Ο ΛΑΟΣ ΔΙΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ» ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ

Παρά τις αυξανόμενες αντιστάσεις τους ούτε η υπουργός παιδείας, ούτε η μη Καραμανλική πλευρά της ΝΔ θα μπορέσουν μόνες τους να σώσουν την επιχειρούμενη μεταρρύθμιση, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «μεταρρύθμιση αξιολόγησης». Αν υπάρχει μια ελπίδα για ήττα του «διακομματικού συντονιστικού κορυφής» και του σοσιαλφασισμού σε αυτή τη φάση είναι από τις γενικευμένες αυθόρμητες και αρκετές φορές συνειδητές αντιστάσεις του λαού, δηλαδή των γονιών, των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των φοιτητών στο πραξικοπηματικό και γεμάτο γκαιμπελισμό «Κίνημα Παιδείας». Το εξαιρετικό με αυτές είναι ότι δεν είναι πια αντιστάσεις από την πολιτική συντήρηση, που έτσι κι αλλιώς απεχθάνεται κάθε μορφή πολιτικού αγώνα που θυμίζει πρόοδο και λαό, αλλά είναι αντιστάσεις από την μη κομματικά ενταγμένη αριστερά, αντιστάσεις από την πολιτική δημοκρατία και αντιστάσεις από τους ανθρώπους της ανάπτυξης και της επιστήμης.
Όλος αυτός ο κόσμος έχει αρχίσει να καταλαβαίνει ότι αυτές εδώ οι κινητοποιήσεις τόσων κλάδων είναι κεντρικά και πολιτικά συντονισμένες και όχι αυθόρμητες εφόσον τους λείπει ένα χτυπητό και κατανοητό κοινό κεντρικό αίτημα. Το ν+2 στους φοιτητές ήταν κάπως κατανοητό, αλλά λίγοι καταλάβαιναν τόσο έντονη σύγκρουση για την συμπύκνωση των σπουδών. Ακόμα λιγότερο ο κόσμος είχε κάποια αντίθεση στη δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων όπως φώναζαν οι καταληψίες. Τα 105 Ευρώ των δασκάλων ήταν ένα συμπαθές αίτημα στο πλατύ κοινό, αλλά δεν έπειθε σε μια κατάσταση γενικής φτώχειας ότι για χάρη του άξιζε να μείνουν τα σχολεία κλειστά για τόσες βδομάδες. Παραπέρα η ΔΟΕ και η ΟΛΜΕ έγιναν ύποπτες ότι χρησιμοποιούσαν τα 105 Ευρώ για πρόσχημα όταν πρόβαλαν ξαφνικά το 5% για την παιδεία και τα 1400 Ευρώ κατώτατο μισθό την ώρα που το αίτημα των 105 Ευρώ «κινδύνευε» να ικανοποιηθεί από την Γιαννάκου. Η αντίθεση του κόσμου δυνάμωσε όταν άρχισαν να συζητιούνται τα αιτήματα των καταληψιών μαθητών, ιδιαίτερα τα δυο πιο προβεβλημένα από αυτά: Η κατάργηση της βάσης του 10 και το «όχι στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας» με πρόσχημα πάλι το άρθρο 16. Το πρώτο από αυτά θεωρήθηκε και σωστά παράλογο, δημαγωγικό και σε τελική ανάλυση εξευτελιστικό για κάθε είδους πραγματική γνώση. Το δεύτερο αποδείχθηκε πέρα για πέρα πλαστό γιατί τίποτα σε ότι προτείνει το υπουργείο Παιδείας δεν δείχνει κίνηση για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης. Αλλά και το 5% που χρησιμοποίησαν οι καταληψίες για να ενοποιήσουν τις καταλήψεις τους με το υπόλοιπο κίνημα δεν φαινόταν καθόλου για αυθόρμητη μαθητική απαίτηση ούτε για μια απαίτηση που είχε σχέση με την υπουργό παιδείας αλλά με την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό. Από την άλλη το γεγονός ότι σε κάθε σχολείο προστέθηκαν μια σειρά ειδικά αιτήματα έδειχνε στους πιο πολιτικά έμπειρους γονείς ότι υπήρχε απάτη. Γιατί δεν μπορεί ποτέ μέσα από ένα γενικό κίνημα να ικανοποιηθούν επί μέρους αιτήματα. Αρα τα επί μέρους αιτήματα ήταν μόνο για να δικαιολογηθεί το αδύναμο γενικό κίνημα.
