ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ ΠΟΛΥΖΟΓΩΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΚΟ

Τα τελευταία χρόνια διάφορες φασιστο-συμμορίες που λυμαίνονται το χώρο του εξαρχειώτικου ψευτοαναρχισμού και αυτοπαρουσιάζονται ως αντιεξουσιαστές (είναι αυτοί που τα κανάλια και ο Τύπος αποκαλούν «γνωστούς-αγνώστους») έχουν εξαπολύσει πολλαπλές και με ποικιλία στόχων βίαιες επιθέσεις, μπαίνοντας ορμητικά και παρεμβαίνοντας με τον τρόπο τους στο πολιτικό παιχνίδι. Αν εξετάσει κανείς τους στόχους τους, θα βγάλει αβίαστα το συμπέρασμα πως είναι ίδιοι μ’ αυτούς του σοσιαλφασισμού. Αλλά και η πολιτική συγκυρία του χρόνου των χτυπημάτων τους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτά τα χτυπήματα υπάρχει ένα κοινό πολιτικό κέντρο που τα καθοδηγεί προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Στην ουσία οι συμμορίες αυτές διεκπεραιώνουν τη «βρώμικη» δουλειά του σοσιαλφασισμού, κάνουν στα μουλωχτά αυτά που οι επίσημοι εκφραστές του σοσιαλφασισμού δεν μπορούν να βγουν ανοιχτά να κάνουν, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν οι ίδιοι μπροστά στο λαό αλλά και στη Δύση ως οι καθοδηγητές της πολιτικής ανωμαλίας στη χώρα και εκτεθούν. Πρέπει, βλέπετε, να κρατήσουν το προφίλ του αριστερού. Βάζουν, λοιπόν, τις ομάδες αυτές να παίξουν το ρόλο μιας ιδιόμορφης μαζικής «17 Νοέμβρη», που άλλοτε παίρνει τα όπλα για να «απαλλοτριώσει» χρήμα από τράπεζες και άλλοτε χτυπάει με λύσσα τον «προδότη της εργατικής τάξης» και πρόεδρο της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλο, καθότι τις μπούκες στα υπουργεία και τα γιαουρτώματα τα έχουν αναλάβει άλλοι (ΠΑΜΕ και δε συμμαζεύεται)…

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

Το τελευταίο και πιο άγριο χτύπημα των συμμοριών αυτών ήταν η απρόκλητη, άνανδρη και δολοφονική τους επίθεση κατά του προέδρου της ΓΣΕΕ στις 31 Γενάρη, μια μέρα που θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη κάθε αντιφασίστα δημοκράτη.
Στις 8.30 το βράδυ ο Χρ. Πολυζωγόπουλος και ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Σάββας Ρομπόλης βρέθηκαν με το αυτοκίνητο του πρώτου στο κέντρο της Αθήνας, και συγκεκριμένα στη διασταύρωση της Ιπποκράτους με τη Ναυαρίνου. Βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τα γραφεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στην οδό Μπενάκη 71 στα Εξάρχεια, για την τεκμηρίωση των προτάσεων της ΓΣΕΕ ενόψει των διαπραγματεύσεων με τον ΣΕΒ για την υπογραφή της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Εκεί, λοιπόν, τους έπιασε το φανάρι. Ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι εκείνη ειδικά την ημέρα ο Πολυζωγόπουλος είχε δώσει άδεια στον ειδικό φρουρό του: δεν αποκλείεται κάποιοι από τα μέσα να το γνώριζαν…
Το βράδυ εκείνης της Τρίτης και λίγο νωρίτερα από τη δολοφονική επίθεση 500 περίπου άτομα είχαν πραγματοποιήσει στο κέντρο της Αθήνας συγκέντρωση και πορεία συμπαράστασης προς τους τρεις φυλακισμένους για την κλοπή εξοπλισμού των ΜΑΤ, τους Γ. Καλαϊτζίδη, Π. Καρασαρίνη και Π. Ασπιώτη. Μετά την πορεία οι διαδηλωτές άρχισαν να διαλύονται σε ομάδες των 20 ατόμων προς τα στενά των Εξαρχείων. Μία από τις ομάδες αυτές, στην οποία βρίσκονταν και πολλοί κουκουλοφόροι, προκάλεσε και το επεισόδιο.

ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Χρήστου Μέγα στην Ελευθεροτυπία (2 Φλεβάρη), «η ομάδα που εξαπέλυσε τη δολοφονική επίθεση κατά Πολυζωγόπουλου προέβη προηγουμένως σε αναγνώριση. Το γεγονός ότι προηγήθηκε η “αναγνώριση” του κ. Πολυζωγόπουλου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίθεση δεν ήταν θέμα σύμπτωσης, αλλά οργανωμένου σχεδίου. –Πρόεδρε, φώναξε κάποιος από την ομάδα των ατόμων που πλησίασαν το αυτοκίνητο του προέδρου της ΓΣΕΕ. Και όταν ο Χρ. Πολυζωγόπουλος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα, εξαπολύθηκε η άνανδρη επίθεση. Έσπασαν το παρμπρίζ και τα πλαϊνά τζάμια με στειλιάρια, άνοιξαν την πόρτα και τον έσυραν στο δρόμο, όπου εξάντλησαν το μένος τους με κλοτσιές, μπουνιές και χτυπήματα με κλομπ».
Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως δεν επρόκειτο για τυχαίο γεγονός, ούτε για αναρχικούς αγανακτισμένους με το ρεφορμιστή Πολυζωγόπουλο που προδίδει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, οι οποίοι τον είδαν εντελώς τυχαία μπροστά τους και είπαν μεταξύ τους: Δεν του ρίχνουμε μερικές σφαλιάρες του προδότη να τον συνετίσουμε;
Σύμφωνα με την περιγραφή των Νέων (1 Φλεβάρη), «περαστικοί που κοιτούσαν έντρομοι ειδοποίησαν διμοιρία των ΜΑΤ που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Ωστόσο, οι κουκουλοφόροι πρόλαβαν να τραπούν σε φυγή, εγκαταλείποντας αιμόφυρτο στο δρόμο τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ (…) Οι δράστες ξυλοκόπησαν και τον καθηγητή Σ. Ρομπόλη, χωρίς να τον τραυματίσουν σοβαρά, αφού κατάφερε να βάλει την ασφάλεια της πόρτας του αυτοκινήτου, γεγονός που καθυστέρησε τους δράστες, ενώ στη συνέχεια προστάτευσε το κεφάλι του με την τσάντα που είχε μαζί του. Οι δράστες άνοιξαν το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου και άρπαξαν δύο χαρτοφύλακες, καθώς και το κινητό τηλέφωνο του κ. Πολυζωγόπουλου. Μέχρι τα ξημερώματα στα Εξάρχεια γίνονταν επιχειρήσεις για τη σύλληψη των δραστών της επίθεσης».
Ο τραυματίας Πολυζωγόπουλος μεταφέρθηκε με τη βοήθεια του Ρομπόλη επειγόντως στην Κεντρική Κλινική Αθηνών, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση. Σύμφωνα με την ιατρική ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 11.30 το βράδυ, είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάκωση στον αυχένα, θλάση στο κεφάλι και βαρύτατες εκχυμώσεις σε όλο το πρόσωπο, ενώ σύμφωνα με τους θεράποντες γιατρούς του είχε δεχθεί 40-50 χτυπήματα στο κεφάλι, τα οποία ήταν ισχυρότατα και ανεξέλεγκτα, ικανά να επιφέρουν το μοιραίο. Πιστεύεται ότι οι επιτιθέμενοι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το δολοφονικό έργο που ανέλαβαν επειδή δε φορούσαν άρβυλα, αλλά κυρίως αθλητικά παπούτσια.
Ο ίδιος ο υπουργός Υγείας Ν. Κακλαμάνης, που τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο, δήλωσε: «Πρόκειται για απίστευτο περιστατικό. Απορώ πώς στην κατάσταση που βρίσκεται –ευτυχώς- δεν έχει σοβαρότερα προβλήματα».
Μετά τη δολοφονική επίθεση το αυτοκίνητό του παρέλαβε η Αστυνομία και το μετέφερε στα εργαστήρια της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας για τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, αφού σύμφωνα με μαρτυρίες αρκετοί από τους δράστες το ακούμπησαν με γυμνά χέρια.

