Ο ΤΡΙΤΟΣ ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΥΝΘΟΥ

Ο ΜΑΖΙΚΟΣ ΞΥΛΟΔΑΡΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΗΛΩΤΩΝ ΜΕ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ

Η διακομματική εκστρατεία μέσω ΕΣΡ-ΕΣΗΕΑ-ΔΣΑ και ορισμένων εφημερίδων με επικεφαλής την Ελευθεροτυπία ενάντια στα ΜΜΕ που τόλμησαν και έκαναν θέμα το βιασμό της νεαρής μετανάστριας από συμμαθητές της, είχε και το ειδικό αποτέλεσμα της. Ένα πλήθος από τραμπούκους κατοίκους της Αμαρύνθου αποθρασυμένο από αυτήν την εκστρατεία υπέρ των βιαστών προχώρησαν σε μια τραμπούκικη επίθεση σε πάνω από 100 αναρχικούς διαδηλωτές που πήγαν στις 19/11 στην Αμάρυνθο από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα να διαμαρτυρηθούν για το βιασμό. Η επίθεση κατέληξε σε τραυματισμό ορισμένων διαδηλωτών.
Οι φίλοι των βιαστών ισχυρίζονται βέβαια ότι δεν υπήρξε ποτέ βιασμός αλλά τους προδίδει το σβήσιμο του βίντεο της πράξης αυτής από τα κινητά τηλέφωνα των μαθητών που το είχαν αποτυπώσει. Χαρακτηριστικό του θράσους αυτού του χωριού είναι ότι ο Δήμος Αμαρυνθίων δεν τηρεί ούτε καν τις τυπικές αποστάσεις από το βιασμό και έχει στην ιστοσελίδα του άρθρο με τίτλο: Εξελίξεις στην υπόθεση του υποτιθέμενου “βιασμού” (http://www.amarynthos.gr/gr/index.asp?p=8-1). Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο που το τοπικό καθεστώς έφτασε στην ανοιχτή βία όπως θα έκανε κάθε φασισμός. Αποσπάσματα της μαρτυρίας για όσα συνέβησαν που παρουσιάζουμε παρακάτω είναι από τη συλλογικότητα “Terminal 119 για την κοινωνική και ατομική αυτονομία» που συμμετείχε στη διαδήλωση της Αμαρύνθου.
Ολόκληρο το κείμενο μπορεί να βρεθεί στη διεύθυνση: (http://www.terminal119.gr/show.php?id=388).
«Το γνωρίζαμε εξ’ αρχής ότι ο βιασμός της 16χρονης μετανάστριας μας αφορούσε άμεσα. Είχε να κάνει με την συνείδηση των ευθυνών μας γι’ αυτό τον κόσμο που αναπαράγει και σωπαίνει μπροστά σε τέτοια εγκλήματα. Πήγαμε εκεί, όχι για να πείσουμε κάποιον, ούτε για να συμβάλλουμε στον θόρυβο των μίντια, πήγαμε να καταγγείλουμε, πήγαμε για να καταδείξουμε την ευθύνη και την συνενοχή της ντόπιας κοινωνίας απέναντι στον σωματικό και ψυχικό βιασμό της μετανάστριας. Πήγαμε για να φωνάξουμε πως: «οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άνδρες καθημερινοί!» και αυτοί μας το αποδείξαν με τον καλύτερο τρόπο! «Καλά της κάναμε της π…..» βροντοφώναζαν οι άντρακλες του χωριού: Σε αυτό το «κάναμε» βρίσκεται η συνειδητή συνενοχή τους, η ανοιχτή τους ταύτιση με τους θύτες. Πολλές άλλες τέτοιες φρικιαστικές βρισιές μας είπανε, τρέμει το χέρι μας μόνο αν τις απαριθμήσουμε…»

«Η πορεία των αόρατων – το πογκρόμ.

Χαλκίδα Κυριακή 19/11/06: Στο σταθμό των τρένων 120-130 αναρχικοί-αντιεξουσιαστές κυρίως από Θεσσαλονίκη και Αθήνα μαζεμένοι συζητάμε για το ποιόν της πορείας μας στην Αμάρυνθο, για το τι θα κάνουμε ακριβώς. Έχουμε αποφασίσει να μην απαντήσουμε με βία σε προκλήσεις των κατοίκων. Θα πετάξουμε τα τρικάκια μας, θα φωνάξουμε συνθήματα, θα γράψουμε σε δημόσιους τοίχους, θα μοιράσουμε προκηρύξεις και το πιο επίφοβο: θα γράψουμε με σπρέι πάνω στο φασιστικό μνημείο του χωριού. Με αυτό δεν θέλαμε φυσικά να γίνει κάποιος συνειρμός σε σχέση με τον εμφύλιο ή το ΕΑΜ (που πολιτικά δεν έχουμε σχέση) αλλά να το θίξουμε ως ένα ακόμη σύμβολο της εθνικιστικής μισαλλοδοξίας και παράδοσης της περιοχής. Όπως και να έχει, όσες παραμέτρους κι αν δεν σκεφτήκαμε, αυτά αποφασίσαμε.

