Θέλουν να βάλουν τον Κολοκοτρώνη πάνω από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ή
Η απόλυτη εξαχρείωση της ελληνικής αστικής τάξης

Με μεγάλη μας έκπληξη είδαμε τώρα τελευταία τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ να θέτει υπό τύπο δημοσκόπησης στους τηλεθεατές του το ερώτημα ποιον θεωρούν τον πιο μεγάλο Έλληνα. Η έκπληξη αυτή δεν προήλθε από το ίδιο το γεγονός της ιδιότυπης αυτής δημοσκόπησης, κάτι που έχει δικαίωμα να πράξει το οποιοδήποτε κανάλι, άσχετα αν τέτοιου τύπου δημοσκοπήσεις βγάζουν εν πολλοίς κατευθυνόμενα αποτελέσματα, αφού οι ίδιοι οι υπεύθυνοι του σταθμού καθορίζουν ποιοι είναι οι κατ’ αυτούς σπουδαιότεροι Έλληνες. Ας ληφθεί εδώ υπόψη ο χρόνος πραγματοποίησης της «δημοσκόπησης», λίγο πριν την επέτειο του 1821. Υποβάλλεται, επομένως, ο τηλεθεατής, βομβαρδισμένος μάλιστα από τα συνεχή τρέιλερ του σταθμού για το ζήτημα, να επιλέξει έναν «ήρωα» του 1821, και συγκεκριμένα το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Η έκπληξή μας πηγάζει από το γεγονός ότι δίπλα στον Κολοκοτρώνη αντιπαρατίθενται από το κανάλι μερικές από τις μεγαλύτερες μορφές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Περικλής και ο Αριστοτέλης ή μεταμορφωτές της παγκόσμιας ιστορίας όπως ο Μέγας Αλέξανδρος. Και δικαίως μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: Τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; Πως μπορούν να συγκριθούν άνθρωποι που παίξανε κοσμοϊστορικό ρόλο στην συνολική πορεία της ανθρωπότητας με πρόσωπα εντελώς άγνωστα έξω από τη χώρα τους – ανεξάρτητα από θετική ή αρνητική συνεισφορά τους - με ελάχιστη ή ανύπαρκτη επίδραση στην γενική κίνηση των πραγμάτων;
Πέρα από το άτοπο της ασύμμετρης αυτής σύγκρισης, ακόμα και χρονολογικά, το κυριότερο είναι πως με τον καταιγισμό δημοσιευμάτων, αφιερωμάτων κτλ. επ’ ευκαιρία της επετείου, ένα συγκεκριμένο πολιτικό μπλοκ στη χώρα μας βάλθηκε να μας πείσει ότι ο Κολοκοτρώνης ξεπερνά όλους τους άλλους ή σχεδόν όλους σε μυαλό και ικανότητες, σε μεγαλείο σκέψης και ψυχής!
Έρ’με Σωκράτη, θα τρίζουν τα κόκαλά σου στον Άδη! Φουκαρά Αριστοτέλη, τζάμπα παιδευόσουν να γράψεις τόσα και τόσα βιβλία! Καημένε Περικλή, πού να φανταστείς πως ο ύμνος σου για τη Δημοκρατία είναι κατώτερος των λόγων και των έργων του αρχηγού των κλεφτών!
Κι όμως, αυτό το ανοσιούργημα συνεχίζει να διαπράττεται ακόμη και τώρα που γράφουμε τούτες τις γραμμές. Σε λίγες μέρες μάλιστα πρόκειται να βγουν και τα «αποτελέσματα» της δήθεν δημοσκόπησης, ώστε να ολοκληρωθεί αυτό το έγκλημα κατά της στοιχειώδους μόρφωσης ενός λαού και κατά της κοινής λογικής του.
Ας δούμε όμως γιατί επέλεξαν τον Κολοκοτρώνη. Η εξήγηση είναι απλή: πρόκειται για τον αρχηγό του ρώσικου κόμματος στη Ελλάδα το 1821 και τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι το θάνατό του. Και, επειδή η κυρίαρχη ρωσόδουλη αστική τάξη στη χώρα μας βρίσκεται σε επίθεση σε όλα τα μέτωπα, πρέπει ντε και καλά ο ελληνικός λαός να βαφτιστεί στα νάματα του βαθιού ιδεολογικού σοσιαλφασισμού, της σκόπιμα θεοποιημένης «κλεφτουριάς».
