H εκλογή Ιερώνυμου θα ήταν νίκη κάτω από άλλες συνθήκες. Τώρα όχι

Η εκλογή του Θηβών Ιερώνυμου θα ήταν σίγουρα ένα ανεπιφύλακτα πολύ καλό νέο σε μια άλλη πολιτική στιγμή. Γιατί ο μητροπολίτης αυτός εκπροσωπεί το σχετικά πιο προοδευτικό ρεύμα της ελληνικής εκκλησίας, που είναι σε γενικές γραμμές φιλοευρωπαϊκό, μη σοβινιστικό και δεμένο με το φιλοευρωπαϊκό Φανάρι και τη σημερινή ηγεσία Βαρθολομαίου. Το Φανάρι κάτω από την ηγεσία Βαρθολομαίου αντιστέκεται στην κυριαρχία και στην πρωτοκαθεδρία του σοσιαλφασιστικού πατριαρχείου της Μόσχας πάνω στην παγκόσμια ορθόδοξη εκκλησία.
Ο Ιερώνυμος θα ήταν αρχιεπίσκοπος εδώ και αρκετά χρόνια και θα βρισκόταν στη θέση του υπεραντιδραστικού Χριστόδουλου αν αυτός δεν οργάνωνε λίγο πριν τις προηγούμενες εκλογές με την προστασία του κυρίαρχου πολιτικού μπλοκ εξουσίας μια εκστρατεία συκοφάντησης του Ιερώνυμου σαν κλέφτη εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο Χριστόδουλος ήταν ένας φασίστας ρωσόφιλος που δυνάμωσε το σοβινισμό, τον αντισημιτισμό και τον αντιδυτικισμό στην ελληνική εκκλησία και την έφερε, όσο μπόρεσε, σε σύγκρουση με το Φανάρι προκειμένου να την υποτάξει στο ρώσικο Πατριαρχείο με το οποίο διατηρούσε τις πιο θερμές σχέσεις. Επειδή ήταν διπρόσωπος αυτή τη φιλορώσικη γραμμή του ο Χριστόδουλος δεν την πρόβαλε πριν εκλεγεί αρχιεπίσκοπος αλλά την έβαλε σε εφαρμογή μόνο αφού πήρε την αρχιεπισκοπή υποσχόμενος πίστη στο Φανάρι και εξασφαλίζοντας έτσι την εύνοια και του ίδιου του Βαρθολομαίου. Ωστόσο η εξουσία του Χριστόδουλου ήταν αδύναμη μέσα στην εκκλησία παρά την τρομακτική πολιτική στήριξη που του έδινε το διακομματικό πολιτικό ηγετικό συντονιστικό και μάλιστα η «αριστερά». Αυτό οφείλεται στο ότι για να επιβάλει τη δικιά του πολιτική γραμμή βιάστηκε πρώτον, να υφαρπάξει την εκκλησιαστική εξουσία στήνοντας έναν προσωπικό μηχανισμό διοίκησης, δεύτερον, να προβάλει υπερβολικά τον εαυτό του για να το μετατρέψει σε αγαπητό στις μάζες σύμβολο της πολιτικής και ιδεολογικής του γραμμής, και τρίτον, να ποδοπατήσει στην πράξη κάθε πραγματική συνοδική, δηλαδή κάθε συλλογική ισχύ των υπόλοιπων μητροπολιτών.
Έτσι ενώ ήταν γενικά δημοφιλής στις μάζες, ιδιαίτερα τις πιο καθυστερημένες που ήδη τις έχει διαφθείρει με υπερσυντηρητικές και αντιδραστικές ιδέες το πεντακομματικό καθεστώς, δεν είχε αληθινό στρατό μητροπολιτών που να τον ακολουθεί και να του δίνει τη δυνατότητα να σέρνει πίσω του τη σύνοδο. Γιατί ήταν στην ουσία της φιλορώσικης πολιτικής γραμμής του η εξής αντίφαση: Από τη μια τον μισούσαν όλοι οι σχετικά προοδευτικοί μητροπολίτες φίλοι του Φαναριού για τη φιλορώσικη γραμμή του και τις ραδιουργίες του, και από την άλλη ποτέ δεν τον εμπιστεύτηκαν οι πανίσχυροι εθνικιστές, ιδιαίτερα οι εμφυλιοπολεμικοί σλαβόφοβοι της Χρυσοπηγής που ήταν επί πλέον τουρκοφάγοι. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός συγκρούστηκε τελικά πιο έντονα από όλους με τον αρχηγό της «Χρυσοπηγής» τον Καλλίνικο του Πειραιά, προκειμένου να στήσει το δικό του μηχανισμό των ρωσόδουλων μητροπολιτών.