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Καθολική ήταν η αντίδραση ατόμων, φορέων, οργανώσεων και κομμάτων. Αλλά όχι όλων με τον ίδιο στόχο. Για παράδειγμα κάποιοι δεν άφησαν να πάει χαμένη η ευκαιρία να χύσουν κροκοδείλια δάκρυα πάνω από το κρεβάτι του πόνου του θύματός τους και να εκμεταλλευτούν το γεγονός για να ρίξουν το ανάθεμα και τις ευθύνες στην Αστυνομία και προσωπικά στο Βουλγαράκη. Το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις, καθώς την επίθεση καταδίκασε και ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς.
Από τις εσωτερικές αντιδράσεις σταχυολογούμε εδώ τρεις, που κατά τη γνώμη μας ήταν και οι πιο ενδιαφέρουσες.
Η πρώτη αναφέρεται στην Ελευθεροτυπία (2 Φλεβάρη): «Συνδικαλιστικοί κύκλοι θεωρούν, με βάση και τις λεπτομέρειες της επίθεσης, ότι αυτή ήταν προσχεδιασμένη, και εκτός από τους φυσικούς, έχει και ηθικούς αυτουργούς. Εντοπίζουν δε αυτούς, ουσιαστικά, σε εκείνους που “απαξιώνουν τους εργατικούς αγώνες και λοιδορούν τη στρατηγική των συνδικάτων”». Επίσης, σε κοινό ψήφισμα διαμαρτυρίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ που επιδόθηκε στη Βουλή αναφέρονται τα εξής: «Απαιτούμε από την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα να ευαισθητοποιηθούν και να ενεργοποιηθούν, ώστε να σταματήσει η απαξίωση των θεσμών και των κοινωνικών φορέων και να απομονωθούν με πολιτικούς όρους τέτοιες πρακτικές».
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται. Ο Γ. Μαυρίκος, μέλος της Κ.Ε. του ψευτοΚΚΕ και της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΜΕ, «καταδίκασε» την επίθεση με τα εξής αποκαλυπτικά λόγια: «Το εργατικό κίνημα είναι κατηγορηματικά αντίθετο σε τέτοιες πρακτικές που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις αρχές και τις αξίες του ταξικού αγώνα. Κάποιοι εργοδότες και συνδικαλιστές, που επιχειρούν να εμπλέξουν, έστω έμμεσα, τις ταξικές δυνάμεις του κινήματος με ανάλογες ενέργειες, γελοιοποιούνται» (στο ίδιο).
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο Συνασπισμός, που σε ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του αναφέρει πως «η απερίφραστη καταδίκη τέτοιων ενεργειών ενισχύει τη δημοκρατική λειτουργία και αποτρέπει αδιέξοδες και αποπροσανατολιστικές ενέργειες».
Τέτοιου είδους ανακοινώσεις θυμίζουν ανάλογες αλήστου μνήμης μετά από επιθέσεις της «17Ν», ότι γίνονται δηλαδή για τον «αποπροσανατολισμό του λαϊκού κινήματος», και ουσιαστικά αποτελούν συγκάλυψη των δραστών και των κινήτρων της επίθεσης.
Η δεύτερη χαρακτηριστική αντίδραση ήταν η επίσκεψη συμπαράστασης στον τραυματία Πολυζωγόπουλο ενός παλιού θύματος της σοσιαλφασιστικής τρομοκρατίας, του πρώην προέδρου της ΓΣΕΕ Γιώργου Ραυτόπουλου, που το 1987 ήταν θύμα (σφαίρα στο κεφάλι) δολοφονικής επίθεσης της «1ης Μάη», οργάνωσης αδελφής της «17Ν».
Έτσι, δένει το ένα γεγονός με το άλλο και καταδεικνύεται –μέσα από τη συμπαράσταση του ενός θύματος προς το άλλο- το κοινό καθοδηγητικό κέντρο των δύο επιθέσεων και τα κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά τους. Άλλωστε, και το Ραυτόπουλο με το πρόσχημα ότι προδίδει την εργατική τάξη δεν τον είχαν πυροβολήσει;
Πάντα ο σοσιαλφασισμός βγαίνει από τ’ αριστερά…

ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

Η τρίτη αντίδραση –και η πιο σημαντική- προέρχεται από το εσωτερικό του ίδιου του χώρου στον οποίο ο σοσιαλφασισμός επιφύλαξε το ρόλο του διεκπεραιωτή της δολοφονικής απόπειρας. Αναφερόμαστε στον αναρχικό χώρο, στον οποίο η κτηνωδία προκάλεσε βαθύ ρήγμα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν τα Νέα (5 Φλεβάρη).
Την επόμενη από τη μέρα της επίθεσης η ομάδα «Αναρχικοί/αντιεξουσιαστές – Μαύρο Κόκκινο» μοίρασε έξω από την κλινική όπου νοσηλευόταν ο Πολυζωγόπουλος προκήρυξη στα ΜΜΕ, με την οποία «χαρακτηρίζει την επίθεση “κτηνωδία”, καταδικάζει τον “τραμπουκισμό”, αναφέρεται στην “πολιτική αντιπαράθεση με τον αναρχοσυνδικαλισμό και τις ηγεσίες του” και προτρέπει “κάτω τα χέρια από τους αναρχικούς”, απευθυνόμενη σε “όσους έκαναν αυτή την αλητεία και όσους προσπαθήσουν να επωφεληθούν από αυτήν χρεώνοντάς την στην αναρχία».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στο Ιντυμίντια (μια ιντερνετική ιστοσελίδα που δουλεύει τον αναρχισμό με την πολιτική γραμμή του ΣΥΝ) οι οπαδοί του χτυπήματος στον Πολυζωγόπουλο εμφανίζονται αποδυναμωμένοι. Κάποιος γράφει «”Από πότε το λιντσάρισμα είναι επαναστατική πρακτική;» Και συνεχίζει: “Τελικά έχουμε γεμίσει κάφρους που στο όνομα της αναρχίας και της επανάστασης κάνουν ό,τι καφρίλα τους κατέβει. Από πότε φασιστικές πρακτικές όπως το λιντσάρισμα έχουν σχέση με το απελευθερωτικό πρόσταγμα της αναρχίας που στο κέντρο της θεώρησής της έχει το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την αξιοπρέπεια; (...) Αν κάποιοι ήθελαν να καταδείξουν τον αντεργατικό ρόλο του Πολυζωγόπουλου, ένα γιαουρτάκι έφτανε”.

ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ

Όλα τα παραπάνω φαίνονται ανάγλυφα στο προφίλ των δύο δραστών που έπιασε η Αστυνομία την Πέμπτη 2 Φλεβάρη και οι οποίοι αναγνωρίστηκαν από τα δακτυλικά τους αποτυπώματα πάνω στο αυτοκίνητο του θύματος. Οι κατηγορίες που τους βαρύνουν είναι απόπειρα ανθρωποκτονίας, ληστεία και διακεκριμένη φθορά.
Και οι δύο είναι παλιοί γνώριμοι της Αστυνομίας. Ο 41χρονος Στέλιος Μαλινδρέτος είναι πρώην ναυτικός από τα Χανιά. Το Βήμα (5 Φλεβάρη) αναφέρει γι’ αυτόν ότι «έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για εξυβρίσεις, σωματικές βλάβες και επιθέσεις με όπλα. Δήλωσε στους αστυνομικούς ότι συμμετείχε στη διαδήλωση των αντιεξουσιαστών για να διαμαρτυρηθεί για τη “διαφθορά στα Σώματα Ασφαλείας”. Ο Μαλινδρέτος υποστήριξε ότι παλαιότερα ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά και ότι μετά τη διαδήλωση των αναρχικών τον προσέγγισαν, στην οδό Ιπποκράτους 3-4, άλλοι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι τον προσκάλεσαν να ξυλοκοπήσει κάποιον άγνωστο άνδρα που βρισκόταν πεσμένος στον δρόμο. Όπως ανέφερε ο 41χρονος, εκείνος αρνήθηκε να δείρει τον κ. Πολυζωγόπουλο, όμως οι άλλοι ιδιώτες τον απείλησαν με όπλο, γι’ αυτό υποχώρησε, πλησίασε τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ και άρχισε να τον χτυπά με μένος. Μάλιστα ο 41χρονος φέρεται να ανέφερε στην κατάθεσή του τα ονόματα τεσσάρων ιδιωτών που του έδωσαν εντολή να ξυλοκοπήσει τον κ. Πολυζωγόπουλο. Οι αστυνομικοί μιλούν για άνθρωπο χωρίς ιδιαίτερη συγκρότηση και εκφράζουν αμφιβολίες για την ευστάθεια των ισχυρισμών του».
Μια μέρα πριν στην Ελευθεροτυπία φέρεται να έχει καταθέσει ότι του έβαλαν ένα ασημί πιστόλι στον κρόταφο και μετά τον οδήγησαν στο σημείο όπου έπρεπε να χτυπήσει τον Πολυζωγόπουλο. Πάντως, έτσι ή αλλιώς, η ουσία είναι ότι τώρα, στα σκούρα, ο άνθρωπος αυτός θέλει να δώσει την εντύπωση του ανισόρροπου. Είναι κι αυτό μια τακτική που οδηγεί στην αθώωση…
Ο δεύτερος δράστης, ο 29χρονος ιδιωτικός υπάλληλος Νίκος Κουνταρδάς, αρνείται κάθε εμπλοκή στην υπόθεση και χαρακτηρίζει τη σύλληψή του «ποινικοποίηση της ιδεολογίας», καθώς δηλώνει αντιεξουσιαστής και υποστηρίζει πως συμμετείχε μεν στη διαδήλωση που είχε προηγηθεί, αλλά είχε φύγει πολύ πριν αυτή ολοκληρωθεί. «Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι τη στιγμή της επίθεσης βρισκόταν σε καφετέρια στην πλατεία Εξαρχείων, χωρίς να έχει καμία σχέση με τον ξυλοδαρμό, και υποστήριξε ότι πλησίασε εκ των υστέρων και από περιέργεια στο σημείο της επίθεσης κατά του προέδρου της ΓΣΕΕ» (Βήμα, 5 Φλεβάρη). Από την άλλη, ο Χρ. Πολυζωγόπουλος, όταν κλήθηκε να αναγνωρίσει το νεαρό, απάντησε πως «φαίνεται να έχει κάποια χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν με τον νεαρό που με πλησίασε και μου μίλησε πριν την επίθεση» (Ελευθεροτυπία, 4 Φλεβάρη). «Ο Κουνταρδάς έχει τελειώσει ιδιωτική σχολή και πριν από τρεις-τέσσερις μήνες είχε προσληφθεί σε ασφαλιστικό ταμείο. Ο Κουνταρδάς είχε συλληφθεί το 1996 και το 1998 σε επεισόδια που είχαν δημιουργήσει οπαδοί της AEK και η υπόθεσή του εκκρεμεί ακόμη δικαστικά» (Βήμα, 5 Φλεβάρη).

