ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΓΚΕΜΠΕΛΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

 

Τις τελευταίες μέρες η Ανθρωπότητα παρακολούθησε την εισβολή του ρωσικής νεοναζιστικής υπερδύναμης σε μια μικρή ανεξάρτητη χώρα του Καυκάσου. Μαζί με τον ανηλεή βομβαρδισμό που στόχο είχε να σκοτώσει και να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό της μικρής χώρας ο ρώσικος γκεμπελικός νεοναζισμός εξαπέλυσε και μια βροχή από ψέματα τα οποία διοχετεύθηκαν σε πολλά μέσα ενημέρωσης και συνέβαλαν στο να καταστεί ο εγκληματίας συμπαθής από μία μερίδα του παγκόσμιου κοινού και βέβαια του ελληνικού που ότι μαθαίνει είναι από την ελεγχόμενη από τους ρωσόδουλους τηλεόραση. Όλα αυτά χρειάζονται επειγόντως μία απάντηση, και κατ’ αρχάς το ψέμα που ακούστηκε από τις πρώτες στιγμές του πολέμου και έκανε λόγο για «τυχοδιωκτικές ενέργειες» του Σαακασβίλι μέσα στη Ν. Οσετία και για έναρξη του πολέμου με ευθύνη της Γεωργίας.

 

Ποιος ξεκίνησε τον πόλεμο

 

Ο πόλεμος Γεωργίας-Ρωσίας ήρθε σαν αποτέλεσμα της κλιμακούμενης έντασης που προωθούσε η Ρωσία σε βάρος της Γεωργίας με επίκεντρο τις δύο περιοχές της Γεωργίας που με τη ρωσική επέμβαση έχουν αποσπαστεί βίαια από την εδαφική κυριαρχία της, την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία. Τον περασμένο Μάρτη και Απρίλη και με αφορμή την αναμφισβήτητα ιμπεριαλιστική αναγνώριση από τη Δύση της ανεξαρτησίας της σερβικής επαρχίας του Κοσόβου, η ρωσική ηγεσία έκανε ορισμένες πρώτες κινήσεις προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης επίσης των δύο περιοχών της Γεωργίας σαν «ανεξάρτητων». Αυτή η στάση απέδειξε ότι η Ρωσία όχι μόνο δεν είχε καμιά αντίρρηση αρχής στην απόσχιση του Κόσοβου, αλλά αντίθετα αξιοποίησε αυτήν την απόσχιση για την προσάρτηση από την ίδια της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας. Ακολουθώντας σχετική πρόταση της Δούμας ο Πούτιν προανήγγειλε τη μερική αναγνώρισή των δύο περιοχών της Γεωργίας, το άνοιγμα προξενικών αρχών για τους κατοίκους τους και τη συνεργασία με τις αποσχισθείσες επαρχίες στον οικονομικό και άλλους τομείς. Στις 20/4 ρωσικό MIG-29 κατέρριψε από τον εναέριο χώρο της Αμπχαζίας γεωργιανό μη επανδρωμένο αεροσκάφος. Ακολούθησε η κατάρριψη άλλων τριών μη επανδρωμένων γεωργιανών αεροπλάνων, γεγονός που χαρακτηρίστηκε από τη γεωργιανή πλευρά «προβοκάτσια με στόχο την προπαγανδιστική υποστήριξη της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης» καθώς πλέον η Γεωργία δε μπορεί χωρίς τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα της να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα στην πλευρά του κατεχόμενου από τις ρώσικες «ειρηνευτικές δυνάμεις» εδάφους της Γεωργίας στην Ν. Οσετία και την Αμπχαζία. Στα τέλη Απρίλη η Μόσχα κατηγόρησε την Τιφλίδα ότι ενισχύει τα στρατεύματά της στο φαράγγι Κοντόρι (τη μοναδική περιοχή της Αμπχαζίας υπό τον έλεγχο των Γεωργιανών) και ανακοίνωσε αναβάθμιση της στρατιωτικής της παρουσίας στην περιοχή. Αργότερα μαθεύτηκε ότι είχε στηθεί ρωσική στρατιωτική βάση στην Αγκουμπέντια της Αμπχαζίας. Οι Ρώσοι δεν άφησαν τους παρατηρητές του ΟΗΕ να την επισκεφτούν. Στις 19/5 η εφημερίδα «Νεζαβισίμαγια Γκαζέτα» ανέφερε ότι η ρωσική στρατιωτική ηγεσία επέτρεψε στα «ειρηνευτικά» της στρατεύματα στην Αμπχαζία να διενεργούν ένοπλες επιχειρήσεις ακόμα και με δική τους ευθύνη (!). Στη συνέχεια Ρώσοι στρατιώτες πήγαν στην Αμπχαζία για να επισκευάσουν σιδηροδρομική γραμμή το Μάη. Η ένταση συνεχίστηκε αμείωτη για να μεταφερθεί τον Ιούλη στη Ν. Οσετία. Στις 3/7 ο αναγνωρισμένος από την Τιφλίδα πρόεδρος της Ν. Όσετίας με εξουσία στο 1/3 του εδάφους της περιοχής, Ντμίτρι Σανακόεφ, υπήρξε θύμα δολοφονικής απόπειρας. Τρεις από τους σωματοφύλακές του τραυματίστηκαν. Η γεωργιανή πλευρά κατηγόρησε στη συνέχεια τους ρωσόδουλους αποσχιστές που βομβάρδισαν  γεωργιανά χωριά της Νότιας Οσετίας και απάντησε με βομβαρδισμό θέσεων τους  στο Τσχινβάλι. Στις 7/7 γεωργιανή περίπολος συνάντησε ομάδα που προσπαθούσε να τοποθετήσει νάρκες σε πέρασμα που ενώνει τη Ν. Οσετία με την υπόλοιπη Γεωργία και την απώθησε, ενώ την επομένη οι αποσχιστικές αρχές της Ν. Οσετίας ανακοίνωσαν τη σύλληψη τεσσάρων γεωργιανών αξιωματικών. Στις 9/7 η Μόσχα παραδέχτηκε ότι τέσσερα αεροσκάφη της πραγματοποίησαν αποστολή πάνω από την περιοχή, με στόχο να παρεμποδίσουν αναγνωριστικές πτήσεις της Γεωργίας. Θερμά επεισόδια σημειώθηκαν και στην Αμπχαζία. Στα τέλη Ιούλη οι αποσχιστές κατασκευάζουν στρατιωτικά οχυρώματα παραβιάζοντας προηγούμενες συμφωνίες ενώ η Τιφλίδα σχεδιάζει αύξηση των δυνάμεών της στα όρια της Αμπχαζίας και Ν. Οσετίας. Όλες αυτές οι κινήσεις της Μόσχας και των «συμμάχων» της μυρίζουν μπαρούτι και η ρωσόδουλη προπαγάνδα στην Αθήνα ποτέ δεν τις αναφέρει στον τυφλωμένο από το ψέμα ελληνικό λαό.

