταν εμπιστευτικό υπόμνημα προς τον τσάρο Νικόλαο Α’, που δεν προοριζόταν για δημοσίευση, όπως άλλωστε και δεν δημοσιεύτηκε παρά 40 περίπου χρόνια αργότερα. Και φυσικά ο “τσαρικός υπάλληλος” Καποδίστριας, όσο κι αν γράφει σε διπλωματική γλώσσα, δεν μπορεί να ψεύδεται ασύστολα στον κύριό του για γεγονότα που ο τελευταίος γνώριζε περίφημα ή μπορούσε κάλλιστα να πληροφορηθεί.
Να γράφετε στα παλιά σας τα παπούτσια τις μαρτυρίες των πηγών, όταν ξεφεύγουν από τις πολιτικές προδιαγραφές σας, είναι το ευκολότερο των πραγμάτων, το δύσκολο είναι να τις εξηγήσετε. ΄Οτι ο Καποδίστριας, εκτελώντας ασφαλώς διατεταγμένη υπηρεσία, προσπάθησε τότε να αποτρέψει μια εξέγερση στην Ελλάδα δεν μαρτυρείται μόνο από τον ίδιο: επιβεβαιώνεται από τις πιο διαφορετικές πηγές, που ήταν αδύνατο να γνωρίζουν το υπόμνημα του Καποδίστρια, όπως από τους αντικαποδιστριακούς Κ. Δεληγιάννη και Ν. Υψηλάντη, που τα απομνημονεύματά τους δημοσιεύτηκαν πολλά χρόνια μετά το θάνατό τους. Ο Δεληγιάννης, παρεμπιπτόντως, ανήκε στο γαλλικό κόμμα των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και η μαρτυρία του για τη Φ.Ε. και τη Ρωσία, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με άλλες πληροφορίες, έχει ισχύ γι’ αυτό ακριβώς το κόμμα, που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο.
Εννοείται επίσης ότι η συνταξιοδότηση των οπλαρχηγών από τη Ρωσία, που την είχαν υπηρετήσει πιστά στο παρελθόν και περίμενε να την υπηρετήσουν και στο μέλλον, δεν αποδείχνει ότι ο τσάρος χρηματοδοτούσε άμεσα μια ελληνική εξέγερση. Αν ήταν έτσι, η Φιλική Εταιρεία δεν θα αναζητούσε απεγνωσμένα τη “φιλοσοφική λίθο” των αλχημιστών για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές της δυσκολίες!
Ολωσδιόλου αβάσιμος είναι κι ο ισχυρισμός ότι δήθεν η Ρωσία “δεν είχε πρόβλημα να υπονομεύσει την Ιερή Συμμαχία”. ΄Οχι μόνο γιατί η Ιερή Συμμαχία αποτελούσε προσωπική έμπνευση του τσάρου, του “πανούργου, δόλιου και υποκριτή” Αλέξανδρου του Α’, αλλά κυρίως επειδή, αν ο τσαρισμός ενεργούσε στο ανατολικό ζήτημα ερήμην των εταίρων του, κινδύνευε να τους συνενώσει όλους εναντίον του, όπως κι έγινε πραγματικά το 1853, στον κριμαϊκό πόλεμο. Έτσι, μόνο με εντολή των συμμάχων της μπορούσε η Ρωσία να επέμβει στο ελληνικό ζήτημα. Μα γι’ αυτό ίσα-ίσα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υιοθέτησαν ουδετερότητα. Γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να αναλάβει την επέμβαση μια από τις όμορες χώρες, δηλαδή η Ρωσία, αφού η Αυστρία ήταν ήδη απασχολημένη στην Ιταλία. Για το λόγο αυτό αντίθετα η Ρωσία επιζητούσε με κάθε τρόπο να επέμβει στο ελληνικό ζήτημα, ακόμα και στο πλευρό του σουλτάνου, όπως απόδειξε ο Τρικούπης για το 1821 και όπως αναφέρει ο Μαρξ για το συνέδριο της Βερόνας το 1822. ΄Οπως ξέρουμε, η Ρωσία ικανοποίησε την επιθυμία της το 1827-28, αφού πρώτα κατάφερε, με τον προσεταιρισμό της Αγγλίας και της Γαλλίας, να διασπάσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Η μεταφυσική της νεοελληνικής ιστορίας

