Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΟΥΙΓΟΥΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ

Η εξέγερση που σημειώθηκε στην κινεζική επαρχία του Σινκιάνγκ και η αιματηρή βία που ξέσπασε ανάμεσα σε αυτόχθονες Ουιγούρους και Χαν εποίκους ήταν η αφορμή για να έρθουν στο προσκήνιο τα εγκλήματα των σοσιαλφασιστών του Πεκίνου απέναντι στις μειονότητες. 156 νεκροί και πάνω από 1000 τραυματίες ήταν ο επίσημος απολογισμός των συγκρούσεων που ακολούθησαν την προσπάθεια των αρχών να καταστείλουν μια ειρηνική διαδήλωση Ουιγούρων στην πρωτεύουσα της επαρχίας Ουρουμτσί. Τη διαδήλωση πυροδότησε η κωλυσιεργία των κινεζικών αρχών να διερευνήσουν μία αψιμαχία ανάμεσα σε Χαν και Ουιγούρους εργάτες, που συνέβη δέκα ημέρες νωρίτερα μέσα σ’ ένα εργοστάσιο παιχνιδιών στην επαρχία Γκουαντούνγκ κοστίζοντας τη ζωή σε δύο ομοεθνείς τους (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 6/7). Η εξέγερση έβγαλε πολύ μίσος και μεγάλωσε την απόσταση που χωρίζει συναισθηματικά τις δύο εθνότητες, πράγμα που στο βάθος οφείλεται στη χιτλερικού τύπου αντι-μειονοτική πολιτική του Πεκίνου, για τις ρίζες της οποίας οι τυφλοί από αντικομμουνισμό δυτικοί αναλυτές ανατρέχουν συνήθως στην εποχή του Μάο.
Στην πραγματικότητα, οι νεκροθάφτες της κινεζικής επανάστασης «κόκκινοι» μονοπωλιστές του Πεκίνου δεν έχουν κρατήσει τίποτα από την πολιτική του Μάο Τσε Τουνγκ πάνω στα μειονοτικά ζητήματα, που χαρακτηριζόταν από ισοτιμία και σεβασμό των ιδιαιτεροτήτων της κάθε εθνότητας. Ο ηγέτης της κινεζικής επανάστασης εφιστούσε την προσοχή στο σοβινισμό της κυρίαρχης Χαν εθνότητας σαν βασικό πρόβλημα της κομματικής πολιτικής για τις μειονότητες. Ήδη από τα 1952 είχε πει ότι: «Δίνουμε έμφαση στο χτύπημα του σοβινισμού των Χαν. Ο σοβινισμός των τοπικών εθνοτήτων πρέπει επίσης να χτυπηθεί, αλλά γενικά δεν δίνουμε σε αυτό μεγάλη έμφαση» (5ος τόμος απάντων, Πάνω στις δέκα μεγάλες σχέσεις). Στα 1957, μιλώντας για τη «Λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού», κριτίκαρε τα λάθη που έκανε το κόμμα στην εφαρμογή αυτής της γραμμής, και έθεσε με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση το ζήτημα: «Ασφαλώς πρέπει να αλλάξουμε αυτό το μεγαλοΧαν σοβινιστικό στυλ δουλειάς, τις ιδέες, τα αισθήματα, τη μονοπώληση πραγμάτων που θα έπρεπε να γίνουν από άλλους (από τις ίδιες τις εθνικές μειονότητες), την έλλειψη σεβασμού προς τις μειονότητες».

