ΣΕ ΝΕΟ ΣΤΑΔΙΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΜΟ

Η εκλογική νίκη του Ερντογάν στη γειτονική Τουρκία δίνει μια νέα ποιότητα στην πορεία άλωσης του τουρκικού κράτους από τον ισλαμοφασισμό. Οι εκλογές επιβεβαίωσαν την άνοδο αυτού του ρεύματος μέσα στην κοινωνία επιτρέποντας τώρα στους ισλαμοφασίστες την κατάληψη εκτός από του πρωθυπουργικού θώκου, της προεδρίας της εθνοσυνέλευσης αλλά και της διεκδίκησης του ανώτατου κρατικού αξιώματος που είναι η προεδρία της δημοκρατίας. Ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, η απουσία του Ισλάμ από την πολιτική και καθημερινή ζωή και πολλά άλλα ζητήματα πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η σύγχρονη αστική Τουρκία μπαίνουν σε διαπραγμάτευση διαμορφώνοντας ένα κλίμα που μας γυρίζει αρκετές δεκαετίες πίσω. Και είναι γεγονός ότι πρακτικές όπως η δημόσια εμφάνιση της «πρώτης κυρίας» της Τουρκίας τυλιγμένης με την ισλαμική μαντίλα, η μαζική εισαγωγή θρησκευτικά καταρτισμένων νεολαίων στα πανεπιστήμια ή ο διαχωρισμός ανάλογα με το φύλο σε χώρους όπως οι δημόσιες πισίνες θα ήταν αδιανόητες στη χώρα του Ατατούρκ μέχρι πριν από μερικά χρόνια.
Όμως τώρα αυτά συμβαίνουν, πράγμα που οφείλεται βασικά σε δύο λόγους. Πρώτο, στην αδυναμία της κεμαλικής στρατιωτικής και εμποροβιομηχανικής μεγαλοαστικής τάξης που βρίσκεται στην εξουσία να αντιμετωπίσει τον ισλαμοφασισμό καθώς έχει προ πολλού χάσει κάθε επαφή με τη φτωχολογιά, ενώ οι δημοκρατικές μάζες διστάζουν να την εμπιστευτούν εξαιτίας της αντιδημοκρατικής της σύγχρονης ιστορίας. Δεύτερο, και ακριβώς αντίστροφα στη συμμαχία του ισλαμοφασισμού με τη φτωχολογιά της πόλης και του χωριού, μα και με τη μικρή και μεσαία αστική τάξη της υπαίθρου που είναι θρησκευτικά συντηρητική και οικονομικά έχει αντίθεση με τους κεμαλιστές μεγαλοαστούς.
Η τάξη αυτή διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθισης της δεκαετίας του ’80 όταν μεγάλες μάζες αγροτικού πληθυσμού κατέκλυσαν τα αστικά κέντρα. Η προσέγγισή τους από το ΑΚΡ έγινε σχετικά εύκολα και βασίστηκε κύρια στην αξιοποίηση της θρησκευτικής τους καθυστέρησης αλλά και του μίσους που τρέφουν για το μεγάλο κεφάλαιο. Επιπλέον, ο Ερντογάν στήριξε τη μικρομεσαία οικονομική δραστηριότητα κι έδωσε την ευκαιρία σε αποφοίτους θρησκευτικών σχολείων να συνεχίσουν με ανώτερες σπουδές συγκροτώντας έτσι μια νέα ισλαμική αστική ελίτ. Στην πόλη Καϊσερί – στα βάθη της Ανατολίας – δημιουργήθηκε ένα νέο οικονομικό κέντρο-πρότυπο, όπου τα δημόσια κτίρια χρηματοδοτούνται από το ισλαμικό φιλανθρωπικό δίκτυο. Πρόκειται για μία πρακτική που εφαρμόζεται από τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο ή από τη Χαμάς στην Παλαιστίνη και αξιοποιεί τα κενά ή την ανυπαρξία του κοινωνικού κράτους των δυτικόφιλων αστών. Έτσι οι ισλαμοναζήδες κερδίζουν μεγάλα τμήματα της φτωχολογιάς με απευθείας πολιτική δωροδοκία, δηλαδή παρέχοντας σε αυτά οικονομική βοήθεια, εκπαίδευση σε γυναίκες, ακόμα και υγειονομική μέριμνα για άτομα με αναπηρία.
