ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ αρ.φ. 233, 9 Ιούνη 1995

Ο ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

Ανταπάντηση στο Λύσανδρο Παπανικολάου


ΟΙ ΜΕΤΡΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ

Πριν ξεκινήσουμε την ανταπάντησή μας στο Λ. Παπανικολάου στα ζητήματα ουσίας, θα θέλαμε να καθορίσουμε ξανά το είδος της αντίθεσής μας μαζί του στο ζήτημα του ’21, έτσι ώστε να μη μένει χώρος για κριτικές σε μας του τύπου : “αφού συμφωνούμε στην κύρια πλευρά, γιατί ανάγετε τη δευτερεύουσα πλευρά όπου βρίσκεται η διαφωνία μας σε ριζική αντίθεση;” ΄Η, πράγμα που είναι το ίδιο, “αφού εκτιμήσατε το βιβλίο μου για το ’21, γιατί τώρα μου κάνετε κριτική;”
Ο λόγος που εκτιμήσαμε το βιβλίο του Παπανικολάου είναι ότι μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του ’21, αλλά και μέσα στα διεθνή πλαίσια όπου αυτό ξετυλίχθηκε, θεωρεί σαν τις πιο αντιδραστικές τις φιλορώσικες δυνάμεις και τη Ρωσία. Αυτή η εκτίμησή μας παίρνει υπόψη της τη γενική κατάσταση της λεγόμενης μαρξιστικής ιστοριογραφίας, που δε χάνει την ευκαιρία να ανακαλύπτει στο ρώσικο κόμμα, στο Θ. Κολοκοτρώνη και τη Ρωσία την “αριστερά” του ’21.
Ειδικά μάλιστα στο βιβλίο του, που καταπιάνεται πολύ περισσότερο με το εσωτερικό σκέλος του ’21, είναι και πιο έντονο το βάρος αυτής της θετικής κοινής και για τους δυο μας πλευράς, έτσι ώστε εμείς σωστά να θεωρήσουμε σα δευτερεύουσα την πλευρά που μας χώριζε.
΄Οταν όμως ήρθε η ώρα να γραφτεί ένα άρθρο ειδικά για τη σχέση της Ρωσίας με το ’21, τότε αυτόματα πρόβαλε σαν κύριο ζήτημα αυτό ακριβώς στο οποίο συγκεντρωνόταν η διαφορά μας, δηλαδή το αν η Ρωσία ήταν σε σύγκρουση ή σε ενότητα με το ’21 και, συνακόλουθα, το αν γενικά το ’21 είχε έναν προοδευτικό ή αντιδραστικό χαρακτήρα.
Σ’ αυτό το ζήτημα η ΟΑΚΚΕ είχε κομματική θέση, ότι δηλαδή το ’21 ήταν σε ενότητα με τη Ρωσία και είχε γενικά έναν αντιδραστικό χαρακτήρα, και επομένως η θέση του συγγραφέα ήταν σε πλήρη αντίθεση με αυτή, όπως και σε σύγκρουση, αναντίρρητα, με τη θέση των Μαρξ-΄Ενγκελς. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι είχαμε δώσει στο Λ. Παπανικολάου τη θέση αυτή μέσα στο κείμενο απόφασης του 1ου Συνεδρίου της ΟΑΚΚΕ για τα στρατηγικά ζητήματα της επανάστασης.
Κρίνοντας τώρα τα πράγματα και αφού έχει προηγηθεί αυτή η διαμάχη, που τουλάχιστον εμάς μας υποχρέωσε να σκύψουμε πιο πολύ πάνω στο ’21, διαπιστώνουμε ότι, ενώ ο Λ. Παπανικολάου έχει κάνει μια σωστή αρνητική κριτική απέναντι σε μια πλευρά του ’21, δεν μπορεί να ξεπεράσει τη γενική αδυναμία όλης της ελληνικής και όλης, ακόμα και της πιο καλοπροαίρετης, της μαρξιστικής ελληνικής ιστοριογραφίας να αρνηθεί στην κύρια πλευρά του το ’21. Η αδυναμία του Λ. Παπανικολάου βρίσκεται στο ότι δεν κατορθώνει από την κριτική του ρώσικου παράγοντα στο ’21 να περάσει στην κριτική του ’21, δηλαδή να περάσει τον ιδεολογικό αυτό τρικυμισμένο Ρουβίκωνα.
΄Ετσι αναγκάζεται να φέρει το ’21 σε σύγκρουση εξωτερικά με τη Ρωσία, ώστε να το διαφυλάξει από αυτό που δεν μπορεί με τίποτα να κρυφτεί, δηλαδή από τον αποφασιστικό και καθοδηγητικό ρόλο της Ρωσίας στο εσωτερικό του ’21, που ακριβώς κάνει το ’21 να είναι μια πισωδρόμηση για τα Βαλκάνια και την ίδια την Ελλάδα.
Εμείς αναγνωρίσαμε από την πρώτη στιγμή ότι αυτό το Ρουβίκωνα τον περάσαμε χάρη στο Μαρξ ακριβώς επειδή ήμασταν μέτριοι ιστορικοί.
Ο Παπανικολάου απάντησε ότι πατάμε όχι στο Μαρξ, αλλά στην καμπούρα του Ούρχαρτ, και ότι ακριβώς επειδή είμαστε μέτριοι ιστορικοί, και κυρίως επειδή έχουμε μια αστυνομική αντίληψη για την ιστορία, πέσαμε στο λάθος να δούμε το ’21 σα μια ρώσικη συνωμοσία, ενώ το ’21 ήταν μια επανάσταση εθνική στη μορφή και αστική στο περιεχόμενο, και, μοιραία, ιστορικά θετική, έστω και αν ο ίδιος αρνείται να την παραδεχτεί σαν τέτοια.
Ας δούμε όμως πρώτα ποιες είναι οι δυνατότητες των “μέτριων ιστορικών” απέναντι στους ειδικούς της ιστορίας και, γενικά, απέναντι σε όσους υποτιμούν τους μη ειδικούς.
Για μας τα ζητήματα της ιστορίας, ιδιαίτερα σε στιγμές όξυνσης της ταξικής σύγκρουσης, είναι πρώτα και κύρια ζητήματα σωστής γενικής θεωρητικής και πολιτικής τοποθέτησης και λιγότερο ζητήματα ειδικής κατάρτισης.
Ο ιστορικός που έχει τη γενικά σωστή τοποθέτηση για ένα μεγάλο φαινόμενο μπορεί, όσο έχει σκύψει με το ζήλο του ειδικού πάνω σε αυτό, να δει το αντικείμενο στη συνολική κίνησή του, στους αναγκαίους δεσμούς των μερών του και στις λεπτομέρειές του. Αντίθετα, η λαθεμένη οπτική παραμορφώνει τη γενική εικόνα ακόμα και όταν κανείς ξέρει τις λεπτομέρειες, γιατί αποτυγχάνει να τις συνδέσει και να τις μετατρέψει σε αναγκαία κίνηση, σε συγκεκριμένη ιστορική νομοτέλεια. ΄Ετσι, ασφαλώς ένας μέτριος ιστορικός, δηλαδή εξοπλισμένος με ένα αναγκαίο μίνιμουμ γνώσεων πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο και με γενικά σωστή πολιτική τοποθέτηση, μπορεί να βρεθεί στη θέση “να ξέρει” και να συλλαμβάνει το τερατώδες λάθος του ειδικού.
Μιλώντας με μια εικόνα στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκεί που ο ειδικός Παπανικολάου βλέπει με σαφήνεια και περιγράφει με λεπτομέρειες ένα λιοντάρι, έστω ένα καχεκτικό λιοντάρι, η συντακτική της Νέας Ανατολής διακρίνει πίσω από μια ομίχλη θαμπά, αλλά με σιγουριά αρχικά τα αυτιά ενός γαϊδάρου, κι αργότερα έναν ολόκληρο γάιδαρο.
Αυτά τα αυτιά τα διακρίναμε χάρη στο Μαρξ, δηλαδή στη σωστή γενική μας τοποθέτηση απέναντι στο ’21, αλλά ο Παπανικολάου προτιμά να τα βάλει μαζί με μας παρά μ’ εκείνον και μας κατηγορεί ότι συλλάβαμε το γράμμα του και όχι το πνεύμα του.
΄Ομως ο Μαρξ δεν είπε μια λεξούλα για το ’21, όπως είπε τη λεξούλα “στρατηγός” για τον Καποδίστρια, αλλά μίλησε δεκάδες φορές γι’ αυτό και όλες τις φορές με την ίδια περιφρόνηση και από την ίδια ακριβώς άποψη, από την άποψη δηλαδή ότι την καθοδήγηση του ’21 την είχε η Ρωσία. Το γράμμα και το πνεύμα του Μαρξ σε ό,τι αφορά την εκτίμηση του ’21 δεν έχουν ανάμεσά τους την παραμικρή αντίφαση ή ασάφεια. Στην πραγματικότητα ο Παπανικολάου προσπαθεί να φέρει σε σύγκρουση το γράμμα και το πνεύμα του Μαρξ για το ’21, από τη μια, σε σύγκρουση με το πνεύμα του Μαρξ γενικά για το ανατολικό ζήτημα, από την άλλη.

ΜΑΡΞ, ΟΥΡΧΑΡΤ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Επειδή όμως το πνεύμα του Μαρξ στο ανατολικό ζήτημα επίσης αντιστέκεται στις απαιτήσεις του συγγραφέα, θα έπρεπε o τελευταίος να αποδώσει στον Ούρχαρτ την ευθύνη του ό,τι κακού υπάρχει στην αντίληψη του Μαρξ για το ανατολικό ζήτημα. Συγκεκριμένα, θα έπρεπε να αποδώσει στον Ούρχαρτ όλη την “ αστυνομική αντίληψη” του ίδιου του Μαρξ, που συμπυκνώνεται στη θέση του ότι ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας Πάλμερστον ήταν πράκτορας του τσάρου. Είναι βασικό για την αντίληψη Παπανικολάου να συντριβεί ένας τέτοιος ισχυρισμός, γιατί αν ο πρωθυπουργός της Αγγλίας μπορούσε να είναι πράκτορας του τσάρου, τότε θα μπορούσαν χίλιες φορές πιο εύκολα να είναι πράκτορές του μερικοί χρεωκοπημένοι έμποροι που ζούσαν στη Ρωσία, όπως οι “Φιλικοί”.