Σε αντίθεση με τις παραπάνω αρχές, οι κινέζοι σοσιαλφασίστες ασκούν μία σοβινιστική μεγαλοΧαν πολιτική αφομοίωσης των υπόλοιπων εθνοτήτων και κοινωνικής περιθωριοποίησής τους. Στο Σινκιάνγκ έχουν αλλάξει συντριπτικά την εθνολογική πληθυσμιακή σύνθεση σε βάρος της εκεί κυρίαρχης εθνότητας των Ουιγούρων, με αποτέλεσμα οι Χαν, που στα 1955, δηλαδή επί Μάο, συνιστούσαν μόλις το 10% του πληθυσμού, να ανέρχονται σήμερα στο 43% χάρη σε μια καθαρά αποικιακή πολιτική απόστολής κινέζων Χαν στην περιοχή. Η οικονομική ανάπτυξη στην αυτόνομη αυτή περιοχή που τόσο πολύ διαφημίζει η κυβέρνηση του Πεκίνου γίνεται σε βάρος αυτής της ντόπιας εθνότητας. Αντί να τους ενθαρρύνει να λύνουν οι ίδιοι τα ζητήματα που τους απασχολούν και να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο, η κυβέρνηση έχει παραχωρήσει τον έλεγχο της πετρελαϊκής βιομηχανίας, της αγροτικής παραγωγής και των κατασκευών σε Χαν, που δίνουν δουλειές μόνο σε ομοεθνείς τους. Για παράδειγμα, το ποσοστό των Χαν που απασχολούνται σήμερα στα αρκετά προσοδοφόρα αγροκτήματα του στρατού – τα λεγόμενα «πινγκτσουάν» – αγγίζει το 90%. Σαν αποτέλεσμα, οι Ουιγούροι πλήττονται από την ανεργία και το οικονομικό χάσμα με τους Χαν διευρύνεται συνεχώς. Η γλώσσα τους έχει σχεδόν εκτοπιστεί από τη σφαίρα της δημόσιας ζωής. Όπως καταγγέλλει η Διεθνής Αμνηστία, τη δεκαετία του ’90 ξεκίνησε μία προσπάθεια να εξαφανιστεί από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ από τα 2006 επιχειρείται ο εκτοπισμός της και από την ίδια την προσχολική αγωγή. Σήμερα, στα ελάχιστα εναπομείναντα δίγλωσσα σχολεία, τα ουιγούρικα παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στη διδασκαλία, ενώ το μόνο μάθημα που διδάσκεται στη γλώσσα αυτή στο πανεπιστήμιο του Ουρουμτσί είναι εκείνο της ουιγούρικης ποίησης (8/7). Εξίσου σκληρή είναι η θρησκευτική καταπίεση που ασκείται πάνω σ’ αυτή την εθνότητα, που είναι βασικά μουσουλμανική. Μια σειρά περιορισμοί έχουν επιβληθεί πάνω στη θρησκευτική λατρεία, όπως είναι π.χ. η απαγόρευση της μη επίσημης εκδοχής του κορανίου, η απαγόρευση της προσευχής έξω από το χώρο του τζαμιού ή η απαγόρευση της εισόδου εκεί στους εργαζομένους στο δημόσιο καθώς και στα μέλη του κόμματος. Κατά τη διάρκεια της νηστείας του Ραμαζανιού οι κυβερνητικοί κανονισμοί απαγορεύουν τη μαντίλα για τις γυναίκες και τα γένια για τους άντρες. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο και οι φοιτητές αναγκάζονται να καταναλώνουν φαγητό εκείνη την περίοδο, (οι τελευταίοι με τη δικαιολογία ότι «πρέπει να φάνε για να μελετήσουν σωστά»)! Όπως μας πληροφορεί η ίδια εφημερίδα (ΝΥΤ, 19/10/08): «Το πανεπιστήμιο του Κασγκάρ ακολουθεί την (κυβερνητική) πολιτική. Ξεκινώντας από πέρσι, προσπάθησε να εξαναγκάσει φοιτητές να τρώνε κατά τη διάρκεια της μέρας με το να τους εμποδίζει να φύγουν το απόγευμα από το πανεπιστήμιο για να πάνε στις οικογένειές τους, σπάζοντας έτσι την ημερήσια νηστεία. Κάτοικοι του Κασγκάρ λένε ότι το πανεπιστήμιο κλείδωσε τις πύλες και τοποθέτησε θρυμματισμένο γυαλί στην κορυφή του τοίχου. Μερικές βδομάδες αργότερα, η σχολή έχτισε ψηλότερο τοίχο». Μια άλλη πολύ σημαντική πρακτική της μουσουλμανικής θρησκείας – το προσκύνημα στη Μέκκα – έχει τεθεί κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της κυβέρνησης. Η ατομική επίσκεψη στη Μέκκα έχει πρακτικά απαγορευτεί με την κατάσχεση όλων των διαβατηρίων και με τους ιδιαίτερα αυστηρούς περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στη χορήγηση της σχετικής άδειας: θα πρέπει ο αιτών να είναι ηλικίας 50 ως 70 ετών, να έχει απόθεμα καταθέσεων στην τράπεζα και να μπορεί να αποδείξει ότι τα παιδιά του είναι οικονομικά ανεξάρτητα, «να αγαπά την πατρίδα και να είναι νομοταγής». Επιπλέον θα πρέπει να καταβάλει το αντίτιμο για την έκδοση διαβατηρίου περιορισμένων ταξιδιών, που ανέρχεται στα 6000 δολάρια. «Ένας νεαρός Ουιγούρος είπε ότι οι γονείς του έσπρωχναν τα παιδιά τους να παντρευτούν σύντομα προκειμένου να αποδείξουν ότι είναι οικονομικά ανεξάρτητα, κι έτσι να τους επιτραπεί να πάνε στο προσκύνημα. “Η μεγαλύτερή τους επιθυμία είναι να πάνε μία φορά στη Μέκκα”, είπε ο άνθρωπος, που θέλησε να αναφέρεται σαν Αμπντουλάχ. Αλλά η οικογένεια έχει να σταθμίσει κι έναν άλλον παράγοντα: ο πατέρας, πλέον συνταξιούχος, ήταν κάποτε δημόσιος υπάλληλος και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, επομένως κινδυνεύει πολύ εύκολα να χάσει τη σύνταξή του εάν πάει για το προσκύνημα» (στο ίδιο).
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της χρόνιας καταπίεσης είναι οι Ουιγούροι να αισθάνονται σήμερα ότι τελούν υπό ξένη κατοχή και να μισούν και τους απλούς μετανάστες Χαν. Το σοσιαλφασιστικό καθεστώς πατάει πάνω σ’ αυτή την αντίθεση για να εκθρέψει τον κινεζικό μεγαλοΧαν σοβινισμό και να τον χρησιμοποιήσει στη συνέχεια για την εφαρμογή των επεκτατικών του σχεδίων σε συμμαχία με τους ρώσους σοσιαλφασίστες. Τα πρώτα αποτελέσματα τα παρακολουθήσαμε στην καταστολή της εξέγερσης από το στρατό σε συνεργασία με συμμορίες αγανακτισμένων Χαν, οπλισμένων με σιδηρολοστούς, τσεκούρια και άλλα αυτοσχέδια όπλα και αποφασισμένων να εκδικηθούν για τις επιθέσεις που δέχτηκαν από οργισμένους Ουιγούρους. Η κινεζική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τις βιαιοπραγίες υποκίνησε το παράνομο αυτονομιστικό κίνημα με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως στην Κίνα υπάρχουν και δημοκράτες που τολμούν να στέκονται με κριτική στάση απέναντι στην επίσημη εκδοχή και να καταδεικνύουν πριν απ’ όλα τις ευθύνες του καθεστώτος. Γιατί όσο θα δυναμώνει η καταπίεση των πλατιών μαζών από το σοσιαλφασισμό, τόσο οι καταπιεσμένοι Χαν θα ενώνονται με τους Ουιγούρους, τους Θιβετιανούς και τις υπόλοιπες εθνότητες της αχανούς χώρας και κάποια στιγμή όλοι μαζί, σαν ένας λαός, θα ανατρέψουν το αιμοσταγές καθεστώς.