Η ΥΠΟΘΕΣΗ TΩΝ ΑΠΟΛΥΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ!

Ο αγώνας των απολυμένων των Λιπασμάτων για αποκατάσταση, πέντε χρόνια μετά το άδικο κλείσιμο του εργοστασίου που έγινε με κυβερνητική απόφαση από τον γνωστό κατεδαφιστή της βιομηχανίας Λαλιώτη, συνεχίζεται και σημειώνει πολιτικές επιτυχίες στην Ευρωβουλή, παρά τα χτυπήματα που δέχεται ασταμάτητα στο εσωτερικό.

Στο φύλλο 389 της Νέας Ανατολής είχαμε ενημερώσει τους αναγνώστες μας για τις σημαντικές νίκες των απολυμένων των Λιπασμάτων στον Άρειο Πάγο όπου υπήρξε θετική εισήγηση για την υπόθεσή τους και στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που πήρε απόφαση υπέρ των απολυμένων υιοθετώντας πλήρως τη θέση τους ότι: “αφού η κυβέρνηση ήταν αυτή που έλαβε την απόφαση για λόγους που δεν σχετίζονταν ούτε με την οικονομία ούτε με το περιβάλλον, και χωρίς διαβούλευση με τους εργαζόμενους γεγονός που αποτέλεσε κατάφωρη παραβίαση της Οδηγίας 98/59/ΕΚ, είναι επίσης υποχρέωση της κυβέρνησης η εύρεση μιας λύσης”. Επίσης η Επιτροπή υποστήριξε ότι: «Η πρόταση για εξασφάλιση θέσεων απασχόλησης στο δημόσιο τομέα για τους απολυμένους εργαζομένους θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, και θα πρέπει να καθοριστεί χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή της».
Αυτές οι δύο νίκες ήρθαν κατά την προεκλογική περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου. Η τότε κυβέρνηση Σημίτη μπλόκαρε την τελευταία στιγμή τη νομοθετική ρύθμιση για την εξασφάλιση θέσεων απασχόλησης στον δημόσιο τομέα που είχε ετοιμαστεί σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το πρόσχημα της έλλειψης χρόνου ενόψει των εκλογών. Συγκεκριμένα ενώ η σχετική τροπολογία είχε υπογραφεί από τους δύο κατεξοχήν αρμόδιους υπουργούς τον Υπουργό Γεωργίας Δρυ και τον υπουργό Εσωτερικών Σκανδαλίδη, κι ενώ έληγε η προθεσμία της κατάθεσης νομοσχεδίων για συζήτηση στη Βουλή λόγω εκλογών, με εντολή Σημίτη εμποδίστηκε ο συναρμόδιος υπουργός Οικονομικών Χριστοδουλάκης να υπογράψει, προϋπόθεση απαραίτητη για την κατάθεση. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή οι απολυμένοι κινητοποιήθηκαν για να αφαιρέσουν όλα τα προσχήματα που πρόβαλε το κυβερνητικό επιτελείο για να μην μπει η υπογραφή Χριστοδουλάκη. Το κυριότερο από αυτά ήταν ότι η ΝΔ θα κατηγορούσε την κυβέρνηση για ρουσφετολογική ρύθμιση. Με την εξαιρετικά σημαντική παρέμβαση του ευρωβουλευτή τότε Ι. Μαρίνου έγινε επαφή με τους εκπροσώπους της ΝΔ με αποτέλεσμα να υπάρξει τοποθέτηση του Π. Παυλόπουλου ότι η ΝΔ δεν έχει καμία αντίρρηση για την τροπολογία. Έτσι, έμεινε γυμνή από προσχήματα η άρνηση της κυβέρνησης Σημίτη να προχωρήσει στην αποκατάσταση των απολυμένων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για την επόμενη φάση του αγώνα που βρήκε τους απολυμένους να έχουν απέναντί τους την κυβέρνηση Καραμανλή.