Αλλά αυτές ήταν γενικές και διαισθητικές παρατηρήσεις για τους πιο πολλούς ανθρώπους του λαού που δεν ασχολούνται στενά με την πολιτική. Αυτό που έφερε τις μάζες στο σημείο να δουν πιο καθαρά τα πράγματα ήταν η τελική φάση της συντονισμένης επιχείρησης πτώση Γιαννάκου ή έστω ακύρωσης της κατάθεσης του Νόμου Πλαίσιου για τα Πανεπιστήμια που είναι ο άμεσος στόχος του αντιδραστικού κινήματος παιδείας. Συγκεκριμένα η φάση των μαθητικών καταλήψεων.
Ο λαός καταλαβαίνει λίγο από αιτήματα όταν αυτά συσκοτίζονται, αλλά καταλαβαίνει πολλά από διαδικασίες που τις παρακολουθεί και τις ζει. Έτσι μπόρεσε να ζήσει τον αστραπιαίο, δίχως προηγούμενες ζυμώσεις τρόπο με τον οποίο γίνανε οι μαθητικές καταλήψεις. Πολλοί παραξενεύτηκαν, μαθητές και γονείς με εκείνο το πεθαμένο επί χρόνια «μαθητικό συντονιστικό των σχολείων της Αθήνας» που βγήκε για να ανακοινώσει ξαφνικά και τις καταλήψεις και τα αιτήματα. Λίγοι διάβασαν στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, που ενθουσιωδώς στήριξε όλο αυτό το «κίνημα παιδείας», ότι η πρώτη συνέλευση του συντονιστικού που αποφάσισε τις καταλήψεις έγινε στο συνδικάτο οικοδόμων στις 8 Οκτώβρη (Ελευθεροτυπία, 9 Οκτώβρη), όμως όλοι μάθανε στη συνέχεια από την πράξη ότι πίσω από τις καταλήψεις ήταν κύρια το ψευτοΚΚΕ και δευτερευόντως ο ΣΥΝ.
Στη συνέχεια όλοι σχεδόν οι μαθητές ζήσανε (και οι γονείς μέσο αυτών) τους αντιδημοκρατικούς τρόπους με τους οποίους άρχισαν να αποφασίζονται αυτές οι καταλήψεις σε σχέση με τις προηγούμενες το 1998 και το 1991. Συχνά λοιπόν γινόταν είσοδος καταληψιών και κατάληψη από το πρωί του σχολείου και μετά γινόταν ψηφοφορία που έβρισκε τους μαθητές προ τετελεσμένου. Αυτή η αντιδημοκρατία έγινε έντονη όταν οι καταλήψεις έχαναν σε μαζικότητα καθώς τα κούφια αιτήματα άρχισαν να ζυμώνονται στην κοινωνία και να αποκαλύπτονται σαν τέτοια. Σε αυτή τη φάση έπαψαν να καλούνται και οι μαθητές που δεν συμμετείχαν στις καταλήψεις στις συνελεύσεις για να αποφασίζουν για τη συνέχιση ή μη της κατάληψης. Το αποτέλεσμα ήταν το άδειασμα των σχολείων και η ολοκληρωτική καταρράκωση κάθε ηθικού που πάντα τη φέρνει η μεγάλη απομαζικοποίηση ενός κινήματος. Με την απομαζικοποίηση άρχισε να επιβιώνει μόνο το πιο «λούμπεν» στοιχείο του σχολείου που άρχισε να παίρνει κεφάλι από τους πιο «πολιτικούς» πραξικοπηματίες καταληψίες. Έτσι άρχισαν και οι καταστροφές που πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις ρίχνονται στους εξωσχολικούς. Όσοι έχουν κάποια πείρα από καταλήψεις ξέρουν ότι κανείς εξωσχολικός δεν μπορεί να κάνει καταστροφές μεγάλης έκτασης όταν υπάρχει η στοιχειώδης περιφρούρηση του σχολικού κτιρίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να έγινε και ο βιασμός του Αμάρυνθου που αμέσως το καθεστώς πήγε να αποσυνδέσει εντελώς από την κατάληψη ακόμα και καλύπτοντας ηθικά τους δράστες.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αποσύνθεσης άρχισαν να συγκροτούνται και οι αυθόρμητες κινήσεις διαμαρτυρίας των γονιών στα σχολεία. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ασκήθηκε βία στους καταληψίες από κάποια δεξιά και καθυστερημένα στοιχεία, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η πολιτική πίεση των γονιών και των καθηγητών, που για μια άλλη φορά ποδοπάτησαν την ΟΛΜΕ και δεν συμμετείχαν στην απεργία της, ήταν αρκετή για να τελειώσει μια σειρά από ετοιμόρροπες καταλήψεις.