΄Ετσι ο συγγραφέας μας στρέφει τον ΄Ενγκελς ενάντια στο Μαρξ και παίρνει ένα τσιτάτο του ΄Ενγκελς, που λέει πως ο Ούρχαρτ είναι ένας <<παλαβός που ισχυρίζεται πως ο Πάλμερστον είναι πληρωμένος πράκτορας του τσάρου>>.
Αυτό το τσιτάτο είναι παρμένο από την αλληλογραφία του ΄Ενγκελς στο Μαρξ και έχει ημερομηνία 9.3.1853. ΄Ομως σε όλα τα περίφημα άρθρα του για τον Πάλμερστον, και κυρίως σε ένα γράμμα του στο Λασάλ 15 μήνες μετά την επιστολή του ΄Ενγκελς, στις 1.6.1854, ο Μαρξ δίνει στο συγκεκριμένο ζήτημα δίκιο στον Ούρχαρτ και όχι στον ΄Ενγκελς.
Γράφει σχετικά: <<Και δε θέλω να συγκαταριθμηθώ στους οπαδούς αυτού του κυρίου Urquhart, με τον οποίο έχω ένα μόνο κοινό σημείο, δηλ. την άποψη για τον Palmerston, ενώ στ’ άλλα όλα η αντίθεσή μας είναι διαμετρική, όπως αποδείχθηκε στην πρώτη μας κιόλας συνάντηση... Την άποψή μου για τον Palmerston τη γέννησε όχι τούτο ή εκείνο το μεμονωμένο γεγονός -κάθε μεμονωμένο γεγονός επιτρέπει πολλαπλή ερμηνεία-, παρά η αλληλουχία όλων των ενεργειών αυτού του ανθρώπου, το σύνολο της δράσης του από το 1829 και μετά. Μέσα εδώ ανακάλυψα ένα συνεκτικό σχέδιο, το οποίο, κάτω από διαφορετικές και συχνά επιφανειακά αντιφατικές μορφές, κατευθύνεται πάντα προς τον ίδιο στόχο και εκτελείται με την ίδια ψύχραιμη αυτοκυριαρχία. ΄Οσον αφορά ειδικά τα σημεία που έθιξες, παρατηρώ: 1. Εκστρατεία του Πατσίφικο. Στο έργο ενός πρώην γραμματέα της πρεσβείας στην Αθήνα -1836-, δηλ. στην Diplomatic History of Greece του κ. Parish, θα βρεις την απόδειξη ότι ο Palmerston από τα 1830 και μετά έκαμε τα πάντα για να μεταβάλει την Ελλάδα σε ρωσική επαρχία...>> (Μαρξ-΄Ενγκελς: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, σελ. 355).
Ο Παπανικολάου κατηγορεί το Μαρξ ότι ήταν μέσα στη δημοσιογραφική ορμή του που απέδωσε μια τόσο βαριά κατηγορία στον Πάλμερστον, ότι αυτή η κατηγορία δεν αποδείχτηκε ποτέ και ότι ο Μαρξ μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά του Πάλμερστον σα συμπεριφορά φιλελεύθερου και, επομένως, δε χρειαζόταν να καταφύγει στην υπόθεση του Πάλμερστον-πράκτορα.
΄Ομως το τελευταίο που υπήρξε ποτέ ο Μαρξ είναι ένας “δημοσιογράφος”, και μάλιστα “παρορμητικός”, και ήξερε όσο κανένας άλλος τι σημαίνει φιλελεύθερος, ποια ήταν τα όρια της φιλελεύθερης υποχώρησης και πού άρχιζε η συνειδητή και συστηματική εξυπηρέτηση του εχθρού μπροστά στον οποίο ο φιλελεύθερος υποχωρεί, ποια δηλαδή είναι η διαφορά των αγγλικών από τα ρώσικα συμφέροντα. Η συγκεκριμένη άλλωστε επιχειρηματολογία του στο παραπάνω χωρίο δείχνει ότι ο Μαρξ δεν έκανε εδώ έναν παρορμητικό χαρακτηρισμό της στιγμής, αλλά έβγαλε το νόμο της πολιτικής κίνησης του Πάλμερστον μέσα από την παρατήρηση και την ανάλυση μιας ολάκερης και μακρόχρονης πολιτικής περιόδου. Σύμφωνα με το Μαρξ, αυτή η κίνηση μόνο έτσι μπορούσε να εξηγηθεί, και βέβαια ο τελευταίος που δε θα μπορούσε να συσχετίσει τα “παρκερικά” με τα “ουγγρικά” στη δεκαετία του 1850 ήταν ο Μαρξ. Τουλάχιστον θα μπορούσε καλύτερα από τον “κληρικόφρονα Κυριακίδη”.
Να λοιπόν που το πρόβλημα για τον Λ. Παπανικολάου δε θα έπρεπε να είναι οι λόγοι για τους οποίους η ΟΑΚΚΕ στηρίχτηκε στην παλαβομάρα του Ούρχαρτ, αλλά πώς ήταν δυνατό μια τέτοια παλαβομάρα να την υιοθετήσει ψύχραιμα ο ίδιος ο Μαρξ. Ο Λ. Παπανικολάου νομίζει πως ξένοιασε με την εξήγηση του υποτιθέμενου “δημοσιογραφικού παρορμητισμού” του Μαρξ. ΄Ομως μια τέτοια ανύπαρκτη ελαφρότητα του Μαρξ μπορεί να εξηγήσει το πολύ μια λαθεμένη εκτίμηση για τον Πάλμερστον, όχι όμως το λάθος αρχής του Μαρξ ν’ αναζητήσει την εξήγηση για ένα φαινόμενο στο πρακτοριλίκι ενός πρωθυπουργού και όχι στην “υλιστική αντίληψη της ιστορίας” που ο ίδιος ο Μαρξ έτυχε ν’ ανακαλύψει.
Στην πραγματικότητα εκείνος που δεν έχει κατανοήσει καλά τον “υλισμό στην ιστορία” είναι ο ίδιος ο συγγραφέας μας. Και ο μεγάλος του περιορισμός να το πετύχει αυτό είναι η δικιά του “οικονομίστικη αντίληψη της ιστορίας”. Αυτή η αντίληψη περνάει πάντα τον εαυτό της για συνεπή με το μαρξισμό, επειδή ανάγει εύκολα κάθε πολιτική αντίθεση σε οικονομική και επειδή βλέπει παντού την οικονομία να κυριαρχεί πάνω στην πολιτική και το εποικοδόμημα γενικά. ΄Ομως οι θεμελιωτές του Μαρξισμού και οι συνεχιστές τους έχουν επιμείνει στο ότι η πολιτική, η ιδεολογία και το εποικοδόμημα μπορούν, με τη σειρά τους, να κυριαρχούν πάνω στην οικονομία.
Χάρη σ’ αυτή την αντίληψή τους για τη σχέση πολιτικής-οικονομίας οι κλασικοί δεν ξέπεσαν ποτέ στο επίπεδο του μεταφυσικού υλισμού όταν καταπιάστηκαν με πολιτικά ζητήματα. Και δεν ήταν καθόλου σα δημοσιογράφοι, αλλά, αντίθετα, σαν οξυδερκείς υλιστές που δε δίσταζαν να δουν τον πολιτικό εκπρόσωπο του ισχυρότερου τότε στον κόσμο αγγλικού καπιταλισμού να είναι πράκτορας της καθυστερημένης ρωσικής φεουδαρχίας, δηλαδή το αγγλικό κεφάλαιο να είναι διαβρωμένο στην κορυφή του από τον τσαρισμό και όχι αντίστροφα, τον τσαρισμό να είναι -τουλάχιστον στην ηγεσία του- υποταγμένος στο αγγλικό χρήμα. Μα είναι ακριβώς αυτό το μάθημα που δίνει στον υλιστή μελετητή ολάκερη η ρώσικη διπλωματία της εποχής, μάθημα από πολλές πλευρές χρήσιμο και για σήμερα: Η διπροσωπία της έγκειται ακριβώς στο ότι μπορεί να οργανώνει και να κατασκευάζει έναν ψεύτικο πολιτικό κόσμο με τέτοιο ακριβώς τρόπο, ώστε να αποπροσανατολίζεται ο τυπικός άγγλος φιλελεύθερος αστός και οι όμοιοί του σε όλη την Ευρώπη.
Ο μαρξισμός ξέρει και προβλέπει με ακρίβεια ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός, και πρώτος-πρώτος ο αγγλικός, αργά ή γρήγορα θα γονατίσει και θα διαλύσει τη ρώσικη φεουδαρχία, επειδή τον τελευταίο λόγο τον έχει η οικονομία. ΄Ομως παράλληλα ξέρει ότι η ρώσικη φεουδαρχία θα μπορεί να κυριαρχεί για μια ολάκερη περίοδο και από πολλές πλευρές πάνω στο αγγλικό κεφάλαιο και θα μπορεί να καθορίζει πιο πολύ απ’ ό,τι αυτό τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, επειδή είναι πολύ πιο έμπειρη απ’ ό,τι αυτό στο επίπεδο της πολιτικής, και κυρίως επειδή αυτή έχει το αναγκαίο επίπεδο συγκέντρωσης της πολιτικής ισχύος, ώστε να είναι σε θέση να σκηνοθετεί παγκόσμιες απάτες και να εγκαθίσταται ακόμα και στον πρωθυπουργικό θώκο του αγγλικού κεφαλαίου. Αυτός είναι ο γενικός λόγος για τον οποίο το παλιό, ενώ πάντα νικιέται, νικιέται με τόση δυσκολία.
Δεν είναι δηλαδή ότι οι ΄Αγγλοι αστοί δεν ήθελαν, αλλά είναι ότι δεν μπορούσαν -από την οικονομική και, συνακόλουθα, πολιτική διάσπαση της εξουσίας του αστικού φιλελευθερισμού- να συναγωνιστούν την υπερσυγκεντρωμένη, απόλυτα πειθαρχημένη και προσηλωμένη σε ένα στόχο τσαρική διπλωματία.