΄Υστερα απ’ όλα αυτά, τι νόημα μπορεί να έχουν μεταφυσικά ερωτήματα του είδους: ΄Ηταν αντιρωσική ή φιλορωσική η εξέγερση του 1821; “΄Η το ένα ή το άλλο. Δεν μπορεί να πατάμε σε δύο βάρκες”. Η ιστορία δεν στριμώχνεται σε τέτοια διλήμματα. ΄Οταν, ας πούμε, ο ΄Ενγκελς θεωρούσε τους Βούλγαρους, από τη μια μεριά “λιπόψυχους” και τους χαρακτήριζε “γουρουνολαό” και, από την άλλη, εξυμνούσε την εξαιρετική τους γενναιότητα στον πόλεμο με τη Σερβία, πατούσε μήπως σε δύο βάρκες; Σίγουρα όχι. Πρόκειται για πραγματικές κι όχι για λογικές αντιφάσεις, για αντιφάσεις δηλαδή που βρίσκονται στα ίδια τα πράγματα κι όχι στις ιδέες μας γι’ αυτά. Και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτές, παρά μόνο αν αποσπαστούμε από τα πραγματικά γεγονότα. Αξίζει άραγε τον κόπο;
Έτσι η “Ν.Α.” ισχυρίζεται ότι εμφανίζω “ένα γενικό θετικό ’21" και, αφού με τον τρόπο αυτό μου φορτώσει μια αντίληψη που δεν είναι δική μου, καταπιάνεται ύστερα να την ανασκευάσει, πράγμα που δεν είναι και πολύ εποικοδομητικό. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την καλή εφημερίδα να χαρακτηρίζει “τελείως εγκεφαλική” τη “διάκριση της ελληνικής εξέγερσης στα δύο”. Μόνο που κι εδώ μπερδεύει απελπιστικά τα πράγματα. Γιατί αυτή η “τελείως εγκεφαλική” διάκριση, που διαπιστώνει, δεν αφορά τόσο την εξέγερση στη Μολδοβλαχία σε σχέση με την εξέγερση στην Ελλάδα -αυτό είναι το λιγότερο- όσο την ίδια την εξέγερση στην Ελλάδα. Για την ελληνική επανάσταση, μ’ άλλα λόγια, ισχύει η παρατήρηση του Μαρξ, στο άρθρο του για τις ισπανικές επαναστάσεις, σχετικά με τους πολέμους ανεξαρτησίας που έγιναν ενάντια στη ναπολεόντεια Γαλλία: όπως εκείνοι, έτσι και τούτη συνδυάζει το “πνεύμα της αναγέννησης” με το “πνεύμα της αντίδρασης”.
Κι αυτή δεν είναι μια “εγκεφαλική” διάκριση. Το φθινόπωρο του 1821 ο διαφωτιστής Κ. Πολυχρονιάδης, μαθητής και φίλος του μεγάλου Α. Κοραή, έγραφε από το Παρίσι στον Δ. Υψηλάντη για τον “παρόντα ληστρικόν βίον” της “αλβανικής Ελλάδος”, εννοώντας μ’ αυτό την εξέγερση του 1821, που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Αυτό δεν εμπόδισε τον Πολυχρονιάδη να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα και να πάρει μέρος στην επανάσταση σαν γραμματέας του Α. Μαυροκορδάτου. Γιατί πραγματικά η εξέγερση του 1821 άρχισε σαν μια ληστανταρσία, που εξελίχθηκε (όπως-όπως, είναι αλήθεια) σε επανάσταση χάρη κυρίως στη συμμετοχή των κοινωνικών δυνάμεων που δεν ήθελαν να γίνει. Η Φιλική Εταιρεία στην πραγματικότητα, έκανε πολύ λίγα πράγματα για την εξέγερση στην Ελλάδα, ακόμα και πριν παραμεριστεί από την ανάπτυξη της επανάστασης. Η συμβολή του Αλή Πασά υπήρξε απεναντίας πολύ πιο σοβαρή.
<<Η επανάστασις της Ελλάδος -θα γράψει ο Κοραής- ήτο δικαιοτάτη, αλλ’ έγινεν ακαίρως. Ο καιρός της ήτο το 1850 έτος, ότε ηθέλομεν έχει πολλούς από τους έτι σπουδάζοντας νέους μας, ηλικιωμένους και διδαγμένους από τα συμβάντα και συμβαίνοντα σήμερον εις την Ευρώπην, ικανούς να δράξωσι τα πράγματα και να διαλύσωσι τας φατρίας>>.
Αυτή ήταν η αντίληψη των πρωτοπόρων “ελεύθερων αστών”, που παρασύρθηκαν σε μια πρόωρη και άκαιρη εξέγερση από τη δύναμη των πραγμάτων, την ακαταμάχητη δύναμη των περιστάσεων, τις οποίες επικαλείται και πάλι ο Κοραής: <<Δεν είναι πλέον καιρός να εξετάσωμεν εάν έγινεν η επανάστασις εις αρμόδιον καιρόν, μήτε εάν οι αρχηγοί αυτής έκαμαν τα πρέποντα. Η μωρία της τουρκικής εξουσίας, φονευούσης τους ιδίους φίλους και κηρυττούσης ανυποστόλως την απόφασιν του να εξολοθρεύση όλον το γένος ημών, έδωκεν εθνικήν μορφήν εις την επανάστασιν και μας έθεσαν εις την ανάγκην του ή να νικήσωμεν ή να αποθάνωμεν>>.
