Η ΡΩΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ

Παταγώδης επιβεβαίωση των αναλύσεων και προβλέψεων της ΟΑΚΚΕ μετά την προβοκάτσια των δίδυμων πύργων

Με καθυστέρηση μιας δεκαετίας η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα στο Αφγανιστάν, πράγμα που επιβεβαιώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τις αναλύσεις της ΟΑΚΚΕ που πρόβλεπαν την επιστροφή της σοσιαλιμπεριαλιστικής Ρωσίας εκεί 20 χρόνια μετά την ήττα τους. Σήμερα αυτή η επιστροφή αλλά και η αντίστοιχα μειωμένη πολιτική και στρατιωτική επιρροή της Ουάσιγκτον εκεί αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού μέσα από τις στήλες του δυτικού αστικού τύπου.
Για παράδειγμα, αναλύοντας την όψιμη σύγκρουση Καρζάι και Αμερικανών, η Μοντ, η εφημερίδα του σχετικά πιο προοδευτικού κομματιού της γαλλικής αστικής τάξης και γι αυτό πιο οξυδερκής από τα αμερικάνικα αντίστοιχα έντυπα γράφει: «Ο “άνθρωπος των Αμερικανών” (εννοεί τον Καρζάι) ξεκίνησε απ’ το 2008 να κάνει μια εθνικιστική στροφή, επιδιώκοντας να αντισταθμίσει την επιρροή της Ουάσιγκτον και, παραπέρα, εκείνη του Λονδίνου, του οποίου η πιο λεπτή ανάμιξη – λόγω αποικιοκρατικού παρελθόντος – σταμάτησε κι αυτή από δυσαρέσκεια. Τρεις περιφερειακές δυνάμεις ευνοήθηκαν από το κενό: η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα. Επομένως η γεωπολιτική του Αφγανιστάν είναι “πολυπολική”».
Βεβαίως ούτε η Μοντ καταλαβαίνει τίποτα από τη ρώσικη στρατηγική του εισοδισμού και της προβοκάτσιας, ούτε από τη μόνιμη νικηφόρα τακτική της να φέρνει φίλους της στην εξουσία σαν φιλοαμερικάνους που, αφού πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους, κάνουν ξαφνικά «μια εθνικιστική στροφή» ενάντια στις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα και υπέρ του άξονα Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης. Δηλαδή μέσα στην ιδεολογική παρακμή της η Δύση που βρίσκεται παντού με τους κατασκόπους και τους ντοκτοράδες ειδικούς της, δεν καταλαβαίνει τίποτα και δεν βλέπει τίποτα από όσα μπορούν να δουν και να καταλάβουν κάποιοι επαναστάτες πολύ μακρυά από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν μόνο με τη μελέτη των γνωστών στους πάντες γεγονότων και με αναλυτικό εργαλείο τη στρατηγική θεωρία των 3 κόσμων του μεγαλύτερου μαρξιστή της εποχής μας Μάο Τσε Τουνγκ.