Στην ταχτική του ο Ερντογάν – που πολιτικά δε διαφέρει σε πολλά από τους ρωσόδουλους εισοδιστές φασίστες τύπου Α. Παπανδρέου, Τσάβες, Λούλα κτλ. – διδάχτηκε αρκετά από το παράδειγμα της λεγόμενης «ισλαμικής επανάστασης» του Ιράν. Εκεί ο Χομεϊνί συμμάχησε με τους πάντες ώστε να πάρει την κρατική εξουσία πριν τους σφάξει τον έναν μετά τον άλλο για να συγκροτήσει τελικά τα SS του, δηλαδή το ναζιστοειδές κόμμα-απόσπασμα των Φρουρών της Επανάστασης. Ιδιαίτερα ο Χομεϊνί συμμάχησε με τη νέα μικρομεσαία αστική τάξη των πόλεων η οποία, καταπιεσμένη από τους μεγαλοαστούς φιλο-ιμπεριαλιστές εκσυγχρονιστές του Σάχη, ήταν γι’ αυτό επιρρεπής στην αντιδυτική συντηρητική θρησκοληψία. Σε μεγάλο βαθμό ο νέος ισλαμισμός είναι μια σύγχρονη ιδεολογική μορφή του φασιστικού μονοπώλιου που αξιοποιεί τις αντιθέσεις, ακόμα και τις αντιστάσεις των μεσαίων και μορφωμένων μεσοστρωμάτων απέναντι στη φιλελεύθερη μεγαλοαστική τάξη και στο δυτικό μονοπώλιο γενικότερα.

Από την άλλη η Τουρκία είναι μια χώρα που έχει κάνει την αστική της αντι-ιμπεριαλιστική επανάσταση και γι’ αυτό διαθέτει μια ισχυρή εθνική αστική τάξη. Η τάξη αυτή ακολουθεί με σταθερότητα μια γενικά φιλοδυτική πολιτική, από τη μια γιατί στη διάρκεια της ανόδου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (’50-’70) είχε αναγκαστεί να συνταχθεί μαζί του για να αντιμετωπίσει ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα στο εσωτερικό, και από τη άλλη αργότερα είχε συμμαχήσει με τις ΗΠΑ για να αντιμετωπίσει τις ρωσοκίνητες διαμελιστικές απόπειρες στα ανατολικά της χώρας. Ο δε στρατός – θεματοφύλακας του κοσμικού κεμαλικού κράτους – αποτελεί μια ισχυρή πολιτική δύναμη που δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί από τους ισλαμοφασίστες. Γι’ αυτό σήμερα ο Ερντογάν είναι αναγκασμένος να συμμαχήσει και με τους δυτικούς φιλο-ιμπεριαλιστές φιλελεύθερους – στο βάθος με τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό – εάν θέλει να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στους κλασσικούς κεμαλικούς εθνικιστές. Θα πρέπει με άλλα λόγια να προκαλέσει ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στην κεμαλική Τουρκία και τη φιλελεύθερη Ευρώπη απομακρύνοντας τη μεν από τη δε.
Αυτό το στόχο εξυπηρετούσε η οικονομική ανάπτυξη της μικρομεσαίας ιδιωτικής επιχείρησης που επεδίωξε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε η κυβέρνηση Ερντογάν στη διάρκεια της τετράχρονης διακυβέρνησής της, ο περιορισμός της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και το άνοιγμα της πόρτας στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά κεφάλαια. Το οικονομικό του πρόγραμμα ακολούθησε τις υποδείξεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και είχε σαν αποτέλεσμα μια γρήγορη οικονομική ανάκαμψη. Αυτός ο οικονομικός φιλελευθερισμός ενθουσίασε τους δυτικούς μονοπωλιστές που δίχως σκέψη έσπευσαν να στηρίξουν τον ανέλπιστο «αντικρατιστή-αντιεθνικιστή» ισλαμοφασίστα «φίλο» τους. Ακόμα περισσότερο οι δυτικοί ενθουσιάστηκαν με την «αλλαγή» του Ιουλίου 2003, όπου αυτός με μια σειρά μεταρρυθμίσεων καταργούσε το μονοπώλιο εξουσίας των κεμαλιστών δημιουργώντας στους ίδιους την προσδοκία μιας μακροχρόνιας επενδυτικής παρουσίας στην περιοχή. Όμως τα σχέδια του Ερντογάν – αυτού του όψιμου «εκσυγχρονιστή»– έχουν διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που ονειρεύονται τα κοντόφθαλμα δυτικά μονοπώλια.