Θα ήταν, αλήθεια, ποτέ δυνατόν οι Εγγλέζοι να κάνουν αυτό που έκανε ο υπουργός Ποτέμκιν για τους δυτικούς πρεσβευτές στη Μόσχα; Θα μπορούσαν δηλαδή να φτιάξουν, όπως έφτιαξαν αυτοί, στις όχθες του Βόλγα σκηνικά που να παριστάνουν νεόχτιστα σύγχρονα χωριά και να τα δείχνουν στους μαγεμένους και κατασυγκινημένους πρεσβευτές από ένα ποταμόπλοιο σαν απόδειξη για το πόσο καλά αξιοποιούνται τα δυτικά δάνεια από τη ρώσικη κυβέρνηση;
Ούτε η χιλιοδιασπασμένη αγγλική αστική τάξη ούτε ο αγγλικός λαός, κάτω από τον κοινοβουλευτισμό της εποχής, θα μπορούσαν να συνεργήσουν με τη βία στη διεκπεραίωση μιας τέτοιας απάτης.
Επειδή αρνείται να δώσει στην πολιτική την πρωτοκαθεδρία της εκεί που πρέπει ο οικονομισμός, κατηγορεί πάντα το διαλεκτικό υλισμό σαν ιδεαλισμό, πράγμα που στο επίπεδο της πολιτικής μεταφράζεται σε κριτική για βολονταρισμό.
Αν λοιπόν είναι βολονταρισμός να υποκαθιστά κανείς, έστω και μερικά, την πολιτική δράση του αγγλικού κεφαλαίου με τη δράση ενός πράκτορα του τσάρου, μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο είναι βολονταριστικό για το συγγραφέα μας να θεωρεί κάποιος τη Ρωσία καθοδηγήτρια δύναμη μιας ολόκληρης επανάστασης όπως ήταν αυτή του ’21.
Και από κει πιάνεται ο Παπανικολάου για να αποδείξει ότι αυτή η αντίληψη έρχεται σε σύγκρουση με το πνεύμα του Μαρξ, δηλαδή με την αντίληψή του στο Ανατολικό Ζήτημα. Αν ήταν ολότελα συνεπής έπρεπε να αποδείξει ότι η θέση του για το ’21 έρχεται σε σύγκρουση με την αντίληψη του Μαρξ για το ανατολικό ζήτημα. Δεν είναι όμως. ΄Ετσι αντικαθιστά το Μαρξ με τον Ούρχαρτ και μετά ταυτίζει τον Ούρχαρτ με την ΟΑΚΚΕ.

ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο συλλογισμός του είναι ο εξής:
Αυτό που κάνει ο Μαρξ στο ανατολικό ζήτημα είναι να χτυπάει τη Ρωσία από την πλευρά της ευρωπαϊκής επανάστασης. ΄Ομως η ΟΑΚΚΕ και ο Ούρχαρτ χτυπάνε την επανάσταση του ’21 από την πλευρά της Τουρκίας, χτυπάνε δηλαδή μια επανάσταση επειδή αυτή αδυνατίζει την Τουρκία. Είναι δηλαδή υπέρ του στάτους-κβο στην Ευρώπη και όχι υπέρ της επανάστασης. ΄Αρα, το πνεύμα του Μαρξ είναι αντίθετο με το πνεύμα της ΟΑΚΚΕ. “΄Οπερ έδει δείξαι”!
Ξαναλέμε ότι αν ο Παπανικολάου μιλούσε καθαρά έπρεπε να πει: “Η θέση του Μαρξ για το ’21 είναι ενάντια στο πνεύμα του Μαρξ για την ευρωπαϊκή επανάσταση”. Δεν το κάνει.
Και συνεχίζουμε.
Πραγματικά το Ανατολικό Ζήτημα αφορά πάνω απ’ όλα την ευρωπαϊκή επανάσταση. ΄Ομως ο Μαρξ δε μιλάει αφηρημένα για την ευρωπαϊκή επανάσταση. Σαν πολιτικός της επανάστασης προσδιορίζει τον κύριο εχθρό αυτής της επανάστασης, που είναι η Ρωσία. Η τσαρική Ρωσία είναι για το Μαρξ κοινός κύριος εχθρός τόσο της ευρωπαϊκής αστικοδημοκρατικής επανάστασης που πλησιάζει στο τέλος της, όσο και της ευρωπαϊκής προλεταριακής επανάστασης που έρχεται.
Ο Μαρξ ξέρει ότι κάθε δημοκρατική επανάσταση, είτε έχει άμεσο εχθρό την ίδια τη Ρωσία είτε μια οποιαδήποτε άλλη χώρα με την οποία η Ρωσία έχει αντιθέσεις, αδυνατίζει στην πραγματικότητα τη Ρωσία. Γι’ αυτό ο Μαρξ υποστηρίζει και την Ισπανική και την Ιταλική δημοκρατική επανάσταση, ενάντια στη Γαλλία την πρώτη και στην Αυστρία τη δεύτερη, παρ’ όλο που και οι δύο αυτές χώρες έχουν αντιθέσεις με τη Ρωσία.
Ο Ούρχαρτ όμως ανησυχεί με αυτές τις επαναστάσεις, γιατί, σαν άγγλος συντηρητικός, φοβάται ότι θα αποδυναμώσουν σε τέτοιο βαθμό τη Γαλλία και την Αυστρία, ώστε θα διευκολύνουν τη Ρωσία. Το λάθος του Ούρχαρτ, λάθος της τάξης του, είναι ότι στην πραγματικότητα μια δημοκρατική επανάσταση στην Ευρώπη δυναμώνει αυτόματα τις θέσεις του αντιρωσικού στρατοπέδου, μιας και η Ρωσία αποτελεί, σαν κέντρο της φεουδαρχίας, το κέντρο κάθε ευρωπαϊκής αντίδρασης. ΄Ετσι, μια τέτοια ανατροπή του στάτους-κβο γίνεται σε βάρος της Ρωσίας. Γι’ αυτό η Ρωσία, που τα ξέρει αυτά καλύτερα από τον κάθε Ούρχαρτ, φρόντισε να χτυπήσει και την Ισπανική και την Ιταλική επανάσταση, αντίθετα ακριβώς απ’ ό,τι έκανε με το ’21.
Ο Παπανικολάου μας βγάζει λοιπόν Ούρχαρτ, γιατί χτυπήσαμε την ελληνική επανάσταση επειδή δε θέλαμε να αδυνατίσει η Τουρκία, που ήταν το κύριο άμεσο εμπόδιο της Ρωσίας στις ηγεμονικές της βλέψεις στην Ευρώπη. Μας χτύπησε δηλαδή σαν οπαδούς της διατήρησης του στάτους-κβο, δηλαδή του ανέπαφου της τουρκικής αυτοκρατορίας.
Αυτή είναι μια καθαρή επινόηση του Παπανικολάου που πάει να βγάλει δεξιά την ΟΑΚΚΕ, για να σωθεί ο ίδιος από το Μαρξ.
Η ΟΑΚΚΕ, όπως και ο Μαρξ, χτυπάει το ’21 όχι από την πλευρά του στάτους-κβο, αλλά από την πλευρά της ευρωπαϊκής επανάστασης, όχι δηλαδή γιατί αδυνάτιζε την Τουρκία, αλλά γιατί ενίσχυε τη Ρωσία, αφού παρέδιδε την Ελλάδα στον τσαρισμό. Γιατί, με λίγα λόγια, το ’21 δεν ήταν τμήμα της ευρωπαϊκής επανάστασης, αλλά τμήμα της ευρωπαϊκής αντίδρασης.
Στην πραγματικότητα ο Παπανικολάου οδηγείται στο συλλογισμό του από τη θέση του ότι το ’21, όπως η Ισπανική και η Ιταλική, είναι μια αστική επανάσταση, που σημαίνει ότι ήταν αντικειμενικά ένας εχθρός του τσαρισμού.
΄Ομως εκεί βρίσκεται όλο-όλο το ζήτημα: ότι το ’21 δεν ήταν ούτε αστική ούτε εθνική επανάσταση. Το ’21 ήταν κύρια ένας αντιδραστικός θρησκευτικός πόλεμος κάτω από την καθοδήγηση της ρώσικης φεουδαρχίας και των πρακτόρων της, στο εξωτερικό επίπεδο, και κάτω από την καθοδήγηση των πιο αντιδραστικών δυνάμεων της τότε ελληνικής κοινωνίας, στο εσωτερικό επίπεδο.
Το ’21 ήταν τότε τμήμα της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης με τον ίδιο τρόπο που είναι σήμερα τμήμα της παγκόσμιας αντεπανάστασης το κούρδικο σοσιαλφασιστικό κίνημα στην Τουρκία ή το ισλαμικό κίνημα στην Αλγερία.
Ο πολιτικός χαρακτήρας κάθε κινήματος σε κάθε εποχή κρίνεται τελικά από τη σχέση του με το κάθε φορά κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης. Γι’ αυτό και ο Παπανικολάου δεν μπορεί να εντάξει το ’21 στην ευρωπαϊκή επανάσταση αν δεν το φέρει κατ’ αρχήν σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Και αυτή τη σύγκρουση, όπως και κάθε αντιρώσος ιστορικός του ’21 που δε φτάνει ως την ίδια την άρνηση του ’21, την ανακαλύπτει στα λόγια της ίδιας της Ρωσίας και των ανθρώπων της.

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ - ΟΙ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ

΄Ενα τέτοιο εξαιρετικό γι’ αυτού του είδους την επιχειρηματολογία ντοκουμέντο είναι το Υπόμνημα του Καποδίστρια, που τον εμφανίζει ωμά αντίθετο με το ’21.
Ο Λ. Παπανικολάου επιμένει στην απάντησή του ότι δεν μπορεί σ’ αυτό ο Καποδίστριας να εξαπατά τους δυτικούς και να λέει ψέματα για τις αληθινές προθέσεις της Ρωσίας, αφού αυτό δημοσιεύτηκε 35 χρόνια περίπου μετά το θάνατό του.
΄Ομως, αν υποθέσουμε ότι το φυλλάδιο εκφράζει την αληθινή θέση της Ρωσίας για το ’21, τότε θα είναι αληθινή και η θέση που το διαπερνάει ολόκληρο, δηλαδή ότι η Ρωσία είναι υπέρ του ευρωπαϊκού στάτους-κβο, δηλαδή ότι ο τσάρος είναι ένας νομοταγής υπηρέτης της Αγγλίας και της Τουρκίας.