 

Στις αρχές Αυγούστου οι αποσχιστικές αρχές της Ν. Οσετίας πραγματοποιούν ένα μπαράζ επιθέσεων κατά γεωργιανών στόχων. Ας δούμε τι λέει η Eurasia Daily Monitor της 9/8 για τα όσα συνέβησαν εκείνες τις κρίσιμες ώρες: «Στις 6 και 7 Αυγούστου, βαριά οπλισμένα εγκάθετα στρατεύματα άνοιξαν πυρ σε γεωργιανά χωριά, ενώ οι αποσχιστικές αρχές αρνούνταν να συνομιλήσουν με την Τιφλίδα. Οι δυνάμεις των επιθετιστών άρχισαν να καταστρέφουν τις κεραίες αναμετάδοσης των γεωργιανών συστημάτων κινητής τηλεφωνίας. Όπλα και παραστρατιωτικές ομάδες διοχετεύθηκαν από τη Ρωσία στη Νότια Οσετία μέσα από την ελεγχόμενη από τους Ρώσους σήραγγα Ρόκι. Ρώσοι αξιωματούχοι στη Γεωργία ισχυρίστηκαν ότι οι επιθετικές δυνάμεις βρίσκονταν εκτός του ελέγχου της Ρωσίας. Αξιωματούχοι στη Μόσχα, στο μεταξύ, δικαιολόγησαν τις επιθέσεις αμέσως και εμμέσως κατηγορώντας τη Γεωργία για επιθετικότητα (Ιντερφάξ, Ιτάρ-Τας, ρωσική τηλεόραση 4-7 Αυγούστου).

 

Στις 7 μ.μ. τοπική ώρα της 7 Αυγούστου, ο γεωργιανός πρόεδρος Μιχαήλ Σαακασβίλι μίλησε ζωντανά στην εθνική τηλεόραση, αναγγέλλοντας μονομερή κατάπαυση του πυρός και ζητώντας από την άλλη πλευρά να σταματήσει κι εκείνη τις εχθροπραξίες. Με βαθιά συναινετικές λέξεις, ο Σαακασβίλι ζήτησε συνομιλίες “οιασδήποτε μορφής”, επανέλαβε τη μακροχρόνια προσφορά πλήρους αυτονομίας για τη Νότια Οσετία, πρότεινε να εγγυηθεί η Ρωσία αυτή τη λύση, πρόσφερε γενική αμνηστία, και έκανε έκκληση για διεθνή διαμεσολάβηση προκειμένου να σταματήσουν οι εχθροπραξίες (Ρουστάβι-2 TV, 7 Αυγούστου).

 

Μετά την έκκληση του Σαακασβίλι, ρώσικες οι επιθέσεις σε χωριά εντάθηκαν. Το χωριό Αβνέβι καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, το Ταμαράσενι και το Πρίσι βομβαρδίστηκαν και το αστυνομικό τμήμα στην Κούρτα, την έδρα της διοίκησης του Σανακόεφ, καταστράφηκε από πυρά πυροβολικού. Οι άμαχοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα χωριά. 

 

Αυτές οι επιθέσεις ανάγκασαν την Τιφλίδα να αναλάβει αμυντική δράση. Στις 10.30 μ.μ. τοπική ώρα της 7 Αυγούστου οι Γεωργιανοί ανταπέδωσαν τα πυρά. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι γεωργιανές δυνάμεις που περιλάμβαναν τεθωρακισμένες φάλαγγες άρχισαν να προελαύνουν προς το Τσχίνβαλι, το διοικητικό κέντρο των αποσχιστικών αρχών».

 

 Αντίθετα απ’ ό,τι μεταδίδουν τα ΜΜΕ, η Τιφλίδα δεν προέβη σε καμιά τυχοδιωκτική κίνηση. Ακόμα και αν η αντεπίθεσή της έγινε χωρίς να φαντάζεται ότι θα χρησίμευε στην ΚαΓκεΜπε στα πλαίσια μιας καλοστημένης προβοκάτσιας ήταν σίγουρα δίκαιη. Ακόμα και αν η Μόσχα δεν έκανε όλες αυτές τις προκλήσεις μια κυρίαρχη χώρα έχει πάντα το δικαίωμα να επιβάλει την κυριαρχία της σε μια περιοχή που βρίσκεται κάτω από ξένη κατοχή. Παρ όλα αυτά η Γεωργία χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις διπλωματικές οδούς προτού ενεργήσει στρατιωτικά και μάλιστα έστειλε τον υπουργό των εσωτερικών στην περιοχή για διαπραγματεύσεις. Αλλά δυστυχώς κανένας ρώσος υπουργός δεν εμφανίστηκε για να τον συναντήσει (βλ. συνέντευξη του γεωργιανού πρέσβη στην Ελλάδα, Ελευθεροτυπία, 13/8). Προηγούμενα οι συνεννοήσεις με τους Ρώσους – που ηγούνταν της τριμερούς ειρηνευτικής δύναμης στην περιοχή υπό την επίβλεψη του ΟΑΣΕ (τα άλλα δύο μέρη συγκροτούνταν από Οσετούς και Γεωργιανούς κυανόκρανους) – απέβησαν άκαρπες. Ο Θόρνικ Γκορντάτζε, διευθυντής του Παρατηρητηρίου του Καυκάσου, είναι πολύ αποκαλυπτικός σε συνέντευξή του στην εξαιρετικά βαθιά γνώστη της προβοκατόρικης ρώσικης πολιτικής στον Καύκασο δημοσιογράφο της Μοντ Σοφία Σιχάμπ στις 12/8.: Όταν αυτήν τον ρωτάει πως ο Σαακασβίλι ήταν τόσο αφελής (εννοούσε με το να επιτεθεί στους αποσχιστές) ο Γκορντάτζε της απαντάει:

 «Η παγίδα στήθηκε καλά. Ενώ όλα τα βλέμματα έχουν στραφεί στην Αμπχαζία (εννοεί στην περίοδο πριν τη ρώσικη εισβολή), όπου οι Αμερικανοί, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και οι Γερμανοί προτείνουν σχέδια διευθέτησης ευνοϊκά για την Τιφλίδα, αναζωπυρώνονται οι συγκρούσεις στη Νότια Οσετία με πρωτοβουλία του αρχηγού των οσετών αυτονομιστών, Έντουαρντ Κοκόιτυ. Οι Γεωργιανοί απαντούν. Το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες. Στέλνει τον πρεσβευτή Ποπόφ, που υπόσχεται να επαναφέρει τους Οσετούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αλλά στις 6 Αυγούστου, οι υποσχέσεις του φαίνονται μάταιες και οι ρώσοι απεσταλμένοι ξεσπούν σε κριτικά σχόλια σε βάρος του Κοκόιτυ, ο οποίος, λένε, δεν τους ακούει πια και έχει εξαντλήσει την υπομονή τους. “Βρισκόμαστε σε επαφή με τους Ρώσους, που έχουν εκπλαγεί από τη συμπεριφορά του Κοκόιτυ, τον οποίο δε μπορούν πλέον να ελέγξουν”, δηλώνει ο ίδιος ο Σαακασβίλι στις 7 Αυγούστου».