Άλλωστε, δεν είναι μακριά ο καιρός που οι λεηλασίες των πλιατσικολόγων του σοσιαλφασισμού το Δεκέμβρη του 2008 με αφορμή (και πρόσχημα) την οργή της νεολαίας ενάντια στην δολοφονία του νεολαίου Γρηγορόπουλου συσχετίστηκαν από τους υπερασπιστές τους με τη δράση των κλεφτών πριν και κατά το 1821.
Αξίζει, λοιπόν, να δούμε τον αληθινό Κολοκοτρώνη από κοντά, χωρίς τα γνωστά φτιασιδώματα που τον βγάζουν ήρωα.

ΤΙ ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Την απάντηση για το ήταν οι κλέφτες τη δίνει, καταρχάς, η ίδια τους η ονομασία: κλέφτες. Επειδή όμως η δράση τους έχει σκοπίμως περιβληθεί με φωτοστέφανο, αξίζει να δούμε τι λέει γι’ αυτούς ένας ένθερμος υποστηρικτής τους, ο γνωστός καθηγητής της Λαογραφίας του πανεπιστημίου Αθηνών Κώστας Ρωμαίος, στο βιβλίο του Δημοτικό Τραγούδι, Προβλήματα καταγωγής και τεχνοτροπίας, τόμος α΄:
«Οι Κλέφτες μπορεί να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Στους κοινούς κατατρεγμένους που κυκλοφορούσαν σκόρπιοι και αποζούσαν από την αρπαγή και την κλεψιά, και στους άλλους, τους πολλούς, που ήταν οργανωμένοι και πολεμούσαν τους Τούρκους μαζί με τους οποιουσδήποτε πρόθυμους συνεργάτες τους (…) Αυτοί που κύριο μέλημά τους είχαν πώς να κλέψουν από μια μεγάλη στάνη λίγα τραγιά ή λίγα κριάρια, ήσαν απλοί ζωοκλέφτες. Και ανήκαν στην κατώτερη και περιφρονημένη κατηγορία των Κλεφτών. Οι άλλοι όμως, -οι πολλοί και οι σπουδαίοι, οι οργανωμένοι κάτω από σεβαστές σημαίες οπλαρχηγών, κάτω από περήφανα μπαϊράκια και τραγουδημένα φλάμπουρα,- αυτοί είχαν δική τους κοινωνία, δικούς τους αυστηρούς κανόνες, δική τους απαραβίαστη ηθική τάξη. Αυτούς ποτέ ο ελληνικός λαός δεν τους θεώρησε σαν κοινούς κακοποιούς. Το αντίθετο, τους θαύμαζε και τους τραγουδούσε (…) Τους θεωρούσε όλους αυτούς σαν ανθρώπους ξεδιαλεχτούς, που είχαν το μεγάλο προνόμιο να γίνουν άξιοι, ανεξάρτητοι, ελεύθεροι, αληθινά πρότυπα αρετής για τη σύγχρονή τους ελληνική κοινωνία»
(σελ. 411-2, οι υπογραμμίσεις του συγγραφέα).
Μετά απ’ αυτόν τον ύμνο, ο συγγραφέας λίγες σελίδες παρακάτω παίζει μπουνιές με τον εαυτό του και δεν γνωρίζει η αριστερά του τι ποιεί η δεξιά του. Διαβάζουμε στη σελ. 416 του ίδιου βιβλίου για τα «αληθινά πρότυπα αρετής», τους κλέφτες μας:
«Καιρός είναι να γνωρίσουμε και μερικές ειδικώτερες πλευρές από τη ζωή των Κλεφτών, ιδίως από τα έθιμα και από την επίδρασή τους στο χαρακτήρα των ανθρώπων εκείνων. Αποφάσιζαν κάποτε οι Κλέφτες να ζητήσουν βοήθεια από κάποια κεφαλοχώρια; Τους έστελναν τότε την παραγγελία, που ήταν πάντοτε γραμμένη σε χαρτί, ορίζοντας το ποσό των χρημάτων ή την ποσότητα του είδους που ζητούσαν (σσ: τέτοια ανιδιοτέλεια οι άνθρωποι…). Όριζαν ακόμη και την ημέρα και τον τόπο, όπου θα έπρεπε να γίνουν παράδοση και παραλαβή. Συνήθως η γραπτή πρόσκληση τέλειωνε με την απαραίτητη προειδοποίηση, ότι αν αρνηθούν οι χωρικοί, τότε οι Κλέφτες θα βάλουν φωτιά στα χωριά τους. Θυμίζει η προειδοποίηση εκείνη τους γνωστούς στίχους:
Συλλογιστήτε το καλά,
γιατί σας καίμε τα χωριά.