ΦΤΑΙΕΙ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ;

Πολλοί –μεταξύ τους και το θύμα της επίθεσης- κατηγόρησαν την Αστυνομία ότι ολιγώρησε, ότι δεν κινήθηκε γρήγορα και άφησε τους δράστες να φύγουν ανενόχλητοι από το χώρο της επίθεσης, ότι θα μπορούσε –εκ των υστέρων βέβαια- να ελέγξει τις κλήσεις που έγιναν από το κλεμμένο κινητό του θύματος σε δημόσια πρόσωπα με απειλές εναντίον τους κτλ. Ο ίδιος ο παθών μάλιστα έκανε λόγο για «τραμπούκους και παρακράτος που κινείται, πιθανότατα, στις παρυφές της κρατικής εξουσίας» (Ελευθεροτυπία, 16 Φλεβάρη).
Εκ των υστέρων πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τα συμβάντα. Είναι γεγονός ότι όλα διαδραματίστηκαν σε απόσταση 30, περίπου, μέτρων από το Πολιτικό Γραφείο του υπουργού Δημόσιας Τάξης Βουλγαράκη (άραγε κι αυτό τυχαίο;), που το φρουρούσαν δύο αστυνομικοί με πολιτικά. Αυτοί, σύμφωνα με την Αστυνομία, ενημέρωσαν πρώτοι το Κέντρο Επιχειρήσεων πως «κάτι συνέβαινε», αλλά, όπως κατήγγειλαν συνδικαλιστές αστυνομικοί (αυτοί που «πυροβολούν» συνεχώς το Βουλγαράκη), πήραν εντολή «να περιμένουν» (Τα Νέα, 2 Φλεβάρη). Το Βήμα (5 Φλεβάρη) αναφέρει πως ενημέρωσαν τηλεφωνικά την υπηρεσία τους, δηλ. το Α.Τ. Εξαρχείων, και πως, όταν κινήθηκαν προς το σημείο του συμβάντος, οι δράστες είχαν ήδη φύγει.
Απ’ όσα έχουμε εκθέσει στην αρχή του άρθρου μας, η αλήθεια είναι πως οι δράστες έφυγαν όταν αντελήφθησαν να έρχονται διμοιρίες των ΜΑΤ, οι οποίες βρίσκονταν στην περιοχή σε κατάσταση επιφυλακής για αποτροπή πιθανών επεισοδίων μετά την πορεία των αναρχικών στο κέντρο. Άλλωστε, οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι πρόκειται για τον Πολυζωγόπουλο.

ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ;