Έτσι ο Χριστόδουλος απομονώθηκε μέσα στην εκκλησία την ίδια ώρα που θριάμβευε έξω από αυτήν.
Αυτό δεν θα ήταν μια τραγωδία για τους ρωσόδουλους αν ο αγαπημένος τους δεν πέθαινε τόσο νωρίς, δηλαδή αν προλάβαινε να ανεβάσει στις μητροπόλεις μια σειρά από δικά του παιδιά που θα άλλαζαν μακροπρόθεσμα τους συσχετισμούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι τη στιγμή που πέθαινε δεν μπορούσε να υποδείξει νικηφόρο διάδοχο, αλλά αντίθετα θα έκαιγε όποιον πρότεινε. Είναι χαρακτηριστικός ο θρήνος του Πούτιν και του Αλέξιου γι αυτόν. Το ότι δεν είχαν έτοιμο ένα διάδοχο του Χριστόδουλου είναι οπωσδήποτε μια αποτυχία γι αυτούς πράγμα που αποδείχνει για μια ακόμα φορά πως ο σοσιαλιμπεριαλισμός καταστρέφει τα εργαλεία που τον βοηθάνε να ανεβεί στην εξουσία. Ανεβαίνει μεν αλλά ανεβαίνει με απώλειες και με αστάθεια. Πραγματικά έχει ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά του και πολύ κρίσιμες στροφές προκειμένου να πάρει, αν μπορέσει, όλη την εξουσία στη χώρα μας.
Έτσι έμπαινε για το ρωσόδουλο διακομματικό συντονιστικό κορυφής η υποχρέωση να διαλέξουν για αρχιεπίσκοπο είτε έναν εθνικιστή, είτε έναν του Φαναριού. Διάλεξαν το δεύτερο, δηλαδή τον Ιερώνυμο.
Αν διάλεγαν έναν εθνικιστή θα είχαν μεγάλο πολιτικό πρόβλημα στη λεγόμενη εθνική τους πολιτική. Οι εθνικιστές στην Ελλάδα ποτέ δεν κατάλαβαν ότι πρέπει να υπάρχει ελληνοτουρκική ειρήνη επειδή θα είναι ο Ερντογάν στην εξουσία και όχι οι κεμαλιστές αφού τίποτα δεν έχει αλλάξει με τον Ερντογάν ούτε στις ελληνικές, ούτε στις τούρκικες διεκδικήσεις στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Ούτε επίσης μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν ότι ενώ «το όνομα Μακεδονία είναι η ψυχή τους» θα έπρεπε να παραδώσουν τη μισή τουλάχιστον από αυτήν την ψυχή στα «Σκόπια» προσφέροντας σε αυτά ένα αραιότερο διάλυμα του όρου Μακεδονία. Είναι χαρακτηριστικό το πως οι δηλώσεις του αδιάλλακτου «μακεδονομάχου» Άνθιμου φέρνουν σε δύσκολη θέση τους ρωσόδουλους των 5 κομμάτων που προσπαθούν να διασπάσουν τον πολιτικό κόσμο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και την ίδια τη χώρα.