Και συνεχίζει η Μοντ: «Υπάρχει μεγαλύτερη ειρωνεία της ιστορίας από τούτη την επιστροφή της Μόσχας; (…) Αυτή η ρωσική πίεση προς το νότο, δηλαδή προς το Αφγανιστάν, υπήρξε μόνιμη, παραπειστική, μέχρι την κλιμάκωσή της σε μια βίαιη στρατιωτική εισβολή (1979-1989) που έληξε με μια καταστροφή. Αλλά το μάθημα αντλήθηκε. Το χαμηλό προφίλ κρίθηκε πιο αποτελεσματικό. Σήμερα ο κ. Καρζάι θέλει να αγοράσει ρωσικό στρατιωτικό εξοπλισμό. Και οι Αμερικανοί – άλλη ειρωνεία της ιστορίας! – ζητιανεύουν από τους κκ. Πούτιν και Μεντβέντιεφ την άδεια διέλευσης του εξοπλισμού του ΝΑΤΟ στα βόρεια σύνορα του Αφγανιστάν, τη μικρή αυλή της Ρωσίας» (20/8).
Και είναι φυσικό να συμβαίνει αυτό απ’ τη στιγμή που οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ, βρισκόμενοι σε παγκόσμια πτώση και προσπαθώντας να διατηρήσουν τις ηγεμονικές θέσεις τους στον τρίτο κόσμο, δέχτηκαν τη συνεργασία με τη ρωσική υπερδύναμη: το μεγαλύτερο τραμπούκο και προβοκάτορα και τον πιο αδίστακτο και δολοφονικό ιμπεριαλισμό που συνήθως δεν δουλεύει ανοιχτά επιθετικά όπως οι ΗΠΑ αλλά μέσω πρακτόρων και εσωτερικών στηριγμάτων και με ασταμάτητες προβοκάτσιες. Στην προκειμένη περίπτωση οι ΗΠΑ έδιωξαν από την εξουσία τους αντιρώσους Ταλιμπάν, χάρη στη στρατηγική προβοκάτσια των δίδυμων πύργων και της Αλ Κάιντα που η Μόσχα εγκατέστησε στο Αφγανιστάν. Έτσι εκείνο που κατάφεραν οι ΗΠΑ ήταν να φέρουν στην Καμπούλ μια συμμαχία που ελέγχεται πολιτικά από τους πράκτορες του Κρεμλίνου. Υπουργός άμυνας τοποθετήθηκε τότε ένας Φαχίμ που επί ρωσικής κατοχής ήταν επικεφαλής των δυνάμεων ασφαλείας. Όσο για τον Καρζάι, αυτός παρίστανε το φιλοδυτικό και στη συνέχεια ακολουθεί ανοιχτά φιλορωσική και φιλο-ιρανική πολιτική.
Η Μοντ αναφέρει για τον Καρζάι: «Η νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 2004 – τις πρώτες που διεξήχθησαν στο Αφγανιστάν – του προσφέρει μία λαϊκή νομιμοποίηση διευρύνοντας το πεδίο ελιγμών του. Νέα δίκτυα επιβάλλονται. Ο κ. Καρζάι επιτρέπει την επανεμφάνιση των παλιών κομμουνιστών (σ.σ. εννοεί τους πρώην μπρεζνιεφικούς σοσιαλφασίστες) των οποίων η κουλτούρα του κράτους μπορεί να χρησιμεύσει στο εμβρυακό καθεστώς.
“Η ΕΣΣΔ διαμόρφωσε εξαιρετικά στελέχη, εξηγεί ένας διεθνής παρατηρητής στην Καμπούλ. Κατέχουν σήμερα θέσεις-κλειδιά μέσα στην αστυνομία, το στρατό, τις μυστικές υπηρεσίες. Αυτοί οι θεσμοί δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς αυτούς”. Επικεφαλής αυτού του δικτύου είναι ο Μοχάμαντ Χανίφ Ατμάρ, που υπήρξε παλαιό στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών του κομμουνιστικού καθεστώτος πριν την κατάλυσή του στα 1992. Σήμερα είναι υπουργός των εσωτερικών.
Οι Δυτικοί δε βρίσκουν τίποτα να αντιλέξουν στην αποκατάσταση των πρώην κομμουνιστών. Εύχονται τα καλύτερα για τον κ. Ατμάρ. Παρόλα αυτά, θα είναι πιο προβληματισμένοι, και μάλιστα τελείως επικριτικοί, όπως έγινε με τη μεγάλη αλλαγή του 2006» (22/10)
.