Το φυλλάδιο γράφτηκε από τον Καποδίστρια το 1826, λίγο πριν ψηφιστεί από την 3η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας σαν κυβερνήτης της Ελλάδας, για να καθησυχάσει την Αγγλία, που δεν είχε πάψει να τον κατηγορεί ότι αυτός οργάνωσε το ’21.
Αυτή η εκλογή ήταν μια τέτοια ελεεινή υποχώρηση της Αγγλίας στη ρώσικη πολιτική στην Ελλάδα, ώστε ο Γκόρντον στην ιστορία του διηγείται ότι <<οι αγγλόφιλοι ΄Ελληνες είχαν κατεβασμένα τα μούτρα τους>> και οι νησιώτες, που ήταν αρβανίτες, επίσης οπαδοί του αγγλικού κόμματος, <<ανέβαιναν το λόφο του Δαμαλά σαν εγκληματίες που οδηγούνταν στον τόπο της εκτελέσεως>>.
Μήπως δεν ήταν ο άγγλος μοίραρχος Hamilton που έκανε γαργάρα την αρχική διαμαρτυρία του στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον κορόιδευε ότι δε θα εκλέξουν τον Καποδίστρια για Κυβερνήτη, και μια ωραία πρωία του το πλασάρει ως αναπόφευκτο γεγονός; Δεν ήταν αυτός που είπε τότε στον Κολοκοτρώνη και στους αγγλόφιλους που ζητούσαν τη γνώμη του <<να παραδεχθούν μόνον, ώστε ο αρχηγός του πολιτικού συστήματος να είναι ΄Ελλην την καταγωγήν και ας είναι και ο Καποδίστριας>> (Φωτάκου Απομνημονεύματα, τ. Β΄, σελ. 382);
Αλλά την αναξιοπιστία του Υπομνήματος του Καποδίστρια αποδεικνύει και άλλο ένα χαρακτηριστικό γεγονός. Στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι η Ρωσία ήταν αμέτοχη στην εξέγερση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ο Καποδίστριας ισχυρίζεται ότι οι γενικοί διοικητές των δύο ρωσικών επαρχιών από τις οποίες εξόρμησε ο Υψηλάντης (περιοχές Οδησσού και Κισσινιόφ) <<μολονότι φαίνεται απίθανον ότι δεν υπώπτευσαν ποτέ τα σχέδια του πρίγκιπος Υψηλάντου, το γεγονός είναι ότι ούτε ο Αυτοκράτωρ ούτε το Υπουργείον Αυτού ουδέποτε ειδοποιήθησαν σχετικώς>>! (σελ. 104-105). Θέλει να μας πείσει δηλαδή πως αυτοί τίποτε δεν ήξεραν για τις προετοιμασίες του κινήματος, αφού δεν τους ειδοποίησαν σχετικά οι τοπικοί διοικητές!
΄Αλλωστε, πώς μπορεί τα ίδια πρόσωπα, τους ηγέτες της “Φιλικής”, να τα χαρακτηρίζει ο Λ. Παπανικολάου “ασυνείδητους πράκτορες” και ο Καποδίστριας <<ραδιούργους>> και <<ελεεινούς εμποροϋπάλληλους που ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον>> (σελ. 98); Αυτοί οι χαρακτηρισμοί, αν πάρουμε τοις μετρητοίς τον ανυπόληπτο Καποδίστρια, προσιδιάζουν σε εχθρούς και όχι σε κάποιους “ασυνείδητους πράχτορες”, που παραδέχεται ο Παπανικολάου πως ήταν οι Φιλικοί.
Η μόνη εξήγηση που μπορεί να υπάρχει γι’ αυτό το υπόμνημα ήταν πως προοριζόταν για “διαρροή” σε κάποιες δυτικές καγκελαρίες, ώστε να γίνει αποδεκτός από τη Δύση ως Κυβερνήτης της Ελλάδας.
΄Αλλωστε δεν ήταν και η πρώτη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο! Ο ίδιος ο Καποδίστριας, μετά την επίσκεψή του στην Κέρκυρα το 1819, είχε αφήσει να διαρρεύσει δικό του “εμπιστευτικό” μνημόνιο προς τον τσάρο και τα ρώσικα προξενεία στην Ελλάδα. Αυτό το μνημόνιο διαβεβαίωνε τον τσάρο: <<μετεχειρίσθην την γλώσσαν ήν μοι είχεν ορίσει ο Αυτοκράτωρ, γλώσσαν άλλως τε, υπό τας τότε συνθήκας, σύμφωνον και προς τας ιδικάς μου πεποιθήσεις. Προσεπάθησα να αποδείξω εις αυτούς ότι ο Αυτοκράτωρ της Ρωσίας ουδόλως ήτο διατεθειμένος να προκαλέση πόλεμον κατά των Τούρκων ή να περιπλέξη τας σχέσεις του μετά της Αγγλίας (...) ΄Επρεπε αυτοί να οπλισθούν με υπομονήν και καρτερίαν προσπαθούντες εν τω μεταξύ να αναθρέψουν καλώς και εθνικώς τα τέκνα των, επαφιέμενοι δε, ως προς τα λοιπά, εις τον χρόνον και την θείαν Πρόνοιαν (...) Προς αποφυγήν πάσης κακής ερμηνείας της συνομιλίας μας, επέδωκα εις αυτούς γραπτώς παν ό,τι τοις είχον είπει προφορικώς. Και, ίνα καταστήσω αποτελεσματικωτέραν την προφύλαξιν ταύτην, απέστειλα εμπιστευτικώς αντίγραφον εις τον βαρώνον Στρόγανωφ (σσ.: ο ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη) και εις τους εν Τουρκία προξένους της Ρωσσίας (σσ.: εντελώς τυχαία ήταν όλοι τους ΄Ελληνες!), πληροφορών αυτούς περί της καταστάσεως και παρακαλών να προσέξουν μήπως η κακοβουλία επωφεληθή την περίστασιν και γεννήση παρά τοις ομοδόξοις ημών ιδέας εσφαλμένας ή ελπίδας επικινδύνους>> (σελ. 86-87).
Και τι έγινε στη συνέχεια; Γράφει σχετικά ο Γρηγόριος Δαφνής στο έργο του Ιωάννης Α. Καποδίστριας, σελ. 337: <<Και το μνημόνιο αυτό, που αποτελούσε απόρρητη έκθεση Ρώσου αξιωματούχου προς τον ηγεμόνα του, “διέρρευσε”. Ποιος ήταν ο υπεύθυνος της διαρροής δεν έγινε μέχρι σήμερα γνωστό. Αλλά, επειδή το κείμενο που κυκλοφορεί προέρχεται από διαρροή, δεν μπορεί κανένας να είναι βέβαιος για την αυθεντικότητά του. Ο πρώτος που δημοσίευσε κείμενο του μνημόνιου ήταν ο ΄Αγγλος Waddington, που βεβαιώνει ότι ποτέ δεν είδε ελληνική μετάφρασή του. Το εμφάνισε ως παραινέσεις του Καποδίστρια προς τους ΄Ελληνες. Αργότερα παρουσιάστηκαν άλλα τέσσερα αντίγραφα του μνημόνιου (σσ.: Δεν είναι τυχαίο ότι η διαρροή έγινε προς την αγγλική πλευρά). Και αναρωτιέται ο Δαφνής: <<Αν ο Καποδίστριας είχε καταδικάσει τον πόλεμο της απελευθερώσεως, για ποιο λόγο θα κυκλοφορούσε σε πολλά αντίτυπα, μόλις άρχισε ο αγώνας, αντίγραφο του μνημόνιου, με τη μορφή προκηρύξεώς του προς τον ελληνικό λαό; Οι πρόξενοι της Ρωσίας ήταν ΄Ελληνες που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία, οι συνομιλητές του Καποδίστρια τον Απρίλιο του 1819 ήταν οι ηγέτες της επαναστάσεως την άνοιξη του 1821>> (σελ. 338). Ηλίου φαεινότερο: ήθελε ακριβώς να δώσει στη Δύση την ψεύτικη εντύπωση ότι η Ρωσία δεν είχε καμιά σχέση με την εξέγερση του ’21...
Το βασικό ωστόσο επιχείρημα του Παπανικολάου σε ό,τι αφορά την κατ’ αυτόν ρώσικη άρνηση της ελληνικής ανεξαρτησίας, οπότε και της ίδιας της “εθνικής επανάστασης του ’21", είναι ένα υπόμνημα της Ρωσίας το 1824 προς όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης που πρότεινε το χωρισμό της Ελλάδας σε τρεις ηγεμονίες υποτελείς στο Σουλτάνο. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας εκθειάζει τη διορατικότητα του αγγλόφιλου Μαυροκορδάτου που καταδικάζει το ρώσικο σχέδιο και καλεί την Αγγλία να υποστηρίξει την “Ανεξαρτησία της Ελλάδας” χτυπώντας με αυτό τον τρόπο τη ρώσικη πολιτική.
Σ’ αυτό το πνεύμα η ελληνική κυβέρνηση έστειλε τότε, αλλά και μετά από ένα χρόνο διακοινώσεις στην Αγγλία. Μετά τη διακοίνωση (“Πράξη της υποτέλειας”) του 1825, ο Τζ. Κάνινγκ αποφάσισε να συνηγορήσει υπέρ της ιδρύσεως ελληνικού κράτους.
Για τους αγγλόφιλους ιστορικούς του ’21 αυτή η σύγκριση Αγγλίας-Ρωσίας ήταν πάντα η καλύτερη απόδειξη ότι η αγγλική πολιτική απέναντι στην ελληνική επανάσταση ήταν πιο προοδευτική από τη ρώσικη.
΄Ομως η ρώσικη πολιτική δεν είχε την πολυτέλεια της αγγλικής να φωνάζει για ελληνική ανεξαρτησία και ταυτόχρονα να δηλώνει ουδετερότητα μπροστά στο Σουλτάνο, όπως έκανε τότε ο Κάνινγκ. Αν η Ρωσία υποστήριζε ανοικτά την ελληνική ανεξαρτησία, αυτό θα σήμαινε πόλεμο με την Τουρκία και ανοιχτή σύγκρουση με την Ιερή Συμμαχία, που πάντα έτρεμε μήπως η ορθόδοξη Ρωσία ανακατευτεί στην Ελλάδα και την αποκτήσει, και, τέλος, έχθρα και με την ίδια την Αγγλία, που ήξερε πως ο πρώτος νομέας μιας ελληνικής ανεξαρτησίας που θα είχε επιτευχθεί κύρια με τη ρώσικη υποστήριξη ασφαλώς θα ήταν η ίδια η Ρωσία.