Έτσι, η ευρω-τουρκική σύγκλιση δε σημαίνει στην ουσία τίποτα άλλο παρά το ότι η ρωσόδουλη Ελλάδα μπορεί να ελέγχει τη διαδικασία απο-κεμαλοποίησης της χώρας, εκβιάζοντας την Ευρώπη ότι αν σταματήσει τη διαδικασία ένταξης θα αποδυναμωθεί ο Ερντογάν, θα δυναμώσουν οι κεμαλιστές και έτσι θα οξυνθούν οι ελληνοτουρκικές αντιθέσεις στο Αιγαίο και την Κύπρο. Με λίγα λόγια τώρα η ελληνική ρωσόδουλη διπλωματία κάνει ακριβώς τον αντίθετο εκβιασμό από εκείνον που έκανε όλα τα χρόνια της κεμαλικής κυριαρχίας όταν απαιτούσε από την ΕΕ να παγώσει τις σχέσεις της με την Τουρκία για να υπάρχει ειρήνη στο Αιγαίο και κυρίως στην Κύπρο. Χώρια από αυτά η ελληνική διπλωματία επεμβαίνει όλο και περισσότερο στις εσωτερικές τούρκικες εξελίξεις επιβλέποντας την τήρηση των κριτηρίων για τον «εκδημοκρατισμό της Τουρκίας». Με αυτό τον τρόπο η Ευρώπη έχει μετατραπεί σε εργαλείο άσκησης φιλορώσικης επεμβατικής πολιτικής.
Αλλά αυτό που αποκαλύπτει σε κάθε προσεκτικό παρατηρητή τον πραγματικό πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα του Ερντογάν και πιο πολύ την πρόσκαιρη και επιφανειακή συμμαχία του με τη Δύση είναι η επιδίωξη από την πλευρά του μίας στρατηγικής συμμαχίας με τη σοβινοφασιστική και αντιδυτική τουρκική ακροδεξιά.
Ήδη από τα 1998 ο διπρόσωπος αυτός είχε παραδεχτεί ότι «στόχος μου είναι να ενώσω τη δική μας βάση με τη βάση των εθνικιστών» (βλ. Ελευθεροτυπία, 25/7), εννοώντας τους ρατσιστές και ναζί οπαδούς των «Γκρίζων Λύκων». Μάλιστα δε δίστασε να αποκλείσει τελευταία από τις εκλογικές λίστες του κόμματός του πραγματικά φιλελεύθερα στελέχη, όπως για παράδειγμα τον πρώην πρόεδρο της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της εθνοσυνέλευσης Μεχμέτ Ντουλγκέρ, ή τον αρχηγό αυτού του ρεύματος μέσα στο ΑΚΡ αντιπρόεδρο Αμπντουλατίφ Σενέρ επειδή αντιστάθηκε στην ενίσχυση των ψηφοδελτίων με σοβινοφασίστες υποψήφιους (στο ίδιο).

Η ηγεσία του ΑΚΡ φροντίζει σε κάθε ευκαιρία να ερεθίζει τα σοβινιστικά ανακλαστικά των ακροδεξιών, είτε εγείροντας ζήτημα πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην Αν. Μεσόγειο, είτε, κυρίως, καλλιεργώντας την προσδοκία μιας επέμβασης στο βόρειο Ιράκ με την προοπτική απόκτησης μεριδίου από την εκμετάλλευση των πλούσιων πετρελαιοπηγών του. Ο βαθύτερος στόχος αυτής της πολιτικής του Ερντογάν είναι να οξύνει τις σχέσεις της Τουρκίας με το ιρακινό Κουρδιστάν που ο πληθυσμός του σαν αντισανταμικός είναι υπέρ της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ. Για το σκοπό αυτό οι ρωσόδουλοι του ΡΚΚ παρενοχλούν το τουρκικό έδαφος από το ιρακινό Κουρδιστάν και σκοτώνουν αμάχους ή βάζουν δολοφονικές βόμβες στις τούρκικες πόλεις ώστε να σπρώξουν τον τούρκικο στρατό και τους κεμαλιστές να κάνουν εισβολή στο κουρδικό Ιράκ. Με αυτόν τον τρόπο θέλουν να φέρουν τους κεμαλιστές και όλη την Τουρκία σε στρατηγική σύγκρουση με τις ΗΠΑ που θα σταθεί οπωσδήποτε στο πλευρό των Κούρδων του βόρειου Ιράκ για να μη χάσει κάθε βάση στη χώρα αυτή. Γι αυτό ο Ερντογάν ακολουθώντας την τακτική Παπανδρέου υπερθεματίζει προβοκατόρικα τον αντιιρακινό-αντικούρδικο εθνικισμό και τάσσεται υπέρ της μονομερούς επέμβασης στην περιοχή για την «πάταξη του ΡΚΚ». Οι Αμερικανοί καταγγέλλονται διαρκώς για την άρνησή τους να υποστηρίξουν