Αλλά εκείνο που ανύψωσε την ανταρσία, τη στάση του 1821 σε επανάσταση, μια επανάσταση εθνική στη μορφή και αστική στο περιεχόμενο, δεν ήταν ο εξωτερικός πόλεμος, η πάλη με τον εξωτερικό εχθρό, τους Τούρκους, αλλά ο εσωτερικός αγώνας, ο εμφύλιος πόλεμος με τις εγχώριες αντιδραστικές δυνάμεις, που ήταν κανονικά ρωσόφιλες και που οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί αστοί τις θεωρούσαν χειρότερο κι από τους Τούρκους εχθρό της προόδου. Η Ρωσία προσπάθησε πάντοτε να περιχαρακώσει, να συγκρατήσει την ελληνική επανάσταση στα πιο στενά εθνικοθρησκευτικά πλαίσια και προπαντός να μην της επιτρέψει να θεμελιώσει τον εθνικό συγκεντρωτισμό. Κι ας μην συγχέουν οι κ.κ. συντάκτες την “πραγματικά ισχυρή κυβέρνηση”, που επιζητούσε ο πρίγκιπας Νέσελροντ, με την “ισχυρή κεντρική εξουσία”. Γιατί ο τσαρικός υπουργός εξωτερικών εννοούσε απλούστατα μια απολυταρχική διακυβέρνηση, ενώ τον εθνικό συγκεντρωτισμό στην Ελλάδα μπορούσε να τον οικοδομήσει, όπως αποδείχτηκε, μοναδικά μια εξουσία βασισμένη σε φιλελεύθερους συνταγματικούς θεσμούς και, σε τελευταία ανάλυση, η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ας μην επαναλαμβάνουμε αβασάνιστα τις αντιδραστικές κοινοτυπίες που ταυτίζουν το συγκεντρωτισμό με το δεσποτισμό.
Μαζί με τον εθνικό συγκεντρωτισμό και τον πολιτικό φιλελευθερισμό η τσαρική Ρωσία καταπολέμησε και την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους από την οθωμανική Πύλη. <<Η δε της Ρωσσίας πολιτική -εξηγεί ο Σ. Τρικούπης- ήτον τον αυτόν καιρόν οποία και πρότερον? ούτε τον παντελή θρίαμβον του ελληνικού αγώνος επεθύμει, ούτε την παντελή ανείχετο υποδούλωσιν των Ελλήνων>>. Κι αν ο τοποτηρητής του τσάρου στην Ελλάδα δεν είδε με καλό μάτι τη γαλλική παρουσία στην Πελοπόννησο, είναι αποκλειστικά γιατί, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της κυβέρνησης των Βουρβόνων (που κι εκείνες άλλωστε δεν ήταν τόσο μονοσήμαντες), η γαλλική επιχείρηση προωθούσε αντικειμενικά την πλήρη ανεξαρτησία, όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενο άρθρο, κι αυτό χωρίς να αναφερθούμε στην ανατροπή των διεθνών συσχετισμών από την ιουλιανή επανάσταση, που μεσολάβησε στο μεταξύ. Για τον ίδιο λόγο ο Ασπρέας ακριβολογεί απόλυτα, όταν γράφει ότι “εις την Ρωσσικήν πολιτικήν δεν συνέφερε” όχι η ναυμαχία του Ναυαρίνου, αλλά γεγονός της εκτάσεως του Ναυαρίνου. Ως τις μέρες μας οι εθνικιστές ρώσοι ιστορικοί, όπως έξαφνα η Ο. Μπ. Σπαρό, επιχειρούν μεθοδικά να μηδενίσουν τη συμμετοχή των δυτικών δυνάμεων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Γιατί απλούστατα, χωρίς το Ναυαρίνο, δεν θα υπήρχε ελληνικό ζήτημα για να το λύσει η συνθήκη της Ανδριανούπολης...