Το ρώσικο υπόμνημα του ’24, αντίθετα ακριβώς από ό,τι υποστηρίζει αυτού του είδους η ιστοριογραφία, ήταν η πρώτη ανοικτή αντιτούρκικη επέμβαση της Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα με την υποστήριξη της Ιερής Συμμαχίας και άνοιξε το δρόμο σε νέες ρώσικες προτάσεις και συμφωνίες με τους υπόλοιπους “μεγάλους”, προτάσεις που σταδιακά βελτίωναν προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας το ελληνικό συνταγματικό καθεστώς. Το πρώτο μεγάλο τέτοιο βήμα ήταν το πρωτόκολλο της Πετρούπολης το ’26 και το δεύτερο η Ιουλιανή σύμβαση του ’27, που υπογράφτηκε στο Λονδίνο ανάμεσα σε Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία. Είναι αυτή η πορεία που ηγεμονεύτηκε πάντα από τη Ρωσία και οδήγησε στο Ναυαρίνο. Τέλος, είναι αυτή που οδήγησε, μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του ’29, στη συνθήκη της Αδριανούπολης, όπου η Ρωσία επέβαλε στο σουλτάνο και τη Δύση την ανεξαρτησία, την τυπική πάντα ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Γι’ αυτό το υπόμνημα του ’24 συνάντησε την τρομερή οργή του Σουλτάνου, που το απέρριψε σαν ανεπίτρεπτη ρώσικη επέμβαση στα εσωτερικά της τούρκικης αυτοκρατορίας.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι ρωσόφιλοι στην Ελλάδα όχι μόνο δεν αντέδρασαν ποτέ στις διακηρύξεις των αγγλόφιλων για ανεξαρτησία, αλλά απεναντίας τις υποστήριξαν φανατικά.
΄Ηταν απλό. Οι αγγλόφιλοι έβγαιναν από τα “αριστερά” στη Ρωσία στην κατεύθυνση της δικιάς της πολιτικής και οι ρωσόφιλοι έτριβαν τα χέρια τους από χαρά. Είναι κάτι ανάλογο με το μένος, το 1992, ορισμένων δυτικόφιλων να ξεπεράσουν σε μακεδονοπληξία τους ρωσόφιλους στην εποχή της όξυνσης.
Ασφαλώς μια τέτοια πολιτική υπέρ της ελληνικής “εθνικής ανεξαρτησίας”, όταν το εσωτερικό μέτωπο του ’21 ήταν ολότελα διαβρωμένο από τη Ρωσία, μόνο ένας άγγλος φιλελεύθερος θα μπορούσε να υπερασπίσει. Ο ίδιος ο καλύτερος ιστορικός του ’21, ο Φίνλεϊ, που ήταν γεμάτος τέτοιου είδους φιλελεύθερες αυταπάτες, γράφει:
<<Ο Κάνιγκ πίστευε πως η ελευθερία θα γεννούσε την αγάπη για τη δικαιοσύνη, πως οι ΄Ελληνες και από συμπάθεια εθνική, αλά και από συμφέρον θα γίνονταν σύμμαχοι της Αγγλίας>>. Και λίγο παρακάτω: <<Μπορεί αυτές οι ελπίδες να είχαν αρκετή λογική το 1825. ΄Ομως οι ΄Ελληνες άφησαν και πέρασαν τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια χωρίς να καταβάλουν και μεγάλες προσπάθειες για να κάνουν αυτές τις ελπίδες πραγματικότητα>>.
Η ταύτιση της εκτίμησης του Παπανικολάου με τη θέση του Κάνινγκ (και που είναι ίδια με του Μαυροκορδάτου που τσιτάρει ο συγγραφέας), όταν γράφει στην απάντησή του ότι <<η ανεξαρτησία (της Ελλάδας) έμελλε να συσφίξει τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς της με τη Δύση>>(σελ. 5), είναι η φυσική συνέπεια του οικονομίστικου λάθους που διαπράττει σε σχέση με τον αγγλορωσικό ανταγωνισμό παγκόσμια και μέσα στην Ελλάδα.
Πραγματικά, για 35 ολάκερα χρόνια, μέχρι δηλαδή το τέλος του ΄Οθωνα και την άνοδο του Γεώργιου, η Ελλάδα ήταν κάτω από τη ρώσικη κυριαρχία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε το καίριο ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής, δηλαδή της στάσης της στη διεθνή πολιτική σκηνή (Σβορώνος).
Η εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι αυτός που είχε δώσει την τυπική ανεξαρτησία στην Ελλάδα ήταν το νέο αφεντικό της. Αφού τα ρώσικα όπλα και όχι τα ελληνικά είχαν κάνει αυτή τη χώρα ανεξάρτητη, ήταν φυσικό που αυτή η ανεξαρτησία ήταν τυπική. Αυτό ακριβώς αναγνωρίζει ο Μαρξ όταν λέει ότι το ελληνικό ήταν ένα “κράτος φάντασμα”.
Αυτό για μας σημαίνει ότι ήταν ένα κράτος στο οποίο καμιά κοινωνική τάξη ή μέτωπο τάξεων δεν είχε τη δύναμη να διαμορφώσει μια μορφή κρατικής εξουσίας, που να εκφράζει λίγο πολύ τις εσωτερικές δυνάμεις και τις ανάγκες αυτής της κοινωνίας.
Πραγματικά, η στιγμή της αλήθειας για όλο το ’21 είναι η μορφή της πολιτικής εξουσίας στην οποία αυτό καταλήγει, δηλαδή στην εξουσία ενός ρώσου υπουργού Εξωτερικών που έχει σαν κύριο στρατιωτικό στήριγμα το ρώσικο ναυτικό με αρχηγό το Ρίκορντ, αληθινή έδρα της κυβέρνησης τη ναυαρχίδα του Ρίκορντ και πραιτωριανή φρουρά αυτών των δύο μια συμμορία αδίστακτων παλιανθρώπων, τυράννων του λαού και ληστών με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη.

ΤΟ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ’21 - ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

Αν το ’21 είναι ιστορικά εκτεθειμένο μια φορά για τους εξωτερικούς του δεσμούς με την κύρια αντιδραστική δύναμη της εποχής, είναι πολύ περισσότερο από την εσωτερική του εξέλιξη.
Ο Παπανικολάου παραδέχεται μόνο μετά από την άσκηση της δικής μας κριτικής πως το ’21 ξεκίνησε σα μια “ληστανταρσία”. ΄Ετσι έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα 4 άρθρα του, στα οποία φανερά χαρακτηρίζει τη “ληστανταρσία” “επανάσταση”: <<Οι Αυστριακοί όμως τον φυλάκισαν (σσ.: εννοεί τον Αλ. Υψηλάντη), με τη συγκατάθεση πιθανότατα του τσάρου, που ήθελε να τον εμποδίσει να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Γατί στην άλλη άκρη της βαλκανικής χερσονήσου έβραζε κιόλας η ελληνική επανάσταση>> (άρθρο 2ο, σελ. 4).
Αλλά και η λέξη “ληστανταρσία” είναι ωραιοποιητική.
Το ’21 ξεκίνησε σα μια θρησκευτική γενοκτονία, πράξη που σφραγίζει ολόκληρο το χαρακτήρα του και αποτελεί μια απίστευτη οπισθοδρόμηση όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τον ευρωπαϊκό κόσμο του 19ου αιώνα.
Μέσα σε ελάχιστους μήνες, κάτω από την προτροπή των Φιλικών και της Ρωσίας που δούλεψαν χρόνια τις συνειδήσεις σ’ αυτή την κατεύθυνση σε όλη την Ελλάδα, σφάχτηκαν οι μισοί Τούρκοι της Ελλάδας και έγιναν σκλάβοι των “επαναστατών” ή πουλήθηκαν σαν σκλάβοι ή μπόρεσαν να διαφύγουν οι υπόλοιποι. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι τούρκοι κάτοικοι της “επαναστατημένης” Ελλάδας αποτελούσαν τότε το 10% του συνολικού πληθυσμού! ΄Αντρες, γυναίκες και παιδιά, οπλισμένοι και άοπλοι, πλούσιοι αγάδες ή εξαθλιωμένοι αγρότες, όποτε ήταν μπορετό σφάχτηκαν σαν τα τραγιά. Μόνο στην Τριπολιτσά ο Κάρατζιτς του ’21, ο Κολοκοτρώνης, περηφανεύεται που <<το ασκέρι το ελληνικό έκοβε και σκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή γυναίκες, παιδιά και άνδρες 32.000... ΄Ελληνες σκοτώθηκαν 100>>.
Ο Φίνλεϊ γράφει: <<Οι γυναίκες και τα παιδιά περνούσαν από βασανιστήρια πριν δολοφονηθούν. Την τρίτη ημέρα οι ΄Ελληνες συγκέντρωσαν δύο χιλιάδες περίπου άτομα, αδιακρίτως ηλικίας και φύλου, αλλά κυρίως γυναικόπαιδα, τους οδήγησαν στο πιο κοντινό βουνό και αφού τους έσφαξαν μέχρις ενός πέταξαν τα πτώματα σ’ ένα φαράγγι>>.
Μετά από τη σφαγή χιλιάδες πτώματα έμειναν άταφα. Αυτό έγινε και σε πολλές άλλες πόλεις, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας λοιμός που απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και πριν τελειώσει το ’21 έστειλε στον άλλο κόσμο περισσότερους χριστιανούς από όσους σκότωσαν οι Τούρκοι σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σύσσωμη η ελληνική ιστοριογραφία δικαιολογεί την “πρωτοπόρα” αυτή πράξη εθνικής εκκαθάρισης στην Ευρώπη για το 19ο αιώνα (και που πληρώνουμε τώρα και στον εικοστό) με τα λόγια του Τρικούπη <<Λαός όστις αποτινάσσει πολυχρόνιον και βαρύν ζυγόν, κινείται πάντοτε θηριωδώς κατά των δεσποτών του>>.