Αυτή είναι μια εκπληκτική αναφορά στη διπρόσωπη και προβοκατόρικη πολιτική της Ρωσίας και αποδεικνύει ότι οι ίδιοι οι Ρώσοι έδωσαν το πράσινο φως στους Γεωργιανούς να χτυπήσουν τους αποσχιστές στην Οσσετία για να μπορέσουν να βρουν μια αφορμή για να εισβάλουν στη Γεωργία. Δηλαδή η Ρωσία έστειλε τον πρεσβευτή της για να καθησυχάζει τους Γεωργιανούς ότι οι αποσχιστές δρούσαν χωρίς την έγκρισή τους και έτσι αυτοί να αναλάβουν δράση χωρίς το φόβο μιας ρώσικης επίθεσης. Αυτό έκανε η κυβέρνηση της Γεωργίας για να λάβει αμέσως σαν απάντηση την εισβολή της Μόσχας. Μα θα ρωτήσει κανείς και πως ο Σαακασβίλι πίστεψε τους ρώσους διπλωμάτες; Μα αυτό είναι ένα μεγάλο σχέδιο της ρώσικης διπλωματίας να εμφανίζει τους διπλωμάτες της σαν τάχα να βρίσκονται σε σύγκρουση με τους σκληρούς πολεμόχαρους καγκεμπίτες του Πούτιν τους λεγόμενους σιλόβικι. Ότι αυτή σκηνοθεσία πιάνει αποδεικνύεται και από την παρακάτω ερώτηση της Σιχάμπ στον Γκορντάτζε και από την απάντηση του τελευταίου. Ρωτάει η Σιχάμπ:

Μήπως αυτό έδειχνε ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στους ρώσους διπλωμάτες και τους «Σιλόβικι», τα γεράκια των υπουργείων βίας της Ρωσίας;

Και ο Γκορντάτζε απαντά: «Αυτές οι αντιθέσεις ήταν αντιληπτές. Εκεί στήριζαν οι Γεωργιανοί τις ελπίδες τους. Ο Κοκόιτυ (ο «πρωθυπουργός» της Νότιας Οσσετίας) είναι ένα δημιούργημα των σιλόβικι. Από κοινού καταχρόνταν δεκάδες εκατομμύρια δολλάρια από τον ρώσικο προϋπολογισμό προορισμένων για τον αγώνα ενάντια στην Γεωργία του Σαακασβίλι. Σήμερα το στρατόπεδό τους  καταχτάει μια συντριπτική νίκη πάνω σε αυτούς που με την άκρη των χειλιών τους τολμούσαν να διατυπώσουν ευχές για έναν μεγαλύτερο φιλελευθερισμό στη Ρωσία. Μετά το δειλό «μην κάνετε εφιαλτική τη ζωή στους επιχειρηματίες» που απηύθυνε ο Μεντβέντεφ στους σιλόβικι τον Ιούλη  η εκδίκηση των τελευταίων είναι ολοκληρωτική».

Η παραπάνω αναφορά αποδεικνύει ότι ακόμα και οι πιο οξυδερκείς δυτικοί ειδικοί της ρώσικης πολιτικής αδυνατούν να καταλάβουν ότι η διπλωματία μιας χιτλερικού τύπου υπερδύναμης σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα είναι στα χέρια των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεμόνων της υπερδύναμης αυτής, ότι δηλαδή τέτοιου είδους αντιθέσεις ανάμεσα σε «σκληρούς και μαλακούς» είναι μέρος της γενικής σκηνοθεσίας της στρατηγικής επίθεσης αυτής της υπερδύναμης. Πάντως ας σημειώσουμε εδώ ότι η θεατρική κατανομή ρόλων ανάμεσα στους Μεντέβεντεφ και Πούτιν εμφανίζεται γλαφυρά στην παραπάνω παράγραφο. Ο Μεντβέντεφ παίζει το ρόλο του φιλελεύθερου δυτικόφιλου και ο Πούτιν του ρώσου εθνικιστή.  Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η Μόσχα έψαχνε απλά για μία αφορμή επέμβασης στη Γεωργία και για το σκοπό αυτό επιστράτευσε το πειθήνιο όργανό της, το εγκληματικό καθεστώς Κοκόιτυ της Ν. Οσετίας, σαν εμπροσθοφυλακή της εισβολής.    

 

Εννοείται βέβαια ότι σε κάθε περίπτωση οι Ρώσοι δεν είχαν κανένα ηθικό έρεισμα να μπουν στη Ν. Οσετία, καθώς η περιοχή ανήκει στο γεωργιανό και όχι στο ρωσικό κράτος. Για να δικαιολογήσει την εισβολή της η Μόσχα ισχυρίστηκε ότι μπήκε για να προστατέψει τους πολίτες της που ζούσαν εκεί και κινδύνευαν με αφανισμό από τους Γεωργιανούς. Έκανε λόγο για ολοκληρωτική καταστροφή του Τσχινβάλι από τα γεωργιανά στρατεύματα καθώς και για 2.000 νεκρούς από την επίθεσή τους κατηγορώντας την Τιφλίδα για γενοκτονία σε βάρος του πληθυσμού της Ν. Οσετίας.

 

Το παραμύθι περί γενοκτονίας των Οσετών και η πολιτική διαμελισμού της Γεωργίας

 

Όμως μια τόσο σοβαρή κατηγορία όπως αυτή περί «γενοκτονίας» χρειάζεται θεμελίωση και οι χιτλερικοί του Κρεμλίνου αδυνατούν να παρουσιάσουν επαρκή στοιχεία. Ο δε εντυπωσιακός αριθμός των 2.000 νεκρών της πρώτης και μοναδικής μέρας της γεωργιανής στρατιωτικής επιχείρησης στη Νότια Οσσετία που οι ρώσοι και οι ρωσόδουλοι επικαλούνται διαρκώς θεωρείται αναξιόπιστος από ανθρωπιστικές οργανώσεις. Για παράδειγμα, η εκπρόσωπος του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW), Άννα Νέιστατ, η οποία ηγείται μίας ομάδας που εξετάζει την ανθρωπιστική καταστροφή στην Ν. Οσετία χαρακτηρίζει το νούμερο ιδιαίτερα ύποπτο. «Ο αριθμός των 2.000 σκοτωμένων ανθρώπων είναι πολύ αμφισβητούμενος,» δήλωσε η εκπρόσωπος της οργάνωσης στον Γκάρντιαν (13/8). «Τα ευρήματά μας μέχρι στιγμής σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαιώνουν τις ρωσικές στατιστικές. Αντίθετα, δείχνουν ότι οι αριθμοί έχουν διογκωθεί». «Την πέμπτη ημέρα των συγκρούσεων περιμένει κανείς φυσιολογικά να υπάρξει κάποιο είδος λίστας των νεκρών και τραυματιών, ή έστω μία ένδειξη της ηλικίας τους και του φύλου. Αλλά εδώ δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση. Απολύτως καμία». Τα μόνα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία έρχονται από το νοσοκομείο του Τσχινβάλι στο οποίο νοσηλεύτηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων 273 τραυματίες ενώ καταγράφηκαν 44 νεκροί που στάλθηκαν στο νεκροτομείο της πόλης (στο ίδιο). 

