ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ:

Ο ΑΧΜΑΝΤΙΝΕΤΖΑΝΤ ΞΕΔΙΠΛΩΝΕΙ ΤΗ ΧΙΤΛΕΡΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

Τα αίματα άναψαν στη δεύτερη Διεθνή Διάσκεψη για το ρατσισμό που διεξήχθη στη Γενεύη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αιτία, η συμμετοχή σ’ αυτήν του ιρανού ηγέτη Μ. Αχμαντινετζάντ, του μοναδικού αρχηγού κράτους που έλαβε μέρος, και η συνακόλουθη αντιστροφή του περιεχομένου της συνδιάσκεψης, η μετατροπή της από αντιρατσιστική σε μία σύνοδο του ρατσισμού και του αντισημιτισμού.
Η ομιλία του ιρανού ισλαμοναζιστή στο άνοιγμα της συνόδου ξεσήκωσε έντονες αντιδράσεις αποδοκιμασίας αλλά και επιδοκιμασίας από τους συμμετέχοντες. Μόλις ανέβηκε στο βήμα και άρχισε να προσεύχεται, δύο μασκαρεμένοι ακτιβιστές εκσφενδόνισαν μία ψεύτικη μύτη στο κεφάλι του φωνάζοντάς τον ρατσιστή. Φασαρία επικράτησε στην αίθουσα. Έχοντας πληροφορηθεί για τη συμμετοχή του μοναδικού μέχρι στιγμής αρχηγού κράτους που καλεί διαρκώς στην ολοκληρωτική καταστροφή ενός άλλου ανεξάρτητου κράτους, μια σειρά χώρες της Δύσης (Αυστραλία, Καναδάς, Γερμανία, Ισραήλ, Ιταλία, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Πολωνία και ΗΠΑ) μποϋκόταραν πλήρως τη διάσκεψη, η Τσεχία αποχώρησε την πρώτη κιόλας μέρα ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών της ΕΕ φρόντισαν να υποβαθμίσουν την παρουσία τους εκεί και αποχώρησαν κατά τη διάρκεια της ομιλίας. Η αντίδρασή τους ήταν δίκαιη καθώς το κείμενο που παρουσίασε ο ιρανός ηγέτης δίνοντας τον τόνο της συνόδου ταίριαζε όχι σε αντιρατσιστική συνεδρίαση αλλά σε σύναξη του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία το ’36.
Παίρνοντας το λόγο, ούτε λίγο ούτε πολύ ο Αχμαντινετζάντ κατηγόρησε το παγκόσμιο αντιφασιστικό μέτωπο, που 60 χρόνια πριν συνέτριψε το Χίτλερ και απάλλαξε την Ανθρωπότητα από τη ναζιστική θηριωδία, για υπόθαλψη του σύγχρονου ρατσισμού: «Εκείνοι που κέρδισαν αυτούς τους πολέμους (σ.σ. εννοεί τον πρώτο και το δεύτερο παγκόσμιο) θεώρησαν τους εαυτούς τους κατακτητές του κόσμου και θεώρησαν άλλα έθνη ηττημένα. Και με την επιβολή καταπιεστικών νόμων και κανονισμών αγνόησαν και καταπάτησαν τα δικαιώματα άλλων εθνών». Σύμφωνα με τον Αχμαντινετζάντ, η πιο κραυγαλέα εκδήλωση ρατσισμού εκ μέρους των παραπάνω αντιχιτλερικών δυνάμεων υπήρξε η συμβολή τους στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους, το οποίο μάλιστα το χαρακτήρισε ως «το πιο ρατσιστικό» στον κόσμο! «Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιώντας το ολοκαύτωμα (σ.