Αυτό το ψέμα καταρρέει από δύο πλευρές. Από τη μια η μεγαλύτερη μάζα των σφαγμένων Τούρκων ήταν φτωχή αγροτιά που ζούσε ειρηνικά μέχρι το 1770, δηλαδή μέχρι τη ρώσικη ανάμειξη στα ελληνικά πράγματα, δίπλα στους ΄Ελληνες. Γιατί μέχρι εκείνη την ώρα για το λαό αυτής της χώρας, ΄Ελληνες και Τούρκους, οι κοινοί εχθροί ήταν οι πασάδες, οι κοτζαμπάσηδες και οι κλέφτες. Την έχθρα την έσπειρε η “Φιλική” κυρίως τα 3 τελευταία χρόνια πριν το 1821.
Επιπλέον, συχνά το μεσαίο και φτωχό τουρκικό στοιχείο καταπιεζόταν περισσότερο από την οθωμανική εξουσία στα τελευταία χρόνια της από ό,τι το ελληνικό, που ήταν πιο μορφωμένο, ενώ παράλληλα διέθετε πολιτική εκπροσώπηση στην κεντρική εξουσία μέσω των Φαναριωτών, του Πατριαρχείου και των προνομίων που έδινε στο εμπορικό του ανώτερο τμήμα η ρώσικη πολιτική κάλυψη.
΄Οταν οι κλασικοί του μαρξισμού και ο μόνος ουσιαστικά έλληνας διαφωτιστής της εποχής, ο Κοραής, διαπιστώνουν το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή το ’21 ήταν πρόωρο, εννοούν ότι δεν είχε ακόμα ωριμάσει στην Ελλάδα πολιτικοοικονομικά η ηγετική τάξη των ευρωπαϊκών δημοκρατικών επαναστάσεων, η αστική τάξη.
Μια τέτοια τάξη ασφαλώς θα συγκρουόταν μετά από μισό αιώνα με το Σουλτάνο και την τοπική οθωμανική εξουσία, αλλά δε θα έδινε ποτέ σ’ αυτή τη σύγκρουση θρησκευτικό γενοκτονικό χαρακτήρα, όπως δεν το έκαναν οι πολύ μεταγενέστερες βαλκανικές επαναστάσεις, παρ’ όλο που όλες ήταν χρόνια δηλητηριασμένες από το ίδιο τσαρικό φαρμάκι. Ποτέ μια δημοκρατική αστική τάξη δε θα ξεκινούσε την πολιτική της σταδιοδρομία παίρνοντας για δούλους γυναίκες και παιδιά, όπως έκαναν οι σφαγείς της Τριπολιτσάς και του Ναυαρίνου. Ούτε οι αρχηγοί της θα υπόσχονταν στα μελλοντικά θύματά τους ότι θα τους χάριζαν τη ζωή αν τους έδιναν τα κοσμήματά τους, ούτε θα οδηγούνταν σε “ταξική” σύγκρουση με τους στρατιώτες τους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή δηλαδή ήθελαν αυτοί οι τελευταίοι να κάνουν το πλιάτσικό πάνω στους σφαγμένους και όχι οι αρχηγοί.
Η Ρωσία μπόρεσε εύκολα σα φεουδαρχία να πάρει την πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία του ’21 ακριβώς επειδή η αστική τάξη, ο βαθύς της αντίπαλος, δεν είχε προβάλει ακόμα ισχυρός στο ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό στερέωμα.
Η τραγωδία για την Ελλάδα βρίσκεται στο ότι το ’21 καθυστέρησε ακριβώς αυτή τη διαδικασία, γιατί τσάκισε στην εμβρυακή τους μορφή και, κυρίως, γιατί διέφθειρε τα πρώτα αποσπάσματα αυτής της επαναστατικής τάξης.
Είναι μάλιστα η υποτιθέμενη νίκη του ’21, δηλαδή αυτή η πλασματική ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους (του Καποδιστριακού και Οθωνικού), που έδωσε βάση και αιώνια φτερά στη διοικητική και στρατιωτική γραφειοκρατία, την αφοσιωμένη μόνιμα στο όνειρο της εδαφικής επέκτασης, που κυριάρχησε για πάντα από τότε πάνω στη βιομηχανική και εμπορική αστική τάξη της Ελλάδας.
Η θρησκευτική γενοκτονία του ’21 δε στέρησε μόνο τη χώρα ολότελα από μια εθνότητα, την τούρκικη, και από ένα μέρος μιας άλλης, τους μουσουλμάνους Αλβανούς, και, βέβαια, τους Εβραίους, ούτε μόνο έφερε θανατηφόρο λοιμό. Το χειρότερο σ’ αυτήν είναι ότι διέφθειρε βαθιά όλο το ελληνικό έθνος, ακόμα και το τούρκικο.
Κατ’ αρχήν έκανε ηγετική δύναμη του έθνους τις στρατιωτικές συμμορίες του Μοριά, δηλαδή την πρώην κλεφτουριά, που δεν ήταν τίποτα άλλο από κοινούς ζωοκλέφτες που ζούσαν σε βάρος των φτωχών χριστιανών χωρικών, ενώ σπάνια έκαναν την αποκοτιά να επιτεθούν σε κανέναν πλούσιο έλληνα προεστό ή, σπανιότερα, σε τούρκο Αγά.
Αυτές οι συμμορίες, που οι αρχηγοί τους στρατολογήθηκαν από τη “Φιλική” προφανώς σαν το καλύτερο υλικό για τα σχέδια του τσάρου, διέπρεψαν στη σφαγή και τη ληστεία των αμάχων Τούρκων, και στη βάση αυτή συγκρότησαν τους ιδιωτικούς στρατούς τους.
΄Ολοι αυτοί από το ’21 έως το ’27 ελάχιστα ταλαιπώρησαν τα τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα της οθωμανικής εξουσίας, αλλά αφάνταστα την ελληνική, ιδίως τη μωραΐτικη αγροτιά, που κυριολεκτικά τη λεηλάτησαν. Ενώ το ίδιο έκαναν, βουτώντας και από τα κρατικά ταμεία που τα γέμιζαν με δάνεια οι ανόητοι ΄Αγγλοι φιλελεύθεροι.
Αυτοί οι στρατοί-συμμορίες επέβαλαν το νόμο τους και κουρέλιασαν όλα τα συντάγματα και τις εθνοσυνελεύσεις και επέβαλαν σε όλες τις κυβερνήσεις τη γενική ρώσικη γραμμή, μόνες τους ή με τη βοήθεια του ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, όποτε χρειαζόταν. Αυτοί είναι που αργότερα αποτέλεσαν το εσωτερικό στρατιωτικό στήριγμα του Καποδίστρια.
Ο Παπανικολάου, ξέροντας ότι δεν μπορεί και πολύ να υπερασπίσει ένα τέτοιο ’21, καταφεύγει στο επιχείρημα ότι εκείνο που ανύψωσε το ’21 από στάση σε επανάσταση δεν ήταν <<ο εξωτερικός αγώνας, αλλά ο εσωτερικός αγώνας, ο εμφύλιος πόλεμος με τις εγχώριες αντιδραστικές δυνάμεις, που ήταν κανονικά ρωσόφιλες>>.
Το ζήτημα βέβαια σε ό,τι μας αφορά δεν είναι αν το ’21 είναι στάση, αλλά αν έχουμε να κάνουμε με μια αντιδραστική στάση ή με μια προοδευτική στάση. Αν η στάση είναι αντιδραστική, τότε είναι και η “επανάσταση στην οποία η στάση υψώνεται”.
Και, βέβαια, μια γενοκτονία που διεκπεραιώνουν ληστές δεν μπορεί να μετεξελιχθεί σε επανάσταση δίχως την εξόντωση των γενοκτόνων.
Η ατυχία για την Ελλάδα και το συγγραφέα μας είναι ότι κάθε δύναμη που αντιστάθηκε στους ρωσόδουλους δεν μπόρεσε ποτέ να ηγεμονεύσει πάνω τους στο πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο, ώστε να αλλάξει τη φύση του προτσές του ’21, και έμεινε πάντα η θλιβερή και διεφθαρμένη ουρά του.
Αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο έγκλημα αυτής της υποτιθέμενης επανάστασης.
Πρόκειται δηλαδή για το ότι η αστική τάξη που ήταν έτοιμη να ξεπεταχτεί στις πόλεις, και κυρίως στα ισχυρά νησιά ΄Υδρα, Σπέτσες, Ψαρά, και μια αστική τάξη εμπόρων και βιοτεχνών που ήταν έτοιμη να γεννηθεί και που σε λίγο θα σάρωνε όλη τη Μεσόγειο, μια τέτοια τάξη αναγκάστηκε με το ’21 να μείνει στο προκαπιταλιστικό επίπεδο της συντεχνίας, να σταματήσει κάθε παραγωγική δραστηριότητα και -το χειρότερο- να ριχτεί στην πειρατεία και να διαφθαρεί από τα ψεύτικα κοινοβούλια και την κρατική λεηλασία.
΄Εφτανε ένα έμπειρος πράκτορας της “Φιλικής” σαν τον Οικονόμου για να ξεσηκώσει τα άνεργα, για μια περίοδο, πληρώματα της ΄Υδρας ενάντια στα αφεντικά τους, τους αρβανίτες καραβοκυραίους, που δεν ήθελαν με τίποτα να μπουν στην εξέγερση, και στη συνέχεια όλους μαζί να τους ρίξει στην καταστροφική γι’ αυτούς περιπέτεια του ’21, από την οποία ειδικά αυτά τα νησιά ποτέ δε συνήλθαν.
Ασφαλώς οι ναυτικοί αυτοί ήταν ό,τι πιο προχωρημένο μέσα στο ελεεινό συνάφι της υποτιθέμενης επαναστατικής εξουσίας. Είναι ακόμα αλήθεια ότι μπροστά στα τάγματα των καπετάνιων ληστών-σφαγέων, ακόμα και η τοπική αριστοκρατία των κοτζαμπάσηδων, ιδιαίτερα στη Μάνη, καθώς και πολλοί καπετάνιοι της Ρούμελης και ο ενοριακός κλήρος, εκπροσωπούσαν την πρόοδο. Αλλά μόνο απέναντι σ’ αυτούς. Απέναντι στον ελληνικό λαό και απέναντι στην ιστορία δεν έστεκαν στο προοδευτικό στρατόπεδο. Απλά ήταν οι λιγότερο αντιδραστικοί. Το ότι όλοι αυτοί συγκρότησαν αργότερα το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα, για να αξιοποιήσουν την αγγλική και τη γαλλική προστασία και ανάμειξη, δε σημαίνει ότι διέθεταν, τουλάχιστον στην περίοδο ’21-’29, κάτι από το αγγλικό πνεύμα της οργάνωσης και το γαλλικό ριζοσπαστικό πολιτικό πνεύμα. Αυτοί αποτελούσαν περισσότερο την αντανάκλαση της ασυνέπειας της αγγλικής και της γαλλικής αστικής τάξης να υποστηρίξουν μια ρώσικη υπόθεση όπως το ’21.
