Τι σημαίνει το προβοκάρισμα του αγώνα ενάντια στον εκφασισμό της αστυνομίας

Εδώ και πάνω από 15 χρόνια με ευθύνη κύρια των δύο κυβερνητικών κομμάτων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και συγκεκριμένων φραξιών τους έχει ανατραφεί ένας όγκος από νέες αστυνομικές δυνάμεις και σώματα που έχουν ασκηθεί στο σαδισμό κύρια πάνω στους μετανάστες και ύστερα στους ποινικούς κρατούμενους και που καθημερινά κακομεταχειρίζονται και ταπεινώνουν τη νεολαία και όποιον πολίτη διαμαρτυρηθεί για τη βάναυση και συχνά κτηνώδη στάση τους. Ιδιαίτερη ήταν η «συνεισφορά» του ρωσόδουλου Μ. Χρυσοχοΐδη, που έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα «γρήγορου εκφασισμού» του - ήδη ευεπίφορου ή και μισοεξασκημένου στη φασιστική βία και το ρατσισμό - αστυνομικού σώματος. Στα πλαίσια του σχεδίου με την κωδική ονομασία «Ασφαλείς Πόλεις» δημιουργήθηκε στα 2001 το σώμα των «ειδικών φρουρών», στο οποίο παραχωρήθηκαν διευρυμένες αρμοδιότητες (διενέργεια ελέγχων σε ύποπτα πρόσωπα, οχήματα και πράγματα κτλ.). Καμιά μέριμνα δε δόθηκε για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πολίτη και γρήγορα οι ειδικοί φρουροί άρχισαν να κάνουν επίδειξη της εξουσίας τους. Άρχισαν να βρίζουν, να ξεβρακώνουν, να ξεφτιλίζουν, να ξυλοκοπούν, ακόμα και να πυροβολούν αυθαίρετα ανυποψίαστους πολίτες. Θύματά τους κυρίως οι πιο ευπαθείς στην κρατική βία μερίδες του πληθυσμού: νεολαίοι, μετανάστες, μέλη μειονοτικών ομάδων (βλ. Ν. Ανατολή, φ. 374, 23/7/01). Ενώ ο ένας από τους λόγους της προοδευτικής ναζιστικοποίησης της αστυνομίας, ο βασικότερος, είναι η ελευθερία που δόθηκε ιδιαίτερα στα νέα ειδικά σώματά της να ασκούν αντιμεταναστευτική και αντινεολαιίστικη βία, ο άλλος είναι η αντιαστυνομική, ιδιαίτερα η αντιΜΑΤ γραμμή της αντιδραστικής και προβοκατόρικης βίας που έριξε ο σοσιαλφασισμός από την εποχή που άρχισαν οι μεγάλες εκκαθαρίσεις στο ΠΑΣΟΚ, δηλαδή από τα 1985. Αυτή τη γραμμή την έριξε για να διευκολύνει τις δικές του πραξικοπηματικές μπούκες στα υπουργεία ή για να διευκολύνει τις προβοκατόρικες συγκρούσεις των κινημάτων του με τα ΜΑΤ μέσω του πιο καθυστερημένου πολιτικά κομμάτι του αναρχισμού. Έτσι ο σοσιαλφασισμός κατόρθωσε για χρόνια να δίνει μια θεαματική εικόνα ανωμαλίας και βίας στην πόλη που την απέδιδε πάντα στον κάθε φορά προς εκκαθάριση υπουργό, ιδιαίτερα στον κάθε φορά υπουργό δημόσιας τάξης. Η ποιοτική κορύφωση αυτής της τακτικής ήταν η επιλεκτική αντιαστυνομική δολοφονική βία της παρακρατικής «17Ν» που με όποιο πρόσχημα και αν έγινε είχε κυρίως σαν στόχο την εκακαθάριση της αστυνομίας και του μισοδημοκρατικού αστικού κράτους από τους εκάστοτε αντιπάλους του σοσιαλφασισμού. Αυτή η αντιαστυνομική βία από τα δεξιά έδωσε την ευκαιρία στον σοσιαλφασισμό να προσφέρει σαν σύμμαχο μιας όλο και πιο ρατσιστικής αστυνομίας, ιδιαίτερα των ΜΑΤ, το άλλο του πρόσωπο, την άλλη όψη δηλαδή του φαιοκόκκινου μετώπου, τους ρωσόδουλους παρακρατικούς ναζιστές της «Χρυσής Αυγής» που εξ αρχής εμφανίζονται σαν θαυμαστές της αστυνομίας και του στρατού.
Η ανυπαρξία ενός πραγματικά δημοκρατικού μαζικού κινήματος ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία βρίσκεται στο βάθος πίσω από τη ναζιστική αποκτήνωση του αστυνομικού σώματος. Όταν μιλάμε για μαζικό δημοκρατικό κίνημα μιλάμε για ένα κίνημα που θα είναι σε σύγκρουση όχι μόνο με τον αναβιωμένο ανοιχτό φασισμό και ναζισμό ή μόνο με την όλο και πιο φασιστικοποιημένη αστυνομία, αλλά που θα έχει διαχωρίσει απόλυτα τον εαυτό της από τον κουκουλοφόρο αντιφασισμό που στην καλύτερη περίπτωση είναι μικροαστικός ριζοσπαστισμός που περιφρονεί τις μάζες και στη χειρότερη σοσιαλφασισμός και «αριστερός» αντισημιτισμός (Αντιεξουσιαστική Κίνηση, Κόντρα). Όσο η αυθαιρεσία αυτή θα αυξάνεται και θα πλήττει μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, τόσο η συγκρότηση αυτού του πραγματικά δημοκρατικού και πλατιού αντιφασιστικού κινήματος θα γίνεται επιτακτική.