»Αν οι κάτοικοι δεν συμμορφώνονταν με την πρώτη ειδοποίηση, τότε οι Κλέφτες έστελναν και δεύτερο γράμμα. Αυτή τη φορά όμως το χαρτί είχαν φροντίσει και το είχαν κάψει σε τρεις διαφορετικές μεριές, ή άλλοτε το έκαιγαν και στις τέσσερις γωνιές του:
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή σε τρεις μεριές καημένη.
»Η ενέργεια αυτή ήταν μια πράξη πολύ εύγλωττη. Εσήμαινε ότι το θέμα επείγει πάρα πολύ και ότι ο κίνδυνος έχει γίνει άμεσος.
Η φωτιά, που άρχισε να περικυκλώνη το γράμμα, γρήγορα θα αρχίση να περικυκλώνη, με τις λαίμαργες πύρινες γλώσσες της, και τα χωριά τους και τα σπίτια τους. Ας κάτσουν λοιπόν να το συλλογιστούν καλά, το τι θα αποφασίσουν».
Μήπως ανατρίχιασες από τα «κατορθώματα» των κλεφτών μας, αγαπητέ αναγνώστη; Γιατί εμάς μας σηκώθηκε η τρίχα όταν τα διαβάζαμε αυτά.
Για να μετριάσει τις εντυπώσεις ο συγγραφέας, υποστηρίζει πως «την ίδια συμπεριφορά οι Κλέφτες έδειχναν τόσο σε Τούρκους πλούσιους, όσο και σε Έλληνες κοτσαμπάσηδες που τους ήξεραν ότι ήσαν γνωστοί για τα πλούτη τους και για τη φιλαργυρία τους».
Όπως και να προσπαθεί να τα μπαλώσει όμως, η αλήθεια βγαίνει αβίαστα: εδώ πρόκειται για ολόκληρα χωριά που εκβιάζονται και όχι για μεμονωμένους πλούσιους Τούρκους ή τους υποταχτικούς τους.

ΟΙ «ΗΡΩΕΣ» ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ

Μήπως όμως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το σόι του (γιατί όλο του το σόι κλέφτες ήταν από πάππο) δεν ήταν απ’ αυτούς τους «κακούς» κλέφτες, αλλά από τους «καλούς»; Μήπως δηλαδή άδικα τον παρεξηγήσαμε τον άνθρωπο;
Στα Απομνημονεύματά του, που τα υπαγόρευσε στον Τερτσέτη γύρω στα 1843 και φέρουν τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής (εκδ. Πάπυρος, σ. 202), λέει με ωμή ειλικρίνεια: «έκαια τα χωριά».
Διαβάστε τι αποκαλύπτει ο ίδιος για τη σημαία του, όταν ήταν κλέφτης (από την προεπαναστατική ακόμη περίοδο): «Η σημαία μου ήτον ένα Χ, καθώς η ρωσική σημαία» (στο ίδιο, σ. 217).
Λίγο πριν (σ. 216) μας φανερώνει ποιο ήταν το συνωμοτικό του σχέδιο για τη μελλοντική εθνοκάθαρση των Τούρκων στην Πελοπόννησο, από τον καιρό ακόμη που βρισκόταν στη Ζάκυνθο στη στρατιωτική υπηρεσία των Άγγλων: «Το σχέδιον ήτον ότι όλα τα κάστρα της Μεσσηνίας, της Πάτρας, της Μονεμβασίας, άμα εβγούμε να κηρυχθουνε υπέρ ημών και ήλθαν όλοι οι Τούρκοι και Ρωμαίοι οι σημαντικοί και ωμίλησαν εις την Ζάκυνθο, να κάμωμε μια Κυβέρνηση, συνθεμένη από δώδεκα Τούρκους και δώδεκα Έλληνας να κυβερνούν τον λαόν. Οι Τούρκοι επίσης να καταδικάζονται καθώς οι Έλληνες? (…) Η σημαία μας, από το ένα μέρος το φεγγάρι και από το άλλο το Σταυρό (…) Ο μυστικός μου σκοπός: Αφού εμβαίναμε και επιάναμε όλα τα φρούρια, τότε το εκάμναμε εθνικώτερο και εχαλούσαμε τους Τούρκους».
