Κάνοντας μία αίτηση στην Κίνα

Στις αρχές Μάρτη ο κινέζος πρωθυπουργός έκανε θετική μνεία στο σύστημα «αναφορών προς τις αρχές», μια πρακτική που είναι παραδοσιακά αρκετά δημοφιλής στην Κίνα. «Πρέπει να βελτιώσουμε το μηχανισμό για να εξομαλύνουμε τις κοινωνικές αντιθέσεις, και να καθοδηγήσουμε το κοινό για να εκφράζει τα αιτήματα και τα συμφέροντά του μέσα από νόμιμες οδούς», είπε. Τυπικά ο κάθε κινέζος πολίτης μπορεί να υποβάλει αίτηση για οποιοδήποτε ζήτημα τον απασχολεί, για να καταγγείλει π.χ. μια αδικία που του συνέβη, και να λάβει απάντηση. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτή την εικόνα.
Εκπρόσωποι οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα καταγγέλλουν την ύπαρξη και λειτουργία ειδικών κρατητηρίων στην πρωτεύουσα – φέρουν την ονομασία «μαύρα σπίτια» ή «μαύρες φυλακές» – στα οποία πολλοί άτυχοι «αιτούντες» (συχνά προερχόμενοι από την επαρχία) οδηγούνται με τη βία και στη συνέχεια υφίστανται προσβολές και κακοποίηση προτού προωθηθούν ξανά στα σπίτια τους. Ο 48χρονος επιχειρηματίας Γουάνγκ Χσισιάνγκ πήγε στο Πεκίνο για να κινήσει την υπόθεση ενός διεφθαρμένου αστυνομικού. Πριν καλά-καλά το καταλάβει, βρέθηκε κλεισμένος σε ένα υγρό δωμάτιο στο υπόγειο ενός ξενοδοχείου μαζί με άλλους 40 «αιτούντες». Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε άλλες 10 φορές (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 9/3). Σε μια άλλη περίπτωση, χιλιάδες απολυμένοι υπάλληλοι τράπεζας συνελήφθησαν έξω από το κεντρικό γραφείο υποβολής αιτήσεων όπου είχαν συγκεντρωθεί για να ζητήσουν αποζημίωση και στη συνέχεια στοιβάχτηκαν σε λεωφορεία.
Επισήμως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο κέντρο κράτησης στην Κίνα. Αυτό σημαίνει απλά ότι όποιος έχει την ατυχία να «φιλοξενηθεί» εκεί έχει χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Ο ερευνητής Γουάνγκ Σονγκλιάν εξηγεί: «Όταν σε μεταφέρουν σε μια μαύρη φυλακή, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεσαι και είσαι εντελώς ευάλωτος» (στο ίδιο). Το κινητό τηλέφωνο και τα προσωπικά έγγραφα τους κατάσχονται και οι απαχθέντες δέχονται τον εξευτελισμό και τα χτυπήματα των δεσμοφυλάκων, που σε ορισμένες περιπτώσεις αποδείχνονται μοιραία. Τους «αιτούντες» εντοπίζουν και συλλαμβάνουν καλοπληρωμένα λαγωνικά, που οργώνουν τους δρόμους του Πεκίνου που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται «ελευθερωτές». Το χρηματικό έπαθλο για κάθε απαγωγή μπορεί να φτάνει ακόμα και τα 140 δολάρια το κεφάλι.
Η 51χρονη αγρότισσα Σουν Λιχσιού προσπάθησε να αποφυλακίσει τον άντρα της, ο οποίος κρατείται άδικα από τον Ιούλη επειδή κατηγόρησε τοπικό αξιωματούχο σαν καταχραστή. Στο κέντρο υποβολής αιτήσεων όπου κατέφυγε, ένας υπάλληλος της ζήτησε την ταυτότητά της, της επέστρεψε την αίτηση και στη συνέχεια πλήρωσε ένα λαγωνικό για να τη συλλάβει (στο ίδιο). «Δε μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν πια», δήλωσε απογοητευμένη η άτυχη αγρότισσα. Η 61χρονη Γου Μποβέν από την επαρχία Τσετσιάνγκ έκανε αίτηση αποζημίωσης για την κατεδάφιση του σπιτιού της από τις αρχές. Ένας αστυνομικός την οδήγησε στο τμήμα, όπου με ένα απλό τηλεφώνημα προς το γραφείο το σχετικό για τις υποθέσεις του Τσετσιάνγκ, η αιτούσα απήχθηκε και οδηγήθηκε σε ένα ξενοδοχείο πολύ κοντά στις τουριστικές ατραξιόν του Πεκίνου. Έμεινε εκεί εννιά μέρες έως ότου κατάφερε να αρπάξει το κινητό της τηλέφωνο και να καλέσει το γιο της, ο οποίος ειδοποίησε την εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς. «Όταν οι τρεις τους άνοιξαν διστακτικά την πόρτα του δωματίου 208 του ξενοδοχείου Τσανλί, η κa Γου καλούσε σε βοήθεια. Συγχυσμένοι από την παρουσία των ξένων δημοσιογράφων, οι άντρες έδειχναν ανήμποροι να εμποδίσουν την κa Γου να δραπετεύσει, παρόλο που την παρακαλούσαν να μείνει, λέγοντας ότι δε μπορούσε να φύγει προτού ερχόταν ο τοπικός αξιωματούχος με την αμοιβή τους» (στο ίδιο).
Τα δύο μεγαλύτερα κέντρα κράτησης, το Ματζιαλόου και το Τζιουτζινγκτσουάνγκ, μπορούν να χωρέσουν χιλιάδες κρατούμενους, ωστόσο λειτουργεί ένα ολόκληρο δίκτυο από μικρότερα κέντρα μέσα στις κακόφημες συνοικίες του Πεκίνου. Το δίκτυο των «μαύρων σπιτιών» άρχισε να αναπτύσσεται στα 2005 και σήμερα ο αριθμός τους έχει αυξηθεί ανησυχητικά. Οι ειδικοί εκτιμούν πως η μεγάλη διάδοση των «μαύρων φυλακών» οφείλεται στην απόφαση των κεντρικών αρχών να μειωθούν δραστικά οι αιτήσεις που καταλήγουν στο Πεκίνο, και να αποκρυβούν έτσι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να γελοιοποιήσουν το καθεστώς της χώρας διεθνώς, ιδίως κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων, σε μια στιγμή που το Πεκίνο επιζητά τη διεθνή υποστήριξη.
Κυρίως όμως οι σοσιαλφασίστες του Πεκίνου χρησιμοποιούν τα κρατητήρια σαν μία λύση ανάγκης στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τον κινεζικό λαό, που εξεγείρεται αμέσως μόλις αισθανθεί την αδικία. Αλλά όσες μεθόδους τρομοκράτησης κι αν ανακαλύψουν δε θα μπορέσουν να καταστείλουν το επαναστατικό πνεύμα αυτού του μεγάλου λαού και στο τέλος οι ίδιοι θα συντριβούν. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το πείσμα της Γου Μποβέν για δικαίωση που, παρά την 9ήμερη κράτησή της, δυνάμωσε αντί να κατασταλεί: Όταν οι δημοσιογράφοι της Νιου Γιορκ Τάιμς τη ρώτησαν εάν επιθυμεί να οδηγηθεί στο σταθμό του τραίνου προκειμένου να γυρίσει σπίτι της, εκείνη απάντησε χωρίς περιστροφές: «Όχι. Θα μείνω στο Πεκίνο μέχρι να βρω δικαιοσύνη!».