σ. στο αγγλικό κείμενο το Ολοκαύτωμα χαρακτηρίζεται σαν ένα «διφορούμενο και αμφίβολο ζήτημα») και με το πρόσχημα της προστασίας των Εβραίων κατέστησαν ένα έθνος χωρίς πατρίδα με στρατιωτικές αποστολές και εισβολή. Μετέφεραν διάφορες ομάδες ανθρώπων από την Αμερική, την Ευρώπη και άλλες χώρες σ’ αυτή τη γη. Εγκαθίδρυσαν μια εντελώς ρατσιστική κυβέρνηση στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Και στην πραγματικότητα, με το πρόσχημα της επανόρθωσης για καταστροφές που οφείλονται στο ρατσισμό στην Ευρώπη, εγκατέστησαν την πιο επιθετική, ρατσιστική χώρα μέσα σε ένα άλλο έδαφος» (BBC News, 21/4). Ο ιρανός δικτάτορας κατονομάζει το Ισραήλ σαν ρατσιστική χώρα κι αποφεύγει να αναφερθεί στον πραγματικά κραυγαλέο ρατσισμό της Χαμάς, η οποία επιδιώκει όχι μόνο την εξολόθρευση όλων των Εβραίων που ζουν στην περιοχή αλλά και τη διάλυση του αληθινού εθνικού παλαιστινιακού κινήματος που έχει συνάψει ειρήνη με τους Ισραηλινούς. Χρειάζεται μεγάλο θράσος για έναν ορκισμένο εχθρό της παλαιστινιακής υπόθεσης, όπως είναι ο υποστηρικτής της Χαμάς Αχμαντινετζάντ, να εκστομίζει τόσο βαριές κουβέντες για λογαριασμό του παλαιστινιακού έθνους.
Τόσο απίστευτο θράσος έχει αυτός ο ανεκδιήγητος τύπος ώστε δεν δίστασε να αναπαράγει μέσα στη σύνοδο το γνωστό αντισημιτικό και βέβαια χιτλερικό μύθο περί μιας παγκόσμιας εβραϊκής συνομωσίας που δήθεν απεργάζεται την καταστροφή των εθνών. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία οι Εβραίοι – ή οι σιωνιστές κατά τη σύγχρονη εκδοχή του μύθου – βρίσκονται μέσα στα ηγετικά επιτελεία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ελέγχοντας τις τύχες του πλανήτη: «Μήπως η επίθεση στο Ιράκ δεν ενορχηστρώθηκε από τους σιωνιστές και τους συμμάχους τους μέσα στην προηγούμενη κυβέρνηση της Αμερικής η οποία ήταν από τη μια μεριά στην εξουσία κι από την άλλη η ιδιοκτήτρια επιχειρήσεων κατασκευής όπλων;» αναρωτιέται ο εκπρόσωπος του ιρανικού φασιστικού καθεστώτος, για να γίνει ακόμα πιο ξεκάθαρος στη συνέχεια: «Ο παγκόσμιος σιωνισμός είναι το απόλυτο σύμβολο ρατσισμού, ο οποίος στηριζόμενος ψευδώς στη θρησκεία επιχειρεί να κακομεταχειριστεί τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ορισμένων αδαών και να κρύψει το άσχημο πρόσωπό του. Αλλά αυτό που θα πρέπει στα σοβαρά να αντιληφθούμε είναι οι στόχοι συγκεκριμένων υπερδυνάμεων κι εκείνων που διατηρούν τα μεγαλύτερα συμφέροντα στον κόσμο, εκείνων που βάζουν τα δυνατά τους μέσω της οικονομικής εξουσίας, της πολιτικής επιρροής και των πλατιών μέσων ενημέρωσης, να ελαφρύνουν τα εγκλήματα και την ασχήμια της φύσης του σιωνιστικού καθεστώτος. Το βασικό ζήτημα, εδώ, δεν είναι η άγνοια κι επομένως, πολιτιστικά κινήματα από μόνα τους δεν αρκούν για να καταπολεμηθεί αυτό το σατανικό φαινόμενο. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βάλουμε ένα τέλος στην κακή χρήση των διεθνών μέσων από τους σιωνιστές και τους υποστηρικτές τους. Και σεβόμενοι τις απαιτήσεις των εθνών, θα πρέπει να κινητοποιήσουμε τις ενωμένες κυβερνήσεις για να εξαφανίσουμε αυτό τον καθαρό ρατσισμό και να βαδίσουμε στο δρόμο της μεταρρύθμισης των διεθνών σχέσεων και μηχανισμών με θάρρος», που στην πραγματικότητα σημαίνει «να ενωθούμε όλες οι χώρες του πλανήτη για να εξαφανίσουμε το Ισραήλ από προσώπου γης και να αποδυναμώσουμε τους υποστηρικτές του».