  

Στην πραγματικότητα οι αυθαίρετες αναφορές περί 2.000 νεκρών αμάχων δεν ήταν παρά ένα από τα στημένα από πριν προπαγανδιστικά τεχνάσματα που χρησιμοποίησε το Κρεμλίνο για να δικαιολογήσει την επέμβασή του και να πυροδοτήσει μαζική αληθινή εθνοεκκαθαριστική επιχείρηση από τους ρώσους εισβολείς και τα τσιράκια τους σε βάρος του γεωργιανού πληθυσμού της περιοχής. Εξυπηρετούσαν δηλαδή και το στόχο της εκκαθάρισης του γεωργιανού στοιχείου από τις αρχές του αποσχισθέντος εδάφους, μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα. Άλλωστε, πολλές από τις ζημιές στο Τσχινβάλι τις προκάλεσαν οι ίδιοι οι Ρώσοι στην προσπάθειά τους να απωθήσουν τους Γεωργιανούς και να καταλάβουν την νοτιο-οσετική πρωτεύουσα.

 

Κάτοικοι στα περίχωρα του Τσχίνβαλι ανέφεραν ότι οι ρωσόδουλες αρχές της περιοχής είχαν αρχίσει να σκάβουν χαρακώματα μία βδομάδα πριν την έναρξη του πολέμου (EurasiaNet, 8/10). «Τότε εκκένωσαν πολλούς οσετούς αμάχους,» είπε ένας άντρας. «Ξέραμε ότι κάτι ερχόταν, αλλά δε γνωρίζαμε ότι θα ήταν τόσο άσχημο… Μετά άρχισαν να πλήττουν γεωργιανά χωριά. Ζητήσαμε τη βοήθεια του στρατού. Ήρθε προς διάσωσή μας και απέκρουσε την επίθεση των Οσετών. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά άρχισαν να ‘ρχονται οι Ρώσοι… Ήταν ο χειρότερος βομβαρδισμός που έγινε ποτέ. Χειρότερος και από εκείνον στα ’90». Η κυβέρνηση της Γεωργίας, από τις πρώτες κιόλας ώρες της εισβολής, πρότεινε στους Ρώσους τρίωρη κατάπαυση του πυρός προκειμένου να μπορέσουν οι άμαχοι να εγκαταλείψουν την πόλη. Όμως εκείνοι αρνήθηκαν. Ποιος λοιπόν εφαρμόζει εδώ γενοκτονική πολιτική;

 

Αλλά οι φήμες περί γενοκτονίας διαψεύδονται και από μαρτυρίες των ίδιων των Οσετών. Ορίστηκε τι διηγήθηκε στο HRW (13/8) κάτοικος του χωριού Τσινατσάρι σχετικά με την είσοδο μιας μονάδας του γεωργιανού στρατού στο χωριό της: «Οι Γεωργιανοί ήρθαν στο χωριό γύρω στις δύο η ώρα το πρωί. Μας είπαν να μη φοβόμαστε και ότι αν οι άντρες μας δεν πυροβολούσαν, δε θα πυροβολούσαν ούτε εκείνοι. Πυροβόλησαν στον αέρα – μάλλον για να μας τρομάξουν. Μπήκαν στα σπίτια, έλεγξαν τις ταυτότητες, κι ακόμα πήραν τα διαβατήρια από ορισμένους γείτονές μας». Στη συνέχεια άρχισαν να ψάχνουν για άρρενες κατοίκους και για όπλα αλλά δε βρήκαν τίποτα καθώς όλος ο αντρικός πληθυσμός είχε διαφύγει. Όσο για τα διαβατήρια που κατάσχεσαν οι στρατιώτες, αυτά παραχωρήθηκαν πριν μερικά χρόνια στους κατοίκους της περιοχής από τις ρωσικές αρχές, για να μπορεί σήμερα να επικαλείται το Κρεμλίνο «προστασία των πολιτών του» κατά τα χιτλερικά πρότυπα και να επεμβαίνει σε ένα άλλο κυρίαρχο κράτος για να του αποσπάσει εδάφη.  

 

Αυτό που οι νεοχιτλερικοί του Κρεμλίνου προσπαθούν να καλύψουν πίσω από τις υστερικές κραυγές περί «γενοκτονίας» των Οσετών είναι στο βάθος η κατοχή κι ο πολιτικός έλεγχος του γεωργιανού εδάφους ενώ η πιο άμεση επιδίωξή τους είναι η προσάρτηση της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας στη Ρωσία. Σήμερα ο δεύτερος στόχος έχει σχεδόν επιτευχθεί αφού αφενός, σε στρατιωτικό επίπεδο η Γεωργία έχασε πλήρως τον έλεγχο των εδαφών αυτών στην άνιση μάχη με τις υπέρτερες δυνάμεις των εισβολέων, αφετέρου η εκεχειρία που μένει να υπογραφεί από τους δύο αρχηγούς κρατών (έχει υπογραφτεί προς το παρόν -16.8- μόνο από τον Σαακασβίλι) με γαλλική και αμερικάνικη διαμεσολάβηση δεν προβλέπει καθόλου σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας και ανοίγει το δρόμο για διεθνείς διαβουλεύσεις σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς των δύο περιοχών. Άλλωστε για πρώτη φορά ο πρόεδρος της Ρωσίας δήλωσε ανοιχτά ότι θα πρέπει οι λαοί των δύο επαρχιών να ψηφίσουν για το αν θέλουν ή όχι την ένωση μαζί της (Γκάρντιαν, 14/8) και κάλεσε τους αυτονομιστές ηγέτες στο Κρεμλίνο, ενώ ο Λαβρόφ τόνισε ότι «η Γεωργία θα πρέπει να ξεχάσει οριστικά τις δύο περιοχές». Οι τύποι αυτοί βιάζονται να εκπληρώσουν τον πόθο της καταβρόχθισης της Γεωργίας που είναι τόσο παλιός όσο σχεδόν και η ζωή του σύγχρονου ανεξάρτητου γεωργιανού κράτους.

 

Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 είναι οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές που έχουν υποκινήσει τις αποσχιστικές τάσεις του οσετικού και του αμπχαζιανού εθνικισμού. Το τόλμημα ήταν από θέση παράλογο αφού στη μεν Αυτόνομη δημοκρατία της Αμπχαζίας το αμπχαζιανό στοιχείο μειοψηφούσε αισθητά, η δε μικροσκοπική Ν. Οσετία δεν είχε ποτέ δική της κρατική συγκρότηση και η οικονομική της ζωή ήταν πάντα τμήμα της οικονομικής ζωής της Γεωργίας, οπότε δε δικαιολογούνταν με κανένα τρόπο η ανεξαρτησία της.