Μόλις δύο μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα έγιναν οι εκλογές για την ανάδειξη της νέας σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η νέα αυτή σύνθεση δεν περιλαμβάνει βασικούς υποστηρικτές της υπόθεσης στην Επιτροπή Αναφορών, όπως οι ευρωβουλευτές Ι. Μαρίνος και Μαργκότ Κέσλερ οι οποίοι δεν έβαλαν υποψηφιότητα. Ωστόσο, μέχρι και τη λήξη της θητείας της, η Επιτροπή Αναφορών κινήθηκε δραστήρια υπέρ των απολυμένων και απέστειλε επιστολή στη νέα κυβέρνηση, και συγκεκριμένα στον υπουργό Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο με τη σύσταση να προχωρήσει άμεσα τη ρύθμιση και την επισήμανση ότι η Επιτροπή Αναφορών έχει σοβαρό ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Επίσης, προγραμμάτισαν να μπει η υπόθεση των απολυμένων στις πρώτες συνεδριάσεις της Επιτροπής με τη νέα σύνθεσή της. Αυτή ήταν μία ένδειξη για τους απολυμένους ότι η Ευρωβουλή ακόμα και με τη νέα σύνθεσή της όπου οι περισσότεροι ευρωβουλευτές θα άκουγαν για πρώτη φορά την υπόθεση των απολυμένων θα συνέχιζε την πίεσή της στην κυβέρνηση, μία πίεση απόλυτα αναγκαία όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια. Συγκεκριμένα μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μάρτη, ο αγώνας των απολυμένων δέχθηκε χτύπημα και από τον Άρειο Πάγο που ανέβαλε σκανδαλωδώς την απόφαση για 1,5 χρόνο με ένα ανυπόστατο πρόσχημα.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΠΟΛΥΜΕΝΩΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ

Στις 3 Φεβρουαρίου το τμήμα του Αρείου Πάγου που είναι αρμόδιο για τις εργατικές υποθέσεις συζήτησε την υπόθεση των απολυμένων με θετική εισήγηση του αεροπαγίτη Πολύκαρπου Βούλγαρη, στην οποία αναφερόταν ότι παραβιάστηκε το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο για την υποχρέωση διαβουλεύσεων πριν το κλείσιμο του εργοστασίου από την εργοδότρια των απολυμένων, θυγατρική της Αγροτικής και της Εθνικής Τράπεζας, ΣΥΕΛ. Η αποδοχή αυτής της εισήγησης θα σήμαινε τη δικαίωση των απολυμένων και την αποζημίωσή τους επειδή οι απολύσεις τους ήταν παράνομες.
Αυτή η εξέλιξη εμποδίστηκε με την αγαπημένη μέθοδο που ακολουθεί το καθεστώς σε όλη τη διάρκεια του μακρόχρονου αυτού αγώνα, την όσο το δυνατό μεγαλύτερη καθυστέρηση της ικανοποίησης του δίκιου των απολυμένων παρόλο που αυτό τυπικά έχει αναγνωριστεί. Έτσι, ο Άρειος Πάγος με την επίκληση ενός ασήμαντου τυπικού κωλύματος αρνήθηκε να βγάλει απόφαση και αποφάσισε να αναβάλει την όλη διαδικασία για ενάμισι χρόνο, δηλαδή για τον Νοέμβρη του 2005! Ποιο ήταν το κώλυμα; Όταν η υπόθεση είχε συζητηθεί στο Εφετείο Πειραιά, το Σωματείο άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των απολυμένων με βάση πρόβλεψη του νόμου ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις νομιμοποιούνται να παρεμβαίνουν σε δίκες στις οποίες κρίνονται αξιώσεις μελών τους. Όταν η υπόθεση έφτασε να συζητηθεί στον Άρειο Πάγο, οι δικηγόροι προσκάλεσαν όπως προβλέπεται από το νόμο τους αντιδίκους, δηλαδή τη ΣΥΕΛ και την Πρότυπο (ιδιοκτήτρια των εγκαταστάσεων) να συμμετέχουν στη διαδικασία. Ωστόσο, δεν προσκάλεσαν και το Σωματείο, αφού κάτι τέτοιο κρίθηκε περιττό, εφόσον ο μοναδικός ρόλος που είχε σε αυτή τη δίκη το Σωματείο ήταν η υποστήριξη των απολυμένων και αυτός εκπληρώθηκε με την παρέμβαση στο Εφετείο. Στον Άρειο Πάγο δεν κρίνεται η ουσία της υπόθεσης, αλλά αποκλειστικά η σωστή ή εσφαλμένη εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων.