Δεν ξέρουμε ακόμα τι θα γίνει με αυτό το ρεύμα καταλήψεων αλλά είναι σίγουρο ότι άρχισε η συρρίκνωσή του. Μόνο με μια προβοκάτσια μεγάλης ολκής είναι δυνατό αυτό να αναζωπυρωθεί και ο κόσμος είναι πια καχύποπτος σε τέτοια. Αυτός είναι ο λόγος που ο Καραμανλής βιάζεται να δώσει ένα σημαντικό χτύπημα στο προσχέδιο νόμου της Κουτσίκου πριν οι καταλήψεις, αυτό το τελευταίο χαρτί της αντιμεταρρύθμισης, τελειώσουν. Στο μεταξύ έχει αποτύχει μια απόπειρα του σοσιαλφασισμού να ξαναζωντανέψει τις φοιτητικές καταλήψεις πράγμα που τον ανάγκασε να καταφύγει στον ανοιχτό πραξικοπηματισμό αφού δεν είχε κανένα πρόσχημα στα χέρια του μιας και το προσχέδιο νόμου για τα ΑΕΙ δεν έχει ξαναεμφανιστεί. Αυτή τη φορά η ΔΑΠ μπόρεσε να αντισταθεί και μια σειρά απόπειρες κατάληψης στις πιο καίριες σχολές, όπως στη Νομική, απέτυχαν.

Δεν μπορούμε λοιπόν αυτή τη στιγμή να ξέρουμε αν τελικά το «διακομματικό συντονιστικό κορυφής» θα καταφέρει να ματαιώσει και αυτή την απόπειρα μεταρρύθμισης και να ρίξει την Γιαννάκου. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι δύο μεγάλα εργαλεία του σοσιαλφασισμού κάηκαν σε αυτήν την επίθεση.
Το ένα είναι το χαρτί των Δασκάλων και της ΔΟΕ. Η ηγεσία της ΔΟΕ δεν είχε χρεωκοπήσει ως τώρα στα μάτια των δασκάλων, όπως η ηγεσία της ΟΛΜΕ έχει χρεωκοπήσει στα μάτια των καθηγητών εδώ και 8 χρόνια. Νομίζουμε ότι μαζικό κίνημα δασκάλων με αυτή την ΔΟΕ δεν μπορεί να ξαναπροκύψει και να ξαναχρησιμοποιηθεί πολιτικά. Και δεν μπορεί γιατί το οικονομικό αίτημα που δόθηκε σαν δέλεαρ στους δασκάλους πουλήθηκε από τη ΔΟΕ με τις 4 αντί για τις 6 δόσεις, όπως είχε πουληθεί στο οικονομικό αίτημα-δέλεαρ με το οποίο ξεσήκωσε τους καθηγητές η ΟΛΜΕ τους καθηγητές στις παρατεταμένες απεργίες τους την προηγούμενη δεκαετία.
Το δεύτερο χαρτί που έκαψε ο σοσιαλφασισμός είναι οι σχολικές καταλήψεις. Αυτές στα μάτια του λαού έγιναν τώρα - και μόνο τώρα - πολιτικά πραξικοπήματα. Γιατί ως τώρα οι καταλήψεις, ακόμα και αυτές που πολιτικά καθοδηγούσε και αξιοποιούσε ο σοσιαλφασισμός, είχαν στη σημαία τους πραγματικά μαθητικά και πραγματικά φλέγοντα μαθητικά αιτήματα και συσπείρωναν πλατιά τους μαθητές. Οι καταλήψεις του 1991-2 που έριξαν τον Κοντογιαννόπουλο είχαν στη σημαία τους την πάλη ενάντια στην ουσιαστική κατάργηση του μαθητικού συνδικαλισμού που επιχείρησε ο υπουργός αυτός καθώς και ενάντια στις σχολικές στολές που ήθελε να επιβάλει. Επίσης οι καταλήψεις του 1998-9 που έριξαν τον Αρσένη συσπείρωσαν τους μαθητές στο σωστό αίτημα να μην φορτωθούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ με νέα μαθήματα και πολλαπλάσια κούραση και λεφτά για φροντιστήρια.