Η βασική ωστόσο αιτία για την οποία οι ρωσόδουλοι δεν ήθελαν τους εθνικιστές είναι γιατί αυτοί είναι πραγματικά ισχυρότεροι αριθμητικά μέσα στην εκκλησία από κάθε άλλη τάση οπότε και από τους συνειδητά αντιρώσους και ευρωπαιόφιλους φίλους του Φαναριού. Ο εθνοσοβινισμός είναι η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην ελληνική εκκλησία οπότε οι εθνικιστές θα μπορούν να κυβερνούν ακόμα και μόνοι τους αν σταθεροποιήσουν την εξουσία τους. Αντίθετα οι ευρωπαιόφιλοι του Φαναριού δεν έχουν αληθινή πολιτική ισχύ μέσα στην εκκλησιαστική ηγεσία και έτσι δεν θα μπορούν ποτέ να κυβερνήσουν μόνοι τους, δηλαδή να εξουδετερώσουν τους εθνικιστές, παρά μόνο σε συμμαχία με τους καθαρά ρωσόφιλους. Νομίζουμε ότι γι αυτό το λόγο η πολιτική εξουσία διάλεξε Ιερώνυμο και γι αυτό στο πλευρό του είχε συμπαραταχθεί εδώ και πολύ καιρό ο πιο ρωσόδουλος από όλους τους μητροπολίτες, ο Χρυσόστομος Ζακύνθου που παριστάνει το φίλο του Φαναριού δίνοντας αποδείξεις αφοσίωσης σε αυτό με το να καταφέρεται τα τελευταία χρόνια με ιδιαίτερη ένταση ενάντια στον Χριστόδουλο. Το ίδιο έκανε στην πράξη ο Ιγνάτιος Δημητριάδος που μάλλον είναι ο αληθινός διάδοχος του Χριστόδουλου και γι αυτό έχει βάλει σα ζήτημα να χάνουν οι γηραιοί μητροπολίτες, και ο αρχιεπίσκοπος, τις έδρες τους πριν πεθάνουν. Ο Ιγνάτιος υποσχέθηκε στον Ιερώνυμο ότι θα τον στήριζε στον δεύτερο γύρο πράγμα που έκανε. Τέλος πολύ ύποπτος και βρώμικος είναι ο ρόλος του Μεσσηνίας Χρυσόστομου που ανήκει ήδη στο στενό επιτελείο του Ιερώνυμου (Ελευθεροτυπία, 10.2) και που στις κρίσιμες μέρες των εκλογών βγήκε να κατηγορήσει προβοκατόρικα τον εθνικιστή υποψήφιο αρχιεπίσκοπο Σπάρτης σαν εκβιαστή. Τέτοιοι προβοκάτορες δύσκολα μπορεί να ανήκουν σε άλλο στρατόπεδο εκτός από το σοσιαλφασιστικό. Νομίζουμε ότι από την ώρα που ο Θηβών δεσμεύτηκε να λειτουργήσει σε συνοδικό, δηλαδή σε συλλογικό επίπεδο θα είναι υποχρεωμένος να κυβερνήσει με επιδιαιτητές τους ρωσόφιλους, που θα τους έχει και μέσα στην τάση του και έξω από αυτήν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο παρά τα θετικά στοιχεία της αρχιεπισκοπής Ιερώνυμου δεν έχουμε κανένα ιδιαίτερο λόγο να χαιρόμαστε για την άνοδο του στην εξουσία. Με λίγα λόγια από την άποψη της γενικής τακτικής αυτός θα βοηθήσει τη ρώσικη πολιτική ενότητας με τον Ερντογάν, ενώ το ίδιο το Φανάρι με επικεφαλής του τον πολιτικά αφελή Βαρθολομαίο που θεωρεί τον Ερντογάν δυτικόφιλο και σύμμαχο ελάχιστα ή και καθόλου θα επωφεληθεί από αυτήν την προσέγγιση. Κι αυτό γιατί το Κρεμλίνο έχει κάνει τη γνωστή κατανομή ρόλων. Έχει αφήσει τον τάχα δυτικόφιλο, αλλά στην πραγματικότητα ισλαμοφασίστα Ερντογάν να κάνει τον καλό στο Φανάρι και να ενοχοποιεί τους κεμαλιστές για τα εμπόδια στη θρησκευτική του και διοικητική λειτουργία, ενώ από την άλλη εξαπολύει διαρκώς ενάντια στο Βαρθολομαίο τους ρωσόφιλους σοβινιστές του Μπαχτσελί. Από την ελληνική εσωτερική άποψη ο ρόλος του Ιερώνυμου θα είναι θετικότερος με την έννοια ότι η προπαγάνδιση του σοβινιστικού ή του ρωσόφιλου αντιδυτικισμού από την εκκλησία θα περιοριστεί σε τοπικούς μητροπολίτες. Όμως η αδύναμη θέση του Ιερώνυμου στη σύνοδο θα τον υποχρεώνει σε εξάρτηση από τους ρωσόφιλους και σε σοβαρά ανταλλάγματα που αυτός και το Φανάρι θα δίνουν στους τελευταίους στις νέες μητροπολιτικές θέσεις, αλλά και στις θέσεις της διοίκησης. Ξέρουμε άλλωστε πολύ καλά πως οι ρωσόφιλοι ξέρουν να μεταμφιέζονται σε πατριαρχικούς για να παίρνουν τις μητροπόλεις που χηρεύουν ή που χάνουν οι εθνικιστές. Τέτοια είναι η περίπτωση του παλιού κνίτη και προστατευόμενου της Δαμανάκη Σεραφείμ στον Πειραιά στη θέση του Καλλίνικου. Γενικά δεν πρέπει να περιμένουμε μεγάλες αντιστάσεις από την εκκλησία όσο στην καθαυτό πολιτική εξουσία θα προχωράνε τις θέσεις τους οι ρωσόδουλοι.