Αυτή όμως την παράλειψη ο Άρειος Πάγος τη θεώρησε σημαντική, κρίνοντας ότι με την παράλειψη της πρόσκλησης το Σωματείο στερούνταν νομικά της δυνατότητας να υπερασπίσει τα συμφέροντά του σε αυτή τη δίκη, λες και υπήρχαν ξεχωριστά συμφέροντα του Σωματείου και των απολυμένων! Οι δικηγόροι των απολυμένων προχώρησαν σε άμεσες ενέργειες για να επιτύχουν τουλάχιστον μία όσο το δυνατό συντομότερη αναβολή, και μάλιστα έλαβαν διαβεβαίωση ότι η νέα συζήτηση θα γίνει στο τέλος του χρόνου (Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 2004) από τον αρμόδιο για τον ορισμό των ημερομηνιών, που ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος του τμήματος που έβγαλε την απόφαση για την αναβολή. Ο ίδιος αυτός πρόεδρος όρισε μετά από λίγες μέρες τη νέα συζήτηση για τον Νοέμβρη του 2005 (!), ενώ αμέσως μετά πήρε προαγωγή στη θέση του αντιπροέδρου της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου παρόλο που σε ένα χρόνο θα έπαιρνε σύνταξη, γεγονός που σχολιάστηκε ιδιαίτερα στον Τύπο. Μάλιστα, ο ίδιος πρόεδρος απαντούσε στην ένσταση που πρόβαλαν οι δικηγόροι ότι η συζήτηση αφορούσε 170 ανθρώπους που ήταν πέντε χρόνια απολυμένοι, και θα έπρεπε να ληφθεί αυτό υπόψη ώστε να μην αναβληθεί η υπόθεση, ότι η αναβολή ήταν κάτι το συνηθισμένο όταν υπάρχουν τέτοιου είδους κωλύματα.
Ωστόσο διαπιστώσαμε ότι η συγκεκριμένη αναβολή για το συγκεκριμένο κώλυμα, δεν ήταν κάτι τόσο συνηθισμένο. Αυτό προκύπτει από τη δημοσίευση της απόφασης στο έγκυρο νομικό περιοδικό “Ελληνική Δικαιοσύνη”, τεύχος Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2004. Η δημοσίευση φανερώνει ότι η απόφαση αυτή παρουσίαζε νομολογιακό ενδιαφέρον, οπότε δεν ήταν κάτι δεδομένο. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στο ίδιο τεύχος, μαζί με την απόφαση της αναβολής, δημοσιεύεται άλλη απόφαση που εκδόθηκε από το ίδιο τμήμα του Αρείου Πάγου, η οποία κρίνει απαράδεκτη την πρόσθετη παρέμβαση συνδικαλιστικής οργάνωσης ενώπιον του Αρείου Πάγου όταν γίνεται μόνο για να υποστηρίξει τα μέλη της! Δηλαδή η ίδια σύνθεση που έκρινε ότι το Σωματείο είχε συμφέρον για να συμμετέχει στη δίκη των απολυμένων και μάλιστα τόσο σημαντικό ώστε να αναβληθεί η υπόθεση γι’ αυτό το λόγο, έκρινε λίγο αργότερα, ότι τα Σωματεία γενικά δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσφεύγουν στον Άρειο Πάγο για να υποστηρίξουν μέλη τους. Αυτό, σύμφωνα με την απόφαση, μπορεί να γίνει δεκτό μόνο για τον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό.