Το ’21 τους μετέτρεψε όλους αυτούς σε αντιδραστικούς, αφού δεν υπήρξε καμιά μεγάλη αχρειότητα που να μην την προσυπογράψουν.
Αυτό αποδείχνεται από το ότι οι εμφύλιοι μέσα στο ’21 δεν έδωσαν σε καμιά από τις δύο πλευρές τη δυνατότητα να συγκινήσει και να συσπειρώσει δίπλα της την καταπιεσμένη και παραμερισμένη μάζα της ελληνικής αγροτιάς. Ο μόνος αληθινός εμφύλιος και η μόνη αληθινή εξέγερση έγινε με το τέλος του ’21 ενάντια στον Καποδίστρια. Αυτή όμως ήταν μια συνειδητά αντιρώσικη εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα των κατοίκων του Πόρου και με την καταστροφή όλου του ελληνικού στόλου και που άνοιγε μια εποχή αγώνων δεκαετιών για την οικοδόμηση ενός στοιχειωδώς ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Εκείνο που κατά τη γνώμη μας πρέπει να κάνει ένας μαρξιστής είναι να απαντήσει στο μεγάλο αίνιγμα που έβαλε ο τίμιος Φίνλεϊ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, βεβαιώνει ότι πολλοί Φιλικοί ήταν πληρωμένοι πράκτορες του τσάρου: <<Για λόγους τους οποίους θεωρούμε ανεξήγητους και κατά συνέπεια πρέπει με ευλάβεια να τους αποδώσουμε στη θέληση του Θεού, η Ελληνική Επανάσταση δεν παρουσίασε κανέναν άνδρα με πραγματική ανωτερότητα, κανέναν αδιάβλητο πολιτικό, κανένα στρατιωτικό με ηγετική ιδιοφυΐα>>.
Αυτό είναι το αίνιγμα που έβαζε διαρκώς ακόμα και μετά από έναν αιώνα η πιο προωθημένη δημοκρατική διανόηση με το στόμα του Γληνού και το πιο ανεπτυγμένο προλεταριάτο με την πένα του Ζαχαριάδη: Γιατί η Ελλάδα δεν έβγαλε ποτέ μια φωτισμένη επαναστατική αστική τάξη;
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μας, βρίσκεται στο ότι το ’21 διέφθειρε την αστική τάξη πάνω στη γέννα της τόσο, ώστε αυτή να γεράσει ανάπηρη και να είναι από τότε το προλεταριάτο η μόνη αληθινά εθνική τάξη αυτού του βασανισμένου τόπου. Ωστόσο την τελική καταδίκη για το ’21 δεν τη δίνει η πολιτική και κοινωνική, αλλά η οικονομική ιστορία. ΄Ολες οι επαναστάσεις για μια μικρή περίοδο, όσο διαρκεί η μεγάλη τους παρόξυνση, χτυπάνε τις παραγωγικές δυνάμεις και αμέσως μετά η παραγωγή εκτινάσσεται στα ύψη. ΄Ομως το ’21 και οι κατοπινές πολιτικές εξουσίες που βγήκαν από αυτό αποτέλεσαν στρατηγική οπισθοδρόμηση, γιατί κατέστρεψαν τους ανθρώπους, τη γη και τα εργαλεία σε μια ασύλληπτη κλίμακα. ΄Ετσι εξηγείται πώς, ακόμα και μετά το τέλος της “επαναστατικής” εποχής, χιλιάδες οικογένειες εγκατέλειπαν το νέο ελληνικό κράτος για να εγκατασταθούν στις τούρκικες περιοχές: <<Εις την επικράτειαν του προτέρου των τυράννου καταφεύγουν. Προκρίνουν οι ταλαίπωροι τον παλαιόν αλλόφυλλον ζυγόν, παρά να τυραννώνται από ομογενείς και ομοθρήσκους>>(Κοραής).
Το συγκλονιστικότερο όμως είναι η τεράστια παραγωγική καταστροφή που προκάλεσε το ’21. Στο έγκυρο έργο του Εξάρτηση και αναπαραγωγή ο Τσουκαλάς γράφει: <<Η οικονομική αποδιοργάνωση, συνέπεια της δεκαετίας του απελευθερωτικού πολέμου, αποδείχτηκε ολέθρια για όλα τα εμπορικά κέντρα. Η παραδοσιακή εξαγωγή βιοτεχνικών προϊόντων με βάση την ντόπια παραγωγή εξαφανίστηκε στα χρόνια της Επανάστασης, και οι άμεσες εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό ανακόπηκαν (...) Τα λιμάνια που είχαν που είχαν πλουτίσει από τη ναυτιλία (το Γαλαξίδι, η Ναύπακτος, οι Σπέτσες, η Κύμη, και κυρίως η ΄Υδρα) και είχαν δημιουργήσει σ’ αυτή τη βάση μικρές αλλά συμπαγείς αστικές κοινότητες, γρήγορα καταστράφηκαν και έχασαν τον πρωτο-αστικό χαρακτήρα τους (...) Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας τα περισσότερα παράκτια κέντρα παρακμάζουν με γοργό ρυθμό (...) Για πολλαπλούς λόγους, με την ελληνική ανεξαρτησία όλες οι τοπικές αστικές δραστηριότητες εξολοθρεύονται>> (σελ. 174-176). Τα ίδια συμβαίνουν και στην ύπαιθρο: <<Τον πρώτο καιρό της ανεξαρτησίας, η στασιμότητα που χαρακτήριζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο ήταν σχεδόν ολοκληρωτική (...) Από το 1850-1860, και κυρίως από το 1875-1880, αρχίζουν να εμφανίζονται μαζικά καλλιέργειες που προόριζαν τα προϊόντα τους για την αγορά>> (σελ 90).
Ο Παπανικολάου διαμαρτύρεται γιατί η Ν.Α. του καταλογίζει ότι θεωρεί το ’21 θετικό και απαντάει ότι το ’21 συνδυάζει το “πνεύμα της αναγέννησης” με το “πνεύμα της αντίδρασης”, δίχως να μπει στον κόπο να πει τι είναι το κύριο ανάμεσα στα δύο, τι είναι δηλαδή αυτό που χαρακτηρίζει το φαινόμενο. Το να απαντάει κανείς μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι στην ερώτηση “ποιο είναι το κύριο;” δεν είναι μεταφυσική, αλλά υποχρέωση της διαλεκτικής, που πάντα επιδιώκει τη σύνθεση που είναι πάντα η κυριαρχία του ενός πόλου πάνω στο άλλο.
Αντίθετα, είναι εκλεκτικισμός να απαντάει κανείς “και το ένα και το άλλο”. Η Ισπανική Επανάσταση ήταν ένα θετικό γεγονός για την ευρωπαϊκή εξέλιξη, όπως και η Ιταλική, παρά το πνεύμα της αντίδρασης που υπήρχε και στις δύο.
΄Ομως ο τσαρισμός δεν είχε καθόλου εκλεκτικό πνεύμα όταν τις καταδίκαζε και τις δύο, ούτε είχε εκλεκτικισμό ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του ’21, ο Κολοκοτρώνης, που έλεγε: <<Κακοί άνθρωποι, καρμπονάροι>>, ταυτίζοντας την κακία με την ιταλική επανάσταση και διαχωρίζοντας έτσι τον ελληνικό αντιδραστικό-θρησκευτικό πόλεμο από τις δημοκρατικές αστικές επαναστάσεις.
Αλλά ούτε και ο ΄Ενγκελς είχε εκλεκτικισμό όταν τη μια έβριζε τους Βούλγαρους και την άλλη τους εκθείαζε. Αντίθετα μάλιστα, διάλεγε και διάλεγε αποφασιστικά, απόλυτα και ακραία το “ένα από τα δυο”.
΄Οταν έλεγε τους Βούλγαρους “γουρουνολαό”, ήταν ακριβώς όταν έκαναν αντιδραστικό κίνημα στο πλευρό του τσαρισμού, όταν δηλαδή όντως εκδήλωναν τη γουρουνίσια πλευρά τους (γράμμα στον Bernstein, 22/2/1882). ΄Οταν όμως οι Βούλγαροι με το Βάτεμπεργκ αντιστάθηκαν στον τσάρο και νίκησαν τους Σέρβους που αυτός εξαπέλυσε εναντίον τους, τότε ο ΄Ενγκελς τους εξύμνησε γιατί έπαιξαν προοδευτικό ρόλο (γράμμα στο Λαφάργκ, 25/10/1886). ΄Ετσι κι εμείς απαιτούμε από τον καθένα να τοποθετηθεί στο ζήτημα τι ρόλο έπαιξαν οι ΄Ελληνες όχι γενικά, αλλά στη διάρκεια του ’21.
Ασφαλώς λοιπόν υπάρχει για μας, που κατηγορούμε το ’21 σαν συνολικά και συντριπτικά αρνητικό, και η υποχρεωτική θετική του πλευρά, που μένει ωστόσο πάντα η δευτερεύουσα.
Η οδυνηρή γνωριμία του ελληνικού λαού με τον τσαρισμό και τα εσωτερικά του στηρίγματα είναι ένα πρώτο μεγάλο κέρδος, και η εξοικείωσή του με τα όπλα μέσα από την πάλη του ενάντια στην οθωμανική βία είναι ένα δεύτερο.
Πραγματικά, η οθωμανική αντεκδίκηση υποχρέωσε όχι απλά τις ληστοσυμμορίες των καπεταναίων, αλλά και μια πελώρια λαϊκή μάζα σε πολλές περιστάσεις να μπει σε ένοπλο και ηρωικό αγώνα για την ύπαρξή της. Τέτοια τυπική περίπτωση είναι η αντίσταση του Μεσολογγιού.