Εννοείται βέβαια ότι η σημερινή ηγεσία Ομπάμα-Κλίντον εξαιρείται από την όποια κριτική αντιμετώπιση. Μήπως δεν ήταν η ίδια η αμερικανίδα υπ.εξ. που ανακοίνωνε προσφάτως τη στήριξή της στον Καρζάι λίγο μετά την παραίτηση του αντιπάλου του, Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ, από τον επικείμενο δεύτερο γύρο των εκλογών εξαιτίας της εκτεταμένης νοθείας που σημειώθηκε στον πρώτο;
«Είναι η εποχή όπου η οικογένεια των τεχνοκρατών, όχι αρκετά πολιτικοί στα μάτια του (σ.σ. Καρζάι) παραμερίζεται.
Είναι πάνω απ’ όλα η εποχή όπου επιταχύνεται η παστουνοποίηση του κρατικού μηχανισμού. Ο μεγαλύτερος ευνοημένος είναι το Χέζμπι-ε-Ισλαμί, ένα φονταμενταλιστικό κόμμα που, μετά τα χρόνια της αντισοβιετικής τζιχάντ, βίαια συγκρούστηκε με τους παρτιζάνους του διοικητή Μασούντ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1992-1996)».

Το Χεζμπί Ισλάμι έχει αρχηγό τον κάποτε «μαοϊκό» και μετά ισλαμοφασίστα Γκουλμπουντίν Χεκματυάρ. Αυτό, ανοιχτά φιλο-ιρανικό έπαιξε τον πιο βρώμικο και προβοκατόρικο ρόλο μέσα στο αφγανικό αντάρτικο, ιδιαίτερα μετά την ήττα των ρώσων σοσιαλιμπεριαλιστών. Αρχικά εχθρός του προοδευτικού σπουδαίου ηγέτη Μασούντ και μετά την ήττα του από τους Ταλιμπάν εχθρός των επίσης αντιρώσων Ταλιμπάν άρχισε να τους πλησιάζει μετά την αμερικάνικη εισβολή και μόλις αυτοί μπήκαν στη μονομερώς αντιαμερικάνικη γραμμή.
Κεντρικός στόχος της ρώσικης πολυπρόσωπης τακτικής στο Αφγανιστάν δεν είναι παρά η εξάπλωση του πολέμου στο γειτονικό Πακιστάν, κάτι που ευνοεί αφάνταστα τους ρωσικούς στρατηγικούς πολεμικούς σχεδιασμούς, προϋπόθεση για την κάθοδο του ρώσικου στρατού στις θερμές θάλασσες. Ο Καρζάι πλασάρει λοιπόν στη Δύση σα λύση στο πρόβλημα το άνοιγμα και προς άλλες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και ο ουζμπέκος Ντοστόμ, βασικό στέλεχος της Ρωσίας (ΕΣΣΔ) στη διάρκεια της κατοχής «κι έτσι έδωσε το προεδρικό εισιτήριο στον τατζίκο Μοχάμαντ Κασίμ Φαχίμ και τον χαζαρά Μοχάμεντ Μοακέκ, ενώ σύναψε σύμφωνο με τον ουζμπέκο Ραχίντ Ντοστόμ» (στο ίδιο).
Όμως τώρα η Δύση αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει σχεδόν κανένα έρεισμα στο Αφγανιστάν και σε λίγο με την ηλίθια πολιτική της θα χάσει και τα λίγα που της έχουν απομείνει εκεί και κυρίως στο γειτονικό Πακιστάν. Βεβαίως στην περίπτωση της ίδιας της Κλίντον δεν πρόκειται για μια βλακώδη πολιτική. Αυτή όπως και ο άντρας της παίζουν με συνέπεια από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους το ρώσικο στρατηγικό παιχνίδι που κέντρο του και παγκόσμιο κλειδί του είναι πάντα ένα: η παράδοση του Πακιστάν στο ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό.

Είναι στη φύση των πραγμάτων οι νέες αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πιο βίαιες, πιο αδίστακτες και πιο ικανές στη συνομωσία εξαιτίας της φύσης του υπερσυγκεντρωμένου κρατικοφασιστικού καπιταλισμού τους να πάρουν τώρα τη στρατηγική πρωτοβουλία ώστε τελικά ο πιο μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος στην ιστορία να ξεσπάσει και σαρώσει όλους αυτούς. Λίγο πριν από αυτόν και ενάντια στην ενδοτικότητα των παλιών ιμπεριαλιστών και στην κτηνωδία των σοσιαλιμπεριαλιστών νέες λαϊκές δυνάμεις θα ξεπηδήσουν που θα αναλάβουν το μεγαλύτερο βάρος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης.