ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΟΝΔΟΥΡΑ ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΣΕΛΑΓΙΑ

Η ανατροπή του «αριστερού» προέδρου της Ονδούρας, Μανουέλ Σελάγια, έχει ξεσηκώσει το σοσιαλφασισμό σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ έχουν ταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό του έκπτωτου προέδρου, χαρακτηρίζοντάς τον ούτε λίγο ούτε πολύ «προοδευτικό» και «δημοκράτη», θύμα του ιμπεριαλισμού και της «πλουτοκρατίας». Μάλιστα ο Τσίπρας, σε συνάντησή που είχε με τους πρέσβεις της Κούβας και της Βενεζουέλας, κάλεσε «την ελληνική κυβέρνηση να πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες ώστε να πιέσει και στην ΕΕ και σε διεθνές επίπεδο προκειμένου τις επόμενες μέρες και ώρες να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή πίεση προς την πραξικοπηματική κυβέρνηση της Ονδούρας για να σταματήσει αυτός ο αντιδημοκρατικός σχεδιασμός και να επιστρέψει στην Ονδούρα ο πρόεδρος Ζελάγια και να αναλάβει εκ νέου καθήκοντα» (ανακοίνωση γραφείου τύπου του ΣΥΝ, 2/7).
Όμως το επαναστατικό προλεταριάτο βλέπει το ζήτημα βαθύτερα. Γιατί η βίαιη ανατροπή ενός εκλεγμένου προέδρου από έναν αστικό στρατό είναι μία μορφή που μπορεί να πάρει η ταξική πάλη, και φυσικά δεν μπορεί από μόνη της να καθορίσει την πολιτικο-ιδεολογική φυσιογνωμία των δύο αντιπάλων. Ας παρακολουθήσουμε την ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία αυτού του προσώπου που τόσο ένθερμα υποστηρίζουν οι σοσιαλφασίστες μέσα από τα ίδια τα γεγονότα.

Ο Σελάγια προέρχεται από οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων και καπιταλιστών. Στα 1975 φέρεται να εμπλέκεται στη δολοφονία κοινωνικών ακτιβιστών που προωθούσαν την αγροτική μεταρρύθμιση. Εντάχθηκε στο Φιλελεύθερο κόμμα, διετέλεσε υπουργός για πολύ καιρό και εκλέχθηκε πρόεδρος της χώρας το Νοέμβρη του 2005 με φιλελεύθερη και φιλοδυτική πλατφόρμα. Σύντομα όμως άλλαξε γραμμή διαψεύδοντας ένα μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του. Επέδειξε έναν οικονομικό λαϊκισμό που τον έκανε συμπαθή μέσα στα συνδικάτα και τις αγροτικές ενώσεις, ήρθε σε ρήξη με το βιομηχανικό κεφάλαιο, ενώ στην εξωτερική του πολιτική απομακρύνθηκε από τις ΗΠΑ επιδιώκοντας συμμαχίες με σοσιαλφασιστικές χώρες όπως η Κούβα και κυβερνήσεις όπως αυτές του Τσάβες στη Βενεζουέλα. Ο Σελάγια αποδείχτηκε ότι είναι στην πραγματικότητα ένας εισοδιστής σοσιαλφασίστας, τσιράκι που θέλησε να προσδέσει τη χώρα του στο άρμα του ρωσικού σοσιαλιμπεριαλισμού. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του η βία που σχετίζεται με το εμπόριο ναρκωτικών αυξήθηκε δραματικά, το ίδιο και η βία της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στην ενημέρωση. Κατά τα πρότυπα Τσάβες, ο Σελάγια απαίτησε από όλα τα κανάλια και τα ραδιόφωνα να προβάλλουν δίωρα διαγγέλματά του προς το λαό. Κατά τη διάρκεια της θητείας του πολλοί αντικαθεστωτικοί δημοσιογράφοι κακοποιήθηκαν ή δολοφονήθηκαν, κάτι που έχουν σημειώσει τόσο η Ιντεραμερικανική Ένωση Τύπου όσο και ο ΟΗΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει ο ίδιος ένα πολύ μεγάλο μέρος της αρχικής του λαϊκής αποδοχής. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του έδιναν ένα ποσοστό γύρω στο 30% επειδή πρακτικά αυτός διέλυσε τις έτσι κι αλλιώς αδύναμες παραγωγικές δομές της εξαρτημένης από τη μονοκαλλιέργεια χώρας.
Ο Σελάγια προσπάθησε να ανατρέψει την αστική δημοκρατία από τα δεξιά. Και τελευταία τέτοια απόπειρα ήταν η προσπάθειά του να παρατείνει τη διακυβέρνησή του με ένα αυθαίρετο και συνταγματικά παράνομο δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός νέου συνταγματικού δικαστηρίου για την τροποποίηση του υπάρχοντος συντάγματος που θα του επέτρεπε να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα μετά το πέρας της τετραετούς θητείας του. Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, διαβλέποντας τον κίνδυνο μίας μακρόχρονης δικτατορικής διακυβέρνησης στα πρότυπα Τσάβες, αντιτάχθηκε σε αυτές τις μεθοδεύσεις κηρύσσοντάς τις άκυρες και αντισυνταγματικές, καθώς το σύνταγμα της Ονδούρας απαγορεύει την τροποποίηση των διατάξεών του μέσα στα δοσμένα πλαίσια. Επιπλέον, το Εθνικό Κογκρέσο πέρασε ένα νόμο που απαγόρευε τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων 180 ημέρες από τις εθνικές εκλογές. Ο πρόεδρος έγραψε αυτές τις αποφάσεις στα παλαιότερα των υποδημάτων του συνεχίζοντας την προετοιμασία του δημοψηφίσματος και αξιώνοντας από το στρατό να βοηθήσει στη διοργάνωσή του. Τότε η εισαγγελία και το εκλογοδικείο διέταξαν την κατάσχεση όλων των τυπωμένων ψηφοδελτίων. Η απάντηση του προέδρου ήταν η εισβολή με τραμπούκους του μέσα σε στρατόπεδο και η παράδοση όλων των ψηφοδελτίων στον όχλο, την αστυνομία και την κρατική υπαλληλία που φρόντισαν να τα στείλουν στα εκλογικά τμήματα. Η κινητοποίηση των οπαδών του Σελάγια έδωσε νέα διάσταση στην κόντρα των δύο στρατοπέδων, με τον εθνικό επίτροπο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ραμόν Κουστόδιο, να συστήνει στον κόσμο που ήθελε να ψηφίσει «όχι» να παραμείνει στα σπίτια του «προκειμένου να μην τους επιτεθεί ο όχλος» (βλ. Μαϊάμι Χέραλντ, 29/6). Παράλληλα, η άρνηση του στρατού να συμβάλει στο εγχείρημα σήμαινε για τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων στρατηγό Βάσκες την απόλυσή του από το σώμα, μια ενέργεια που επίσης κρίθηκε αντισυνταγματική και ακυρώθηκε από το ανώτατο δικαστήριο της Ονδούρας. Χιλιάδες πολέμιοι του προέδρου διαδήλωσαν στους δρόμους της πρωτεύουσας εκείνες τις μέρες.

Η οριστική απάντηση της μη σοσιαλφασιστικής αστικής τάξης σε όλους αυτούς τους πραξικοπηματικούς και τραμπούκικους ελγμούς του Ζελάγια ήρθε με το πραξικόπημα στις 28ης Ιούνη. Δηλαδή ο στρατός μπήκε στο προεδρικό μέγαρο με απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου συνέλαβε τον Ζελάγια, τον έβαλε σε ένα αεροπλάνο και τον έστειλε στο εξωτερικό.
Ήταν μια κίνηση αντιδραστικού τύπου στη μορφή της αφού η αντιπολίτευση χρησιμοποίησε το στρατό χωρίς να έχει εξαντλήσει τα πολιτικά μέσα δηλαδή την αντίσταση των ίδιων των δημοκρατικών μαζών στις πιέσεις των σοσιαλφασιστών. Κυρίως δεν μεσολάβησε καμιά τέτοια απόφαση για καθαίρεση του Ζελάγια από το Κοινοβούλιο παρόλο που αυτό ήταν μαζικά κατά του Ζελάγια (δηλαδή ήταν εναντίον του Ζελάγια και ένα μεγάλο κομμάτι από το κόμμα του) . Αυτή η χρησιμοποίηση του στρατού για να λύσει ένα πρόβλημα πολιτικό σε αυτή τη φάση έδειξε, όπως και στη Βενεζουέλα παλιότερα, τι σημαίνει μέσα στο μη φασιστικό μπλοκ της αστικής τάξης να έχουν ηγεμονική θέση οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Γενικότερα αυτή η κίνηση έδειξε για μια ακόμα φορά την αδυναμία της αστικής τάξης να στηριχθεί στις πλατειές μάζες για να αντιμετωπίσει τα ειδικά «λαϊκά» στη μορφή τους πραξικοπήματα του σοσιαλφασισμού. Η ζημιά που προξένησε η χρησιμοποίηση του στρατού στο αντι-Σελάγια μέτωπο ήταν σημαντική από τη στιγμή που απέναντι στα «δημοψηφίσματα» και στα δήθεν «κοινωνικά κινήματα» του αντιπάλου αντιπαρέθετε το στρατό. Η αιτιολογία που βρήκε για να διαιολογήσει αυτήν της την κίνηση η κυβέρνηση Μιτσελέτι ήταν ότι με την επέμβαση του στρατού δεν χρειάστηκε να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα. Αυτό ίσως να αποδειχτεί αληθινό αλλά πολιτικά δημιουργεί ένα πολύ κακό προηγούμενο που μπορεί οποιοσδήποτε φασισμός να επικαλείται για να καθαιρεί μέσω ενός οποιουδήποτε ανώτατου δικαστηρίου οποιοδήποτε αρχηγό μιας χώρας.
Αλλά παρ όλα αυτά θα ήταν λάθος να συγχέει κανείς αυτή την πραξικοπηματική κίνηση με τα φασιστικά αμερικανοκίνητα πραξικοπήματα μιας προηγούμενης εποχής που δρούσαν κατ ευθείαν ενάντια και στις μάζες και στο Σύνταγμα και που γι αυτό το πρώτο πράγμα που διέλυαν ήταν το Κοινοβούλιο. Γιατί ποτέ οι πραξικοπηματίες δικτάτορες δεν θα μπορούσαν να αποσπάσουν πλειοψηφία εκεί χωρίς να απαγορεύσουν τα κόμματα ή να βάλουν περιορισμούς στην έκφρασή τους και να συλλάβουν στελέχη τους. Εδώ την αρχή στον πραξικοπηματισμό την έκανε ο ίδιος ο Ζελάγια ποδοπατώντας το σύνταγμα και παραβιάζοντας τις διαθέσεις των μαζών και του ίδιου του κόμματός του με το δημοψήφισμα που ετοίμασε. Από την άλλη η νέα κυβέρνηση δεν απαγόρευσε την πολιτική κινητοποίηση του κόμματος του Ζελάγια. Το ότι τα κόμματα δεν τέθηκαν εκτός νόμου και το κοινοβούλιο δε διαλύθηκε αλλά έμεινε ανέπαφο και έκλεξε άλλο πρόεδρο: τον προεδρεύοντα ως τότε του οργάνου Ρομπέρτο Μιτσελέτι, που θα ήταν μεταβατικός πρόεδρος της χώρας ως την προκήρυξη νέων εκλογών, είχε σαν αποτέλεσμα στη διαδήλωση της 30/6 υπέρ της καθαίρεσης του Ζελάγια, το σύνθημα που ακούστηκε από το πλήθος να είναι «Δημοκρατία» (Xinhua, 1/7). Ήταν όλες αυτές οι ιδιαιτερότητες αυτής της στρατιωτικής επέμβασης που ανάγκασαν τον σοσιαλφασίστα Τσίπρα να μιλήσει για «πραξικόπημα νέου τύπου».
Όμως σε αντίθεση με την εποχή της αμερικανικής ηγεμονίας το ιδιότυπο αυτό πραξικόπημα βρίσκεται σε πρωτοφανή παγκόσμια διπλωματική απομόνωση ακριβώς γιατί τα τύμπανα της παγκόσμιας πολιτικής ατζέντας τα χτυπάει ο σοσιαλιμπεριαλισμός, ιδιαίτερα στη Λατινή Αμερική. Έτσι βγήκε το λεπτό ομόφωνο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που απαιτεί την «άμεση και χωρίς όρους αποκατάσταση» του έκπτωτου προέδρου, καλώντας αυστηρά όλα τα κράτη να αναγνωρίσουν την κυβέρνησή του την ώρα που ακόμα και φασιστικό πραξικόπημα να ήταν αυτό είναι στην κύρια πλευρά ένα εσωτερικό ζήτημα από τη στιγμή που καμιά γενοκτονία δεν σημειώθηκε και καμιά μαζική βία. Σε ποιο πραγματικό φασιστικό πραξικόπημα στην ιστορία απάντησε ο ΟΗΕ και μάλιστα με τέτοια σπουδή; Πότε ο ΟΗΕ καταδίκασε στρατοκρατικές δικτατορίες που ισοπεδώνουν και βασανίζουν λαούς και σκοτώνουν την ανάσα τους; Καταδίκασε τη χούντα της Βιρμανίας; Καταδίκασε τώρα δα το Ιράν για τη σφαγή των άοπλων δημοκρατών; Καταδίασε την Κίνα για το Θιβέτ και το Σινκιανγκ; Και το κυριότερο αντέδρασε στην εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία ή προηγούμενα στην εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν; Αλλά και ποτέ η σύνοδος του ΟΑΚ (Οργάνωσης Αμερικανικών Κρατών) έδωσε στους πραξικοπηματίες στα άπειρα φασιστικότατα πραξικοπήματα της Ηπείρου τρεις μέρες διορία για να αποκαταστήσουν τον καθαιρεμένο πρόεδρο και πότε τελικά διέγραψε μια χώρα από μέλος της – με εξαίρεση την περίπτωση που οι πανίσχυρες ΗΠΑ πέρναγαν από τον ΟΑΚ με μεγάλη προσπάθεια τη φασιστική διαγραφή της Κούβας - και μάλιστα σε χρόνο μηδέν; Και πότε όλη η Ευρώπη απέσυρε τους πρεσβευτές της από την πρωτεύουσα μιας χώρας πριν διαμαρτυρηθεί μαζικά ο λαός της για την ανάμειξη του στρατού; Και πότε οι ΗΠΑ ανέστειλαν τη συμμετοχή τους στις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις; Και πότε η Παγκόσμια Τράπεζα πάγωσε το δανεισμό της για αναπτυξιακά προγράμματα πάλι σε χρόνο μηδέν για μια τέτοια αιτία;

Αυτά δεν έγιναν ποτέ και γίνονται τώρα μόνο και μόνο για έναν λόγο: Γιατί στη Λατινική Αμερική κυριαρχούν σαν πρωθυπουργοί οι πράκτορες του νεοναζιστικού άξονα (Βραζιλία, Αργεντινή, Βενεζουέλα, Βολιβία, Κούβα, Νικαράγουα, Παραγουάη) στην θέση του προέδρου των ΗΠΑ βρίσκεται ένας υφεσιακός πρόεδρος και στη θέση του ΥΠΕΞ της υπερδύναμης αυτής βρίσκεται μια πράκτορας της Ρωσίας που φρόντισε αμέσως με θέρμη να υποδεχτεί τον Ζελάγια και να απαιτήσει την επιστροφή του μέσα από μια μεσολαβητική προσπάθεια του πρωθυπουργού Αρίας της Κόστα Ρίκα.
Για μας το ζήτημα της Ονδούρας παραμένει ακόμα ένα εσωτερικό ζήτημα της Ονδούρας και κάθε επέμβαση άλλων χωρών και μάλιστα των υπερδυνάμεων για να επιβληθεί σε αυτήν μια οποιαδήποτε κυβέρνηση από τα έξω πρέπει καθαρά και ξάστερα να καταδικαστεί. Ζήτημα διεθνούς επέμβασης και διεθνών ποινών μπαίνει μόνο όταν υπάρχει έμπρακτη αμφισβήτηση της κυριαρχίας και της ακεραιότητας μιας χώρας από μια άλλη ή όταν η κυβέρνησή της πραγματοποιεί γενοκτονία στο εσωτερικό της. Από κει και πέρα είναι δικαίωμα κάθε κυβέρνησης να καταγγέλλει τους κυβερνήτες μιας άλλης όταν καταπιέζουν φασιστικά το λαό τους και να βοηθάει τα όποια δημοκρατικά αντάρτικα και αντιπολιτεύσεις. Αλλά αυτό για να συμβεί πρέπει πρώτα να έχει ακουστεί, να έχει γίνει γνωστή από τον ίδιο το λαό αυτής της χώρας η βαριά καταπίεση, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια οι δολοφονίες αντιφρονούντων και όλα αυτά που συνδέονται με την φασιστική καταπίεση. Όσο αυτά δεν συμβαίνουν δεν πρέπει ποτέ να επιτρέπουμε σε κανένα και πόσο μάλλον σε ιμπεριαλιστές τύπου Ομπάμα-Κλίντον, σε φασίστες δικτάτορες τύπου Πούτιν, ΖινΤάο και Κάστρο και σε πραξικοπηματίες τύπου Τσάβες να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της όποιας Ονδούρας, να της επιβάλουν τον ηγέτη που αυτοί θέλουν, να τη διαγράφουν από συλλογικά διακρατικά όργανα και να της επιβάλλουν οικονομικούς και πολιτικούς αποκλεισμούς.

Αυτός είναι ο πραγματικός φασισμός, αυτός είναι ο πραγματικός ιμπεριαλισμός και απέναντι σε αυτούς και σε όσο βαθμό η σημερινή κυβέρνηση της Ονδούρας θα αντιστέκεται σε αυτήν την επιβολή και παρόλα τα λάθη της θα είμαστε στο πλευρό της. Αν αυτή ασκήσει δικτατορία στο λαό της Ονδούρας θα είμαστε με το λαό της Ονδούρας και εναντίον της. Αυτά τα πράγματα πρέπει να είναι καθαρά στους μαρξιστές. Η αρχή είναι μία: Τα κράτη θέλουν ανεξαρτησία, τα έθνη απελευθέρωση και οι λαοί την επανάσταση (Μάο Τσε Τουνγκ).