Φτάσαμε με δύο πούλμαν στην Αμάρυνθο το μεσημέρι. Η πορεία στην αρχή έβαινε ομαλά. Γράψαμε συνθήματα στο σχολείο και προχωρήσαμε. Μια πρώτη λεκτική αντίδραση, ότι «Δεν ήταν βιασμός…» κ.λπ. συναντήσαμε εκεί. Η πορεία είχε πολύ παλμό και αρκετά πρωτότυπα συνθήματα για τα δεδομένα του «χώρου» στην Ελλάδα: «Η πατριαρχία σε αυτήν την κοινωνία τελειώνει στα μπουρδέλα, αρχίζει στα σχολεία», «Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άνδρες καθημερινοί», «Ξένοι δεν είναι οι μετανάστες, ξένοι είναι οι βιαστές και όσοι τους κάνουν πλάτες», «Εγκληματίες είναι οι εθνικιστές και όχι οι μετανάστες και οι μετανάστριες» κ.α. Προχωρήσαμε και φτάσαμε κανονικά ως το μνημείο του χωριού όπου συγκεντρωθήκαμε μέχρι να γραφτεί αυτό που είχε συμφωνηθεί. (Σημ. δικιά μας, πρόκειται για μνημείο πεσόντων που γράφει «σφαγιασθέντες παρά των σλαβοκομουνιστών» καθώς η Αμάρυνθος υπήρξε κέντρο των Ταγμάτων Ασφαλείας τη δεκαετία του 1940. Οι διαδηλωτές έγραψαν εκεί: «μνημείο μεταναστών σφαγιασθέντων υπό των ελλήνων μικροαστών»). Εκεί άρχισαν οι πρώτοι σκληροί διαπληκτισμοί. Ένας ντόπιος άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Δεν έλεγε, όμως, για το μνημείο, αλλά για την κοπέλα που βιάστηκε: «Καλά της κάναμε!», «Έπρεπε να την γ…. μέχρι το μεδούλι» κ.α. που δεν έχει κανένα νόημα να απαριθμήσουμε. Αρχίσανε, τότε, και οι πρώτες απειλές εναντίον μας. Ένας πήγε να βγάλει κάτι από το αυτοκίνητο του (…) αλλά τελικά μας απείλησε ότι θα μας περιμένουν στο τέλος του χωριού. Καθώς φεύγαμε από το μνημείο, παραλιακά, διάφοροι έβριζαν και έκαναν την προσπάθεια να μπούνε στο μπλοκ μας με σκοπό να χτυπήσουν ή παρασυρμένοι από την οργή τους εναντίον των γυναικών του μπλοκ μας βρίζοντας τες παράλληλα αισχρά. Ευτυχώς δεν εκτράπηκε η πορεία όπως είχε συμφωνηθεί και προχωρήσαμε απωθώντας τους. Κάποιοι και κάποιες μεγάλοι και μικροί έβγαιναν στα μπαλκόνια και στις αυλές τους και μας έβριζαν. Εμείς συνεχίσαμε. Κάποια στιγμή ενημερωθήκαμε μέσω τηλεφώνου ότι τα πούλμαν που ήρθαμε τα είχαν διώξει από την περιοχή που τα αφήσαμε. Πλέον βιαζόμασταν να φύγουμε… Καθώς βγαίναμε από το κύριο μέρος του χωριού μπροστά μας στα εκατό μέτρα είχαν ήδη μαζευτεί οι πρώτοι απ’ αυτούς. Το σκηνικό θύμιζε από μακριά συγκέντρωση παρακρατικών. Κρατούσανε ξύλα και άλλα. Αρχίσανε το πετροβολητό… Συνεχίσαμε. Ο πανικός είχε ήδη αρχίσει να ανάβει. Μας πήραν από πίσω, σε κάποια απόσταση στην αρχή, ύστερα πιο κοντά. Από έναν λόφο δεξιά μας, κόσμος μαζεμένος άρχισε να πετάει και αυτός πέτρες. Και ήμασταν ακόμη στην αρχή… Οι πέτρες μας περνούσαν ξυστά, δεν είχε τραυματιστεί κανείς ακόμη. Δεν βλέπαμε πουθενά μπροστά μας τα πούλμαν… Συγκροτηθήκαμε σε αλυσίδες. Ο πετροβολισμός από πίσω συνεχιζόταν για πολύ ώρα. Κάποιοι