Θαυμάστε την πονηριά του ανθρώπου! Πράγματι, έτσι έγινε (κατά το δεύτερο μέρος μόνο, βέβαια) μόλις ξέσπασε η επανάσταση στην Πελοπόννησο: Σε όποιο κάστρο παραδίνονταν με έγγραφη συμφωνία σεβασμού της ζωής και της περιουσίας τους οι Τούρκοι, σφάζονταν ανηλεώς μέχρι τον τελευταίο αδιακρίτως, άσχετα αν επρόκειτο για άντρα, γυναίκα, γέρο ή παιδί.
Στη σ. 221 μας αποκαλύπτει, έστω και επιγραμματικά, τις συνεννοήσεις του με τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας και μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια για το ξεκίνημα της επανάστασης: «Εις αυτό το διάστημα, πριν να εβγώ εις την Πελοπόννησον, επήγα εις τους Κορφούς (σσ: Κέρκυρα), με την πρόφασιν να ζητήσω τέσσερες χιλιάδες τάλληρα από μισθούς μου, του Μέτλαντ (σσ: πρόκειται για τον άγγλο ύπατο αρμοστή των Επτανήσων), και δια να ανταμώσω τον Ιωάννη Καποδίστρια? τον αντάμωσα? εκάθησα τριάντα ημέρας και επέστρεψα οπίσω εις την Ζάκυνθο. Εκεί ομιλήσαμε πολλά περί της υποθέσεως».
Στημένο λοιπόν από τη Ρωσία το παιχνίδι αφού ο Καποδίστριας δεν ήταν τίποτα άλλο από τον υπουργό εξωτερικών του Τσάρου.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΚΑΙ ΤΙΜΙΟΥ ΚΛΕΦΤΗ

Από ένα δημοτικό τραγούδι σχετικό με τους Κολοκοτρωναίους, αν βέβαια είναι γνήσιο και όχι πλασμένο μεταγενέστερα, δηλαδή μετά το 1821, όπως υποστηρίζει ο Βλαχογιάννης, μαθαίνουμε πόσο φτωχοί ήταν οι πιο διαβόητοι κλέφτες της Πελοποννήσου:
Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια,
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τις ασημένιες πάλες,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν (…)
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους Άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.

Κώστα Ρωμαίου, όπ. π., σ. 345


Ο ΦΙΝΛΕΪ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΥΣ

Ο Τζορτζ Φίνλεϊ, τιμημένος με το Χρυσό Σταυρό του Ελληνικού Τάγματος του Σωτήρος, θεωρείται ακόμη και από τους αντιπάλους του (όπως ο σχολιαστής του Τάσος Βουρνάς) μια από τις σημαντικότερες και πιο αξιόπιστες πηγές για το 1821. Ο ίδιος ο Βουρνάς γράφει στο προλογικό του σημείωμα: «Η ιστορική μαρτυρία του Φίνλεϋ για τα γεγονότα της μεγάλης μας Επαναστάσεως είναι πολυσήμαντη» (στο έργο του Φίνλεϊ Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α΄, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 7).
Ας φωτιστούμε από τα γραφόμενά του: «Τα ανδραγαθήματα του Ζαχαριά και του Κολοκοτρώνη, που εξυμνούνται σε αδέξιους, χωρίς ποίηση, στίχους και σε στομφώδη πεζό λόγο, δεν ήταν τίποτα άλλο από κατορθώματα ληστών της υπαίθρου και ζωοκλεπτών. Οι κλέφτες του Μοριά, ενώ ζούσαν, κατά κανόνα, σε βάρος των φτωχών χριστιανών χωρικών, δεν έκαναν την αποκοτιά, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, να επιτεθούν σε κανένα πλούσιο Έλληνα προεστό, και ακόμη σπανιώτερα σε Τούρκο αγά. Η καταστροφή ελληνικών χωριών, η ληστεία Ελλήνων κληρικών, ο βιασμός Ελληνίδων, η δολοφονία ενός παιδόπουλου και η απελευθέρωση άλλου Ελληνόπουλου, ύστερα από την καταβολή λύτρων, είναι τα θέματα των τραγουδιών του Ζαχαριά (Fauriel, Chants Populaires de la Grece Moderne, τόμ. Ι, σ. 76. Τραγούδι ΧΙV). Ο Ντόντουελ γράφει για την προθυμία που έδειχναν οι Έλληνες χωρικοί, όταν επρόκειτο να καταδιώξουν τη συμμορία του Κολοκοτρώνη, καθώς και οι Έλληνες επίσκοποι, που έσπευδαν να αφορίσουν τους κλέφτες» (στο ίδιο, σ. 41).
