ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ

Οι δημοκρατικοί άνθρωποι δεν έχουν καθόλου να στενοχωρηθούν για το θάνατο του Μιλόσεβιτς. Το μόνο αρνητικό σ’ αυτόν είναι ότι δεν έδωσε την ευκαιρία στα εκατομμύρια θύματά του να δουν το δήμιο τους να καταδικάζεται από ένα διεθνές δικαστήριο.
Η εποχή Μιλόσεβιτς σηματοδοτεί την αιματηρή διάλυση της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας και την άνοδο των πιο επιθετικών σοβινιστών στην εξουσία μιας από τις χώρες που την αποτελούσαν, της Σερβίας. Στη προσπάθειά του να ηγεμονεύσει μέσα στην πρώην ομοσπονδία, ο σέρβικος σοβινισμός βρήκε ένα στρατηγικό σύμμαχο στο πρόσωπο της ρωσικής υπερδύναμης. Αυτή του επέτρεψε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο της Μεγάλης Σερβίας και να πνίξει στο αίμα τα υπόλοιπα έθνη της ομοσπονδίας. Αυτά ζητούσαν να εφαρμόσουν, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Μιλόσεβιτς στην εξουσία, το ιστορικά και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους στον αποχωρισμό με τη διατήρηση της εδαφικής τους ακεραιότητας. Σε απάντηση αρχικά η Κροατία και στη συνέχεια η Βοσνία δέχτηκαν έναν πόλεμο διαμελισμού και εθνοκάθαρσης.
Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος υπεύθυνος του γενοκτονικού αυτού πολέμου, που κορυφώθηκε με τη σφαγή 8.000 Βόσνιων στη Σρεμπρένιτσα, δεν ήταν τόσο ο Μιλόσεβιτς όσο οι ρωσόφιλοι «διανοούμενοι» Κοστουνίτσα, Τσόσιτς, Ντράσκοβιτς και Κάρατζιτς, που προώθησαν με τα λόγια και με το μαχαίρι τη γραμμή της Μεγάλης Σερβίας. Αυτά τα κτήνη, επειδή σε όλη τη διάρκεια του πολέμου ακολούθησαν τις οδηγίες της Μόσχας, όχι μόνο διαφεύγουν της σύλληψης (Κάρατζιτς) ή χαίρουν ασυλίας από το ΔΠΔ, αλλά είναι ή έχουν χρηματίσει πρόεδροι της Σερβίας (Τσόσιτς, Κοστουνίτσα) ή είναι εν ενεργεία υπουργοί Εξωτερικών (Ντράσκοβιτς). Στην πραγματικότητα η διπλωματία του Κρεμλίνου, αφού κατάφερε να σπρώξει τη Σερβία στην καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας, μεθόδευσε, αξιοποιώντας την πολιτικά τυφλή Δύση, την πτώση του πρώην συμμάχου της σοβινιστή Μιλόσεβιτς και επέβαλε στην εξουσία το δικό της δίδυμο Κοστουνίτσα–Ντράσκοβιτς. Ταυτόχρονα η Μόσχα κέρδισε τη σερβική κοινή γνώμη και σε πρακτικό επίπεδο κατάφερε να βάλει το πόδι της στο κέντρο των Βαλκανίων ελέγχοντας στρατιωτικά το αεροδρόμιο της Πρίστινα, πρωτεύουσας του Κόσοβου.
Ο Μιλόσεβιτς παραδόθηκε από τους δυτικόφιλους σέρβους (Τζίντζιτς) στη Δύση για να δικαστεί, με τους ρωσόφιλους να παριστάνουν τους αντίθετους. Έτσι ο ίδιος ο Μιλόσεβιτς, μην μπορώντας -όπως κάθε άλλος σοβινιστής- να καταλάβει τίποτα από τους ρώσικους διπλωματικούς ελιγμούς, έγινε ακόμη πιο φιλορώσος από πριν. Άλλωστε, σε τελική ανάλυση ποτέ δεν έκρυψε την ταύτισή του στο ιδεολογικό επίπεδο με τους σφαγείς της Τσετσενίας και του Αφγανιστάν. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν όλες οι πολιτικές τάσεις του Κρεμλίνου, και ως εκ τούτου και οι εκπρόσωποι του ψευτοΚΚΕ.
Όπως κάθε φασίστας που ήρθε σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ, και ο Μιλόσεβιτς έχει μεγάλες συμπάθειες στη χώρα μας. Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είναι αυθόρμητος. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης προπαγανδιστικής εκστρατείας που έχει διεξαγάγει για χρόνια το διακομματικό καθεστώς, για να στρέψει ιδεολογικά τις μάζες στους ανατολικούς φασισμούς.
Είναι φυσικό που και τώρα το καθεστώς προσπαθεί να μην εγκαταλείψει την παλιά του γραμμή υπέρ του Μιλόσεβιτς, αν και δε θέλει πια να πολυεκτίθεται. Έτσι, πέρα από την ανακοίνωση του ψευτοΚΚΕ για το θάνατό του, τον οποίο χαρακτηρίζει «ψυχρή υπολογισμένη δολοφονία (…) έργο των ΗΠΑ και της Ε.Ε.», υπάρχει η ανακοίνωση του ΣΥΝ, η οποία τον κατηγορεί μόνο και μόνο επειδή οι ενέργειές του «διευκόλυναν τις πολιτικές του διαίρει και βασίλευε εξωβαλκανικών δυνάμεων», εννοώντας μ’ αυτό ότι ευθύνεται όχι για τις σφαγές που έκανε, αλλά επειδή τάχα βοήθησε τη Δύση να διαμελίσει τη Γιουγκοσλαβία, ενώ παρακάτω ο ΣΥΝ στηλιτεύει το ΔΠΔ επειδή εκεί πρωταγωνιστούν «δυνάμεις που εφαρμόζουν πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών».
Θυμόμαστε επίσης την άθλια δήλωση του Γ. Παπανδρέου για την επέτειο της σφαγής στη Σρεμπρένιτσα, όπου κατηγορούσε τη διεθνή κοινότητα, τον Τύπο και τον εθνικισμό και όχι τους πραγματικούς ενόχους Κάρατζιτς και Μλάντιτς. Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «το μεγάλο ζητούμενο σήμερα στα Βαλκάνια δεν είναι η προσκόλληση σε αξιολογήσεις του παρελθόντος» (Ελευθεροτυπία, 13-3). Μας λέει δηλαδή η κυβέρνηση να μην αναζητήσουμε τα αίτια του μακελιού. Ό,τι έγινε έγινε. «Θα τον κρίνει η ιστορία».
Όμως η ιστορία αποτελεί πάντοτε την πυξίδα για το μέλλον. Η σωστή της ερμηνεία μας προφυλάσσει από το να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Γι’ αυτό και οι φαιοκόκκινοι έχουν βαλθεί να την αλλοιώσουν