Προσωρινός (;) επίλογος

Αν, παρ’ όλα αυτά, η ελληνική επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε κι αν τελικά το “πνεύμα της αντίδρασης” υπερίσχυσε, κάθε άλλο όμως παρά απόλυτα, πάνω στο “πνεύμα της αναγέννησης”, χρειάστηκε γι’ αυτό πολύ σκληρή πάλη, που δεν επιτρέπεται να τη διαγράφουμε με μια μονοκοντυλιά. Μήπως η Γερμανία, ύστερα από τον απελευθερωτικό της πόλεμο ενάντια στον πρώτο Ναπολέοντα, που <<η γιγάντια δύναμή του έσπασε σαν σάπιο καλάμι μπρος στο γερμανικό λαό>>, για δεκαετίες ολόκληρες, όπως λέει ο Μαρξ, δεν κειτόταν ανήμπορη στα πόδια του τσάρου;
Ο ΄Ενγκελς εφιστά την προσοχή και σε μια άλλη σοβαρή συνέπεια της απελευθέρωσης από την τουρκική κυριαρχία: <<Είναι πασίγνωστο -γράφει- ότι σε όσα κράτη ξεπετάχτηκαν πάνω σε τουρκικό έδαφος κι απόκτησαν ολικά ή μερικά την ανεξαρτησία τους, δημιουργήθηκε αμέσως ένα ισχυρό αντιρωσικό κόμμα>>. Στην Ελλάδα τέτοιο κόμμα, το πραγματικά εθνικό κόμμα, όπως το θεωρούσε ο Μαρξ, που δεν ήταν μόνο αντιρωσικό, μα και αντικληρικό, ήταν κυρίως το “αγγλικό” και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, το “γαλλικό” κόμμα. Και φυσικά η ανάπτυξη ενός τέτοιου κόμματος δεν οφειλόταν σε κάποιο πονηρό υπολογισμό της ρωσικής διπλωματίας, που πήγαινε να αποκοιμίσει τους ανύποπτους Δυτικούς, αλλά πρωταρχικά στις βαθιές κοινωνικο-οικονομικές αιτίες, που υπόδειχνε ο Ένγκελς.
<<Η ρωσική οικονομία τείνει προς το μονοπώλιο, ενώ η νοτιοσλαβική είναι επεκτακτική. Επιπλέον συναγωνίζονται η μια την άλλη στην Κεντρική Ασία, ενώ όμως η Ρωσία έχει κάθε συμφέρον να πουλήσει εκεί αποκλειστικά τα δικά της προϊόντα, οι Νοτιοσλάβοι ήδη από τώρα ενδιαφέρονται ζωηρότατα να εισαγάγουν στις αγορές της Ανατολής τα προϊόντα της δυτικής Ευρώπης. Πώς θάταν λοιπόν δυνατό να μονιάσουν τα δύο αυτά έθνη; Οι Νοτιοσλάβοι της Τουρκίας και οι Έλληνες έχουν, ακόμα και σήμερα, πολύ περισσότερα κοινά συμφέροντα με τη δυτική Ευρώπη παρά με τη Ρωσία>>.Η ειρωνεία της ιστορίας είναι όμως ανεξάντλητη. Αφού απόδειξε πρώτα ότι καμιά διεθνής επανάσταση δεν είναι δυνατή, χωρίς την προηγούμενη επέκταση του καπιταλισμού σε όλη την Ανατολή και κατά συνέπεια, χωρίς την ανάδυση μιας πληθώρας νεαρών εθνικών κρατών στην απέραντη περίμετρο του δυτικού κόσμου, αποκάλυψε στη συνέχεια ότι το αστικό εθνικό κράτος, που δημιούργησε ο καπιταλισμός, ήταν ανίκανο να λύσει το εθνικό ζήτημα στην Ανατολή. Δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ τους λόγους αυτής της ανικανότητας. Η απάντησή μου υπήρξε ήδη πολύ διεξοδικότερη απ’ όσο λογάριαζα. Αλλά η “Ν.Α.” έδωσε στην κριτική της τον χαρακτήρα αντιπαράθεσης “εφ’ όλης της ύλης” κι όχι απλής αντιπαραβολής απόψεων, που θα ήταν ίσως φυσικότερο, κι έτσι ήμουν υποχρεωμένος να την ακολουθήσω σε όλη την ύλη. Το μόνο που μπορώ να προσθέσω εδώ είναι αυτό: η διαμόρφωση των εθνικών κρατών στη χερσόνησο του Αίμου αποδείχτηκε εντελώς αναγκαία για να αποδείξει προπάντων, με τον αλληλοσπαραγμό των βαλκανικών λαών εν ονόματι της “αρχής των εθνοτήτων”, ότι η διεθνής επανάσταση, που μόνο αυτή μπορεί, σύμφωνα με τον ΄Ενγκελς, να λύσει το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια, δεν μπορούσε ποτέ να είναι ευρωπαϊκή, όπως νόμιζε ο ΄Ενγκελς στον καιρό του, αλλά θα πρέπει να είναι παγκόσμια.
Το να αποδεχόμαστε όμως, έστω και σαν “αναγκαίο κακό”, το ελληνικό εθνικό κράτος και να καταδικάζουμε χωρίς ελαφρυντικά την επανάσταση που το θεμελίωσε, είναι σαν να ξορκίζουμε από το κράτος αυτό κάθε επαναστατική ανάμνηση της καταγωγής του. Στο κάτω-κάτω της γραφής, κάθε πράγμα στον κόσμο αυτό κρίνεται από τα αποτελέσματά του.