Διαβάστε επίσης τι λέει για το χαρακτήρα του και για αυτό που τον έκανε να βγει στο κλαρί: «(…) όταν έγινε είκοσι χρόνων παντρεύτηκε με την κόρη ενός προεστού από το Λεοντάρι. Τα πρώτα επτά χρόνια του έζησε από την περιουσία της γυναίκας του. Εκεί οι χωρικοί διαπίστωσαν πως ήταν περισσότερο άνθρωπος των όπλων παρά του αλετριού. Πολλές φορές κατηγορήθηκε για ζωοκλοπές από κοπάδια γειτονικών χωριών και τελικά μερικές ληστείες σε βάρος των Ελλήνων που δούλευαν τη γη στην πεδιάδα του Στενύκλαρου (σσ: Μεσσηνία) την αποδόσανε σ’ αυτόν και υποχρεώσαν τον πασά του Μοριά να δώσει εντολή για τη σύλληψή του. Αυτό στάθηκε αποφασιστικό για την τύχη του Κολοκοτρώνη. Στα είκοσι επτά χρόνια έγινε επαγγελματίας ληστής» (στο ίδιο, σ. 217).
Όσο για τον τρόπο με τον οποίο υποχρέωνε (!) τους χωρικούς να προσχωρήσουν στην επανάσταση, χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω επεισόδιο: «Ανέλαβε την ανώτερη διοίκηση και, για να ενισχύσει τις τάξεις του, πρόσταξε όλους τους χωρικούς, στην πεδιάδα του Λεονταριού απ’ όπου πέρασε με το στρατό του, να εξοπλισθούν. Σε περίπτωση απροθυμίας ή αδιαφορίας τους, τους απειλούσε με κάψιμο των σπιτιών τους» (στο ίδιο, σ. 220-1).
Αυτό ακριβώς το γεγονός επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του: «Εγώ εις τας 25 (σσ: Απρίλη) απάντησα ένα πεζοδρόμο σταλμένον από τον Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, και μου έγραφε ότι: (…) ?ο κάμπος της Καρύταινας δεν ηθέλησε να πιάση τα άρματα?. Έτσι μ’ έγραφε αυτός. Εγώ δεν έλειψα να κάμω μία προσταγή, και επάτησα την βούλα μου: ?Όποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήση την φωνήν της Πατρίδος τσεκούρι και φωτιά» (όπ. π., σ. 225).
«Επανάσταση» με τη σφραγίδα του Κολοκοτρώνη! Μπορείτε να φανταστείτε επανάσταση με το στανιό;

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Στο γεγονός αυτό και στην απρόκλητη σφαγή που επακολούθησε συμπυκνώνεται όλη η βρωμιά της κολοκοτρωνέικης αντίληψης για το τι είναι επανάσταση.
Καθώς έσφιγγε ο κλοιός γύρω από την πολιορκημένη Τρίπολη στα μέσα Σεπτέμβρη του 1821, οι Τούρκοι προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν με τους οπλαρχηγούς, πρωτίστως με τον Κολοκοτρώνη, την παράδοση της πόλης και την ασφαλή μετάβασή τους σε μέρος που αυτοί θα αποφάσιζαν. Αν και οι έλληνες οπλαρχηγοί στα φανερά έδειχναν να συναινούν, παίρνοντάς τους ό,τι πολύτιμο είχαν, στην πραγματικότητα τους κορόιδευαν, αφού κάτι τέτοιο ερχόταν σε σύγκρουση με τη γραμμή του Κολοκοτρώνη και της Φιλικής Εταιρείας για γενικευμένη σφαγή των Τούρκων αμάχων. Ίσως να τα χάλασαν και στο ύψος του ποσού, κάτι που δε συνέβη με 1500 Αλβανούς υπό τον Ελμάσμπεη, τους οποίους πήρε υπό την υψηλή προστασία του ο Κολοκοτρώνης, αφού βέβαια φρόντισε πρώτα να τους πάρει ένα γερό ποσόν γι’ αντάλλαγμα: 4 εκατ. γρόσια μέσα σε 13 κιβώτια, την ίδια στιγμή που η Μπουμπουλίνα με την άδειά του έμπαινε ελεύθερα στην πολιορκημένη πόλη και μάζευε τα κοσμήματα από τις τουρκάλες αρχόντισσες υποσχόμενη, δήθεν, προστασία της ζωής τους…