 

Αφορμή για την εκδήλωση των φυγόκεντρων τάσεων στάθηκε ένα νομοσχέδιο που υποβλήθηκε στο Ανώτατο Σοβιέτ της Γεωργίας τον Αύγουστο του ’89 και κατοχύρωνε την κυριαρχία της γεωργιανής γλώσσας σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής. Αυτό ήταν γενικά  ένα θετικό μέτρο για ένα έθνος που επιδιώκει την απελευθέρωσή του από τη ρωσική κηδεμονία. Στην αυτόνομη Ν. Οσετία όμως, που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν τα ρωσικά σαν επίσημη γλώσσα στις διοικητικές υπηρεσίες και στην εκπαίδευση (υπήρχαν και σχολεία όπου διδάσκονταν είτε τα γεωργιανά είτε τα οσετικά), το μέτρο αυτό είχε εθνικιστικά αρνητικά χαρακτηριστικά αφού οι Οσετοί απειλούνταν με περιθωριοποίηση από την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Αμέσως άρπαξε την ευκαιρία το εθνικιστικό Λαϊκό Μέτωπο Ν. Οσετίας, γνωστό ως «Αντεμόν Νύχας», που είχε στο μεταξύ ιδρυθεί. Αυτό ζήτησε από την ΚΕ του «Κ»ΚΣΕ να εξετάσει την ένωση της Νότιας με τη Βόρεια Οσετία που ανήκει στη Ρωσία ενώ το Νοέμβρη η ανώτατη αρχή της περιοχής ζήτησε να κηρυχθεί επίσημη γλώσσα η οσετική, πράγμα που απορρίφθηκε και από την Τιφλίδα αλλά και από τη Μόσχα. Ο πρώτος γραμματέας του κόμματος στην περιοχή καθαιρέθηκε. Τον ίδιο μήνα το τοπικό συμβούλιο της Ν. Οσετίας ζήτησε από τις γεωργιανές αρχές την αναβάθμισή της από αυτόνομη περιοχή σε αυτόνομη δημοκρατία. Αργότερα ο τότε πρόεδρος της Γεωργίας Γκαμσαχούρντια επιχείρησε να εξομαλύνει την κατάσταση διοργανώνοντας μία «ειρηνική συνάντηση συμφιλίωσης» στο Τσχινβάλι που προβοκαρίστηκε και έληξε άδοξα με νεκρούς και τραυματίες. Τον Αύγουστο του ’90 απαγορεύτηκε στα κόμματα με περιορισμένη γεωγραφικά δραστηριότητα η συμμετοχή στις εκλογές. Αντιδρώντας η Ν. Οσετία κήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Γεωργία (20/9) και ακολούθησε η κατάλυση της νοτιο-οσετικής αυτονομίας από τους Γεωργιανούς. Στη συνέχεια ξέσπασε ο πόλεμος με τις δύο πλευρές – κυρίως άτακτες ομάδες παραστρατιωτικών – να διαπράττουν αγριότητες, όπως καταστροφές σχολείων και κατοικιών, βομβαρδισμούς χωριών, βιασμούς. Ο ρωσικός στρατός παίρνει μέρος στις συγκρούσεις στο πλευρό των Οσετών (Τα στοιχεία είναι από το δοκίμιο της Δανικής Ένωσης για την Έρευνα πάνω στον Καύκασο με τίτλο Η σύγκρουση Γεωργίας – Νότιας Οσετίας, http://www.caucasus.dk/publication5.htm). 

 

Άρα λοιπόν ήταν η ρωσική επέμβαση στα εσωτερικά της Γεωργίας και η χρησιμοποίηση των Οσετών σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας του γεωργιανού κράτους που εξαγρίωσε το γεωργιανό εθνικισμό στον πόλεμο του ’91-’92 και περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τη συμβίωση των δύο εθνοτήτων. Αυτή κύρια ευθύνεται για το δράμα των κατοίκων της Ν. Οσετίας που, αποκομμένοι από την υπόλοιπη χώρα, ζουν σε άθλιες συνθήκες, χωρίς δουλειά, θέρμανση, σχολεία υπό τη σκιά ενός εγκληματικού καθεστώτος που στηρίζεται στη ρωσική βοήθεια, το λαθρεμπόριο και – όπως φάνηκε στη συνέχεια – από το πλιάτσικο*. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να κατηγορεί κανείς την κυβέρνηση Σαακασβίλι για πρακτικές γενοκτονίας όταν η ίδια προσπάθησε να στηρίξει οικονομικά τους Οσσετούς και έδωσε ξανά νομική υπόσταση στην κατεστραμμένη περιοχή στηρίζοντας τον εναλλακτικό οσσέτο πρόεδρο της Ν. Οσετίας, Ντ. Σανακόγεφ. Ο Σαακασβίλι πρότεινε στη Ρωσία ένα σχέδιο διευθέτησης της κρίσης που προβλέπει απεριόριστη αυτονομία στις δύο επαρχίες αλλά δεν το δέχτηκε η ρωσική πλευρά. Τον Ιούλη του 2007 η γεωργιανή κυβέρνηση όρισε μία επιτροπή, υπό τον πρωθυπουργό Ζουράμπ Νογκαϊντέλι, εξουσιοδοτημένη με τη διεύρυνση του καθεστώτος αυτονομίας της Ν. Οσετίας. Ύστερα από όλα αυτά μπορεί να κατηγορήσει κανείς την κυβέρνηση της Γεωργίας για γενοκτονική πολιτική; Η πρακτική της προσάρτησης εδαφών όπου κατοικούν μικτοί πληθυσμοί από τον ιμπεριαλισμό είναι που φέρνει πάντα μαζί της την εθνοκάθαρση. Αυτή την πρακτική εφαρμόζει ο ρωσικός νεοχιτλερικός ιμπεριαλισμός εδώ και 20 χρόνια σε βάρος της Γεωργίας. Το παράδειγμα έχει τέλεια εφαρμογή στην περίπτωση της Αμπχαζίας όπου ολόκληρος ο γεωργιανός πληθυσμός (πάνω από το 45% του συνολικού) εκδιώχτηκε ή δολοφονήθηκε με φρικτό τρόπο ανάμεσα στα ’92-’93 από τα ρωσικά και αυτονομιστικά στρατεύματα. Αλλά και πάλι, πώς είναι δυνατόν αυτοί που κατέσφαξαν ένα ολόκληρο έθνος που ζητούσε την κρατική του ανεξαρτησία όπως το τσετσένικο και ισοπέδωσαν τις πόλεις και τα χωριά του να έρχονται και να μιλούν σήμερα για γενοκτονία;

 

Η βαρβαρότητα που σημειώθηκε τις τελευταίες μέρες στη Γεωργία εκδηλώθηκε με την άφιξη των τεθωρακισμένων, των αεροπλάνων, των πλοίων και των ειδικών δυνάμεων του ρωσικού στρατού κατοχής. Την κόλαση την προκάλεσαν τα ρωσικά «ειρηνευτικά» στρατεύματα, οι εθελοντές και οι άτακτες συμμορίες του Κοκόιτυ που επιδίδονται ακόμα σε πράξεις βίας και λεηλασίας σε βάρος του γεωργιανού πληθυσμού ακόμα και μετά την υπογραφή της εκεχειρίας.