Βεβαίως ο σοσιαλφασισμός ενδιαφερόταν τότε μόνο για ένα πράγμα, να διώξει τον Κοντογιαννόπουλο επειδή αυτός ήθελε να εμποδίσει την κυριαρχία της ΠΟΣΔΕΠ στα ΑΕΙ και τον Αρσένη επειδή ήθελε να εισάγει την αξιολόγηση των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης. Όμως είχε πατήματα. Τώρα δεν είχε κανένα αληθινό πάτημα και χρησιμοποίησε ωμά προσχήματα και πραξικοπηματικές μεθόδους. Έτσι έκανε κάθε σοσιαλφασιστική κατάληψη στο μέλλον αντικείμενο καχυποψίας και γενικά ανυπόληπτη. Αυτό είναι καλό. Αλλά έχει μέσα του μια πολύ άσχημη πλευρά από στρατηγική άποψη. Γιατί αν οι μαθητές χρειαστούν μια πραγματική κατάληψη στο μέλλον σαν άμυνα σε κάθε αντίδραση, αυτή αμέσως θα συκοφαντηθεί και θα απομονωθεί.
Το μεγαλύτερο κακό με τα κινήματα του σοσιαλφασισμού δεν είναι ότι τον φέρνουν πιο κοντά στην εξουσία, αλλά το ότι συκοφαντούν στα μάτια του λαού όλες τις μορφές πάλης που αυτός σφετερίστηκε από το λαό για να ανεβεί στην εξουσία. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τις καταλήψεις αλλά με όλες τις παλιές καλές δημοκρατικές και επαναστατικές μορφές πάλης του λαού.
Η διαδήλωση των εργατών έχει γίνει αποκλεισμός των δρόμων οπότε ομηρία του λαού της πόλης. Η απεργία των εργατών έχει γίνει συχνά μέσο για να κλείσουν τα εργοστάσια από τα οποία οι εργάτες περιμένουν την επιβίωσή τους και το σοσιαλισμό. Άλλες κινητοποιήσεις «από το λαό και για το λαό» έχουν σαν κρυφό στόχο να καταργήσουν ζωτικές για το λαό υπηρεσίες και λειτουργίες πχ να ακινητοποιήσουν πλοία για την κατάργηση ζωτικών μεταφορών, να αποκλείσουν εθνικούς δρόμούς, ή να διακόψουν την παροχή ενέργειας, δηλαδή πάλι να επιβάλουν πολιτική ομηρία και να εκβιάσουν κυβέρνηση και λαό. Ακόμα και η πολιτική επαναστατική βία έχει γίνει συνώνυμο της ανανδρίας και της κτηνωδίας χάρη στους καθεστωτικούς δολοφόνους της 17Ν. Αλλά έχει γίνει συνώνυμο και του πιο ελεεινού μηδενισμού χάρη στους κουκουλοφόρους προβοκάτορες. Αυτοί αντί να ρίχνουν στην αστυνομία την ευθύνη της αστυνομικής βίας επιτίθενται στην αστυνομία για να εμφανίσουν στη συνέχεια κάθε διαδήλωση του σοσιαλφασισμού σαν θύμα της αστυνομικής τρομοκρατίας. Αλλά στα μάτια του πληθυσμού κάνουν την αστυνομία εγγυητή της δημοκρατίας, της περιουσίας, της ασφάλειας και της ελεύθερης κίνησης των πολιτών οδηγώντας τα πράγματα 200 χρόνια πίσω και τους τρομοκρατημένους μικροαστούς σύσσωμους στην επαπειλούμενη φασιστική δικτατορία της «τάξης και της ασφάλειας».
Αυτό η αντιστροφή του περιεχόμενου μέσα στις παλιές μορφές είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του δημοκρατικού και επαναστατικού κινήματος σήμερα. Γι αυτό πρέπει να είμαστε εμείς, οι δημοκράτες και επαναστάτες υπερασπιστές του συνειδητού προλεταριάτου εκείνοι που θα ξεκαθαρίζουν τα πράγματα και που θα υπερασπίζουν τις δημοκρατικές καταλήψεις, απεργίες, διαδηλώσεις και την επαναστατική βία γενικά από τις σοσιαλφασιστικές καταλήψεις, απεργίες, διαδηλώσεις και από την αντεπαναστατική βία που αντιστοιχεί σε αυτά τα κινήματα.
Αυτός είναι ο μακρύς και δύσκολος δρόμος των νέων πρωτοποριών. Μέσα από αυτή τη δύσκολη αλλά συγκλονιστική μεταβατική εποχή που ο Μάο Τσε Τουνγκ την συμπύκνωσε στην εικόνα «κόκκινη σημαία ενάντια στην κόκκινη σημαία» το νέο επαναστατικό κίνημα θα μάθει να εμβαθύνει στην αντισοσιαλφασιστική εμπειρία για να ενθουσιάσει και να ξαναδώσει αυτοπεποίθηση και όραμα ζωής στους λαούς που ποτέ δεν θα πάψουν να θέλουν να είναι ελεύθεροι.