΄Ομως το βασικό στην οθωμανική βία είναι ότι και αυτή ξέσπασε με φυλετικό και θρησκευτικό τρόπο και συγκρότησε πίσω της όλο τον τούρκικο λαό, ενώ η σουλτανική εξουσία ήταν τόσο πολύ ξεκομμένη απ’ αυτόν.
Και εδώ βρίσκεται το τρίτο μεγάλο κακό που προξένησε το ’21.
Οι σφαγές και οι θηριωδίες των πρώτων μηνών της λεγόμενης επανάστασης έδωσαν νέα ζωή στις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που ήταν ο χρεωκοπημένος γενιτσαρισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός των ουλεμάδων. Είναι αυτοί που πραγματοποίησαν, με την έγκριση βέβαια του σουλτάνου, τις σφαγές της Μικρασίας και της Χίου και κινητοποίησαν έναν καθυστερημένο όχλο σαν απάντηση στην γενοκτονία στο Μοριά και στη Ρούμελη. ΄Ετσι μπήκαν και οι βάσεις για να χωρίσουν για πάντα δύο λαοί που θα μπορούσαν να κάνουν από κοινού την αστικοδημοκρατική τους επανάσταση, έστω και σε δύο ξεχωριστά κράτη, ενώ τότε δόθηκε και το σύνθημα της γενοκτονίας και της εθνικής εκκαθάρισης σε όλα τα Βαλκάνια.

ΤΟ “ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ” ΥΠΟΤΕΛΕΣ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η “ΡΩΣΟΠΛΗΞΙΑ”

Να λοιπόν γιατί το ’21 και το υποτιθέμενο ανεξάρτητο κράτος που γέννησε ήταν ένας επιβραδυντής τόσο της εσωτερικής ελληνικής, όσο και της βαλκανικής εξέλιξης συνολικά. Να πόσο δεν έχει νόημα η διάκριση υποτέλειας και ανεξαρτησίας που κάνει ο Παπανικολάου.
Στην πραγματικότητα το ακραία υποτελές στη Ρωσία ελληνικό κράτος ήταν το ανεξάρτητο “φάντασμα” που αυτή δημιούργησε. ΄Ενα τέτοιο “ανεξάρτητο” κράτος ήταν η καλύτερη λύση για την κυριαρχία της Ρωσίας, αφού η Ιόνια Πολιτεία απόδειξε, ακριβώς αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται ο συγγραφέας μας, πόσο εύκολα μια εξαρτημένη από το σουλτάνο ηγεμονία μπορούσε να περάσει από τα χέρια της Ρωσίας στα χέρια της Γαλλίας και μετά της Αγγλίας. Πραγματικά, μόνο για τους κουτόφραγκους ο τσάρος “χίμαιρα” ανέβαζε και “χίμαιρα” κατέβαζε την ανεξαρτησία.
Βέβαια, εδώ ο συγγραφέας εξακοντίζει εναντίον μας την τρομερή κατηγορία ότι θεωρούμε την ιστορία του 19ου αιώνα γραμμένη από το τρίτο γραφείο του τσαρισμού.
Εμείς έχουμε συνηθίσει στην ανάλογη κατηγορία για ρωσοπληξία που διαρκώς απευθύνουν ενάντιά μας οι πιο ορκισμένοι αντίπαλοί μας όχι σχετικά με το 19ο αιώνα, αλλά με τα τελευταία χρόνια του 20ού, που ήδη διανύουμε. Και πραγματικά το γλεντάμε, γιατί έτυχε με τη ρωσόπληχτη πολιτική μας ανάλυση να προβλέψουμε καλύτερα απ’ όλους τους επικριτές μας -και μάλιστα με εντυπωσιακή ακρίβεια- τις βασικές πολιτικές τάσεις της παγκόσμιας και της εσωτερικής πολιτικής εξέλιξης των τελευταίων χρόνων.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν το 19ο, τον 20ό και τους αιώνες που έρχονται θέλουμε να παρατηρήσουμε το εξής:
Η μεγάλη δύναμη, το τρίτο της γραφείο και οι πράχτορες του τρίτου γραφείου είναι αναντίρρητοι ιστορικοί συντελεστές.
Η μικρή δύναμη, οι πολιτικοί της ηγέτες, οι τάξεις και οι λαϊκές μάζες της μικρής δύναμης είναι επίσης αναντίρρητοι ιστορικοί συντελεστές. Το να μην αναγνωρίζει λοιπόν κανείς το καθοριστικό βάρος του καθένα από τους δύο αυτούς παράγοντες είναι μεταφυσικό, όπως είναι μεταφυσικό να μην τους βλέπει στην αλληλεπίδρασή τους, αλλά ξεκομμένους.
Ασφαλώς οι ρώσοι πράχτορες δεν έφταναν για να σύρουν την Ελλάδα στην καταστροφή του ’21: Κλέφτες και αρματολοί, κοτζαμπάσηδες, φαναριώτες, έμποροι, κλήρος, νησιώτες, συντεχνίες, φτωχοί αγρότες ήταν όλοι εκεί με το χαρακτήρα, τις συνήθειες και τα όνειρα με τα οποία τους έθρεψε η ζωή και η ιστορία, με το ρεαλισμό και τις ψευδαισθήσεις τους στη δοσμένη στιγμή της ύπαρξής τους και στο δοσμένο ιστορικό πλαίσιο. Το μόνο που έκαναν οι πράχτορες της “Φιλικής” ήταν να εκμεταλλευτούν ό,τι πιο αδύναμο και καθυστερημένο υπήρχε σ’ αυτή τη μάζα, να κάνουν πολιτικό κίνημα αυτή την καθυστέρηση και να αναδείξουν ό,τι χειρότερο στην ηγεσία του. Αυτός ήταν ο καίριος ρόλος της ορθοδοξίας, που πάντρευε την κυρίαρχη φεουδαρχική ιδεολογία αυτής της μάζας με την κυρίαρχη ιδεολογία της ισχυρότερης αυτοκρατορίας της Ανατολής.
Από την άλλη μεριά, η ίδια αυτή καταστροφική κίνηση έφερνε στο προσκήνιο τον αληθινό δράστη της, τον τσαρισμό, σα νικητή. ΄Ετσι όμως έδινε μια νέα συνείδηση στο λαό της μικρής χώρας και γεννούσε ουσιαστικά ένα νέο έθνος, που η πρώτη προοδευτική του πράξη με διεθνή σημασία ήταν η εκτέλεση του ορθόδοξου νικητή Καποδίστρια μπροστά σε μια εκκλησία. Αυτή την πράξη χαιρέτισε ο Μαρξ.
Αντίθετα από τον Παπανικολάου, που δε βλέπει ότι η Ρωσία έγινε εσωτερικός παράγοντας του ’21, και μάλιστα ηγεμονικός για μια ολάκερη περίοδο, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε και με ποιο ακριβώς αντίστροφο τρόπο οι εσωτερικές δυνάμεις της χώρας διαμορφώνονταν παράλληλα εξωτερικά ως προς τον τσαρισμό και τους πράχτορές του και έτειναν ακριβώς απέναντί του να δημιουργήσουν την αληθινή εθνική τους συνείδηση και όχι την ψεύτικη θρησκευτική.
Αυτές είναι αληθινές αντιθέσεις, γιατί τα αποτελέσματά τους είναι συγκεκριμένα και δραματικά, ενώ πουθενά δεν έδειξε δραματικά αποτελέσματα η οποιαδήποτε διαμάχη των “Φιλικών” ανάμεσά τους, πέρα από τη δολοφονία του Γαλάτη (που απλά άλλαξε στρατόπεδο, και γι’ αυτό τον χτύπησε ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του), ή η υποτιθέμενη διαμάχη τους με τον τσαρισμό, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας.Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε πράχτορες ή ανάμεσα σε πράχτορες και τους προϊσταμένους τους είναι ιστορικά αναπόφευκτες, αφού κάθε πράγμα χωρίζεται στα δυο: κάθε τάξη, κάθε πολιτική δύναμη, ακόμα και κάθε άνθρωπος. Το ζήτημα είναι αν υπήρχε ένα γενικό και ενιαίο ρώσικο σχέδιο για την καθοδήγηση των ελληνικών εξελίξεων στα 1821 και για την παραπλάνηση των ενδιάμεσων διεθνών δυνάμεων, στο οποίο λίγο-πολύ υποτάχθηκε η δράση όλης της “Φιλικής” και γενικά των ανθρώπων της Ρωσίας μέσα στο ’21.
Αυτό που επιχειρήσαμε εμείς πρώτα και κύρια μέσα απ’ αυτή τη θεωρητική διαπάλη μέσω της Νέας Ανατολής ήταν να εισαγάγουμε τους αναγνώστες της στα βαθιά νερά των πρώτων θυελλωδών χρόνων που σημάδεψαν τη γέννηση του ελληνικού έθνους και του ελληνικού κράτους, και που ασφαλώς κρύβουν πολλά από τα μεγάλα μυστικά της κατοπινής εξέλιξης.
΄Ομως αποφύγαμε συστηματικά να κριτικάρουμε μια θέση που επανέλαβε συχνά ο Λ. Παπανικολάου: ότι τα εθνικά βαλκανικά κράτη δε θα μπορέσουν ποτέ να λύσουν το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια, αλλά μόνο η παγκόσμια επανάσταση. Κι αυτό ακριβώς γιατί θα χρειαζόταν να μιλήσουμε για υστερότερες εποχές της βαλκανικής ιστορίας.
Το καλό πάντως είναι ότι ξεκινήσαμε την έντονη πάλη σ’ εκείνο το ιστορικό ζήτημα που μπορεί να μην είναι της πιο άμεσης προτεραιότητας, αλλά για το οποίο ισχύουν τα λόγια του μεγάλου Δημητρόφ: <<Κομμουνιστές που δεν κάνουν τίποτα για να φωτίσουν στις εργαζόμενες μάζες ιστορικά, πιστά, με πραγματικά μαρξιστικό, λενινιστικό-μαρξιστικό πνεύμα το παρελθόν του ίδιου τους του λαού, για να συνδέσουν τον τωρινό τους αγώνα με τις επαναστατικές παραδόσεις του λαού τους στο παρελθόν, τέτοιοι κομμουνιστές παρατάνε εθελοντικά ό,τι έχει αξία στο ιστορικό παρελθόν του έθνους στους φασίστες πλαστογράφους, για την αποβλάκωση των λαϊκών μαζών>>.