Συγκεκριμένα ο γάλλος φιλέλληνας συνταγματάρχης Μαξίμ Ραϊμπό, που στη διάρκεια της πολιορκίας διοικούσε το πυροβολικό, γράφει:
«Τότε άρχισαν αυτές οι σιχαμερές δοσοληψίες, που μέσα σε ελάχιστες μέρες έριξαν αμύθητα πλούτη στα χέρια της Μπουμπουλίνας, του Κολοκοτρώνη, του Μαυρομιχάλη και άλλων (…) Τρέμοντας οι Τούρκοι και οι Εβραίοι για τη ζωή τους και τη ζωή των δικών τους, έτρεχαν να εξαγοράσουν με τεράστια ποσά ένα καταφύγιο ακόμη και στη σκηνή ενός εχθρού. Τα παζάρια γίνονταν την ημέρα, αλλά το τίμημα του αίματος καταβαλλόταν τη νύχτα. Από το βράδυ ως το πρωί υποζύγια φορτωμένα με ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη και τραβούσαν σ’ αυτούς που μόλις ανέφερα» (Αναμνήσεις από την Ελλάδα, τ. Ι, σ. 455).
Την Παρασκευή 23 Σεπτέμβρη μερικοί πολιορκητές ανεβαίνουν στα τείχη, ανοίγουν μια πύλη και αρχίζει η γενικευμένη σφαγή, που κρατάει τρεις ολόκληρες μέρες. Οι περιγραφές από αξιόπιστους αυτόπτες μάρτυρες είναι ανατριχιαστικές.
Ο Ραϊμπό γράφει σχετικά: «Σε κάθε μας βήμα βλέπαμε να εκσφεδονίζωνται από τα παράθυρα γυναίκες, κορίτσια, παιδιά. Παρθένες μεγαλωμένες στη σκιά του μοναχικού χαρεμιού αντίκριζαν ξαφνικά με τρόμο, φρίκη και παγωμένο αίμα το ματωμένο χέρι ενός άγριου στρατιώτη να τις αρπάζει και να τις γκρεμίζει από ψηλά στο δρόμο (…) Οι στρατιώτες διεκδικούσαν με λύσσα την είσοδο στα πλουσιόσπιτα. Ολόκληροι τοίχοι γκρεμίζονταν καθώς χιμούσε ορμητικό απάνω τους το μανιακό πλήθος, λες και ήταν αρχαίος πολεμικός κριός (…) Κόλαση φωτιάς και αίματος. Ο βρόντος των σπιτιών που σωριάζονταν συντρίμμια, το ατελείωτο τουφεκίδι, οι εκρήξεις των κανονιών, οι κραυγές των ετοιμοθάνατων και τα άγρια ξεφωνητά των νικητών ανακατεύονταν, δημιουργώντας μια συναυλία ανατριχιαστική. Οι Έλληνες βγάζουν μια ιδιαίτερη κραυγή όταν ορμούν στον εχθρό: ένα ούρλιασμα που τινάζεται από το λαρύγγι. Αλλά αυτή η κραυγή γίνεται αλλιώτικη όταν υψώνουν το στιλέτο ή το γιαταγάνι πάνω στο θύμα τους. Αδύνατο να το περιγράψω: η πικρή ειρωνεία της νίκης, η μανία για εκδίκηση, η απάνθρωπη δίψα του αίματος, όλα μαζί εκφράζονται με αυτή την κραυγή που συνοδεύεται συνήθως από ένα γέλιο σαρδόνιο, άγριο και τρομακτικό. Αυτή την κραυγή του ανθρώπου-τίγρη, του ανθρώπου που κατασπαράζει τον άνθρωπο» (Κυριάκου Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, α΄ τόμος 1821-1822, Αθήνα 1979, σ. 270-271).
Ο Φιλήμων γράφει σχετικά: «Γυναίκες, ων η λευκότης διεφιλονίκει και προς αυτήν την χιόνα, νεάνιδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί του μαστού μητρός αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άνδρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές (…) Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ίν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ούθ’ ο πεζός, ούθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλ’ επί πτωμάτων”.