μια τουρκική εισβολή στο Ιράκ. Εντελώς ξεδιάντροπα ο ιρανός πρέσβης στην Άγκυρα επεμβαίνει στις τουρκο-ιρακινές σχέσεις λέγοντας ότι η Αμερική χρειάζεται το ΡΚΚ με σκοπό να το χρησιμοποιήσει ενάντια στα καθεστώτα της Συρίας και του Ιράν (Le Monde, 2/8). Όταν το Ισραήλ εισέβαλε στο Λίβανο το περσινό καλοκαίρι για να υπερασπιστεί την ασφάλεια και την ακεραιότητά του απέναντι στις προβοκατόρικες επιθέσεις της Χεζμπολάχ, τα τουρκικά ΜΜΕ επέκριναν την αμερικανική πολιτική των «δύο μέτρων και δύο σταθμών» που «ενθαρρύνει το Ισραήλ να πράξει αυτό που απαγορεύει στην Τουρκία» (Le Monde, 2/8).
Πρόκειται για μία ταχτική που δίνει τη δυνατότητα στον Ερντογάν να λειτουργεί ως ο εθνικός προβοκάτορας, ο κρυφός επιθετιστής στο στρατόπεδο των κεμαλιστών σε μυστική συνεννόηση με τον ανοιχτό επιθετιστή, το ρωσοκίνητο ΡΚΚ. Έτσι είχε δουλέψει ο έλληνας εθνικός προβοκάτορας, ο Α. Παπανδρέου για χρόνια την ελληνοτουρκική αντίθεση και έτσι έκανε την Ελλάδα σύμμαχο της Μόσχας. Η ταχτική του Ερντογάν αν δεν ανακοπεί μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη στοίχιση όλου του έθνους γύρω απ’ αυτόν, ακόμα και των κεμαλιστών με τον αντιδυτικό νεοναζιστικό άξονα.
Οι προβοκάτσιες του ΡΚΚ και η όξυνση των ιρακο-τουρκικών σχέσεων δίνουν πλούσιο έδαφος στην αντιαμερικανική αλλά και την αντισραηλινή προπαγάνδα των ισλαμοφασιστών και στην ενότητά τους με τους επίσης αντιαμερικάνους και αντισημίτες εθνοφασίστες.
Μέσα σε όλα αυτά η μόνιμη αδυναμία της ΕΕ να κρατήσει μια καθαρή στάση στο ζήτημα της ένταξης και η διαρκής διάψευση των ελπίδων ένταξης που κάθε τόσο δίνει στην Τουρκία, την κάνουν μέρα με τη μέρα αντιπαθητική όχι μόνο στους φασίστες και στους εθνικιστές αλλά και στους τούρκους δημοκράτες.

Το αποτέλεσμα αυτής της ταχτικής είναι η σε βάθος και εύρος ενίσχυση μέσα στην Τουρκία του ναζιστικού αντιδυτικισμού και του αντισημιτισμού.
Η προώθηση αυτής της ιδεολογίας, είναι το κλειδί για την κατανόηση της πολιτικής Ερντογάν, μιας πολιτικής που εξυπηρετεί με συνέπεια τα συμφέροντα του ανερχόμενου παγκόσμιου νεοναζιστικού άξονα Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης. Εντάσσεται δε στο στρατηγικό σχέδιο περικύκλωσης και κατάληψης της πλούσιας Ευρώπης που θα δώσει στους ρώσους σοσιαλιμπεριαλιστές – και κατ’ επέκταση στον άξονα – την ηγεμονία απέναντι στους αμερικανούς ανταγωνιστές τους. Εμπόδιο στην υλοποίηση του σχεδίου και ανάχωμα στην ισλαμοφασιστική επέλαση αποτελούν αντικειμενικά με όλα τα κακά τους οι τούρκοι κεμαλιστές, που πολιτικά εκφράζονται από το «Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα» του Ντενίζ Μπαϊκάλ αλλά και από το πανίσχυρο ακόμα Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Όσο αυτοί παραμένουν στην εξουσία τόσο δυσχερέστερη θα γίνεται για τους ρώσους χίτλερ η κάθοδος του πολεμικού τους στόλου στη Μεσόγειο και τόσο θα απομακρύνεται για τους λαούς της Ευρώπης ο κίνδυνος μιας αιματηρής υποδούλωσης. Νομίζουμε ότι τώρα γίνεται αντιληπτό στους αναγνώστες πόσο βαθιά αντιδραστική είναι η στάση όλων των ελληνικών κομμάτων και της κυβέρνησης που στήριξαν τον Ερντογάν, είτε ανοιχτά (κυβέρνηση, ΣΥΝ κτλ.), είτε συγκαλυμμένα λέγοντας «ούτε στρατός ούτε ισλάμ» (ψευτοΚΚΕ) την ώρα που το τελευταίο κέρδιζε κατά κράτος.
Ο αληθινός κίνδυνος είναι ότι η Τουρκία κινείται ολοταχώς προς τον άξονα. Δείγμα αυτής της πορείας είναι και η πρόσφατη συμφωνία με το Ιράν για τη διοχέτευση 30 δις κυβικών μέτρων ιρανικού και τουρκμενικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, η οποία δίνει εκτός των άλλων τη δυνατότητα στην τουρκική Turkish Petroleum Corporation να εκμεταλλευτεί κοιτάσματα αερίου μέσα στο Ιράν (Ελευθεροτυπία, 17/7). Άλλο τέτοιο δείγμα είναι η διπλωματική κάλυψη που πρόσφερε η κυβέρνηση Ερντογάν στη Χαμάς λίγο μετά την de facto αναγνώριση της κυβέρνησής της από τη ρωσική ηγεσία.
Τέλος ο Ερντογάν που δήθεν κόπτεται για την ασφάλεια της χώρας του ήταν εκείνος που είχε καταργήσει με τη μεταρρύθμιση του 2003 το περιβόητο άρθρο 8 του αντιτρομοκρατικού νόμου που προέβλεπε μεταξύ άλλων ποινή φυλάκισης για διαμελιστική προπαγάνδα. Στις παραμονές των πρόσφατων εκλογών ήταν ο ίδιος που πρόσφερε τη στήριξή του στην πολιτική συνιστώσα του ΡΚΚ – το «Κόμμα της Δημοκρατικής Τουρκίας» – και αρνήθηκε ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των δύο, λέγοντας ότι «θα ήταν λάθος να πω κάτι τέτοιο, για ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα που ασκεί πολιτική» (βλ. Ελευθεροτυπία, 19/7). Το έμμεσο αποτέλεσμα ήταν να εκλεγούν 22 τάχα ανεξάρτητοι κούρδοι βουλευτές που στην πραγματικότητα πρόσκεινται στο PKK και είναι αποφασισμένοι να στηρίξουν τη διαμελιστική γραμμή του.
Δυστυχώς για τους ισλαμοφασίστες, όσο και να το παίζουν προστάτες του έθνους δε μπορούν παρά να βγάζουν προς τα έξω τη μπόχα τους. Όσο κερδίζουν τις μάχες για τον έλεγχο του κράτους, τόσο πιο μειονεκτική θα γίνεται η θέση τους μέσα στο λαό και τόσο περισσότερο θα φαίνεται η ζημιά που προκαλούν στη χώρα αλλά και σε διεθνή κλίμακα.
Η επόμενη μάχη θα δοθεί για την κατάληψη του προεδρικού θώκου. Εάν ο Γκιούλ κατορθώσει να αναρριχηθεί στη θέση αυτή και όλα δείχνουν ότι θα μπορέσει να το πετύχει, τότε οι κεμαλιστές θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση καθώς η ψήφος του ισλαμοφασισμού μέσα στο Τούρκικο Συμβούλιο Ασφαλείας, ενισχυμένη από τη κυβερνητική εξουσία θα μπορεί να καθορίζει την έκβαση αποφάσεων για κρίσιμα στρατιωτικά ζητήματα αλλά και για σοβαρές θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Εάν όλα πάνε καλά για τους ισλαμοφασίστες, το επόμενο βήμα στην επέλασή τους θα είναι το δημοψήφισμα στις 21 Οκτώβρη για την έγκριση ή όχι της συνταγματικής μεταρρύθμισης που προωθεί η κυβέρνηση και που ευνοεί την εκλογή του προέδρου απευθείας από τους ψηφοφόρους. Σε κάθε περίπτωση η μάχη της Τουρκίας ενέχει σοβαρές συνέπειες για το μέλλον της Ευρώπης.