προσπαθούσαμε να τις αποκρούσουμε με τις σημαίες μας. Μπροστά μας είδαμε ότι είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι με αμάξια, ξύλα, λοστούς. Αυτοί έκαναν το εξής: Όσο τους πλησιάζαμε πήγαιναν και πιο πίσω για να έχουν ελεύθερο χώρο βολής. Αυτοί που ήταν από πίσω μας πλησίαζαν. Είχανε μαζί τους ξύλα, λοστούς, φτυάρια, τσουγκράνες, σούβλες και βρίζανε ανηλεώς: «Τι ήρθατε να κάνετε εδώ ρε …..», «Δεν θα φύγετε ζωντανοί». Οι βρισιές εναντίον των γυναικών ήταν τόσο αηδιαστικές…Δεν τις απαριθμούμε. Κάποια στιγμή από πίσω μας άρχισε ένα άγριο πετροβολητό από τα δύο μέτρα εναντίον μας, ένας σύντροφος έπεσε κάτω αναίσθητος από χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού… Αυτοί το μόνο που είπαν είναι: «καλά έπαθε», «ας πεθάνει, δεν μας νοιάζει». Κάποιοι σύντροφοι τον πήραν στα χέρια. Τότε άρχισε και το ξύλο σώμα με σώμα. Εμείς προσπαθούσαμε να αμυνθούμε. Αυτοί, γενικά, όποιον έβλεπαν να αμύνεται τόσο πιο βίαια τον χτυπούσαν. Δεν υπολόγιζαν απολύτως τίποτα, ένοιωθες ότι δεν είχες να κάνεις με ανθρώπους αλλά με μια μηχανή που σκορπάει αλόγιστα πέτρες, ξύλο και βωμολοχίες. Δεν υπήρχε περίπτωση να πειστούν να σταματήσουν ώστε να φύγουμε, ήθελαν εκδίκηση. Κανείς δεν ήξερε ποια θα ήταν τα όρια τους και αν θα υπήρχαν. Οι σύντροφοι που ήταν μπροστά τους και αμύνονταν ή προσπάθησαν να μιλήσουν έφαγαν πολύ ξύλο. Έριχναν κόσμο κάτω και τον χτυπούσαν. Χτύπησαν χωρίς οίκτο κάποιες συντρόφισσες. Απομόνωναν κόσμο στα χωράφια δεξιά και αριστερά και τον έδερναν αλύπητα. Κλοτσιές, μπουνιές, χτυπήματα με ξύλα και σίδερα. Εντωμεταξύ συνεχίζαμε να πορευόμαστε και τα πούλμαν πουθενά ακόμη. Νοιώθαμε πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Σταματούσαμε τα αμάξια που έρχονταν ώστε να φράξουν τον δρόμο στους εξαγριωμένους άντρες, αλλά τίποτα. Ένας από αυτούς μάλιστα, πρέπει να ήταν ντόπιος, άνοιξε γκάζι και χτύπησε μια κοπέλα. Οι τραυματισμοί πολλαπλασιάζονταν. Από τις πέτρες είχαν ανοίξει και άλλα κεφάλια. Ακούστηκε ότι τα πούλμαν ήταν στο επόμενο βενζινάδικο, είχαμε ήδη περπατήσει ένα ή δύο χιλιόμετρα. Αλλά δεν ήταν εκεί. Οι τύποι μπροστά συνέχισαν να πετάνε πέτρες και να βρίζουν ανηλεώς. Στο σημείο που ήταν το βενζινάδικο θέλησαν να μας στριμώξουν μέσα, για να μας δείρουν μέχρι θανάτου, για να μας κάψουν, ποιος ξέρει… Φώναζαν να πετάξουμε τις σημαίες μας: «Θέλετε να μας δείρετε ρε ….. γι’ αυτό τις φέρατε;». Οι περισσότερες σημαίες πετάχτηκαν στον δρόμο ενώ αυτοί συνέχιζαν να βαράνε και να ουρλιάζουν πιο λυσσασμένα. Στο βάθος κάποια στιγμή φάνηκε το ένα λεωφορείο. Μας τρομοκρατούσαν φωνάζοντας «Τρέξτε ρε!