Αυτή είναι η σύγχρονη ναζιστική πλατφόρμα που προωθούν οι δυνάμεις του άξονα Μόσχας -Πεκίνου- Τεχεράνης για να δικαιολογήσουν τις δικές τους παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Όσο πλησιάζει η ανθρωποσφαγή που ετοιμάζουν οι δυνάμεις αυτές, τόσο θα οξύνεται η διαμάχη γύρω από το ζήτημα της νομιμότητας της ύπαρξης του ισραηλινού κράτους και θα διαμορφώνονται σ’ αυτή τη βάση τα δύο παγκόσμια στρατόπεδα, εκείνο του δημοκρατισμού (αστικού η λαϊκού) και του ναζισμού. Και στη Γενεύη είχαμε ένα προχώρημα αυτής της πόλωσης σε σχέση με την πρώτη διάσκεψη στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής όπου απείχαν μόνο οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Βέβαια ο καλύτερος τρόπος αντίστασης των χωρών που απείχαν θα ήταν να καταγγείλουν μέσα στη σύνοδο με επιχειρήματα και να αποκαλύψουν το ναζιστικό χαρακτήρα του αντισημιτισμού του Ιράν και να το απομονώσουν μπροστά σε όλο τον πλανήτη. Στην Αμερική ακούστηκαν τέτοιες φωνές που καλούσαν τον Ομπάμα να στείλει αντιπροσώπους για να μην αφήσει αυτό το όργανο αμαχητί στα χέρια των ισλαμοναζί. Η ρωσόφιλη Κλίντον ήταν βέβαια κάθετα υπέρ του μποϋκοτάζ ενώ ο Ομπάμα έθετε σαν όρο συμμετοχής της χώρας του τη μη υιοθέτηση των πορισμάτων της προηγούμενης συνόδου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η αντιπαράθεση των δύο στρατοπέδων κατάφερε να βγει προς τα έξω. Το ανησυχητικό τούτης εδώ της διάσκεψης είναι ότι μια σειρά χώρες, και όχι μόνο μουσουλμανικές έσπευσαν να επικροτήσουν το κήρυγμα μίσους που εξέπεμψε ο Ιρανός. Η κίνηση της ελβετικής κυβέρνησης να τιμήσει τον Αχμαντινετζάντ προκάλεσε διπλωματικό πόλεμο ανάμεσα σε Ελβετία και Ισραήλ. Οι δύο χώρες απέσυραν τους πρεσβευτές τους για διαβουλεύσεις. Δεν έλειψαν βέβαια και οι έντονες επικρίσεις. Ο γ.γ. του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, ομολόγησε ότι δεν έχει ξαναζήσει «τέτοιες καταστρεπτικές διαδικασίες σε σύνοδο, σε συνδιάσκεψη, από κανένα κράτος μέλος» και κάλεσε τα μέλη της συνόδου να «απομακρυνθούν από ένα τέτοιο μήνυμα και στη μορφή και στο περιεχόμενο», ενώ η αρμοστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων του οργανισμού, Νέιβι Πίλεϋ, κατήγγειλε τον Αχμαντινετζάντ για προκλητική συμπεριφορά καλώντας τον πολύ όμορφα «να έρθει και να μας πει: πώς ονομάζει τη ρατσιστική διάκριση και τη μη ανεκτικότητα στη χώρα του» (Νιου Γιορκ Τάιμς, 20/4).