Το επιβεβαιώνει και ο Κολοκοτρώνης: «Μπαίνοντας τ’ ασκέρι, έβαλα τελάλη, να μη σκοτώσουμε τους Αρβανίτες? εβγήκαν ως δύο χιλιάδες, και μέσα εις την Τριπολιτσά έκοβαν. Το άλογό μου από τα τείχη ως τα σαράγια δεν επάτησε γη (…) Το ασκέρι, οπού ήτον μέσα το Ελληνικό έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες τριάντα δύο χιλιάδες? μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς» (όπ. π., σ. 240-1).
Τέλος, ο Ραϊμπό «με απλά λόγια μας περιγράφει τις βαρβαρότητες που είδε με τα ίδια του τα μάτια. Οι γυναίκες και τα παιδιά περνούσαν από βασανιστήρια προτού δολοφονηθούν. Την τρίτη μέρα οι Έλληνες συγκέντρωσαν δύο χιλιάδες περίπου άτομα, αδιακρίτως ηλικίας και φύλου, αλλά κυρίως γυναικόπαιδα, τους οδήγησαν στο πιο κοντινό βουνό κι αφού τους έσφαξαν μέχρις ενός, πέταξαν τα πτώματα σ’ ένα φαράγγι» (Φίνλεϊ, στο ίδιο, σ. 293). Έτσι «ο Κολοκοτρώνης, που προτού εξαπατήσει ανέντιμα το στρατό για τη μοιρασιά της λείας της Τριπολιτσάς, είχε μεγάλες πιθανότητες ν’ ανακηρυχθεί αρχηγός της Επαναστάσεως, έχασε το ηθικό κύρος που τυχαία είχε αποκτήσει και ξανάγινε καπετάνιος κλεφτών και κομματάρχης» (στο ίδιο, σ. 295).
Τέλος, ο Απ. Βακαλόπουλος (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Ε΄, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 669) αναφέρει ότι στη σούμα που έγινε μετά τις σφαγές της Τρίπολης ο Κολοκοτρώνης είχε συγκεντρώσει 40 εκατ. γρόσια και γι’ αυτό πήρε το παρατσούκλι «λαφύρας», ο Πετρόμπεης 2 εκατ. γρόσια στέλνοντας στη Μάνη 2 καμήλες και 20 μουλάρια φόρτωμα, η Μπουμπουλίνα 4 εκατ. γρόσια, ενώ ο φουκαράς ο Γιατράκος μόνο μια σκηνή λάφυρα!
Αλλά αυτά που αναφέραμε είναι μόνο οι φρικαλεότητες αυτού του αρχικομματάρχη του τσάρου. Οι πολιτικές του αθλιότητες είναι εφάμιλες. Ο άνθρωπος έριξε σε έναν ατέλειωτο εμφύλιο την Ελλάδα ακόμα και στην διάρκεια αυτής της γενοκτονικής αντιτούρκικης εξέγερσης που προκάλεσε ο Τσάρος πριν ανδρωθεί κάπως η ελληνική αστική τάξη που τσακίστηκε με το ιστορικά πρόωρο 21. Ο Κολοκοτρώνης επιβίωσε αυτού του εμφύλιου και δεν τσακίστηκε από το γαλλικό και το αγγλικό κόμμα που έκφραζαν την σχετική πρόοδο και το λαό εκείνη την εποχή μόνο και μόνο επειδή την κρίσιμη στιγμή τον προστάτευσε η ρώσικη διπλωματία και η ναυαρχίδα του μεγάλου τοποτηρητή της Ελλάδας για λογαριασμό του Τσάρου, του ναυάρχου Ρίκορντ. Λίγες ήταν οι σημαντικές μάχες που έδωσε με τους Τούρκους ο Κολοκοτρώνης και η αγροτιά της Πελοποννήσου τον μισούσε γιατί την λεηλατούσε οικονομικά και την ποδοπατούσε πολιτικά ακόμα και μετά την τουρκοκρατία. Αλλά γι όλα του αυτά τα χαρακτηριστικά και τα κατορθώματα θα χρειαζόταν να γράψουμε ένα πολύ πιο μακρύ κείμενο που δεν είναι της ώρας.