…..». Μια ολόκληρη πορεία έτρεχε και αυτοί από πίσω μας κυνηγούσαν. Κόσμος έπεφτε στο δρόμο και έτρωγε ξύλο, υπήρχε κίνδυνος να ποδοπατηθούμε. Τρόμος και ελπίδα που φτάνουμε επιτέλους στο πούλμαν. Αυτοί έφτασαν ως έξω από το πούλμαν, μέχρι κ’ εκεί βαρούσαν και έβριζαν. Μπήκαμε όπως-όπως μέσα, κάτσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Υπήρχε κίνδυνος μην ρίξουν πέτρες στα τζάμια και τα καλύψαμε με τα μπουφάν μας. Έβριζαν και έφτυναν τον οδηγό. Το λεωφορείο προχωρούσε και έμπαινε ακόμη κόσμος. Σε λίγο καταλάβαμε ότι είχαμε αφήσει κόσμο πίσω. Το παιδί που είχε χτυπήσει άσχημα το κεφάλι του ήρθε ασθενοφόρο από την Χαλκίδα και τον πήρε. Άφησε όμως πίσω του όλους αυτούς που τον κουβαλούσαν με τα χέρια. Αργότερα μάθαμε ότι κάποιοι μπάτσοι μάζεψαν τους συντρόφους που είχαν μείνει πίσω και τους έφεραν στο πούλμαν. Πολύ παρακάτω βρήκαμε και το άλλο πούλμαν και οι συντρόφισσες/οι από Αθήνα μπήκαν σε αυτό. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Όλοι ήμασταν σοκαρισμένοι από το εξοντωτικό μένος που αντιμετωπίσαμε».

Οι συγγραφείς αυτής της αφήγησης τελειώνουν με αναφορές και περιγραφές της ανδροκρατικής ιδεολογίας στο χωριό που δείχνουν να τη θεωρούν σαν κύρια υπεύθυνη και του σεξουαλικού βιασμού και τελικά της επίθεσης στους ίδιους, ενώ σε κάποιο απόσπασμά τους προηγούμενα ισχυρίζονται ότι η αστυνομία έκανε πλάτες σε αυτήν την επίθεση ή υποπτεύονται ότι την οργάνωσε η ασφάλεια και παραθέτουν σχετικό άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Άλλα ρεπορτάζ όμως ή μαρτυρίες στο Ιντυμίντια λένε ότι τα ΜΑΤ μάλλον βοήθησαν τους διαδηλωτές απέναντι στους τραμπούκους του χωριού και μάλιστα πρότειναν στα θύματα να κάνουν μηνύσεις. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε και είναι πολύ πιθανό ότι ασφαλίτες ήξεραν και ειδοποίησαν από τα πριν τους τραμπούκους του χωριού, αλλά η θέση ότι η αστυνομία σαν τέτοια έστησε τον ξυλοδαρμό δεν φαίνεται να στέκει. Αντίθετα αυτός ο ισχυρισμός είναι σύμφωνος με τη γενική γραμμή που ρίχνει ο σοσιαλφασισμός στους αναρχικούς για να τους σπρώξει στην κατεύθυνσή του. Πως μπορεί ο κύριος εκπρόσωπος της κοινωνικής αντίδρασης της Αμαρύνθου να είναι η αστυνομία όταν όλο το πογκρόμ και κατά της μετανάστριας και κατά των διαδηλωτών έγινε χάρη στις πλάτες του ψευτοαριστερού παρακράτους που περιλαμβάνει ΕΣΡ, ΕΣΗΕΑ, ΔΣΑ και ψευτοαριστερό τύπο; Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι τον ξυλοδαρμό της Αμαρύνθου τον κάλυψε και εκ των υστέρων πρώτη και καλύτερη η ψευτοαριστερά με την ένοχη, σχεδόν απόλυτη σιωπή της. Πρόκειται για την εντελώς χαρακτηριστική σιωπή ακριβώς εκείνων που χύνουν ποτάμια μελανιού ενάντια στην αστυνομία όταν συγκρούεται με τα δικά της τάγματα εφόδου. Πραγματικά τα θύματα συνεχίζουν να μη βλέπουν πολιτικά προκειμένου να εντάξουν την πραγματικότητα στον ρηχό αντικρατισμό τους. Έτσι δεν βλέπουν τους αληθινούς δράστες.