Προς το παρόν, Ρωσία και Κίνα δεν τολμούν να βγάλουν τον αντισημιτισμό τους πολύ προς τα έξω για να μην εκτεθούν και προτιμούν να κάνουν κάτι χειρότερο που θα φέρει τη σύγχυση στους λαούς: να εμφανιστούν σαν μια τάχα ενδιάμεση δύναμη που θα συμφιλιώσει το ναζισμό με τον αντιναζισμό. Έτσι η μεν Κίνα κάλεσε τις δύο πλευρές να «μπουν σε διάλογο και να παραμερίσουν τις διαφορές τους», ενώ η Ρωσία πρόσφερε μία «συμβιβαστική» πρόταση 143 σημείων που τελικά υιοθετήθηκε σαν απόφαση της συνόδου: Απαλείφθηκε η άμεση ονομαστική αναφορά στο Ισραήλ, καθώς και ο όρος «δυσφήμιση των θρησκειών» που απαιτούσαν τα μουσουλμανικά κράτη ενώ η λέξη αντισημιτισμός αναγράφεται μόνο μια φορά, στην παρ. 12 σύμφωνα με την οποία η απόφαση «Διερευνά την παγκόσμια άνοδο και τον αριθμό των περιστατικών φυλετικής ή θρησκευτικής μη ανεκτικότητας και βίας, περιλαμβανομένης της ισλαμοφοβίας, του αντισημιτισμού, της χριστιανοφοβίας και του αντιαραβισμού, που εμφανίζονται ειδικότερα μέσα από τα μειωτικά στερεότυπα και το στιγματισμό ανθρώπων βασισμένα στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις τους» (Μοντ, 23/4) και καλεί τα κράτη να τα αντιμετωπίσουν. Όμως το πιο βασικό και καίριο είναι ότι το μόνο κράτος που καταγγέλθηκε είναι το Ισραήλ λόγω της κατοχής της Παλαιστίνης, δηλαδή επιβεβαιώθηκε η στοχοποίηση αποκλειστικά του Ισραήλ μαζί με την υιοθέτηση των πορισμάτων της πρώτης Διάσκεψης, εκείνης του Ντέρμπαν. (Αυτή η διάσκεψη νομιμοποίησε τη «θεωρητική» αφετηρία του σοσιαλφασιστικού μαύρου ρατσισμού σύμφωνα με την οποία οι σημερινοί Αφρικανοί είναι θύματα των σημερινών λαών και κρατών της Δύσης επειδή αυτά είναι κληρονόμοι της αποικιοκρατικής λείας και εκμετάλλευσης). Βέβαια πρέπει η κατοχή της Παλαιστίνης από το Ισραήλ να καταγγελθεί, αλλά πρέπει να καταγγελθεί και η απαίτηση του Ιράν και της Χαμάς να εξαφανίσουν το Ισραήλ από το χάρτη, ενώ άλλες κατοχές και μισο-κατοχές εθνών και κρατών από άλλα είναι ωμότερες και συχνά σκληρότερες. Τέτοιες είναι εκείνες της Τσετσενίας και της μισής Γεωργίας από τη Ρωσία ή της μισής Βοσνίας από τη Σερβία.
Σε ότι αφορά τη στάση της Ελλάδας, αυτή υπαγορεύτηκε από την ιδιαιτερότητά της να βρίσκεται μέσα στην Ευρώπη και ταυτόχρονα να ακολουθεί πιστά τη ρωσική γραμμή. Αντίθετα λοιπόν με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έγινε ποτέ εδώ καμία δημόσια συζήτηση για το αν θα πρέπει η Ελλάδα να παραστεί ή όχι στη σύνοδο αυτή, ενώ η κίνηση της ελληνικής αντιπροσωπείας να ακολουθήσει τους υπόλοιπους Ευρωπαίους στην αποχώρησή τους πνίγηκε κυριολεκτικά από όλα τα ντόπια ΜΜΕ ακριβώς για να μείνει στις μάζες μια θετική εικόνα του αντισημιτισμού του Αχμαντινετζάντ που κατά κόρον προβλήθηκε. Είναι προφανές ότι το καθεστώς των 5 κοινοβουλευτικών κομμάτων, που άλλωστε επιμελώς συνεχίζει να κρύβει από το λαό το μεγάλο σκάνδαλο Πλεύρη, δεν είναι διατεθειμένο να εγείρει κανένα ζήτημα αντισημιτισμού μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η γραμμή της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας εμφανίζεται διφορούμενη και άκρως υποκριτική: αντιρατσισμός για τους ξένους, άγνοια και αντισημιτικό δηλητήριο για τον ελληνικό λαό.