Ήρωας έγινε ο Κολοκοτρώνης επειδή εκπροσωπούσε και εκπροσωπεί τα χειρότερα ελαττώματα της κατοπινής ελληνικής άρχουσας τάξης: την απόλυτη υποτέλεια σε μια ξένη μεγάλη δύναμη, την απόλυτη έλλειψη αρχών, τον φατριασμό, την διπροσωπία, το σκληρό ξέσπασμα στους αδύναμους και πάνω απ όλα την αρπαγή. Ο λαός πιστεύει στον Κολοκοτρώνη γιατί απλά η αστική του τάξη, που οι ιστορικοί της τον ξέρουν καλά, δεν του είπε ποτέ έστω λίγη αλήθεια γι αυτόν. Η Ελλάδα θα γίνει μια πραγματικά ελεύθερη και δημοκρατική χώρα μόνο όταν τοποθετήσει τον Κολοκοτρώνη ανάμεσα στους πιο μεγάλους εχθρούς της προόδου της, ίσως σαν τον πιο μεγάλο αν δεν υπήρχαν δύο άλλοι εκλεκτοί πράκτορες του Τσάρου, ο Καποδίστριας και ο Α. Παπανδρέου (που φαίνεται ότι κρίθηκε πολύ καταστροφικός για να μπει στο γκάλοπ) που να διεκδικούν αυτή τη θέση.
Η μέρα ωστόσο που η αλήθεια αυτή θα αναδειχθεί πιστεύουμε ότι δεν θα αργήσει αν και θα έρθει μέσα από οδύνες. Γιατί όταν έρχεται η ώρα η ελληνική αστική τάξη να τοποθετήσει τον Κολοκοτρώνη πάνω ή δίπλα στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη και στο Μεγαλέξανδρο σημαίνει ότι έχει φτάσει σε τέτοια παρακμή ώστε να έχει χάσει ακόμα και τον αυτοσεβασμό της τον οποίο στήριζε πάντα στην αυταπάτη της ότι ήταν απόγονος και κληρονόμος της αρχαιοελληνικής κουλτούρας. Φαίνεται ότι τώρα μυρίζεται πως επιστρέφει ο Τσάρος στα πράγματα και σκέφτεται ότι με έναν κλέφτη κομματάρχη σαν ιδανικό της θα έχει περισσότερο το δικαίωμα να αφήσει τους ευγενικούς τρόπους του Σωκράτη, που της ήταν πάντα ξένοι, για να επιδοθεί απερίσπαστη στο αγαπημένο της πλιάτσικο που αυτή τη φορά διεξάγεται σε επίπεδο ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, δωρεάν πανεπιστημιακών πτυχίων, δωρεάν διδακτορικών, απευθείας αναθέσεων στους κρατικοολιγάρχες , πολύ καλής, πολύ εκτεταμένης και πολύ ανεμπόδιστης γραφειοκρατικής μίζας και πάνω απ όλα σε επίπεδο «επαναστατικού πλιάτσικου» δηλαδή «αντικαπιταλιστικής απαλλοτρίωσης».
Όλα αυτά είναι μετεξέλιξη του Κολοκοτρώνη δηλαδή είναι στο βάθος «αριστερή» ηγεσία του ΣΥΝ που όχι τυχαία είναι το κατ εξοχήν επιτελείο με ιδεολογία αθάνατης ελληνικής κλεφτουριάς και το κατ εξοχήν που έχει τόσο καλή πρόσβαση στον Σκάι.
Αλλά αφού στους νέους τσάρους στρέφεται η αστική τάξη η νέα λαϊκή αριστερά που θα αντισταθεί σε αυτούς θα στραφεί στην αντίθετη κατεύθυνση και θα αναγκαστεί να τους μελετήσει και να μάθει και τους παλιούς και τους καινούργιους. Δηλαδή αφού ο Τσάρος ξανάρχεται θα έρθει ξανά και η μελέτη του 21 κάτω από νέο πρίσμα όπως θα γίνει σύντομα αντιληπτό ότι οι μικροί Δεκέμβρηδες του ΣΥΝ θα είναι απλά άθλιες επαναλήψεις σαν φάρσας του μεγάλου Δεκέμβρη του 44. Αυτοί που επιμένουν στα σοβαρά να τοποθετούν τον αρχηγό του πλιάτσικου δίπλα τους γίγαντες της παγκόσμιας σκέψης απλά ολοκληρώνουν την ταξική φάρσα και την μετατρέπουν σε εθνική και έτσι χάνουν και τη τελευταία πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση μπροστά στο λαό.
Και όλοι ξέρουν ότι όταν η αστική τάξη χάσει την ιστορική της νομιμοποίηση και τα φτιασίδια της μέσα σε μια κρίση η επανάσταση και η αλήθεια είναι κοντά