Από τον καιρό που ο σοσιαλφασισμός πέρασε από το κλείσιμο της κάθε μη ελεγχόμενης από ρωσόφιλους αστούς βιομηχανίας στην εξαγορά τέτοιων βιομηχανιών με εξευτελιστικούς όρους (κι αυτό μπορούσε να γίνει μόνο μετά από ικανό χρονικό διάστημα, ώστε το σύστημα να ανδρώσει τους επιχειρηματίες του σοσιαλφασισμού), θέλει πια να ρίξει τους εργάτες και γενικά τους εργαζόμενους που έχει στη δούλεψή του (είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα) στην έσχατη εξαθλίωση. Γιατί μόνο με όρους έσχατης εξαθλίωσης μπορεί ν’ ανταγωνιστεί το δυτικό κεφάλαιο, το οποίο στηρίζει την κερδοφορία του –πέρα βέβαια από την κλασικού τύπου εκμετάλλευση της εργασίας- στην υψηλή οργανική του σύνθεση, στην τελευταία λέξη της τεχνολογίας και στην ολοένα και μεγαλύτερη επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Δείγματα αυτών των νέων όρων εργασιακού Μεσαίωνα που πάει να επιβάλει ο σοσιαλφασισμός, πολλές φορές σε συνεργασία με το πάντα άπληστο και πολιτικά πάντα κοντόφθαλμο δυτικό κεφάλαιο, είχαμε στον ΟΤΕ (συμφωνία εθελουσίας εξόδου) και πρόσφατα στις ΔΕΚΟ (βλ. άρθρο 14 του σχετικού νόμου).
Ο Πολυζωγόπουλος, κράτησε σκληρή στάση στην περίπτωση του ΟΤΕ απαιτώντας να διαγραφούν από το ΠΑΣΟΚ οι συνδικαλιστές-μέλη του που είχαν υπογράψει τη συμφωνία. Αυτό δεν το έκανε κατά τη γνώμη μας ο Πολυζωγόπουλος από κάποιο ξαφνικό φιλεργατισμό, αλλά γιατί ο νέος νόμος θέλει να καταστρέψει όχι μόνο την εργατική τάξη των ΔΕΚΟ αλλά και την εργατική αριστοκρατία που την εκπροσωπεί συνδικαλιστικά και πολιτικά. Το ανώτερο κομμάτι αυτής της αριστοκρατίας έχει γίνει μια αστική τάξη νέου τύπου που πολιτικά εκφράζεται κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και συμμετέχει μέσω αυτού στη νομή της πολιτικής εξουσίας. Αυτή τη στιγμή απέναντι στους ρωσόδουλους σοσιαλφασίστες τα συμφέροντα αυτής της κομματικής αστικής τάξης και της εργατικής τάξης των ΔΕΚΟ ταυτίζονται. Και όχι μόνο της εργατικής τάξης των ΔΕΚΟ αλλά όλης της εργατικής τάξης γιατί εδώ και χρόνια είναι η εργατική τάξη των ΔΕΚΟ η μόνη συνδικαλιστικά οργανωμένη εργατική τάξη που κλείνει συλλογικές συμβάσεις σε ένα βαθμό για λογαριασμό όλης της αδύναμης συνδικαλιστικά και διασκορπισμένης εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η στάση του Πολυζωγόπουλου που εκπροσωπούσε μια ολόκληρη ομάδα μέσα στις ΔΕΚΟ και στη ΓΣΕΕ δεν έγινε αποδεκτή από το Γ. Παπανδρέου στον οποίο συχνά-πυκνά ρίχνει ο Πολυζωγόπουλος την ευθύνη λέγοντάς του ότι «το ΠΑΣΟΚ δείχνει πως δεν μπορεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά τους εργαζόμενους» (Ελευθεροτυπία, 18 Γενάρη). Αλλά και στο ζήτημα της άρσης της μονιμότητας των δημ. υπαλλήλων, που το έθεσε σκόπιμα ασαφώς ο Καραμανλής με την ευκαιρία της αναθεώρησης του Συντάγματος, ο Πολυζωγόπουλος πήρε απόλυτη θέση («ούτε συζήτηση»), ενώ ο άνθρωπος του Παπανδρέου στο κόμμα, η Μ. Ξενογιαννακοπούλου, είπε: «Δεν είναι εκεί το θέμα, αλλά στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης» (Ελευθεροτυπία, 21 Γενάρη).
Τώρα, λοιπόν, που η ρωσική Sistema αγόρασε την Ιντρακόμ του Κόκκαλη και θέλει να βάλει στο χέρι τον ΟΤΕ, τώρα που ο σοσιαλφασισμός γενικεύει την επίθεσή του, θέλει να βγάλει από τη μέση κάθε «παρείσακτο» που ορθώνει εμπόδια στο δρόμο του. Πόσο μάλιστα αν αυτός είναι και υψηλόβαθμο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και πρόεδρος της ΓΣΕΕ.