Παραθέσαμε επίτηδες μεγάλα αποσπάσματα από τη διαδήλωση και τη βάναυση επίθεση για να μπορέσει να κατανοήσει ο αναγνώστης πόσο σημαντικό ήταν το γεγονός. Μπορεί βέβαια κανείς να έχει αντιρρήσεις σε σχέση με το στυλ και το περιεχόμενο της προπαγάνδας των αναρχικών. Και εμείς έχουμε και μάλιστα πολύ μεγάλες. Οι αναρχικοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν πολύ αγνοήσει τις μάζες τα τελευταία χρόνια στη χώρα αυτή, συχνά τις έχουν περιφρονήσει ή και προβοκάρει και γι αυτό έχουν γίνει γενικά αντιπαθείς σε αυτές. Εκεί στηρίχτηκαν πιστεύουμε περισσότερο οι τραμπούκοι της Αμαρύνθου. Οι συγκεκριμένοι διαδηλωτές προσπάθησαν από όσα αφηγούνται να πλησιάσουν κάπως τις μάζες αλλά τα αντιπατριαρχικά και μάλιστα ωμά διατυπωμένα συνθήματα τις αποξένωναν από αυτές, όπως το «οι βιαστές είναι συνηθισμένοι άνθρωποι» ή η φωναχτή αναφορά τους σε μπουρδέλα και η ταύτισή των σχολείων με αυτά. Τέλος δεν καταστρέφει κανείς χωρίς στήριξη από το ντόπιο πληθυσμό ένα μνημείο για νεκρούς μέσα στο χωριό του και μάλιστα ξαφνικά μετά από 50 χρόνια ακόμα και όταν αυτοί οι νεκροί είναι αντιδραστικοί. Έτσι οι διαδηλωτές έγιναν βούτυρο στο ψωμί των τραμπούκων γιατί τους πρόσφεραν εύκολα την πλατειά μάζα.
Παρόλα αυτά τα σοβαρά λάθη τους πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι η κίνησή τους είχε ειλικρίνεια και τόλμη και έγινε εκτός και ενάντια στη γενική καθεστωτική κάλυψη του εγκλήματος. Γι αυτό είχε δυο αντίθετες συνέπειες. Από τη μια παγίωσε πολιτικά τη θέση των τραμπούκων βιαστών στο χωριό αυτό και αυτό είναι καθοριστικό για την εξέλιξη αυτού του χωριού, αλλά από την άλλη έφερε στην επιφάνεια έναν τρίτο βιασμό για όσους μπορούν να τον δούνε. Αν δηλαδή ο πρώτος βιασμός της μαθήτριας ήταν ο σεξουαλικός και ο δεύτερος ο τοπικός κοινωνικός βιασμός με την αποβολή της από το σχολείο, ο τρίτος, έγινε με τον άγριο ξυλοδαρμό εκείνων που κινήθηκαν να καταγγείλουν τους πρώτους δύο και, κυρίως, με το πνίξιμο αυτού του ξυλοδαρμού μέσα στη γενική σιωπή, που σημαίνει με την έγκριση σύσσωμου του επίσημου πολιτικού καθεστώτος.
Τρεις απανωτοί βιασμοί ήταν αρκετοί για να εμφανιστούν στο χωριό και οι ανοιχτοί πολιτικοί βιαστές, τα απόλυτα κατακάθια της κοινωνίας και της πολιτικής, οι ναζιστές. Λίγες μέρες μετά τον ξυλοδαρμό αυτοί εμφανίστηκαν στην Αμάρυνθο σαν κλιμάκιο της Πατριωτικής Συμμαχίας (η πολιτική μεταμφίεση των ναζιστών της Χρυσής Αυγής) για να δρέψουν τον καρπό του ταξικού και κοινωνικού μίσους που οργιάζει στο «νικηφόρο» χωριό των βιασμών. Στην εφημερίδα τους, Ελεύθερος Κόσμος 26/11/06 βγαίνουν με πρωτοσέλιδο «Κάτω τα χέρια από την Αμάρυνθο» και εμφανίζουν μια ανώνυμη συνέντευξη κατοίκων που όμως από το ύφος της δείχνει ότι πρόκειται για κάποιο στέλεχος της τοπικής κοινωνίας που ευτυχώς δεν είχε ακόμα το θράσος να πει ανοιχτά το όνομά του. Φυσικά οι ναζιστές ήταν καλοδεχούμενοι εκεί και μάλιστα συζητάνε και τη δημιουργία τοπικής οργάνωσης. Μια τέτοια οργάνωση είναι πραγματικά ότι πρέπει για να τεταρτώσει ο βιασμός της Αμαρύνθου.
Πραγματικά δεν πρέπει αυτό το όργιο της Αμαρύνθου να μείνει αναπάντητο. Και δεν πρέπει η απάντηση να μείνει αποκλειστικά ή έστω να μείνει κύρια στα χέρια όσων δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τις μάζες. Η Αμάρυνθος είναι μεγάλο και κεντρικό ζήτημα πολιτικής δημοκρατίας.