Αυτές οι δημοσιεύσεις επιβεβαίωσαν ότι η απόφαση για την αναβολή δεν επιβλήθηκε από νομικούς λόγους αλλά από πολιτικούς λόγους και συνδυάστηκε με την καθυστέρηση που υπήρξε στην προώθηση της έτοιμης τροπολογίας για ψήφιση στη νέα Βουλή παρόλο που ήταν δεδομένο για τη νέα κυβέρνηση ότι το ΠΑΣΟΚ σαν αξιωματική αντιπολίτευση δεν είχε κανένα περιθώριο να αντιδράσει. Συγκεκριμένα, η συνέχεια των διαπραγματεύσεων για την τροπολογία εξελίχθηκε σε μία διελκυστίνδα με άκαρπες συναντήσεις με εκπροσώπους των υπουργείων Εσωτερικών και Γεωργίας, ενώ μετά την εκλογή της νέας Ευρωβουλής και αυτές σταμάτησαν. Το μόνο που προχώρησε ήταν η ανανέωση της ειδικής επιδότησης ανεργίας για τους απολυμένους μεγαλύτερης ηλικίας. Η σχετική ρύθμιση θα ψηφιστεί με νομοσχέδιο και σύμφωνα με τη μέχρι τώρα ενημέρωση από το υπουργείο Εργασίας θα συζητηθεί στη Βουλή τον Ιανουάριο.
Φάνηκε σ’ αυτό το σημείο ότι και η νέα κυβέρνηση δεν θα προχωρούσε την αποκατάσταση αν δεν υποχρεωνόταν σ’ αυτό από κάποια ανώτερη πολιτική πίεση και αυτή θα ήταν η πίεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο οποίο προσέφυγαν ξανά οι απολυμένοι.

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΠΕΜΨΕΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Η υπόθεση των απολυμένων είχε ήδη προγραμματιστεί να συζητηθεί στη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναφορών στις 23 Νοέμβρη. Σε αυτήν συμμετείχε αντιπροσωπεία της Επιτροπής Αγώνα και του Σωματείου των Λιπασμάτων αποτελούμενη από τους Γ. Νικολόπουλο Ρ. Κούτελου και Γ. Κούτμο. Πρόεδρος της συνεδρίασης ήταν ο Πολωνός Marcin LIBICKI (από την ομάδα των εθνικιστών της UEN), και στο προεδρείο ήταν οι δύο αντιπρόεδροι, ευρωβουλευτές της Ελλάδας, Μαρία Κασσιώτου-Παναγιωτοπούλου από τη ΝΔ, και Μαίρη Ματσούκα από το ΠΑΣΟΚ.
Ο λόγος δόθηκε κατ’ αρχήν από τον πρόεδρο στον Γ. Νικολόπουλο, ο οποίος έκθεσε την κατάσταση των απολυμένων και την επιδείνωση της θέσης τους μετά από πέντε χρόνια στην ανεργία. Υπενθύμισε ότι ο λόγος που έχουμε προσφύγει ενώπιον της Επιτροπής είναι ότι η απώλεια των θέσεων εργασίας των απολυμένων οφείλεται όχι σε οικονομικούς ή περιβαλλοντικούς λόγους, αλλά σε πολιτική απόφαση της κυβέρνησης το 1999, και ότι όλες οι διαδικασίες που έγιναν από τότε τόσο σε ότι αφορά τις διαβουλεύσεις που δεν έγιναν, όσο και σε ότι αφορά τα κοινοτικά κονδύλια που είχαν διατεθεί και δεν αξιοποιήθηκαν, παραβίασαν κατάφωρα τις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Κατάγγειλε την παρελκυστική πρακτική τόσο της προηγούμενης, όσο και της νέας κυβέρνησης, και τόνισε ότι το ελληνικό κράτος παριστάνει διαρκώς ότι συμμορφώνεται με τις αποφάσεις και τις συστάσεις της Επιτροπής, αλλά στην πράξη τις παραβιάζει. Είπε ότι η υπομονή των απολυμένων έχει εξαντληθεί, και ότι αυτοί οι ίδιοι που πίστεψαν με ενθουσιασμό στη στήριξη της Ευρώπης, διαπιστώνουν τώρα με απογοήτευση ότι το ελληνικό κράτος φαίνεται ότι μπορεί να παρακάμπτει και αυτούς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ζήτησε από τους ευρωβουλευτές να μην επιτρέψουν στο ελληνικό κράτος να συνεχίσει αυτή την πρακτική και να διαφυλάξουν το κύρος των αποφάσεων της Επιτροπής κλιμακώνοντας την πίεσή τους στην κυβέρνηση.
Αμέσως μετά δόθηκε ο λόγος στον εκπρόσωπο της Κομισιόν που δήλωσε ότι η Κομισιόν παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την υπόθεση, αλλά δεν μπορεί να παρέμβει παρά μόνο για την εφαρμογή του νόμου στο δικαστικό επίπεδο, οπότε περιμένει την απόφαση του Αρείου Πάγου και αφήνει ανοιχτή την υπόθεση μέχρι να αποφασίσει το ανώτατο δικαστήριο.
Στη συνέχεια μίλησε ο ευρωβουλευτής της ομάδας των σοσιαλιστών, Proinsias DE ROSSA, Ιρλανδός, μέλος της Επιτροπής από το 1994 και γνώστης της υπόθεσης. Δήλωσε απογοητευμένος για τη χλιαρή στάση της Κομισιόν, και έκφρασε την απερίφραστη υποστήριξή του στους απολυμένους οι οποίοι όπως είπε έχουν δίκιο να ζητούν από την Επιτροπή Αναφορών να δείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Συγκεκριμένα, είπε ότι απ’ όσο καταλαβαίνει στη διάρκεια των πέντε χρόνων, τόσο με τις τροποποιήσεις του νόμου για την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων, όσο και με τις πολιτικές δεσμεύσεις των δύο μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών κομμάτων στην Ελλάδα για αποκατάσταση, υπάρχει μία ντε φάκτο αναγνώριση του δίκιου του αγώνα των απολυμένων στους οποίους όμως τα δικαστήρια και το ελληνικό κράτος αρνούνται την ικανοποίηση αυτού του δίκιου. Αυτή την πρακτική ο ευρωβουλευτής τη χαρακτήρισε “κατάσχεση ανθρώπινων ζωών”, την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να επιτρέψει. Γι’ αυτό το λόγο πρότεινε να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με ψήφισμα καταδίκης της κυβέρνησης για τη μη συμμόρφωση της με τις αποφάσεις της Επιτροπής.
Στο σημείο αυτό έκανε παρέμβαση ο Γ. Κούτμος, που αναφέρθηκε στο άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Το άρθρο αυτό θεμελιώνει το δικαίωμα της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση αδικαιολόγητης απόλυσης, και ζήτησε να στηρίξει η Επιτροπή τους απολυμένους που έτσι όπως έχουν τα πράγματα δεν απολαμβάνουν καμία προστασία απολύτως.
Το λόγο πήρε αμέσως μετά ο ευρωβουλευτής της ΝΔ Μανώλης Μαυρομάτης, ο οποίος έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η Επιτροπή Αναφορών καλείται να δώσει λύση για τους απολυμένους από το 2001 οπότε έγινε η πρώτη συζήτηση σε συνεδρίασή της και μέχρι σήμερα λύση δεν έχει δοθεί και συνηγόρησε στη λήψη πιο δραστικών μέτρων. Τόνισε ότι πρόκειται για εργαζόμενους που απολύθηκαν και χρειάζεται και γι’ αυτό το λόγο ιδιαίτερη ευαισθησία. Τέλος, προσφέρθηκε να ασκήσει και ο ίδιος πίεση στους αρμόδιους υπουργούς της κυβέρνησης για να προχωρήσει η αποκατάσταση.