 

Η πραγματική εθνοκάθαρση

 

Αντίθετα απ’ όσα ισχυρίζονται οι χιτλερικοί, στην προέλασή τους βαθιά μέσα στο έδαφος της Γεωργίας δεν έπληξαν μόνο στρατιωτικούς στόχους αλλά είχαν εξίσου σα στόχο τους τον άμαχο πληθυσμό. Οι αναφορές που κάνουν λόγο για κυνηγητό αμάχων από αεροπλάνα πάνω από κατοικημένες περιοχές δεν είναι ούτε μία ούτε δύο. Η πόλη Γκόρι, μόλις 76 χλμ. από την Τιφλίδα, βομβαρδίστηκε ανηλεώς. Οι επιτιθέμενοι έπληξαν το κέντρο της πόλης ενώ γνώριζαν ότι τα γεωργιανά στρατεύματα είχαν ήδη αποσυρθεί. Έπληξαν σπίτια και πανεπιστημιακές λέσχες ενώ ανάμεσα στους νεκρούς συγκαταλέγεται και ένας ολλανδός δημοσιογράφος. Καταστροφές σημειώθηκαν στην πόλη Πότι (που εκτός των άλλων αποκλείστηκε και από θαλάσσης), στην Τιφλίδα κ.ά. Σε πολλές περιπτώσεις οι ζημιές προκλήθηκαν από τις βόμβες διασποράς που έριξε η ρωσική αεροπορία. Πάνω από 100.000 άτομα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

 

«Η στρατηγική των αδιάκριτων βομβαρδισμών της Ρωσίας» γράφει ο Γκάρντιαν στις 12/8 «εμφανίζεται να μην έχει κανένα στρατιωτικό στόχο. Αντίθετα, φαίνεται σαν μια εκδικητική εκ των υστέρων άσκηση συλλογικής τιμωρίας. Στο Γκόρι οι κάτοικοι επέστρεψαν για να εξετάσουν τα σπίτια τους, που καταστράφηκαν στους βομβαρδισμούς του Σαββατοκύριακου. Το πενταόροφο συγκρότημα στο δρόμο του Κόστια ήταν ένα μαύρο χάλι: οι πάνω όροφοι είχαν εξαφανιστεί, το καθαρό κληματόπλεγμα είχε συντριβεί σαν από μία γιγάντια γροθιά. “Ζούσαμε στον πέμπτο όροφο. Φύγαμε λίγο πριν αρχίσει η επίθεση”, είπε η Νανά Τετσλάτζι, 35 ετών. Ο άντρας της, Γκιόργκι, 35, επίσης έφυγε. Αλλά η έγκυος γειτόνισσα της Νανάς, Μάρκα, που έμενε πιο κάτω στον δεύτερο όροφο δεν ήταν αρκετά γρήγορη. “Αυτή και ο άντρας της σκοτώθηκαν. Δεν ξέρω τι συνέβη στο επτάχρονο αγόρι τους,” είπε. “Μπορεί να βρίσκεται στο νοσοκομείο.” Στην αυλή βρισκόταν ό,τι απέμεινε από το λευκό αμάξι της Μάρκα. Είχε προσπαθήσει να διαφύγει με αυτό όταν χτύπησαν οι Ρώσοι».   

 

Στα εδάφη που κατέλαβαν οι Ρώσοι τα εγκλήματα δεν είναι ηπιότερα. Ένοπλες συμμορίες από τη Ν. Οσετία, με τη συνεργασία του ρωσικού στρατού, καίνε και λεηλατούν πόλεις και χωριά μέσα και γύρω από την περιοχή. Σ’ αυτό συμβάλλει και η αντι-γεωργιανή προπαγάνδα των Ρώσων που διασπείρει τις γκεμπελίστικες φήμες περί «γενοκτονίας» στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ένας κάτοικος του Νίζνιε Ατσαβέτι είπε ότι «μέλη της πολιτοφυλακής της Νότιας Οσσετίας ήρθαν στο σπίτι του στις 11 Αυγούστου, και προσπάθησαν να πάρουν ορισμένα έπιπλα. Όταν διαμαρτυρήθηκε, έβαλαν φωτιά στο σπίτι κι έφυγαν. Ο άνθρωπος είπε ότι δεν είχε ούτε φαγητό ούτε πόσιμο νερό» (HRW, 3/8). Ερευνητές της οργάνωσης είδαν με τα μάτια τους πολιτοφύλακες με στολές παραλλαγής να βγάζουν από τα σπίτια έπιπλα, τηλεοράσεις, βαλίτσες, χαλιά κ.ά. αντικείμενα και να τα φορτώνουν σε φορτηγά. Οι κάτοικοι του χωριού Ντβάνι διηγούνται ότι «οι υποστηριζόμενοι από τους Ρώσους στρατιώτες από τον αποσχιστικό θύλακα της Νότιας Οσσετίας λεηλατούσαν το χωριό, σπίτι με σπίτι. Από το τοπικό σχολείο άρπαξαν υπολογιστές, από το μπακάλικο, σχεδόν τα πάντα. Οι χωρικοί έφευγαν μαζικά. Έτρεχαν έξω στο δρόμο κουβαλώντας μόνο τα ρούχα τους στην πλάτη, για να γλιτώσουν από την ολοκληρωτική λεηλασία του μικρού τους αγροτικού οικισμού. Λίγα λεπτά αργότερα, όταν ο Μεράμπ Μερακισβίλι κοίταξε πίσω προς το Ντβάνι, είδε το χωριό του ζωσμένο στις φλόγες» (Σικάγο Τριμπιούν, 14/8). Στις 15/8 ο ηγέτης των οσσετών αποσχιστών παραδέχτηκε στη ρωσική Κομερσάντ ότι όλα τα γεωργιανά χωριά καταστρέφονται και δήλωσε ότι δε θα επιτραπεί ποτέ σε κανέναν Γεωργιανό να επιστρέψει σ’ αυτά. Μετά την υπογραφή της εκεχειρίας στρατιωτικές αποθήκες στο Γκόρι (σύμφωνα με τους Ρώσους) λεηλατήθηκαν. Κάτοικοι της πόλης που επέστρεφαν στα σπίτια τους μετά τους βομβαρδισμούς σταμάτησαν σε ρωσικά μπλόκα και έπεσαν θύματα εξευτελισμού. Ένα τουρκικό συνεργείο δημοσιογράφων δέχτηκε μπαράζ πυροβολισμών ενώ τσέχος συνάδελφός τους ληστεύθηκε από ενόπλους. Για όλα αυτά τα εγκλήματα υπάρχουν στοιχεία τόσο τρανταχτά ώστε να επιτρέπουν στην κυβέρνηση Σαακασβίλι να προσφύγει στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ενάντια στο ρωσικό κράτος κατηγορώντας το για «τις ενέργειές του πάνω και γύρω από το έδαφος της Γεωργίας» από τα 1991 μέχρι σήμερα.

 

Αδιαμφισβήτητα οι νεοναζί της Μόσχας επέδειξαν απίστευτη βαρβαρότητα στη Γεωργία. Είναι λάθος όμως να περιμένει κανείς ότι θα σταματήσουν επειδή πήραν αυτό που ήθελαν. Γιατί δεν το πήραν. Έχουν στρατηγικότερες επιδιώξεις. Στην ουσία θέλουν να ελέγξουν τον πετρελαιαγωγό Μπακού-Τσεϊχάν και τον παράλληλο αεριαγωγό που αποτελούν σήμερα τη μοναδική ενεργειακή δίοδο της Ευρώπης που οι ίδιοι δεν ελέγχουν. Τότε θα μπορούν να στρέψουν τα βέλη και τη χολή τους ελεύθερα ενάντια στην Ευρώπη για να την καταβροχθίσουν, όπως καταβρόχθισαν σήμερα εδάφη της Γεωργίας. Γι’ αυτό η αποσταθεροποιητική τους δραστηριότητα στη Γεωργία θα συνεχιστεί. Η προώθηση του στρατού κατοχής μέχρι το Γκόρι, απ’ όπου διέρχεται η κύρια οδική αρτηρία, και κατά συνέπεια το κόψιμο της χώρας στα δύο καθώς και η απροθυμία των κατακτητών να αποχωρήσουν μετά την υπογραφή της εκεχειρίας νομίζουμε πως έχουν στόχο την παραπέρα πολιτική αποσταθεροποίηση της Γεωργίας, του πιο μεγάλου εχθρού των ρώσων σοσιαλιμπεριαλιστών σήμερα στον Καύκασο.   