Την πρόταση του ευρωβουλευτή De Rossa στήριξε η Μαίρη Ματσούκα, που ζήτησε να ακολουθηθεί κατεπείγουσα διαδικασία και αναγνώρισε ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες για την κατάσταση των απολυμένων. Από την άλλη, η Μ. Κασσιώτου κράτησε κάποια απόσταση, λέγοντας ότι η κυβέρνηση της ΝΔ περιμένει ίσως και τη δικαστική απόφαση και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση, ενώ πρότεινε στους απολυμένους να προσφύγουν στον έλληνα ή στον ευρωπαίο συνήγορο του πολίτη για τη μεγάλη καθυστέρηση στον Άρειο Πάγο την οποία χαρακτήρισε παράξενη, δείχνοντας ότι υποστηρίζει το δίκιο των απολυμένων, και τελικά συμφώνησε με την παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια.
Με τη συμφωνία λοιπόν όλων των πολιτικών ομάδων λήφθηκε η απόφαση για παραπομπή στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μάλιστα με τη συντομότερη δυνατή διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή Αναφορών θα στηρίξει ενώπιον της Ολομέλειας, εισήγηση και πρόταση ψηφίσματος που θα καταδικάζει την κυβερνητική πρακτική της καθυστέρησης της δικαίωσης των απολυμένων που θα γίνει με την εξασφάλιση θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα και θα ζητά την άμεση συμμόρφωση της. Αν αυτή η εισήγηση και το ψήφισμα γίνουν δεκτά από την Ολομέλεια, αυτό σημαίνει ότι ένα σώμα 732 Ευρωβουλευτών πια, το σύνολο των εκπροσώπων όλων των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα απαιτούν από την ελληνική κυβέρνηση να λύσει το θέμα των απολυμένων.
Η απόφαση αυτή σημαίνει ότι τουλάχιστον η Επιτροπή Αναφορών καταδικάζει την καταπάτηση του κοινοτικού δικαίου σε βάρος των δικαιωμάτων βιομηχανικών εργατών, την επαγγελματική εξόντωση και απαξίωση παραγωγικών πολιτών με αποκλειστική κυβερνητική ευθύνη, την εγκατάλειψή τους στην ανεργία και οικονομική ανέχεια, αλλά αντικειμενικά και την κατεδάφιση των παραγωγικών δυνάμεων που βρίσκεται στη βάση αυτή της πρακτικής. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή την καταδίκη τη θεωρούν ζήτημα πανευρωπαϊκής σημασίας, που αφορά πλέον την Ολομέλεια της Ευρωβουλής και ξεπερνά τα στενά πλαίσια της διαμαρτυρίας μίας ομάδας πολιτών.Η πρώτη κίνηση που έγινε από την Επιτροπή μετά τη λήψη της απόφασης ήταν η αποστολή της ίδιας επιστολής που υιοθετεί τη βασική θέση των απολυμένων όπως την αναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Η επιστολή αναφέρεται και στη μέχρι τώρα εξέλιξη της υπόθεσης και στην κυβερνητική παλινδρόμηση για την τροπολογία. Τέλος, καλείται η ελληνική κυβέρνηση για άλλη μια φορά να λύσει το θέμα, και γίνεται ενημέρωση για την απόφαση παραπομπής στην Ολομέλεια. Αναμένεται η ολοκλήρωση των τυπικών διαδικασιών που απαιτείται να γίνουν μέχρι τη συζήτηση. Το επόμενο βήμα πρακτικά θα είναι η έγκριση της απόφασης της Επιτροπής Αναφορών από τη διάσκεψη των προέδρων των πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ορίζει την ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας και η οποία επίσης θα ορίσει και την ημερομηνία.
Πρόκειται για μία τεράστιας σημασίας εξέλιξη στον αγώνα των απολυμένων που προοιωνίζει θετικές εξελίξεις και αναπτερώνει τις ελπίδες για το τέλος του βασανιστικού μαρτυρίου που τους έχει επιβάλει το καθεστώς μετά το γκρέμισμα ενός παραγωγικού και βιώσιμου εργοστασίου.