 

Ο Σαακασβίλι και οι δύο τακτικές απέναντι στο Χίτλερ

Μπορεί να μην το παραδέχονται ανοιχτά αλλά σίγουρα το κόκκινο πανί για τη Μόσχα αυτή τη στιγμή στον Καύκασο είναι ο πρόεδρος της Μ. Σαακασβίλι. Αυτός έχει το μεγάλο ταξικό ελάττωμα όλων των εθνικιστών αστών. Προκειμένου να αντισταθεί στον ιμπεριαλισμό κύριο εχθρό της χώρας του μπορεί να υποστηρίξει βρώμικες πολιτικές ενός άλλου αντίπαλου ιμπεριαλισμού στον οποίο στηρίζεται για άμυνα, πολιτικές που ωστόσο θίγουν την ανεξάρτητη ύπαρξη άλλων τριτοκοσμικών κρατών. Τέτοια είναι η έμπρακτη υποστήριξη που έδωσε ο Σαακασβίλι στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Όμως για μια μικρή χώρα που βρίσκεται στα νύχια του Χίτλερ αυτοί δεν είναι ασυνήθιστοι οππορτουνισμοί. Το ειδικό ιστορικό χρέος που έχει αναλάβει αυτός ο αστός είναι η ανεξάρτητη ύπαρξη της χώρας του και η αποτροπή της ολοκληρωτικής ενεργειακής ασφυξίας της Ευρώπης. Παρά το ότι έπεσε θύμα της ρώσικης προβοκάτσιας η γενική στάση του ενάντια στην ρώσικη εισβολή είναι θετική. Η γενική του αντίληψη για τον παγκόσμιο κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο εχθρός του είναι σωστή. «Αυτό που κάνει η Ρωσία στη Γεωργία, είπε, αποτελεί ανοιχτή, απροκάλυπτη επιθετικότητα και μια απειλή για όλο τον κόσμο». «Αν όλος ο κόσμος δε σταματήσει τη Ρωσία σήμερα, τότε τα ρωσικά τανκς θα μπορέσουν να φτάσουν σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα» είπε ο γεωργιανός πρόεδρος. Όπως εξήγησε, η χώρα του δέχεται επίθεση γιατί «θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι και γιατί θέλουμε να είμαστε μία πολύ-εθνική δημοκρατία» (Ιντεπέντεντ, 9/8).  

Είναι αυτή η στάση που έκανε το ρώσο ηγέτη να δηλώσει ότι δε διαπραγματεύεται σε καμία περίπτωση μαζί του. Εκτός αυτού είναι και η γνώση του γεγονότος ότι γενικά η μονοπωλιακή Δύση είναι πρόθυμη να διαπραγματευτεί με οποιονδήποτε και να κάνει τις πιο «γενναίες» υποχωρήσεις στον κάθε Χίτλερ, δηλαδή να του παραδώσει όποια χώρα του τρίτου κόσμου αυτός γουστάρει προκειμένου να διατηρηθεί η σχετική οικονομική υπεροχή των δυτικών χρηματιστικών μονοπωλίων στον πλανήτη.

 

Τη σιχαμερή αυτή αδυναμία των ιμπεριαλιστών της Δύσης αξιοποιούν επιτυχώς οι χιτλερικοί του Κρεμλίνου προκειμένου να εξουδετερώσουν το νούμερο ένα εχθρό τους στον Καύκασο. Ο αποκλεισμός του λιμανιού Πότι, που συνεχίζεται ακόμη (βασικό ενεργειακό διαμετακομιστικό κέντρο), ο βομβαρδισμός του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τσεϊχάν και το κόψιμο στη μέση της Γεωργίας ήταν μια σαφής προειδοποίηση προς τη Δύση, και ιδιαίτερα προς την ενεργειακά μισοεξαρτημένη από τη Ρωσία Ευρώπη, να μην υποστηρίξει την κυβέρνησή της αν θέλει να συνεχιστεί η προμήθειά της με πετρέλαιο από την Κασπία. Ο εκβιασμός έπιασε και η μικρή Γεωργία αφέθηκε μόνη αντιμέτωπη δυνάμεις πολλαπλάσια ισχυρότερες. Ούτε κυρώσεις επιβλήθηκαν στον εισβολέα, ούτε στρατιωτικές δυνάμεις προς ενίσχυση του αμυνόμενου. Υπήρξαν μόνο κάποιες «ανησυχίες» και κάποιες φραστικές καταδίκες του επιτιθέμενου αλλά οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες κράτησαν μια άθλια ουδετερίστικη στάση (βλ. Γαλλία, Γερμανία κτλ.). Και στο τέλος, όταν τα πράγματα είχαν κριθεί στο πεδίο της μάχης, έπεσε στο τραπέζι εκείνο το απαίσιο κείμενο των Σαρκοζύ-Κουσνέρ με τα έξι σημεία που ήρθε να επικυρώσει το διαμελισμό της Γεωργίας. Αυτό το κείμενο το τροποποίησε η Ράις (συγκεκριμένα περιόρισε κάπως την ρώσικη στρατιωτική επέμβαση σε περιοχές έξω από τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο της Γεωργίας) και το έβαλε μπροστά στον Σακασβίλι για να το υπογράψει. Αυτός πρόβαλε αντίσταση αλλά τελικά το υπέγραψε παίρνοντας μόνο προφορικές εγγυήσεις από τις ΗΠΑ ότι δεν θα δεχτούν την μόνιμη παρουσία των ρώσικων στρατευμάτων στο γεωργιανό έδαφος. Στην πραγματικότητα αν ο Σασακασβίλι δεν υπέγραφε το κείμενο που του πρότεινε η Ράις η Γεωργία θα έμενε εντελώς μόνη να αντιμετωπίσει μια εξοντωτική ρώσικη προέλαση προς την Τιφλίδα.

Στην πραγματικότητα παρά τις φραστικές διακηρύξεις των ΗΠΑ η Δύση, ιδιαίτερα η Γερμανία του καγκεμπίτη Σταινμάγερ και της ενδοτικής Μέρκελ, έχει χοντρικά εγκαταλείψει την Τιφλίδα. Την προδοσία την ξεκίνησε πριν λίγο καιρό στο Βουκουρέστι όταν την άφησε έξω απ’ το ΝΑΤΟ ξέροντας ότι την προσφέρει στη Ρωσία. Αν το ΝΑΤΟ την είχε εντάξει τώρα δε θα υπήρχε εισβολή. Σε αντίθεση με αυτή τη στάση θα πρέπει να αναφέρουμε τη συγκινητική συμπαράσταση που πρόσφεραν οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης στο δοκιμαζόμενο λαό της Γεωργίας. Πρόκειται για τις χώρες που γειτονεύουν με τη Ρωσία και έχουν καταλάβει πόσο απειλητική είναι. Τα κράτη αυτά (Βαλτικές δημοκρατίες, Πολωνία κ.ά.) έδωσαν μάχη μέσα στην ΕΕ για την υιοθέτηση σκληρότερων μέτρων απέναντι στη Ρωσία και για την υποστήριξη της εδαφικής κυριαρχίας της Γεωργίας. Ευτυχώς αυτό το σημείο το πέρασαν στην απόφαση των ΥΠΕΞ των 27.

Το καλύτερο είναι ότι η Πολωνία δήλωσε έτοιμη να εγκαταστήσει στο έδαφός της την ΝΑΤΟϊκή αντιπυραυλική ασπίδα και υπέγραψε αμέσως την αντίστοιχη συμφωνία (αν και αυτή δεν στρέφεται στρατιωτικά ενάντια στην Ρωσία). Η Πολωνία για να υπογράψει αυτή τη συμφωνία υποχρέωσε τις ΗΠΑ να δεχτούν να εγκαταστήσουν στο πολωνικό έδαφος πυραύλους πάτριοτ που θα αποτελούν έναν ισχυρό παράγοντα άμυναε απέναντι σε μια ρώσικη επίθεση. Αυτήν την παραχώρηση αρνούνταν ως χθες να την κάνουν στην Πολωνία οι ΗΠΑ και κυρίως γι αυτό η συμφωνία για την πυραυλική ασπίδα δεν υπογραφόταν.

Επίσης η Ουκρανία ανακοίνωσε ότι εφεξής αν κάποιο ρωσικό πλοίο θέλει να επιστρέψει στο λιμάνι της Σεβαστούπολης θα πρέπει να ενημερώνει αρκετές ημέρες νωρίτερα. Οι ηγέτες αυτών των χωρών πήγαν μαζί στην Τιφλίδα για να δώσουν ένα μήνυμα σε όλη την ανθρωπότητα. Το κοινοβούλιο της Εσθονίας στην ανακοίνωσή του τόνισε ότι: «όταν η Ρωσική Ομοσπονδία δικαιολογεί τη στρατιωτική επιθετικότητα με την ανάγκη να προστατεύσει ρώσους πολίτες, χρησιμοποιεί επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποίησε η Εθνικο-σοσιαλιστική Γερμανία όταν επιτέθηκε στους γείτονές της Τσεχοσλοβακία και Πολωνία και κατέλυσε την ανεξαρτησία τους. Η επιστροφή σε μια τέτοια επιχειρηματολογία προκαλεί σοβαρή ανησυχία για την παγκόσμια ειρήνη». Τα ίδια δήλωσε και ο σουηδός υπουργός εξωτερικών Καρλ Μπιλντ: «Κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει στρατιωτικά στην επικράτεια ενός άλλου κράτους απλά επειδή υπάρχουν άτομα εκεί με διαβατήριο που εκδόθηκε από αυτό το κράτος ή που έχουν εθνική καταγωγή από αυτό το κράτος». «Όσοι επιχείρησαν να εφαρμόσουν ένα τέτοιο δόγμα έχουν βυθίσει την Ευρώπη σε πόλεμο στο παρελθόν. Και έχουμε κάθε λόγο να θυμόμαστε πως ο Χίτλερ χρησιμοποίησε αυτό το ίδιο δόγμα περίπου πριν από μισό αιώνα για να υπονομεύσει και να επιτεθεί καίρια σημεία της κεντρικής Ευρώπης» (The Local, 9/8).                     

 

Συμπαράσταση στη Γεωργία σημαίνει αγώνας για ειρήνη και ευημερία στον πλανήτη. Όμως οι ηγέτες της Δύσης δε δείχνουν να το καταλαβαίνουν, όπως δε φαίνεται να έχουν διδαχθεί από την οδυνηρή εμπειρία του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Στην πραγματικότητα ξανακάνουν ένα νέο Μόναχο. Είναι εύλογη λοιπόν η ανησυχία του γεωργιανού Πάατα Ασπανάτζε, ο οποίος αναρωτιέται: «Γιατί ο κόσμος δεν κάνει τίποτα; Η Ρωσία χρησιμοποιεί την ίδια δικαιολογία, της προστασίας των πολιτών της, που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ στα 1939». «Αν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δε σταματήσουν τη Ρωσία, σε 20 χρόνια θα δείτε ένα νέο τείχος να υψώνεται στο Βερολίνο». «Η Ρωσία θέλει να αποκτήσει ξανά την αυτοκρατορία της. Σήμερα σκοτώνουν εμάς και την οικογένειά μου, αύριο θα σκοτώσουν εσάς» (Γκάρντιαν, 12/8). Αυτό που ακόμα δεν έχει καταλάβει ο Ασπανάντζε και πολλοί άλλοι δημοκρατικοί άνθρωποι στον πλανήτη είναι ότι η Ρωσία δεν σκοπεύει να σταματήσει στο Βερολίνο αλλά στη Λισαβώνα απ όπου θα επιχειρήσει να πηδήξει τον Ατλαντικό και να επιτεθεί στις ΗΠΑ σε συμμαχία με την νεοναζιστική Κίνα που σκοπεύει να κάνει το ίδιο από τον Ειρηνικό αφού καταβροχθίσει την Ιαπωνία. Η Γεωργία είναι το πρώτο μικρό σκαλί ενός τερλού οπνείρου που θα καταλ΄ξει σε συντριβή του ρωσοκινεζικού νεοανζιστικού άξονα.

 

 *Ο  εγκάθετος των σιλόβικι «πρόεδρος» της Γεωργίας Κοκόιτυ έχει το εξής προφίλ: Ενώ ο πόλεμος της Οσσετίας μαινόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Κοκόιτυ διηύθυνε στην Αγία Πετρούπολη το προσοδοφόρο εμπόριο των καζίνο. Ο αρχηγός της ΚαΓκεΜπε της Οσσετίας Ανατόλι Μπαράνοφ είχε παλιότερα την ίδια θέση αλλά στη Ρωσία (στην αυτόνομη περιοχή της Μορδοβίας). Το ίδιο ισχύει για τον Οσσετό «υπουργό εσωτερικών» Μιχαήλ Μιντζάεφ που υπηρετούσε κάποτε στην Βόρεια Οσσετία, δηλαδή στη Ρωσία. Όσο για τον «υπουργό άμυνας» της Οσσετίας αυτός είναι ο Βασίλη Λούνεφ που έκανε τη στρατιωτική του καριέρα σαν στρατιωτικός κομισάριος στο Περμ, στα Ουράλια. Και για να τελειώνουμε και ο Ανατόλι Μπαράνκεβιτς ο γραμματέας του τοπικού συμβούλιου ασφαλείας, έκανε την στρατιωτική του καριέρα στο ρώσικο Κρασνοντάρ. Η Ιούλια Λατυνίνα μια δημοκράτισα ρωσίδα δημοσιογράφος είπε « Η Νότια Οσετία δεν είναι ούτε μια χώρα, ούτε ένα καθεστώς. Είναι μια μικτή κοινωνία που αποτελείται από ρώσους στρατηγούς και ληστές οσσέτους οι οποίοι κάνουν λεφτά στο φόντο της σύγκρουσης με τη Γεωργία. (Μοντ 10.8).